Συνεχίζουμε τη στήλη μας, όπου μιλάμε για δίσκους που είναι «διφορούμενοι», που βγήκαν πριν χρόνια και δίχασαν τον κόσμο και –γιατί όχι;- τον διχάζουν ακόμα και σήμερα. Ένας συντάκτης μιλά υπέρ αυτού του δίσκου κι ένας κατά. Στην περίπτωσή μας, παίρνουμε το “Sound of white noise”, τον πρώτο δίσκο των ANTHRAX με τον John Bush στα φωνητικά, ο οποίος είχε μόλις πάρει τη θέση του Joey Beladonna. Ο Γιάννης Σαββίδης γράφει «υπέρ» του δίσκου και ο Δημήτρης Τσέλλος, «κατά» του δίσκου αυτού, που είχε επέτειο κυκλοφορίας πριν λίγες μέρες, κιόλας.
“Through different eyes…we keep looking for what we lackChanging minds….take us away, and you can’t go back”
Έπρεπε να το κάνω το ποδαρικό έτσι, να με συγχωρέσετε. Από τους αγαπημένους μου τίτλους στήλης σε αυτές τις ηλεκτρονικές “σελίδες”, παρμένος από τους σπουδαίους FATES WARNING του “Perfect symmetry” (1989). Και μπαίνω κατευθείαν στο θέμα, πηγαίνοντας από το progressive του Connecticut στο thrash της Νέας Υόρκης και τους πολυαγαπημένους μας ANTHRAX.
Ένας δίσκος που σίγουρα προκάλεσε πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους οπαδούς τους, ήταν το δισκογραφικό ντεμπούτο με τον John Bush, o οποίος ερχόταν μετά από τη διάλυση των ARMORED SAINT το ‘92. Καταρχάς, μετά το υπερτεχνικό/τεχνοκρατικό για δεδομένα της μπάντας “Persistence of time” (1990) οι ANTHRAX βρέθηκαν προ ενός διλήμματος που πολλές μπάντες του είδους κλήθηκαν να απαντήσουν: κάνουμε αλλαγή στο ύφος για να “πιάσουμε” στα νέα δεδομένα, ή το χαβά μας; Δεν ξέρω κατά πόσον επέλεξαν οι ANTHRAX κάτι από τα δύο εν τέλει, καθώς θα έλεγα ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Στο “Sound of white noise” (1993), και είχαν το γνώριμο ύφος τους, με τις κοφτές κιθάρες και την υπέροχη μπασαδούρα του Bello, αλλά του δώσανε ένα καινούργιο προσωπείο, για να επιβιώσει η μπάντα στη δύσκολη δεκαετία του ‘90. Τα δύο επόμενα άλμπουμ πάλι…πονεμένη ιστορία! Τέλος πάντων, στο δια ταύτα!
Με αλλαγή τύπου φωνής, έρχεται και συνθετική αλλαγή, αναπόφευκτα, όλοι το ξέρουμε αυτό. Ειδικά όταν γράφεις σε τόσο κρίσιμη στιγμή το νέο σου υλικό. Όπως ακούμε στην εισαγωγή του “Potters field”: “This is a journey into sound”. Ακολουθεί ένα ταξίδι, διαφορετικό μα τόσο ποιοτικό πρόσωπο των ANTHRAX: μια εισαγωγή με λευκό θόρυβο (χεχεχε), και μετά δώστου γκρούβα από μπετό, με την 90’s προσέγγιση να παντρεύεται με το πιο σοβαρό ύφος και τα γκάζια του “Persistence of time”. Κομμάτια όπως το “Room for one more”, το συγκλονιστικό “Only” αναδεικνύουν υπέροχα τις συνθετικές αρετές των ANTHRAX σε στακάτα/mid-tempo μοτίβα. Στον αντίποδα, το “1000 points of hate” και το προσωπικό βίτσιο του γράφοντος “Burst” ακούγονται σαρωτικά και ξεκάθαρα φρέσκιες προτάσεις εν αντιθέσει με ίσως κάτι που θα έκανε μια πιο συμβατική μπάντα του είδους.
Στο “Packaged rebellion”, το στοιχειωτικό single “Black lodge” (συνεργασία με τον Angelo Badalamenti που έγραφε μουσική για ταινίες/σειρές του David Lynch) και το “Invisible” δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το υπέρτατο “Symbol of salvation” των ARMORED SAINT. Στο τρόπο που “κάθεται” η φωνή του συνονόματου πάνω από τα riffs, στις μελωδικές γραμμές, στα πάντα! Σίγουρα έφερε αυτό το στυλ στους ANTHRAX, και στη πρώτη φορά, πέτυχε η συνταγή! Η πιο γκρουβάτη και πιο σύγχρονη για τα δεδομένα της εποχής προσέγγιση (που γίνεται ξεκάθαρη στο ”Hy pro glo” φερ’ ειπείν), “άνοιξε” το χώρο στον Bush να παραδώσει σπουδαίες ερμηνείες και διαπιστευτήρια ποιότητας. Τόσο σπουδαίες, σε βαθμό που σε κάνουν να σκέφτεσαι (εμένα τουλάχιστον, σίγουρα), “γιατί που να με πάρει ο διάολος έπρεπε να περάσει μια δεκαετία μέχρι να ξανατραγουδήσει ο Bush σε δίσκο ANTHRAX της προκοπής;!”. Και μετά σκέφτομαι το γνωστό στίχο της Σοφίας Αρβανίτη “μη μου μιλάς για καλοκαίρια και για τους ANTHRAX ‘95 – ‘98” και όλα βγάζουν νόημα!
Εν κατακλείδι, ακούγοντας το για μια ακόμα (νιοστή) φορά, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, πιστεύω ακράδαντα, πως το “Sound of white noise”, έσωσε/ανανέωσε τους ANTHRAX στη πρώτη περίοδο χωρίς τον Joey Belladona, δείχνοντας μια άλλη πτυχή μιας σπουδαίας μπάντας. Μα πάνω από όλα, οι ANTHRAX μας θύμισαν ότι η ιστορία γράφεται, με κομμάτια που χαίρεται η ψυχούλα σου να τα ακούς ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να μάθεις και τις ανάσες του τραγουδιστή απέξω. Και το “Sound of white noise” που να με πάρει ο διάολος, είναι γεμάτο με τέτοια….see the things the way I do, walk a mile in my shoes. Don’t assume and damn it, don’t praise me! Μy thoughts would drive you crazy!
Γιάννης Σαββίδης
Ξέρεις, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη μουσική ΠΟΤΕ ξεκινά η διαδικασία σύνθεσης ενός δίσκου και ποιες συνθήκες επικρατούν στα πέριξ. Οι μουσικοί, βασικά όσοι δεν έχουν παρωπίδες μεγέθους ΟΑΚΑ και αφουγκράζονται τι συμβαίνει γύρω τους, επηρεάζονται από τα τεκταινόμενα, παρασύρονται πολλές φορές από αλλαγές, νιώθουν τον παλμό του κόσμου και στο τέλος-τέλος, επειδή μιλάμε για επαγγελματίες (money makes the world go round), έχουν τη δική τους άποψη περί του πού και ποιο είναι το συμφέρον τους. Οι ANTHRAX λοιπόν, στις αρχές των 90s, έμοιαζαν να έχουν ολοκληρώσει τον speed/thrash metal «κύκλο» τους. To προηγούμενό τους άλμπουμ, “Persistence of time” (1990) ήταν δισκάρα και αποτέλεσε το εισιτήριο για την θρυλική “Clash of the Titans” περιοδεία, μαζί με SLAYER, MEGADETH και ALICE IN CHAINS. Σε εκείνο το album, οι ANTHRAX είχαν περάσει σε tech-thrash επίπεδα και είχαν τεντώσει τον τρόπο παιξίματός τους, χωρίς όμως να διεκδικούν τον χαρακτηρισμό tech/prog thrash μπάντας. Το έκαναν απλά επειδή μπόρεσαν. Και να ’μαστε τώρα εν τω μέσω των συγκλονιστικών αλλαγών που επέφεραν τα 90s, σε όλους τους τομείς. Αλλαγές που δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους ANTHRAX, οι οποίοι αποφάσισαν να κάνουν την δική τους και να… μην ακουστούν Άνθρακες.
Ο μικρός θεός Joey Belladona φεύγει, ο ΘΕΟΣ John Bush των ARMORED SAINT έρχεται, χαμηλώνουν τα κουρδίσματα και η μπάντα δείχνει απόλυτα επηρεασμένη από το alternative rock, που τότε ήταν στα ντουζένια του. Τώρα θα μου πεις, εσύ ρε Δημήτρη δεν είσαι που λες, κατά καιρούς, πως δεν έχει σημασία ποια μουσική κατεύθυνση παίρνει ο κάθε καλλιτέχνης, αρκεί να δημιουργεί καλή μουσική; Βεβαίως! Και θα υπερασπίζομαι αυτή μου την άποψη, μέχρι τέλους. Αλλά ο πειραματισμός δεν είναι πάντα σοφή κίνηση και κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι Άνθρακες δεν εμπίπτουν σε αυτήν τη κατηγορία. Έκαστος στο είδος του, ο Λουμίδης στους καφέδες και οι ANTHRAX στο thrash metal. Αφήνω εκτός συνεργασίες με μουσικούς έξω από τον μεταλλικό χώρο, σαν τον Terminator X των PUBLIC ENEMY. Δε θα τη λάβω καν υπόψη μου την παράμετρο αυτή. Τα τραγούδια είναι που υστερούν. Υπάρχουν αξιόλογες ιδές, αλλά χάνονται σε ένα απελπιστικά μέτριο σύνολο, τόσο συνθετικά όσο και ηχητικά. Η παραγωγή δεν είναι καλή (συγγνώμη), χάνονται η, όπως πάντα “top notch”, ερμηνεία του Bush και το καταπληκτικό παίξιμο του Benante, ο οποίος παίζει «τις κάλτσες» του και μη μιλήσω για υπέρτατες μπαρούφες τύπου “C11-H17-N2-O2-S-Na”… η χημεία μας μάρανε.
Το αποτέλεσμα λοιπόν ήταν διφορούμενο. Από τη μια το “Sound of white noise” όπως ήταν φυσικό «έφαγε γιούχα», από την άλλη έφτασε μέχρι το #7 του Billboard. Λογικό, μιλάμε για το 1993, δεν μπορούσες να ποντάρεις κάτι με σιγουριά εκείνα τα χρόνια. Πέραν όμως του αν μας αρέσει ή όχι, το άλμπουμ αυτό ήταν η αρχή των πολύ χαμηλών πτήσεων για τους γερόλυκους, πρώην και μελλοντικούς εκείνη την εποχή thrashers, μέχρι να ανακάμψουν (δισκογραφικά, γιατί συναυλιακά δεν παρήκμασαν ποτέ) πάνω-κάτω 20 χρόνια μετά. Τυχαίο; Όχι. Α! Και μην το ξεχάσω. Θα ήθελα, αν γίνεται, να γράψετε όσοι υποστηρίζετε πως είναι «δισκάρα» και «αριστούργημα» και όλα αυτά, πόσα τραγούδια του θυμάστε απ’ έξω, όπως θυμάστε πχ το “Armed and dangerous”. Εδώ θα είμαι, μη βιάζεστε, “take your time”.
Δημήτρης Τσέλλος