“The vintage sound of the 70s – The Revival” – Part IΙ

0
512












Δεύτερο μέρος του αφιερώματος στο retro κίνημα και στην αναβίωση του vintage ήχου της περιόδου 1969-1979. Όπως και στο πρώτο μέρος, το οποίο μπορείς να διαβάσεις εδώ, έτσι και τώρα, παρουσιάζονται τριανταπέντε (35) συγκροτήματα και ισάριθμοι δίσκοι σε αλφαβητική σειρά, με στόχο να καλυφθεί όσο γίνεται κάθε πτυχή της αναβίωσης αυτής. Πρωτεργάτες, μεγάλα ονόματα, ελπίδες για το μέλλον και διάττοντες αστέρες, μεγάλες εμπορικές επιτυχίες αλλά και underground σημεία αναφοράς, rockers και metalheads. Πιάνουμε λοιπόν το νήμα από εκεί που το αφήσαμε και συνεχίζουμε. Καλήν ανάγνωση!


MIRROR – “Mirror” (Metal Blade Records, 2015)

Ένα από τα καλύτερα 70s oriented heavy rock albums όλων των εποχών, είναι ελληνικό. Ανήκει στους Κύπριους MIRROR οι οποίοι στο ντεμπούτο τους, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, συνοψίζουν μια ολόκληρη δεκαετία. Πραγματικά, ακούγοντας το “Mirror” και έχοντας βασικές γνώσεις των 70s πεπραγμένων, δεν γίνεται να μην ξεχωρίσεις βασικούς «πυλώνες» της μουσικής μας. Τις κιθάρες των Iommi, Blackmore και Reale, τα πλήκτρα του Lord, τις πρώτες μέρες των JUDAS PRIEST, την σκοτεινή ατμόσφαιρα των BLACK SABBATH, την παραμυθένια αύρα των URIAH HEEP και τον αποκρυφισμό των BLUE OYSTER CULT. Ακόμη και οι τίτλοι των τραγουδιών και οι στίχοι τους «μυρίζουν», ή σωστότερα «ευωδιάζουν», δεκαετία του 1970, ενώ κάποιες μελωδίες επίσης θα σου θυμίσουν αγαπημένα τραγούδια του παρελθόντος, εννοείται χωρίς να γίνεται λόγος περί «κλοπής». Bonus «κανονάκι», μια καταπληκτική φωνή η οποία τραγουδά ύμνους όπως το ομώνυμο, το “Curse of the gypsy”, το “Cloak of a thousand secrets”, το “Galleon” ή το “Heavy king”. Τεράστιος δίσκος το “Mirror”, που με τα χρόνια σίγουρα θα λάβει το status που του αρμόζει στον χώρο. Ή και εκτός αυτού.

MONDO DRAG – “Mondo drag” (Riding Easy Records, 2015)
Του Hammond Β3 το ανάγνωσμα, πρόσχωμεν… Μεταφερόμαστε στην Μ. Βρετανία, το 1972. Με έναν όχι μαγικό και σίγουρα όχι περίεργο τρόπο, συναντιόνται οι DEEP PURPLE, οι PINK FLOYD και οι URIAH HEEP σε μία pub του Λονδίνου. Συζητούν για την ως τότε πορεία τους και ρίχνουν στο τραπέζι από κοινού την ιδέα για ένα νέο project. Πολλές οι ιδέες, μεγάλη η συζήτηση, μέχρι που στο τραπέζι κάθονται με το «έτσι θέλω» οι HAWKWIND. Μετά από σοβαρά επιχειρήματα, τα οποία έθεσε κυρίως ο Lemmy (καταλαβαίνεις), αποφασίζουν να το «γυρίσουν» σε κάτι πολύ ψυχεδελικό, «φευγάτο» και να γίνουν πιο heavy απ’όσο ήταν. Να αφήσουν τις neoclassical και «κουλτουρέ» απόψεις τους κατά μέρος, και να χωθούν σε μια θάλασσα από LSD. Τι ήχο έβγαλαν; Αυτόν του “Mondo drag”. Τούτα τα παλικάρια από τις Η.Π.Α δεν δείχνουν να νοιάζονται ιδιαίτερα για το πού θα τους πάει η μουσική. Με οδηγό τους το αέναο jamming, τους άπλετους αυτοσχεδιασμούς και την θέληση να μην μπουν σε νόρμες και καλούπια, ζουν το δικό τους, «τριπαριστό» όνειρο στο οποίο μέτρια στιγμή, δεν θα βρεις.


NIGHT – “Raft of the world” (The Sign Records, 2017)

Στην ίδια ομάδα με HORISONT, BLACK TRIP, MIDNIGHT RIDER και λοιπούς, οι Σουηδοί αποτελούν την metal «πτέρυγα» του retro κινήματος. Γιατί μπορεί να κοιτάζουν προς το hard rock των THIN LIZZY και BLUE OYSTER CULT, αλλά μεγάλη επιρροή αποτελεί και το πρώιμο NWOBHM του 1978-1979, μαζί με το heavy metal των JUDAS PRIEST, όπως αυτό ακούστηκε στο “Stained class” και στο “Sin after Sin”. Σε ένα festival όπου θα υπάρχουν κλασσικές hard rock και heavy metal μπάντες, βάζεις αν είσαι διοργανωτής ένα συγκρότημα σαν τους NIGHT και ενώνεις τους κρίκους της «αλυσίδας» εύκολα. Ή εσύ, που ακούς σπίτι τα rock-άκια σου και θες να «πετάξεις» στο στερεοφωνικό ένα Maiden, τους «χρησιμοποιείς» εύκολα ως «γέφυρα». Πέραν όμως των όποιων τέτοιων «χρηστικών» επιχειρημάτων, ο λόγος που πρέπει να ακούμε όλοι αυτή την μπάντα είναι καθαρά μουσικός. Τρεις δίσκοι ως τώρα, και το “Raft of the world” είναι σίγουρα ο καλύτερός τους.

ORCHID – “Capricorn” (The Church Within Records, 2011)
Αυτό το σχήμα από το San Francisco σίγουρα δεν ακούει κάποιο άλλο συγκρότημα πέραν των BLACK SABBATH, και το πιθανότερο είναι να μην ακούει και κάποιο άλλο άλμπουμ μετά το “Sabotage”. Επίσης είναι δεδομένο, και αυτό ισχύει γενικά σε κάθε περίπτωση, πως αν υπάρχουν οι τεχνικές ικανότητες παράλληλα με τις συνθετικές, το αποτέλεσμα είναι εγγυημένο. Φαίνεται λοιπόν πως το κουαρτέτο δεν στερείται και των δύο αυτών ικανοτήτων, αφού το πρώτο του δισκάκι δεν είναι ένα απλό αναμάσημα ιδεών που «κάπου, κάπως, κάποτε» ακούσαμε, αλλά μέσα στον άκρατο “Sabbath-ισμό» του, αναγκάζει όλους εμάς να παραδεχτούμε πως θα μπορούσε να είναι ένας χαμένος κρίκος στην MK.1 δισκογραφία, πριν το “Technical ecstasy”. Άκρως εμπνευσμένο πρώιμο heavy rock/metal, από τέσσερεις μουσικούς που δυστυχώς για αυτούς και ευτυχώς για μας, γεννήθηκαν σε λάθος εποχή.


ORNE – “The tree of life” (Black Widow Records, 2011)

Εκλεκτικό, ελιτιστικό, προοδευτικό rock από τους Φινλανδούς κάτοικους της πόλης Turku (σ.σ: ο Κατσούρας βρίζει ήδη θεούς και δαίμονες και ο λόγος είναι το «Πάμε Στοίχημα») σε αυτό το side project του Kimi Kärki των REVEREND BIZARRE και LORD VICAR, το οποίο χρησιμοποιεί ως όχημα και μέσον ώστε να βγάλει στην επιφάνεια και να μετουσιώσει σε πράξεις τις BLACK WIDOW, KING CRIMSON, PINK FLOYD και GENESIS ανησυχίες του. Τον πρώτο λόγο δεν έχουν τα κλασσικά rock όργανα αλλά το Mellotron, Hammond, το φλάουτο και το σαξόφωνο, τα τραγούδια είναι μεγάλα μα δεν κουράζουν, το συναίσθημα πλημμυρίζει τις συνθέσεις και ο Patrick Walker των WARNING εξιστορεί με τρόπο επιβλητικό… Όχι αν, αλλά ΟΤΑΝ ακούσεις το “The tree of life” και σε κερδίσει, τσέκαρε και το “Conjuration by the fire”.

PURSON – “The circle and the blue door” (Rise Above Records, 2013)
Δυστυχώς δεν είναι πια ενεργοί τούτοι οι Βρετανοί αλχημιστές. Με όνομα εμπνευσμένο από τον ομώνυμο άρχοντα της Κολάσεως, η παρέα της μάγισσας Rosalie Cunningham μπορεί να έλαβε αποθεωτικές κριτικές για το “The circle…”, μπορεί να έλαβε βραβεία και να θεωρήθηκε ως το νέο μεγάλο rock όνομα παρότι πρωτοεμφανιζόμενη, μπορεί να περιόδευσε εκτεταμένα με τους super επιτυχημένους GHOST, δεν έμεινε όμως για πολύ μαζί μας. Πρόλαβε όμως με δύο δίσκους (“Desire’s magic theatre” ο δεύτερος) να αφήσει ένα ανεξίτηλο στίγμα στον χώρο του φολκλορικού και occult retro rock. Σκοτεινοί και υποβλητικοί σε βαθμό εξάρτησης, οι PURSON μπορούσαν, και έπρεπε, να μακροημερεύσουν και να αφήσουν εποχή. Ας είναι…εμείς πάντα θα τους έχουμε ψηλά για τους δύο τους δίσκους και για τραγούδια σαν το υπέροχο, αριστουργηματικό “Tempest and the tide”. Οι FAIRPORT CONVENTION, JETHRO TULL και BLACK WIDOW θα ήταν περήφανοι για το «βλαστάρι» τους…


RIVAL SONS – “Head down” (Earache, 2012)

Εδώ οι απόψεις διίστανται. Όχι για την αξία των RIVAL SONS, αλλά για το αν τελικά πρέπει να συμπεριληφθούν στους «αναβιωτές». Αν είναι άραγε «ποτισμένοι» με αρχέτυπο rock, ώστε να πλασαριστούν εδώ, ή ταιριάζουν περισσότερο με groups όπως οι ALTER BRIDGE. Η απάντηση είναι απλή και εύκολη, και έρχεται υπό την μορφή ερώτησης: πόσα περισσότερα και πόσο πιο πιστά παιγμένα “Zeppelin oriented riffs” μπορείς να βρείς εκεί έξω; Ξανά απλή και εύκολη απάντηση, και εδώ: ελάχιστα. Μόνο το ασύλληπτο jamming του “Manifest destiny” (το “When the levee breaks” της εποχής μας) να είχε αυτό το άλμπουμ, θα έπρεπε να διδάσκεται σε όσους θέλουν να ακολουθήσουν το «ρεύμα» και να γίνουν παλαιομοδίτες. Πέραν αυτού, όπως είπε πολύ σωστά και ένας φίλος, οι rockers από το L.A είναι από τους λίγους που μπορούν να συνδέσουν το «τώρα» με τους MOTT THE HOOPLE και τους T-REX. Στα προαναφερθέντα, πρόσθεσε και τους THE DOORS, CREEDENCE CLEARWATER REVIVAL και Jimi Hendrix και έχεις πλήρη εικόνα.

ROBERT PEHRSSON’S HUMBUKER – “Long way to the light” (High Roller Records, 2016)
H λατρεία του ακραίου metalhead Robert Pehrsson για τους THIN LIZZY, τον έκανε δημιουργό ενός project – συγκροτήματος όπου θα μαζεύονταν μερικοί από τους καλύτερους ροκάδες της χώρας του (Σουηδία) και θα τιμούσαν πρωτίστως την μνήμη του Phil Lynott, παίζοντας την αγαπημένη του (μας) μουσική. Έτσι, έσπευσαν να μοιραστούν μαζί του το όνειρο αυτό οι Nicke Andersson, Dolf de Borst, Tomas Eriksson, Peter Stjärnvind, Joseph Tholl, Robert Eriksson, Olle Dahlstedt και Johan Bäckman, μουσικοί που πέρασαν ή ανήκουν σε μπάντες όπως οι ENTOMBED, NIFELHEIM, ENFORCER, LUCIFER, BLACK TRIP, THE HELLACOPTERS κ.α. Αποτέλεσμα, ένας πανέμορφος δίσκος που, χωρίς υπερβολή, θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει υπό την ταμπέλα των THIN LIZZY και να είχε λάβει εγκωμιαστικά σχόλια. Αχ, αυτές οι διπλές κιθάρες… Ψάχνω να βρω κάτι όχι κακό, αλλά έστω μέτριο που να τις αφορά, και δεν μπορώ με τίποτα.


ROYAL THUNDER – “CVI” (Relapse, 2012)

Εύκολα μπορεί κανείς να πέσει στην παγίδα και να διαπράξει «έγκλημα», εντάσσοντας συγκροτήματα σαν τους εν λόγω Αμερικανούς στην κατηγορία του “stoner”. Μια κατηγορία και μια ταμπέλα που προσωπικά, πρώτον απεχθάνομαι και δεύτερον ποτέ δεν κατάλαβα την χρησιμότητα και την σημασία της. Η Mlny Parsonz και η παρέα της, σου κάνουν γνωστό και κατανοητό πως όταν αναμειγνύεις το hard rock με τα blues και το southern και ενίοτε γίνεσαι και λίγο doom, αυτό δεν σε κάνει “stoner” σε καμία των περιπτώσεων. Τι σε κάνει; Δεν ξέρω… Heavy rock ίσως; Επίσης αν το πρώτο κομμάτι του δίσκου είναι αυτοπεριγραφικό, τότε αντί για “Parsonz curse”, η τραγουδίστρια και μπασίστρια της εξαίσιας αυτής μπάντας θα έπρεπε να το ονομάσει “Parsonz blessing”. Και να μοιράσει την ευλογία αυτή, απλόχερα.

RUBY THE HATCHET – “Valley of the snake” (Tee Pee, 2015)
Από την γενέτειρα πόλη του Rocky Balboa (σ.σ: δεν πιστεύω να μην την γνωρίζεις), ένα πολυαγαπημένο μου σχήμα και ελπίζω και δικό σου. Ή αν δεν τους ήξερες, να γίνουν αφού τους ακούσεις. Η τοσοδούλα Jillian Taylor είναι μια επικίνδυνα σαγηνευτική πλανεύτρα, οι υπόλοιποι είναι άψογοι στον ρόλο των ακολούθων της και η μουσική «τεντώνεται» από την ψυχεδέλεια ως το NWOBHM. Riffs εκτοξεύονται δω και κει, πλήκτρα κυριαρχούν, ένα φλάουτο ξεπετιέται, οι Ken Hensley και Mike Box σίγουρα κάπου κρύβονται και έχουν βάλει το χεράκι τους στην διαδικασία της σύνθεσης και της ηχογράφησης. Σχεδόν διαπλανητικό άλμπουμ, δεν είναι τόσο «εξωγήινο» όσο το “Planetary space child” (σ.σ: μεγάλος δίσκος και αυτός, του 2017), αλλά η ακρόασή του εύκολα σε κάνει να αλλάξεις ως και…διάσταση. Έξι τραγούδια και να διαλέξεις το καλύτερο, δεν μπορείς.


SABBATH ASSEMBLY – “Restored to one” (The Ajna Offensive, 2010)

Αυτό ναι, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολύ ιδιαίτερης μπάντας. Εμπνευσμένη στιχουργικά από την σατανιστική για κάποιους, αιρετική για άλλους Διαδικαστική Εκκλησία, η οποία δραστηριοποιήθηκε σε Αγγλία και Η.Π.Α από το 1966 ως το 1973 και αξίωνε την ταυτόχρονη λατρεία Θεού και Σατανά. Ναι, αυτό. Για οποιαδήποτε άλλη πληροφορία σχετικά με αυτήν την παλαβομάρα, αν θέλεις, ψάξε “The Process Church of the Final Judgement”. Με την γνωστή και μη εξαιρετέα Jessica Thoth στο μικρόφωνο, στις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της και με κάτι από THE BEATLES, AMON DUUL II, PROCOL HARUM, πολύ folk rock, ανατολίτικους ήχους και μια απίστευτη, κατανυκτική ατμόσφαιρα που σε βάζει βαθιά μέσα στο concept. Με ένα τουλάχιστον αριστούργημα, ανάμεσα στα τραγούδια του, το “Judge of Mankind”. Από μια άλλη οπτική πλευρά, αυτόν τον δίσκο θα τον λάτρευε ιδιαίτερα ο Eric Clayton…if you know who he is, and what I mean. Μνημείο του είδους του.

SANHEDRIN – “A funeral for the world” (Self financed/Cruz del Sur, 2017)
Συγγνώμη, αλλά θα το πω. Έχω να υπερηφανεύομαι πως ήμουν από τους πρώτους και ελάχιστους τότε, που πήραν είδηση τούτο το νεοϋορκέζικο τρίο, τον καιρό που δεν είχε καν εταιρεία πίσω του. Ευτυχώς επενέβη η Cruz del Sur και βοήθησε την κατάσταση, κυκλοφορώντας το σχεδόν ταυτόχρονα με το επίσης εκπληκτικό “The poisoner”, που το διαδέχτηκε έναν χρόνο μετά. Η Erica Stoltz στα φωνητικά και το μπάσο, ο Jeremy Sosville στις κιθάρες και στα δεύτερα φωνητικά και ο Nathan Honor στα τύμπανα, με πολλά παράσημα στο πέτο, αγαπούν εξίσου το 70’s heavy rock των BLACK SABBATH, τους JUDAS PRIEST, το πρώτο κύμα του NWOBHM και το occult rock των early – mid 70’s. Όντας αρκετά hard rock για τους rockers αλλά ταυτόχρονα υπέρμετρα heavy metal για τους metallers, το “A funeral for the world” προσελκύει κάθε οπαδό του «σκληρού ήχου». Οι καθηλωμένοι και με ανοικτό το στόμα true metallers, στο περυσινό Up the Hammers, ήταν μια εικόνα που τα είπε όλα.


SCORPION CHILD – “Acid roulette” (Nuclear Blast, 2016)

«Τουμπανιασμένο» rock ‘n’ roll, κιθάρες που έχουν κάνει θεραπεία τουλάχιστον δύο χρόνια με πάσης φύσεως αναβολική ουσία, τύμπανα ιδανικά να δουλέψουν σε συνεργείο κατεδαφίσεων και μια Plant-ική φωνάρα σε ερμηνείες Oscar-ικές, να τραγουδά μερικά από τα καλύτερα refrains στην σύγχρονη ιστορία. Αυτά θα βρεις σε τούτο το αδικοχαμένο σχήμα από το Austin του Texas. Α, και retro πλήκτρα από το αγαπημένο μου/σου/μας Hammond B3. Και «βρωμιά», από εκείνη την ωραία του Νότου και της Dixie, που χαίρεσαι να την «αισθάνεσαι» πάνω σου. Πόσο κρίμα που δεν έδωσαν περισσότερα, πλην μόνο δύο δίσκων (το ομότιτλο ντεμπούτο ο δεύτερός τους)… ήταν τόσο καλοί, που με περίσσιο θράσος σου λέω τούτο: αν αυτοί εδώ οι βλάχοι δραστηριοποιούνταν στα mid 70s, με ύμνους σαν το “She sings, I kill”, το “Reaper’s danse” (δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος) και το “Moon tension”, θα έγραφαν ιστορία.

SIENA ROOT – “A different reality” (Transubstans Records, 2009)
Αγαπημένοι μου κάτοικοι Στοκχόλμης, με πλούσια και σταθερά ποιοτική δισκογραφία, υπάρχουν από το 1999 και ως εκ τούτου θεωρούνται εκ των πρωτοπόρων του retro rock κινήματος και της αναβίωσης του ήχου των late 60s ως και late 70s. Διάλεξα από αυτούς το “A different reality” για έναν και μόνο λόγο: είναι το πιο «ταξιδιάρικο» απ’όσα έχουν κυκλοφορήσει ως τώρα, συμπεριλαμβανομένου και του φετινού “The secret of our time”. Θα σε ταξιδέψουν από το μουντό και βιομηχανικό Birmingham στην Μέση Ανατολή και από εκεί στην οροσειρά των Ιμαλαΐων και τις πάντα μυστηριακές Ινδίες. Υπάρχουν και οδηγίες στο πίσω μέρος του booklet, για τους μη μυημένους: “This is an album of two musical pieces. For ease of navigation, they are subdivided into ten shorter tracks”. Θα ακούσεις ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και τύμπανα μαζί με sitar, τζουρά, darbuka, qaraqab… Θα περπατήσεις στα ίδια μονοπάτια που χάραξε ο Αλέξανδρος, θα ζήσεις λίγη από την μαγεία των Χιλίων και Μιας Νυχτών και όταν φτάσεις στον τελικό προορισμό, θα αισθανθείς «γεμάτος» ως ακροατής. Αν αυτό δεν αξίζει ειδική μνεία, δεν ξέρω πια τι άλλο να σου πω για να σε πείσω.


SIMO – “Let love show the way” (Provogue/Mascot, 2016)

O ορισμός του power trio! JD Simo (κιθάρα, φωνή), Adam Abrashoff (τύμπανα), Elad Shapiro (μπάσο). Λιτοί, απέριττοι μα ταυτόχρονα απίστευτα εφευρετικοί και…αψυχολόγητοι, χτίζουν το δικό τους vintage οικοδόμημα. Διασκευή στο κλασσικό “Stranger Blues” του Elmore James με το «καλημέρα», για να μην αφήνουν περιθώρια απορίας του «τι παίζεται» εδώ, blues rock στα θεμέλια, ψυχεδελικό rock στους τοίχους, η σκεπή από αυθεντικό THE DOORS υλικό. Πόρτες και παράθυρα αγορασμένα από τον Joe Cocker, τους GRAND FUNK RAILROAD, τους GRATEFUL DEAD. Η επίπλωση δε, από πολλά και διάφορα, αφού όλο και κάτι άλλο θα σου θυμίζει το “Let love show the way” και πολύς ιδρώτας στη σκηνή μαζί με Gregg Allman, DEEP PURPLE και Joe Bonamassa.. Ικανοί για μεγάλα πράγματα.

SPIRAL SKIES – “Blues for a dying planet” (AOP Records, 2018)
Αυτό το δισκάκι είναι ένα «τσουκάλι» όπου δημιουργείται ένα τρομερό μείγμα από 60s ήχους, οι οποίοι ανακατεύονται με JEFFERSON AIRPLANE, BLACK SABBATH, πρώιμους IRON MAIDEN και αποκτούν occult υφή. Όλα αυτό δε, τραγουδισμένο από τα πολύ ωραία φωνητικά της Frida Eurenius. Πιθανότατα να σου θυμίσουν σε κάποια (αργά και ατμοσφαιρικά) σημεία και τους λατρεμένους JESS AND THE ANCIENT ONES και αυτό να σου πω την αλήθεια, μόνο ως παράσημο το βλέπω. Καθώς προχωρά η ακρόαση, το άλμπουμ γίνεται πραγματικά μυσταγωγικό. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή σε τραγούδια όπως το «πνευματικό παιδί» του “Children of the grave” που ονομάζεται “Dark side of the cross”, το “The wizard’s ball”, το “The prisoner” και σε διαβεβαιώ πως είναι δύσκολο να μην ευχαριστηθείς το “Blues for a dying planet”. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες για το είδος. «Στεγνά» και χωρίς «κορδελάκια».


SPIRITUAL BEGGARS – “Ad Astra” (Music For Nations, 2000)

«Safe επιλογή ρε αλήτη, σιγά, αυτό το άλμπουμ το ξέρουν και οι πέτρες!». Αυτό δεν θες να πεις; Έλα, σε βλέπω. Και σου δίνω δίκιο, να ξέρεις. Αλλά δεν μου πάει να βάλω κάποιο άλλο από την παρέα του Michael Amott. Το “Ad Astra” είναι αριστουργηματικό από κάθε άποψη. Από το εξώφυλλο – έργο σύγχρονης τέχνης, ως την τελευταία λεπτομέρεια στο layout του booklet. Από την πρώτη ως την τελευταία νότα, από το a la “Wrathchild” μπάσο του ύμνου “Left brain ambassadors” ως την «παλαιοροκιά» που ονομάζεται “It’s over”. Από τα ουσιαστικά και ταυτόχρονα βιρτουόζικα sola, το rhythm section που παραδίδει διατριβή και την ΦΩΝΑΡΑ του χορτοφάγου, πριν αυτό γίνει μόδα, Spice. Δίσκος όχι απλά πιονέρος για το είδος, αλλά ένας από τους καλύτερους των τελευταίων 20 ετών, σε ΟΛΑ τα είδη του σκληρού ήχου. Από grindcore, μέχρι fusion rock. ΥΓ: αν βρεις την αναφορά στους BLACK SABBATH σε κάποιο από τα τραγούδια του, κερδίζεις τον σεβασμό και την αγάπη μου.

TANITH – “In another time” (Metal Blade, 2019)
Από τα μπαράκια της Αγγλίας μας έρχεται ένα εξαίσιο δείγμα 70’s heavy rock, με βασικό δημιουργό του τον Russ Tippins των SATAN, PARIAH και BLIND FURY. Με τις πρώτες νότες του “Citadel” ξεκινά ένα μαγευτικό «ταξίδι», ένα «ταξίδι» σε «θάλασσες» που κάποτε «άνοιγαν πανιά» οι μεγάλοι επικολυρικοί rockers του Νησιού. Κα-τα-πλη-κτι-κές κιθάρες από τους Tippins/Newton που δίνουν δισολίες και διπλές αρμονίες «γεννημένες» θαρρείς από το “Argus”, αιθέριες μελωδίες, μπάσο και τύμπανα λιτά, «δωρικά» και «εύστοχα», «γήινα» φωνητικά από τον Tippins και την μπασίστρια Cindy Maynard, όλα αυτά δημιουργούν ένα συναίσθημα που σπάνια συναντάς στις μέρες μας. Θαυμαστή η έμπνευσή του, εντυπωσιακή η αναλογική του παραγωγή, μεγάλα έπη εκτός του “Citadel” τα “Wing of the owl”, “Cassini’s deadly plunge” και “Dionysus”, ενώ στο “Under the stars” αν δεν ακούσεις το πρώτο IRON MAIDEN, εγώ θα φύγω από το Rock Hard και θα ενταχθώ στο δυναμικό του «Πίστα». Λατρεμένο άλμπουμ, αλήθεια σου λέω.

TAROT – “Reflections” (Heavy Chains Records, 2016)
Δόξα και τιμή στην Γηραιά Αλβιώνα. Στην κοιτίδα του ηλεκτροδοτούμενου μουσικού πολιτισμού. Δόξα και τιμή στους occult θεούς του NWOBHM PAGAN ALTAR, για την μοναδικότητά τους. Δόξα και τιμή στους WISHBONE ASH για το γεγονός και μόνο πως πρώτοι αυτοί, χάρισαν στον κόσμο το θαύμα των διπλών κιθαριστικών αρμονιών. Τέλος, δόξα και τιμή σε όλους αυτούς που συνεχίζουν το όραμα τιτάνων σαν τους παραπάνω. Οι Αυστραλοί TAROT δημιούργησαν ένα μαγευτικό, ή σωστότερα, μαγικό άλμπουμ. Στις κιθάρες του δεν πρόκειται να μείνεις ασυγκίνητος. Σε κάποιες στιγμές, θα ριγήσεις. Αυτή την φωνή, την λατρέψεις ή την μισήσεις, δεν έχει σημασία, θα την παραδεχτείς για τον χαρακτήρα της και για το πόσο ταιριαστή είναι με τις νότες που αναβλύζουν από ΕΠΗ όπως το “Heed the call” ή το “Cloak and Dagger”. Μιλάμε για ένα από τα αριστουργήματα του heavy metal των 10s. Έφτασε η ώρα να το βιώσεις.


THE ANSWER – “Rise” (Albert Productions, 2006)

Πούλησαν 100.000 τεμάχια, σε εποχές που και μεγάλα ονόματα του χώρου βασίζονταν αλλού για να επιβιώσουν. Τους είδαμε το 2007 στο Gagarin, όπου έβαλαν φωτιά και τα έκαναν όλα «άρματα». Τους είδαμε και όσοι πήγαμε από νωρίς και δεν σνομπάραμε το support act σαν γίδια, στο live των AC/DC. Σε ένα show όπου ναι, μπορεί προς στιγμή να αισθάνθηκαν άβολα στην τεράστια σκηνή του ΟΑΚΑ, αλλά όταν η μηχανή ζεστάθηκε, μοίρασαν πόνο και δέος. Ιρλανδοί τραμπούκοι, ποτισμένοι με παντός είδους «ξύδια», πήραν τους LED ZEPPELIN, τους αύξησαν την ιπποδύναμη και γέλασαν χλευαστικά στην μούρη κάθε «τραχανοπλαγιά» ο οποίος θεώρησε και θεωρεί πως παίζει «ροκ». Να μην μιλήσω και για τις επιρροές από τον συμπατριώτη και μέντορά τους Rory, έτσι; Αυτές εννοούνται. Έξι studio δίσκοι πια, μπόλικα χιλιόμετρα στο κοντέρ, ίδια «πείνα». Μόνο και μόνο για αυτό, τους βγάζω το καπέλο.

THE DEVIL’S BLOOD – “The time of no time evermore” (Van Records, 2009)
Από τα συγκροτήματα που έκαναν την μεγαλύτερη αίσθηση, από αυτά που είχαν από τους ισχυρότερους χαρακτήρες, από αυτά που άφησαν πίσω τους από τις εντονότερες αναμνήσεις και πολλά “what if”. Ολλανδοί Σαμάνοι που στήνουν έναν διαβολικό μα τόσο θελκτικό χορό. Η Farida Lemouchi, ή αλλιώς το «Στόμα του Σατανά». Ο αδερφός της Selim στην κιθάρα, που «αποχώρησε» από τον κόσμο τούτο γιατί, κατ’αυτόν…έτσι έπρεπε. Ron van Herpen και Thomas Sciarone μαζί του, σε ένα μοναδικό ηχητικά guitar trio. Οι Job van de Zande και Sander van Baalen σε ένα rhythm section που λυσσομανούσε και καλεσμένος ο Willem Verbuyst, τον οποίο θα βρούμε παρακάτω. Κεριά, πεντάλφες, αίματα, μηδενική επαφή με το κοινό στα μυσταγωγικά τους live και μεθυστικές συνθέσεις που είναι καταδικασμένες να μείνουν κλασσικές. Ένα άκουσμα, μία στάση απλά και μόνο στο “Christ or cocaine” και μια “hedonistic fire in the dead of night” θα σε αναγκάσει να “give your soul away”.


THE OSSUARY – “Post mortem blues” (Supreme Chaos Records, 2017)

Κοίτα, ή σωστότερα, άκου ΤΣΑΜΠΟΥΚΑΣ! Όταν κυκλοφόρησε το “Post mortem blues”,  κάποιοι καλοθελητές, κάποιοι καταχραστές που προσπαθούν με το ζόρι να εντάξουν μπάντες στο αγαπημένο τους ιδίωμα ή απλά κάποιοι ΚΟΥΦΟΙ, τους χαρακτήρισαν “stoner” μπάντα. Φυσικά οι υπόλοιποι πέσαμε κάτω από τα γέλια με αυτόν τον χαρακτηρισμό, και είμαι σίγουρος πως και οι ίδιοι οι Ιταλοί δεν θα αισθάνονται και ιδιαίτερα βολικά με το να τους τον….φορτώσουν! «Εβδομηντάρικο» μέταλλο, «ποτισμένο» επίσης με τις αξίες του blues, που άλλοτε ορμά μπροστά, άλλοτε έρπεται αργά και απειλητικά. Γεμάτο Sabbath-ικά riffs, με κάτι κιθάρες ΝΑ (χωρίς συμπάθιο), μπάσο πιο βαρύ και από έγκυο ιπποπόταμο και φωνητικά «μπρούσκα», ανδρικά, βαρβάτα, που δεν στερούνται όμως μελωδικότητας. Με “Graves underwater”, “Evil churns” και “Post mortem blues” να σου δίνουν το μυαλό στο πιάτο. Heavy/doom fuckin’ metal, όλα στα «κόκκινα», άρτια παιγμένα και με πάθος δοσμένα. ΝΤΕΜΠΟΥΤΑΡΑ (ο τόνος στο πρώτο άλφα)!

THE QUILL – “Voodoo caravan” (SPV, 2001)
Μου θυμίζουν τους SOUNDGARDEN, ως προς την αντιμετώπιση που έχουν από μερίδα (μεγάλη δυστυχώς) του κόσμου. Καμία σχέση όμως με alternative. Μαζί με τους SPIRITUAL BEGGARS και τρεις-τέσσερεις-πέντε (;) ακόμη, από τους πρωτεργάτες της όλης φάσης, πριν αυτή γίνει φάση. Το πρώτο τους, “The Quill” το όνομα, κυκλοφόρησε το 1995. Κάτσε καλά! Μπαντάρα στα σίγουρα οι Σουηδοί, αλλά όταν έχεις στις τάξεις σου τον Magnus Ekwall, έναν αλχημιστή ο οποίος με περίεργο τρόπο πήρε τις φωνές του Chris Cornell, του Doogie White και του Ray Gillen και τις έκανε ένα πράγμα (ναι, το έκανε), κερδίζεις από τα αποδυτήρια. Όταν δε, συνθέτεις ύμνους σαν το ομώνυμο, το “Sell no soul”, το “Virgo” και πάνω απ’όλα το υπέρτατο “Drifting”, δείχνεις και την αξία σου ως σύνολο. BLACK SABBATH, DEEP PURPLE, LED ZEPPELIN και heavy rock από το πάνω-πάνω ράφι! Άσχετο, αλλά εμένα το αγαπημένο μου ever κομμάτι τους βρίσκεται στο “Silver haze” και ονομάζεται “Evermore”. Άντε να το ακούσεις.


THE SWORD – “Age of winters” (Kemado Records, 2006)

Ο Lars Ulrich πλέκει το εγκώμιο (και καλά κάνει) των RIOT, JUDAS PRIEST και του NWOBHM, γιατί «ξέρει καντάρια μπάλα». Του έχουμε λοιπόν εμπιστοσύνη. Ε, ας τον εμπιστευτούμε και εδώ, γιατί θεωρεί τους THE SWORD μεγάλη μπάντα. Γιατί τους πήρε μαζί του ως support σε περιοδεία των METALLICA, και γιατί ενδιάμεσα έκανε ο ίδιος τον ατζέντη και τους έκλεινε συναυλίες, για να τους χαίρεται με την ψυχή του ως οπαδός! «Είναι πιο cool από μας, στα ξεκινήματα» είχε δηλώσει, με άγνοια κινδύνου, ή ίσως επίγνωση της αλήθειας. Κατανοητό ως εδώ; Εγώ θα έλεγα να αφουγκραστούμε και την μουσική, που με όπλο γνήσια heavy metal riffs μοιάζει σαν την πολεμική, βάρβαρη εκδοχή της MK 1 παρέας του Tony Iommi. Φαντάσου τους GRAND MAGUS χωρίς τις MANOWAR και BATHORY επιρροές, παρά μόνο με την 70-ίλα και μία κιθάρα extra. Καλό δεν ακούγεται;

UNCLE ACID AND THE DEAD BEATS – “Blood lust” (Killer Candy Records/Rise above, 2011)
«Στοιχειωμένη» και evil ατμόσφαιρα, χωρίς να χρειάζονται τόνοι corpse painting, πεντάλφες, γουρουνοκεφαλές, τραγοκεφαλές και λοιπά απομεινάρια ζώων. Μουσικοί και ιδεολογικοί απόγονοι των BLACK SABBATH πρωτίστως, αλλά και των IRON BUTTERFLY, WICKED LADY, VANILLA FUDGE και SPOOKY TOOTH. Πουκαμίσες, παντελόνια-καμπάνες, μαλλούρες μπροστά, μούσια και οι κιθάρες στο γόνατο. Φωνητικά, διπλά και ενίοτε τριπλά, που ακούγονται ως ένας κλωνοποιημένος και εκστασιασμένος John Lennon, ενώ ψέλνει μαζί με τους κλώνους του, χαμηλόφωνα, αλλόκοσμες δοξασίες. Μπάσο που «προσκυνά» τον Geezer Butler, ένας hipster drummer που χτυπά τα δέρματά του λες και θέλει να τα σπάσει και RIFFS, RIFFS, RIFFS… Μια μουσική που θυμίζει μια σατανική ιεροτελεστία σε κάποιο υγρό υπόγειο στο βικτωριανό Λονδίνο, όπου όλοι είναι καλοδεχούμενοι. Αδυνατώ να ξεχωρίσω ουσιαστικά κάποιο κομμάτι σε τούτο το μεγαλούργημα, αλλά προσωπικά εμπρός στο “13 Candles”, στο βασανιστικό “Death’s door”, στο “I’ll cut you down” που όντως σε κόβει στα δύο και στην δαιμονική ομορφιά του “Withered hand of evil”, χάνω κάθε επαφή με τα επίγεια.


VANDERBUYST – “Flying Dutchmen” (Van Records, 2013)

Καταρχάς, πριν αναφέρω το οτιδήποτε, να πω πως συγκρότημα που έχει γράψει τραγούδι για την Traci Lords (“Traci takes Tokyo” για τους μερακλήδες) αποκλείεται να είναι κακό. Έγινε αυτό, στο “Vanderbuyst” album του 2010. Δεύτερον, όπου βλέπεις μουστάκες με σκισμένα τζιν, ραφτά, δερμάτινα, άσπρο Pony παπούτσι και Flying V (η δεύτερη κιθάρα που δεν σε προδίδει ποτέ μετά την Les Paul), κάτσε. Τρίτον, μια διασκευή στον επίσης Ολλανδό θρύλο Herman Brood φανερώνει όχι μόνο παιδικά – εφηβικά ακούσματα, μα και «ανοικτούς ορίζοντες». Τέταρτον, μια μπάντα πρέπει να ηχογραφεί πρωτίστως για να περνά καλά η ίδια, αν αυτό γίνει, τότε και ο ακροατής θα ευχαριστηθεί. Και εδώ, η τριάδα συνθέτει και ηχογραφεί λες και τζαμάρει! Κατά τα λοιπά, NWOBHM first era, 1979, U.F.O, THIN LIZZY, RAINBOW, πρώτο VAN HALEN για να χαρεί και ο φίλος μου ο Νίκας, ο Selim των THE DEVIL’S BLOOD να εξοφλεί την υποχρέωση, ολίγον έως πολύ ουίσκι και να παίζουν οι δίσκοι! Τσεκάρετε και video clip “Flying Dutchman”, ή αλλιώς, την χαρά της ζωής. Δυστυχώς, τέλος και αυτοί.

VENOMOUS MAXIMUS – “Firewalker” (Shadow Kingdom Records, 2015)
Από το Houston του Texas, άλλη μια περίπτωση καλλιτεχνών που έχουν μεγάλες αγάπες και δεν τις κρύβουν. Εδώ, εκτός των Ozzy and Co που εννοείται είναι σχεδόν παντού παρόντες, οι κιθαρίστες έχουν πάθει έρωτα με τον Scott Gorham και τους Robertson/Moore/Sykes, ανάλογα ποιος είναι κάθε φορά ο παρτενέρ του πρώτου. Η occult οπτική των πραγμάτων εκφράζεται με ένα ιδιαίτερο «δισκογραφικό» project, το οποίο τους θέλει να ηχογραφούν ένα δίσκο για κάθε ένα από τέσσερα Στοιχεία της Φύσης (Φως, Νερό, Αέρας, Φωτιά). Ωραίο συγκρότημα, με πολύ καλά live shows, καλούς δίσκους και με vibes που θα τα βρεις και στα 90s/00s, καμουφλαρισμένα πίσω από καλλιτέχνες σαν τους SLOUGH FEG και DAWNBRINGER. Λογικό, αφού και εδώ τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει ο Μαύρος Πάνθηρας Phil…


VIDUNDER – “Oracles & Prophets” (Crusher Records, 2015)

To ομώνυμο πρώτο τους πόνημα, τους ήθελε να ακούγονται σαν μια σκοτεινή και υποβλητική εκδοχή των Zeps. Εδώ, με αρωγό σε αυτή την προσπάθεια τα πολύ έντονα πλήκτρα, έχουν έναν πολύ πιο «αεράτο» και «trip-αριστό» ήχο, «φλερτάρουν» και τελικά «παντρεύονται» την ψυχεδέλεια, χωρίς όμως να θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις κιθάρες οι οποίες σέρνουν έναν δαιμονισμένο rock ‘n’ roll χορό. Και η φωνή του Prim, πάντα παρούσα, με ακόμη καλύτερες ερμηνείες. Θα μπορούσα να αναφέρω τους συμπατριώτες τους GRAVEYARD ως σχεδόν «αδερφική» (ηχητικά) μπάντα, αλλά οι VIDUNDER είναι περισσότερο πολυποίκιλοι όσον αφορά τις δομές των τραγουδιών και λιγότερο straight-forward rockers. Όπως και να’χει, αξίζουν κάθε σημασίας που μπορείς να τους δώσεις.

WITCHCRAFT – “Firewood” (Rise Above, 2005)
O Magnus Pelander είναι μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της όλης «φάσης». Κιθαρίστας και τραγουδιστής, βάρδος και ποιητής. Λάτρης τόσο της φύσης όσο και της rock κουλτούρας του Ηνωμένου Βασιλείου, καίτοι Σουηδός, ένωσε τις δύο του αυτές αγάπες στο πεντάγραμμο και δημιούργησε τους εξαίσιους WITCHCRAFT. Τα υλικά για αυτή την ένωση τρεις…παρέες, αυτή του Tony Iommi, αυτή του Ian Anderson και αυτή του Bobby Liebling (PENTAGRAM). «Ζεστός» αναλογικός ήχος, πανέμορφη κιθάρα, ανάλογης «κοπής» φωνητικά, η ψυχεδέλεια και η folk παράδοση μαζί με το doom rock σε ένα «μεθυστικό» cocktail. Ως και τα αυτούσια «δάνεια» (βλ. “Chylde of fire”) προσθέτουν, και δεν αφαιρούν πόντους. Μπορεί η δισκογραφία τους να είναι στο σύνολό της αξιολογότατη και τα πέντε άλμπουμ να είναι μικρά διαμάντια, ωστόσο εδώ μάλλον οι WITCHCRAFT πιάνουν το peak τους ως μπάντα. Οπότε, να ο λόγος που προτιμάται το “Firewood”. Φέτος κυκλοφορούν νέο δίσκο, ακουστικής φύσεως. Για να δούμε…


WITCHWOOD – “Litanies from the woods” (Jolly Roger Records, 2015)

Το ξέρουμε και εμείς αγαπητοί Ιταλιάνοι, δεν είστε οι μόνοι. Μεγάλος καλλιτέχνης ο Ian Anderson, τεράστιο συγκρότημα οι JETHRO TULL και το “Aqualung” μαζί με το “Songs from the woods”, από τους σημαντικότερους δίσκους στην ιστορία της rock μουσικής. Αλλά τι να γίνει, δεν έχουμε όλοι το δικό σας ταλέντο ώστε να σχηματίσουμε μια ωραία folk rock μπάντα σαν την δική σας και να γράψουμε έναν τόσο ωραίο δίσκο σαν το “Litanies from the woods” (εύλογος ο τίτλος, έτσι δεν είναι;). Έναν δίσκο που χωρίς ίχνος υπερβολής, τον ίδιο τον Anderson να ρωτούσαμε, θα ήθελε να περιέχεται και το δικό του όνομα στα credits των τραγουδιών του. Ειδικά των μεγάλων και επικών, σαν το λυρικότατο “Shade of grey” και τα progressive “Farewell to the ocean boulevard” και “Handful of stars”…

WOLF PEOPLE – “Fain” (Jagjaguwar, 2013)
Κάπου εδώ, να πω ένα «ευχαριστώ» στον φίλο Αλέξανδρο που μου πρότεινε αυτόν τον δίσκο, κάποτε, σε μια συζήτηση που είχαμε περί WISHBONE ASH και βρετανικό progressive rock γενικά. Τούτη η τετράδα, που πήρε το όνομά της από το παιδικό βιβλίο της Margaret Greaves “Little Jacko and the Wolf People”, υπέγραψε σε μια εταιρεία που είχε alternative προσανατολισμό, και θέλησε να παίξει όπως οι τεράστιοι προαναφερθέντες συμπατριώτες τους. Τι να πεις τώρα για αυτό; Εννοείται λοιπόν πως το “Fain” ουδέποτε έγινε γνωστό στους οπαδούς του hard rock και του heavy metal, οι οποίοι έχουν τους WISHBONE ASH πολύ ψηλά σε εκτίμηση, ώστε να αποκτήσει και αυτό με την σειρά του ένα καλό status ανάμεσα στα τόσα vintage rock albums του σήμερα. Θα μπορούσε να έχει κάνει σημαντική επιτυχία, γιατί είναι γεμάτο υπέροχα λυρικά τραγούδια, πιστά στους τέσσερεις πρώτους δίσκους της παρέας των Powell/Turner(s). Άκουσέ το, όταν μπορέσεις. Χαμένος δεν θα βγεις.


WOLFMOTHER – “Wolfmother” (Moduvar Recordins, 2005/2006)

Η κραυγή/στριγγλιά στην αρχή, δεν είναι τυχαία. Είναι το απόλυτο προμήνυμα για την καταιγίδα που ακολουθεί. Οι GRAND FUNK RAILROAD είναι αυτοί που κάνουν γενικό κουμάντο εδώ, και όταν το θελήσουν, αφήνουν τους BLACK SABBATH, LED ZEPPELIN και BLUE CHEER να φανούν και αυτοί. 70s heavy rock όπως μόνο οι μεγάλοι μπορούσαν να παίξουν, εμπνευσμένο και θαυμαστό. Τρία πιτσιρίκια σε άρνηση πραγματικότητος και βλέμματα στραμμένα στις vintage αφίσες των δωματίων τους και των τοίχων του studio. Πέντε φορές πλατινένιο στην πατρίδα τους την Αυστραλία και χρυσό σε Καναδά, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Η.Π.Α, γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και κυκλοφόρησε με διαφορετικό track listing σε Αυστραλία, Ιαπωνία και λοιπό κόσμο. Και τι εξώφυλλο… ο Frank Frazetta στα καλύτερά του, ζωγραφίζει έναν πίνακα άξιο μόνο για το Λούβρο.

WOLVENSPIRIT – “Free” (Spirit Stone Records, 2015)
Γερμανοί ψυχεδελικοί rockers που λατρεύουν εξίσου το proto-metal και τα blues. Η Donna McCain έχει πανέμορφη φωνή και η μπάντα, που αποτελείται από πιτσιρίκια, groove-άρει με άνεση και στυλ. Για να φτιάξει την δική της μουσική δανείζεται επιρροές από δω και από κει, σε μία-δύο περιπτώσεις παίρνει και κάποια πολυαγαπημένα μας θέματα και τα φέρνει στα μέτρα της (όπως το riff του “Let me live” ή αυτό του “Angelman” για παράδειγμα), αλλά στο τέλος της ημέρας το “Free” έχει τον δικό του χαρακτήρα, στο μέτρο του δυνατού. Μπορώ να σου βρω και κάποιες τραγουδάρες σαν extra επιχείρημα, όπως το ντουέτο με τον Mark Slaughter στο “Shining”. Ναι, είναι γεγονός πως υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία στο να ακουστείς αυθεντικός και ατόφιος μέσα σε όλο αυτό το vintage revival κίνημα, οπότε αν δεν μπορείς να πετύχεις αυτό, η επόμενη εναλλακτική είναι να έχεις καλές συνθέσεις. Και το “Free” έχει πολλές.


WYTCH HAZEL – “Prelude” (Bad Omen Records, 2016)

Εντελώς τυχαία επιλογή, αφού θα μπορούσε εδώ να βρίσκεται το εξίσου καταπληκτικό “II: Sojourn”. Οι WYTCH HAZEL, ορμώμενοι από το βορειοδυτικό τμήμα του Νησιού (ένα είναι το Νησί) και συγκεκριμένα το Lancashire, «πατούν» γερά και βαδίζουν αγέρωχοι και απρόσκοπτοι στα μονοπάτια των μεγάλων συμπατριωτών τους. Ναι. Αυτό είναι το βρετανικό hard rock που τόσο λατρέψαμε εσύ και εγώ. Αυτό που έχει τις κέλτικες μελωδίες και τις διπλές κιθάρες των THIN LIZZY ως βασικότερη επιρροή. Που χρωστά πολλά στην λυρική ατμόσφαιρα των WISHBONE ASH, στον αποκρυφισμό των PAGAN ALTAR και στην έντονη folk αισθητική των JETHRO TULL. Με αρωγό μια πεντακάθαρη αναλογική παραγωγή, ο ήχος των τεσσάρων ντυμένων με μεσαιωνικά ρούχα νεαρών είναι το απόλυτο tribute σε μια εποχή που πέρασε μεν, αλλά το αποτύπωμά της στο χρόνο είναι ανεξίτηλο. Χριστιανικά (από τη πλευρά της Προτεσταντικής οπτικής) και πολεμικά θέματα, η διαρκής μάχη του ανθρώπου έναντι του Κακού, το Φως που θα κερδίσει το Σκότος, αισιόδοξα μηνύματα, καταπληκτικά τραγούδια και ένας τυφλός drummer παράδειγμα προς μίμηση, δείχνουν τον δρόμο. “We will be strong” τραγουδούν στο καταληκτικό ομότιτλο έπος και εσύ, γεμάτος αυτοπεποίθηση, είσαι ήδη στους προμαχώνες.

YEAR OF THE GOAT – “Angels’ Necropolis” (Van Records, 2012)
Θυμάσαι την εποχή που ξεκινούσαμε να ανακαλύπτουμε τον θαυμαστό κόσμο του rock; Κάθε καλός δίσκος που ακούγαμε έμοιαζε με κεραμίδι στο κεφάλι, και κάθε αριστουργηματικός με κεραυνό εν αιθρία. Πόσοι δίσκοι που βγαίνουν τα τελευταία χρόνια μπορούν να δημιουργήσουν τέτοιο αντίκτυπο; Λοιπόν, ένας από αυτούς, είναι το “Angels’ Necropolis”. Το Δέντρο στην Νεκρόπολη των Αγγέλων ποτίζεται από την ουσία όλων όσων έπεσαν, γιγαντώνεται, τα κλαδιά του φτάνουν τις Πύλες του Ουρανού, τις σπάνε, ο Εωσφόρος βρίσκει αφορμή να εισβάλλει με τις ορδές του στον Παράδεισο και… όχι, τα υπόλοιπα να τα διαβάσεις στους στίχους. Οι Σουηδοί ακολούθησαν τα χνάρια των THE DEVIL’S BLOOD, μόνο που οι δικές τους επιρροές ήταν διαφορετικές. Αυτοί πήραν τους BLUE OYSTER CULT (το “Spirits of fire” είναι ΙΔΙΟ σε δομή και ύφος με το “Don’t fear the Reaper”) και τους μετέτρεψαν σε μια doomy μπάντα, κρατώντας την ανυπέρβλητη ατμόσφαιρά τους αυτούσια και, μη χειρότερα, κάνοντάς την ακόμη πιο…ανατριχιαστική! Δίσκος που κάνει το shock rock των πρώιμων GHOST να ακούγεται σαν το «Περνά, περνά η μέλισσα» που τραγουδούν τα παιδάκια στον παιδικό σταθμό κοντά στο σπίτι μου.

Τέλος και του δεύτερου και τελευταίου μέρους. Η αρχική αποστολή του αφιερώματος αυτού, ήταν να εμπλουτίσει τις γνώσεις σου και να σε κάνει να ασχοληθείς με ένα αληθινά πανέμορφο κίνημα του «σκληρού ήχου». Εάν είχες ήδη κάποια ιδέα, να εντρυφήσεις περισσότερο. Στην πορεία όμως, τα σχέδια άλλαξαν και σε αυτά προστέθηκε μια σημαντική παράμετρος που ονομάζεται «πανδημία». Όπως έγραψε και ένας φίλος του περιοδικού για το πρώτο μέρος και τον ευχαρίστησα δημόσια, τέτοια αφιερώματα κρατούν καλή συντροφιά και μας κάνουν να ξεχνιόμαστε από την καραντίνα, την απομάκρυνση από αγαπημένους μας ανθρώπους και όλη την πίεση των ημερών. Μακάρι λοιπόν και το δεύτερο μέρος, να πετύχει ακριβώς αυτό. Εκ της συντάξεως, ευχαριστούμε διά την προσοχήν σας. Υγιαίνετε και εις το επανιδείν.

Δημήτρης Τσέλλος

1 COMMENT

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here