TONY MARTIN – “Thorns” (Battlegod Productions)

0
199

Από την στιγμή που ξεκίνησα να γράφω δημόσια για τη μουσική που ακούω, θυμάμαι τον εαυτό μου να βαδίζει με γνώμονα δύο απαράβατους κανόνες: ο πρώτος ορίζει να ακούω οτιδήποτε μου «κάθεται» καλά στο αυτί, χωρίς να κάνω διακρίσεις και χωρίς να ξεχωρίζω είδη και ιδιώματα (εντάξει, εκτός αν μιλάμε για shoegaze, drone, nu/industrial και ό,τι εμπεριέχει την κατάληξη “-core” που τρώνε «σουτ» a la Koeman πριν την πρώτη νότα). Αυτός ο κανόνας έχει μια βαρύνουσα υποσημείωση, που θέλει κάθε μουσικό να εκφράζεται όπως θέλει, αρκεί να ΜΠΟΡΕΙ να εκφραστεί σωστά. Κράτησέ το αυτό, θα μας χρειαστεί. Ο δεύτερος κανόνας, ορίζει να μην κάνω εκπτώσεις, να μη «χρυσώνω το χάπι» και να προσπαθώ να είμαι όσο αντικειμενικότερος γίνεται. Αυτό το τελευταίο φυσικά έχει επιφέρει διαφωνίες με αναγνώστες, γνωστούς και φίλους, αφού καθένας μας έχει τα δικά του κριτήρια και εν τέλει τους δικούς του κανόνες που ακούει μουσική, αλλά στο τέλος της ημέρας η αντικειμενικότητα είναι ΜΙΑ και δε γίνεται να κρυφτεί ή να αλλάξει πρόσωπο. Ένα καλό τραγούδι είναι ένα καλό τραγούδι, όπως αντίστοιχα ένα κακό είναι κακό κ.ο.κ., άσχετα με το τι πιστεύει ο εκάστοτε ακροατής.

Ο Tony Martin είναι από τους αγαπημένους μου τραγουδιστές. Ανέκαθεν θεωρούσα τη φωνή του εξαιρετική και τον τρόπο που ερμηνεύει, μοναδικό. Μάλιστα, ακόμη και σήμερα, θεωρώ πως σε σχέση με αυτό που άξιζε και αξίζει, δεν έχει λάβει παρά ένα μικρό ποσοστό της αναγνώρισης που του πρέπει. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους BLACK SABBATH, όπως θα σπεύσουν πολλοί να συμπληρώσουν, όπου έχει καταγραφεί από την Ιστορία ως ο δεύτερος μακροβιότερος τραγουδιστής τους, μετά τον Ozzy. Μιλώ και για τα προσωπικά του πονήματα, τις διάφορες συνεργασίες του. Η είδηση λοιπόν πως μας επισκέπτεται ξανά δισκογραφικά, με έβαλε… «στην πρίζα». Βλέπεις, το “Giuntini Project IV” είχε κυκλοφορήσει το 2013 και μέχρι τότε ο συμπαθέστατος Βρετανός μας απασχολούσε συχνά-πυκνά σε μουσικό επίπεδο. Ακόμη περισσότερο, με γέμισε ανυπομονησία το γεγονός πως θα συνεργαζόταν με μουσικούς όπως ο Danny Needham (VENOM), Magnus Rosen (HAMMERFALL) και Greg Smith (Alice Cooper, RAINBOW, BLUE ÖYSTER CULT). Toν κιθαρίστα Scott McClellan δεν τον ήξερα, αλλά ο ίδιος ο Martin έλεγε πως θα πρέπει να περιμένουμε πολλά από αυτόν στο μέλλον. Οπότε, θα επρόκειτο για μια all star σύνθεση, που δημιουργούσε όμορφους συνειρμούς και ανέβαζε τις απαιτήσεις στα ύψη!

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, θα έχεις σίγουρα ακούσει το πρώτο single του νέου δίσκου, το “As the World burns”, ένα καλό, γρήγορο κομμάτι σύγχρονου heavy metal. Όταν το άκουσα κι εγώ για πρώτη φορά, καθώς «ανοίγει» το “Thorns”, κατάλαβα πως αν υπήρχε μία στο εκατομμύριο να ακούσουμε κάτι που να θυμίζει εποχές “Headless Cross”, “Tyr” ή “Cross purposes”, ακόμη και αυτή η πιθανότητα εξανεμίστηκε και τυπικά. Καλά, όχι πως υπήρξε ποτέ, ας είμαστε ειλικρινείς. Αλλά κάτι από εκείνους τους δίσκους, έστω και υπό τη μορφή φόρου τιμής, θα ήθελα να το ακούσω. Κάποια στοιχεία, λίγη από την ατμόσφαιρά τους έστω. Άλλωστε, μπορεί να λείπει ο Iommi οπότε κάθε τέτοια συζήτηση να γίνεται επί καθαρά φιλολογικού πλαισίου, αλλά ο μεγάλος αυτός τραγουδιστής έχει συνδέσει τη φωνή του με συγκεκριμένα μοτίβα, και είναι πολύ δύσκολο να τον σκεφτούμε να τραγουδά κάτι άλλο. Κάπου εδώ όμως, θυμήσου τι έγραψα στον πρόλογο, γιατί και οι δύο «κανόνες» μου, βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση του νέου Tony Martin album. Τόσο αυτοί καθαυτοί, όσο και η υποσημείωση του ενός από αυτούς. Έχε τους στο νου σου, και θα καταλάβεις επακριβώς για ποιους λόγους…

… η συνέχεια της πρώτης ακρόασης, ήταν σαν ψυχρολουσία για μένα. Το doomy “Black widow angel”, μέτριο το ίδιο, με έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με μια εξέλιξη που δεν ήθελα να φανταστώ. Το “Thorns” φανερώνει μια προσπάθεια του Martin να τραγουδήσει metal το οποίο να ακούγεται σύγχρονο και σε πλήρη εναρμόνιση με τον 21ο αιώνα που διανύουμε. Μπράβο του. Είμαι μαζί του σε αυτό. Μακριά από μένα οι παρελθοντολαγνεία. Άλλο σεβασμός και αγάπη, άλλο «κόλλημα». Μα εδώ, υπάρχει πρόβλημα. Καταρχάς, δεν ξέρω με ποιο σκεπτικό ο βασικός συνθέτης, να σημειωθεί αυτό, Scott McClellan, θέλησε και έλαβε το “ok” για να έχει τις κιθάρες τόσο χαμηλοκουρδισμένες. Ταυτισμένος με την εποχή σου μπορείς να είσαι και με άλλους τρόπους, όχι προσπαθώντας να αναπαράγεις έναν ήχο που να θυμίζει τους BLACK LABEL SOCIETY ή/και τους PANTERA, στην καλύτερη (σίγουρα ο McClellan έχει ήρωα τον Wylde). Φαίνεται πως όλο αυτό σου είναι αταίριαστο, αφού για να το ακολουθήσεις αλλάζεις ως και τον τρόπο που ερμηνεύεις, σε κάποια σημεία! Δεύτερον, όλη η κυκλοφορία αποπνέει «ερασιτεχνισμό». Δε νοείται να μην αναγράφεται στο Δελτίο Τύπου πως συμμετέχει η Pamela Moore, να την ακούει ο συντάκτης (ΑΝ την ξέρει, ΑΝ μπορεί να καταλάβει τη φωνή της) και να ψάχνει το διαδίκτυο για να βρει πληροφορίες. Δε νοείται ο δίσκος να μην έχει συνοχή και σωστή ροή. Είναι σαν κάποιος να «πέταξε» τα κομμάτια από τον Η/Υ στο CD και αυτά να τοποθετήθηκαν μόνα τους σε αλφαβητική (!) σειρά. Δεν κάνω πλάκα, δυστυχώς (σ. Σάκη Φράγκου: Έτσι ΑΚΡΙΒΩΣ είναι, το επιβεβαιώνει και ο Martin στη συνέντευξη που θα δημοσιευθεί).

Οι “track by track” παρουσιάσεις δε μου αρέσουν. Αλλά εδώ θα σε πάω σε μια τέτοια, για έχεις πλήρη εικόνα και να αντιπαραθέσεις τη δική σου άποψη, όταν/αν ακούσεις το album. Ξεχώρισα, πέραν του “As the World burns”, το χορωδιακό “Book of shadows” που αν και θυμίζει «εβδομάδα υπολοίπων» του “Cross purposes” μοιάζει «σαν τη μύγα μες στο γάλα», το “Damned by you” με το βιολί, το ενδιαφέρον refrain και την WHITESNAKE «άποψη», όπως επίσης το ταχυδύναμο “Run like the Devil”. Δες! Ξεφεύγεις λίγο από το μοτίβο του album; Αμέσως φαίνεται η διαφορά, προς το καλύτερο! Σε μέτρια επίπεδα κινείται το “Nowhere to fly” ενώ από εκεί και μετά, σκούρα τα πράγματα. Το “Crying wolf”, περίπου ακουστικό έχει ωραίες μελωδικές φωνητικές γραμμές και solo, αλλά πέραν τούτου, τίποτα. Το “No shame” είναι αδύναμο με εκνευριστικό refrain, το “Passion killer” πραγματικά απαίσιο («κοφτές», groove metal κιθάρες σε Martin δίσκο; ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΡΑ;), στο “This is your damnation” ακούμε μια προσπάθεια να παιχτεί κάτι σαν country/folk rock με εν τέλει ΤΡΑΓΙΚΑ αποτελέσματα. Μένει το ομώνυμο κομμάτι-ντουέτο με την Pamela Moore και η ακουστική του αρχή κάτι «πάει να σου πει»… Φευ! Η Moore «περνά και δεν ακουμπά» και από την στιγμή που μπαίνουν οι κιθάρες με τον Martin να κάνει “oh, ah, ah, ah, ah” λες και ακούμε DISTURBED (!!!), όλα «κατεδαφίζονται».

Κρίμα. Πρώτον, γιατί ο Tony Martin κερδίζει ως τώρα την κούρσα με τον χρόνο, είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ αλλά χαρίζει τη φωνή του σε ένα πολύ μέτριο album, που το πνίγει μια αταίριαστη, «μουντή» παραγωγή και μια ανεξήγητη θέληση να ακουστεί «μοντέρνο» με λάθος τρόπο. Και δεύτερο κρίμα, γιατί εκτελεστικά η μπάντα που έχει δίπλα του θα μπορούσε να μεγαλουργήσει, επάνω σε ΚΑΛΑ τραγούδια, και όχι σε αυτόν τον ορυμαγδό μετριότητας. Γιατί όπως είπαμε, το πρόβλημα δεν είναι η αλλαγή στο στυλ. Είναι το αποτέλεσμα αυτού και ΜΟΝΟΝ. Ελπίζω η επόμενη solo δισκογραφική απόπειρα του μεγάλου αυτού ερμηνευτή να μην αργήσει και να τον ακούσουμε ξανά σε σαφώς καλύτερο συνθετικό υπόβαθρο, όχι με τραγούδια αξιόλογα (στην καλύτερη) ως… ανυπόφορα.

5 / 10

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here