THRESHOLD – THE SILENT WEDDING (Κύτταρο, 12/11/2023)

0
1098












Το 2017, οι Βρετανοί progsters κυκλοφόρησαν το διπλό και καταπληκτικό “Legends of the Shires”, και τότε η Αθήνα ήταν η αρχή της περιοδείας για την παρουσίαση του δίσκου. ‘Ηταν 12 Νοεμβρίου, στην ίδια αίθουσα και με το ίδιο support σχήμα όπως και σήμερα, αν και αυτήν την φορά ήταν το τέλος της περιοδείας για τον τελευταίο τους δίσκο, “Dividing Lines”. Αν και αυτό το μουσικό ραντεβού για τους φίλους του progressive metal θα έπρεπε να είχε γραφτεί με πύρινα γράμματα στις ατζέντες τους, η προσέλευση είναι ζήτημα εάν ξεπέρασε τα 250 άτομα. Εμείς όμως θα επικεντρωθούμε μόνο στα θετικά σημεία της βραδιάς για να δείτε οι όλοι οι υπόλοιποι τι χάσατε.

Ομολογώ ότι δεν γνώριζα την μουσική των Περιστεριωτών THE SILENT WEDDING αν και θυμάμαι ότι είχα δει τον τραγουδιστή τους, Μάριο Καραναστάση, να συμμετέχει σε ένα τραγούδι των DISILLUSIVE PLAY στο Ladies of Metal Festival to 2022. Η πρώτη εντύπωση λοιπόν για κάποιον που δεν γνώριζε μέχρι πρότινος την μουσική τους είναι ότι θυμίζουν μπάντες όπως EVERGREY, KAMELOT ή SYMPHONY X. Ευτυχώς που η αίθουσα φημίζεται για τον ήχο της, οπότε μπόρεσα να ακούσω καθαρά πως η κιθάρα του Δημήτρη Κατσαρού και τα πλήκτρα του Γιάννη Θερμού συμπλέκονται, παιχνιδίζουν μεταξύ τους, και πώς συμπληρώνονται δημιουργώντας έτσι ένα ατμοσφαιρικό υπόστρωμα για την φωνή του Μάριου. Δεν θα μπορούσα να αφήσω απ’ έξω βεβαίως και την rhythm section με τον Ρένο Λιαλιούτη στα drums και Γιώργο Κρίθαρη στο μπάσο. Ειδικά ο Ρένος, που από μακριά μου θύμιζε τον Tom Araya, χτυπούσε με τόση μανία τα τύμπανα που έσπασε και μια μπαγκέτα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην σκηνή ανέβηκε και η Χριστίνα Τσακίρη για τα δεύτερα φωνητικά που έδωσε ένα ωραίο βάθος στα κομμάτια. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αυτή ήταν η 32η φορά που η μπάντα έκανε support στους Βρετανούς, αφού έχουν κάνει και δύο Ευρωπαϊκές περιοδείες μαζί. Αργότερα, πήγα και άκουσα τον τελευταίο δίσκο τους, “Ego Path”, που είχε την τιμητική του εκείνη την βραδιά γιατί βγήκε μόλις πέρσι, και οι πρώτες μου εντυπώσεις έγιναν πια σιγουριά. Μια ευχάριστη μουσική ανακάλυψη που επαληθεύει για άλλη μια φορά την σιδερένια υγεία της Ελληνικής μουσικής σκηνής. Θα τους συνιστούσα ανεπιφύλαχτα για όσους τους αρέσει το power συνοδευμένο με λίγο progressive και μια σταλιά μελαγχολίας.

Οι Βρετανοί ανέβηκαν στην σκηνή με μεγάλα κέφια και από τις πρώτες νότες του γκρουβάτου “Haunted”, ξέραμε ήδη ότι στο τέλος θα έπρεπε να ξεκολλήσουμε τα μυαλά μας από τους τοίχους της αίθουσας με σπάτουλα· αν υπήρχαν κάγκελα κάπου κοντά θα έριχνα τα δικά μου κατευθείαν εκεί. Με έναν ήχο κρυστάλλινο, όπου το πεντάχορδο μπάσο του Steve Anderson και τα πλήκτρα του Richard West κυριολεχτικά ζωγράφιζαν καθ’ όλη την διάρκεια της βραδιάς, με τον “vegan demon” (έτσι μας τον παρουσίασαν τουλάχιστον) Johannes James, να ζωγραφίζει κι εκείνος με τις μπαγκέτες του σαν πινέλα απίστευτα fills, rolls κι ότι άλλο θέλετε (έχει βραβευτεί ως καλύτερος progressive ντράμερ πέντε φορές), αναλαμβάνοντας και καθήκοντα animator, ενθαρρύνοντάς μας να κάνουμε παλαμάκια ή δείχνοντας με την μπαγκέτα του κάποιον στο κοινό που δεν ακολουθούσε τις συναινέσεις του, με τον Carl Groom να εναλλάσσεται μεταξύ των πιο μεταλλικών groove riffs και των τυπικών περίπλοκων progressive riffs, και φυσικά με τον ατελείωτο Glynn Morgan ο οποίος μας έδωσε μια master class μελωδικού τραγουδιστή που ξεπερνά τα όρια του rock και του metal. Δεν έχασε ούτε μια νότα στα σχεδόν 100 λεπτά της συναυλίας, ενώ πολλές φορές έβαζε και την ρυθμική κιθάρα για να υποστηρίξει τον Carl.

Κατανοώ ότι ήταν με τον συγχωρεμένο Andrew “Mac” McDermott όταν η μπάντα έφτασε στο ψηλότερο σημείο δημοτικότητας, όσο δημοφιλής μπορεί να είναι μια μπάντα σε αυτό το είδος, και οι πιο πολλοί από μας (εμού συμπεριλαμβανομένου) τους γνωρίσαμε με εκείνους τους δίσκους, οπότε ο “Mac” έχει μια επιπρόσθετη συναισθηματική αξία για τους fans, αλλά πιστεύω ότι ο Glynn δεν έπρεπε να είχε φύγει ποτέ από την μπάντα (κι όσο για τον  Damian Wilson, αν και πολύ ταλαντούχος, ποτέ του δεν μου κόλλησε ως τραγουδιστής της μπάντας, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα).

Έτσι όπως μας είχε πει ο Carl στην συνέντευξη που μας έδωσε λίγες εβδομάδες πριν την συναυλία (διαβάστε την εδώ) το set list θα επικεντρωνόταν στους δύο τελευταίους δίσκους τους, όπερ και εγένετο: από το περσινό “Dividing Lines” ακούσαμε, εκτός από το προαναφερθέν “Haunted”, τα “Defence Condition”, “King of Nothing”, “Let It Burn”, “Silenced” (τι οργασμικό groove είναι αυτό!) και “Τhe Domino Effect”, ενώ από “Legends of the Shires” μας πώρωσαν με τα “Lost in Translation” (τι έπος κι αυτό), “Small Dark Lines”, “Snowblind” και “The Shire (Part 2)”. Όσον αναφορά τα υπόλοιπα κομμάτια, εκτός από το “Pressure” και “Long Way Home”, ήταν αναπόφευκτο το κοινό να μην ξεσηκώνονταν με τα “Slipstream” (με τον West να αναλαμβάνει και τα growls που στον δίσκο τα είχε κάνει ο Dan Swanö) και “Mission Profile”. Ειδικά αυτό το τελευταίο, που έχει ένα από τα πιο επικά ρεφρέν που ξέρω, πάντα φανταζόμουνα πώς θα ήταν να το άκουγα ζωντανά κάποια μέρα, και οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν: ξελαρυγγιαστήκαμε να το τραγουδάμε καθώς υψώναμε τα χέρια μας σαν να θέλαμε να επικαλεστούμε ο καθένας από εμάς… ποιος ξέρει τι.

Καθώς άκουγα το ένα έπος μετά το άλλο, αναρωτιόμουν από μέσα μου, πώς είναι δυνατό αυτοί οι πέντε τύποι, που αν τους δεις στον δρόμο θα νόμιζες ότι δουλεύουν σε λογιστικό γραφείο ή σε κανένα τηλεφωνικό κέντρο, να γράφουν και να παίζουν μελωδίες τόσο απίστευτα πιασάρικες, με τόσο punch και τόσο βιρτουόζικα, χωρίς να φτάνουν να γίνουν βαρετοί. Μετά κοίταξα το κοινό στην σάλα, λιγοστό για την μουσική τους αξία, και σκέφτηκα ότι ίσως ακριβώς επειδή ποτέ δεν θα παίξουν στην ίδια λίγκα με τους μεγάλους του είδους, είναι ελεύθεροι να δημιουργούν μουσική όταν αισθάνονται πραγματικά εμπνευσμένοι, μακριά από οποιαδήποτε πίεση εκ μέρους της μουσικής βιομηχανίας, και όντως δεν έχουν βγάλει ούτε έναν μέτριο δίσκο, μιλώντας αντικειμενικά τώρα. Ο ίδιος ο Groom είπε κάτι παρόμοιο στην προαναφερθείσα συνέντευξη και νομίζω ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι πραγματικά ευχαριστημένος όταν το αποκύημα της δημιουργικότητάς του ικανοποιεί πρώτα εκείνον· εάν η τέχνη του είναι αληθινή, τότε, αναπόφευκτα, θα βρει ανταπόκριση. Ελπίζω αυτό το κείμενο να ξυπνήσει την περιέργεια σε εκείνους που ακόμα δεν τους γνωρίζουν για να εισχωρήσουν στο μουσικό σύμπαν τους. Είμαι σίγουρος ότι το ταξίδι θα τους ανταμείψει πλουσιοπάροχα με την μουσική έννοια.

Γιώργος Γκούμας
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here