Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, καλώς ήρθατε στο γεγονός της χρονιάς για το χώρο της πυγμαχίας. Ο πρωταθλητής Joel Grind με τη χαρακτηριστική ξανθιά αφάνα προκάλεσε όποιον έχει τα κότσια να σταθεί απέναντι του σε ένα αγώνα όπως παλιά, 15 γύροι των 3 λεπτών κι όποιος αντέξει στο τέλος. Διεκδικητής είναι ένας τύπος αγνώστων στοιχείων, που εκπροσωπεί το μέσο ακροατή που είναι πολέμιος της μπάντας του Grind, των TOXIC HOLOCAUST. Να σημειώσουμε ότι ο Grind και οι TOXIC HOLOCAUST έκαναν το μεγαλύτερο τους διάλειμμα στην καριέρα τους και επιστρέφουν 6 χρόνια μετά το προηγούμενο άλμπουμ τους “Chemistry of consciousness”, το οποίο τους έβρισκε σε πλήρη ακμή αλλά στη συνέχεια εξαφανίστηκαν και φάνηκε να χάνονται τα ίχνη τους και να χάνεται μία χρυσή ευκαιρία να καθιερωθούν κι επίσημα ως ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Φέτος συμπληρώνονται και 20 χρόνια από τη δημιουργία τους, άρα είναι και λίγο εορταστικού χαρακτήρα η νέα τους κυκλοφορία, μόλις η έκτη τους ολοκληρωμένη όλα αυτά τα χρόνια, καθότι ο Grind ήταν πάντα οπαδός της ποιότητας κι όχι της ποσότητας, ενώ επέλεξε κι ένα καταπληκτικό καρτουνίστικο εξώφυλλο το οποίο δημιουργεί θετικότατη προδιάθεση πριν την ακρόαση και θυμίζει παλιές υπέροχες εποχές.
Το καμπανάκι χτυπάει, ο διεκδικητής που είναι μυώδης και ψηλός και χτισμένος κατευθύνεται προς το πρόσωπο του Grind γεμάτος αυτοπεποίθηση για να αποδείξει ότι ο ξανθός frontman είναι σημείο των καιρών και υπερεκτιμημένος. O Grind ατάραχος περιμένει και παράλληλα ξεκινάνε από τα ηχεία γύρω από το ρινγκ να παίζονται τα κομμάτια του νέου δίσκου. Ξεκίνημα με το “Chemical warlords”, ο διεκδικητής σηκώνει τη γροθιά του με τον Grind να σκύβει και να την αποφεύγει. Απαντά ΑΜΕΣΑ με μία τρομερή γροθιά στα πλευρά με τον διεκδικητή να πέφτει στο ένα γόνατο ξεφυσώντας, “Black out the code” και ο ζαλισμένος διεκδικητής έχει αρχίσει να καταλαβαίνει ότι το μέγεθος του και το ύψος του απέναντι στον λεπτοκαμωμένο και κοντό Grind δεν μετράει και θα είναι μία μάχη που θα πάει μέχρι τέλους. Ή έτσι νομίζει. Ο Grind εκεί που στα πρώτα λεπτά είναι σαν να μελετάει τον διεκδικητή, βλέποντας ότι είναι μόνο φιγούρα και μετά τα δύο από τα τρία μεγαλύτερα κομμάτια του δίσκου που ξεκινάνε το άλμπουμ κολλητά, παίρνει τα ηνία καθώς μπαίνει το “New world beyond”. Με τη δύναμη που του δίνει το χυμαδιό της μουσικής του, όπως και η ολντσκουλιά των ριφφ που εξαπολύει με μεγάλη σιγουριά, περνάει άμεσα στην αντεπίθεση.
Ως κοντύτερος και πιο γρήγορος, αρχίζει συνδυασμούς γροθιών στον διεκδικητή, άλλοτε λίγες και δυνατές, κι άλλοτε αρκετές και συνδυαστικά γρήγορες. Κροσέ και ντιρέκτ ακολουθούν το ένα το άλλο, με την αίσθηση ότι κάνει πλάκα στον διεκδικητή, ο οποίος έχοντας ξεκάθαρα υποτιμήσει τον αντίπαλο του, αρχίζει να «σφίγγει», η μύτη έχει ανοίξει και έρχεται η στιγμή που η τιμωρία του γίνεται πιο επίπονη, φτύνει το αίμα της μάνας του και ο Grind αρχίζει πλέον να μην τον λυπάται. “Deafened by the roar”, ένα αριστούργημα 91 δευτερολέπτων σε διάρκεια έρχεται να κάνει τα μούτρα του διεκδικητή κρέας, το ένα μάτι του έχει κλείσει από τα απανωτά χτυπήματα, ο Grind μοιάζει γρήγορος σαν αστραπή, απειλητικός σαν τανκ που έχει λοκάρει το κανόνι κατά του εχθρού και φονικός σαν τυφώνας. Το καμπανάκι του γύρου σώζει τον διεκδικητή από τα χειρότερα, αλλά οι λίγες ανάσες που παίρνει δεν είναι αρκετές για να τον σώσουν κατά τη διάρκεια του αγώνα. Ο Grind πλέον ηγείται της αναμέτρησης, “Time’s edge” και ο χρόνος έχει σταματήσει για τον διεκδικητή, δεν έχει καταφέρει καν να ακουμπήσει τον Grind, ο οποίος μετά την αρχική ορμή του, ξεκάθαρα πλέον κάνει διαχείριση δυνάμεων, ενώ υπάρχει η αίσθηση ανά πάσα στιγμή ότι «τον έχει» με μία δυνατή γροθιά.
Έχουμε περάσει τα μισά της… διαδρομής, το ομότιτλο “Primal future” δεν πολυβελτιώνει την κατάσταση, ο διεκδικητής τρικλίζει, ο Grind πλέον δεν ασχολείται με το πρόσωπο του αλλά όσο περνάει η ώρα στοχεύει την κοιλιά και τα πλευρά, τον έχει στην κυριολεξία λιανίσει και χωρίς να χρησιμοποιεί την πλήρη ορμή και δύναμη του, έχει αυτή τη χαιρεκακία στο πρόσωπο σε φάση «έλειψα και με αμφισβητήσατε, θα σας δείξω εγώ τώρα τι εστί βερίκοκο». Παίζει με την ψυχολογία του διεκδικητή, ο οποίος στο πρόσωπο του κάθε αμφισβητία των TOXIC HOLOCAUST και της ιδέας που λέγεται thrash metal, έχει υποστεί ήδη την απόλυτη ήττα και παρακαλάει να βγάλει τον αγώνα όρθιος και ζωντανός. Ο προπονητής του μάταια προσπαθεί να του δώσει κουράγιο, από την άλλη ο Grind έχει κατέβει ολομόναχος στο ρινγκ, έχοντας παίξει τα πάντα στο δίσκο (!) με την πλέον χεβιμεταλλάδικη αύρα που έχει παρουσιάσει όλη αυτή την 20ετία. Thrash υψηλών οκτανίων αλλά τόσο απλοϊκό και ουσιώδες που στο τέλος είναι λες και γελοιοποιεί όλους όσους προσπαθούν μάταια να γεμίζουν τους δίσκους τους με υλικό. Tο ξύλο αρχίζει να επιστρέφει στα “Iron cage” και “Controlled by fear”, όπου ο φόβος στα μάτια του διεκδικητή είναι πλέον έκδηλος όσο ποτέ.
Mε νέες γρονθοπατινάδες, ο Grind κάμπτει και την τελευταία σκέψη του διεκδικητή να σηκωθεί όρθιος, πλέον εκεί που τον «έψηνε» σε όλο τον αγώνα, αρχίζει και του προσφέρει απανωτές πτώσεις, ο διεκδικητής τρώει πάτωμα και με τρόμο αναγκάζεται να σηκωθεί κάθε φορά. Το “Aftermath” προετοιμάζει το έδαφος για το κομμάτι που κλείνει το δίσκο, το “Cybernetic war”, όπου ο Grind προσφέρει τη μεγάλη στιγμή του αγώνα, με ένα τρομερό άπερκατ στον διεκδικητή που τον σωριάζει μια για πάντα στο έδαφος. Ο διεκδικητής δεν σηκώνεται ποτέ, αναπνέει οριακά και έρχεται και τον παίρνει το φορείο για να πάει στο νοσοκομείο. Οι 15 γύροι δεν ολοκληρώνονται ποτέ και σε λιγότερο από 40΄, ο Joel Grind παραμένει πρωταθλητής εκμάθησης σωστού thrash, τα γάντια του έχουν γεμίσει με το αίμα του διεκδικητή, ενώ όλοι όσοι ήρθαν στο πλευρό του για συμπαράσταση ξεσπούν σε χειροκροτήματα προς τον Grind σε ένα διαρκές standing ovation με πλήρη αναγνώριση του λάθους τους και έχοντας πλέον την πλέον πειθήνια απόδειξη ότι ο ξανθός δεν αστειεύεται και οι TOXIC HOLOCAUST βάζουν κάτω όποιον προσπαθεί να τους σταθεί εμπόδιο. Τιμιότητα που δε μπορεί να αμφισβητηθεί, ουσία που προκαλεί κόμπλεξ στους υπόλοιπους. Ζητείται νέος αντίπαλος να μπει στο ρινγκ απέναντι του. Τολμάτε να τις φάτε;
8,5 / 10
Άγγελος Κατσούρας