Δεν χωρά η παραμικρή αμφισβήτηση. Οι παροικούντες της Ιερουσαλήμ του prog rock κρατούσαν την ανάσα τους περιμένοντας το νέο δισκογραφικό πόνημα του super group των TRANSATLANTIC. Δεν είναι μόνο τα λεγόμενα “βαριά χαρτιά” των συμμετεχόντων που προκαλούν θαυμασμό με τα επιτεύγματα τους σε συνθετικό και εκτελεστικό επίπεδο. Έχει να κάνει περισσότερο με την ανάγκη όλου του οργανισμού να εντοπίσει και εν συνεχεία να στηρίξει (πολλές φορές σε βαθμό υπερβολής) τους νέους ήρωες αυτής της μουσικής που θα “πατήσουν” στις νόρμες όλων εκείνων που το ανέδειξαν στα 70s αλλά παράλληλα θα επιχειρήσουν να τις τροποποιήσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστούν εξίσου θελκτικές και στην σημερινή εποχή. Λίγοι, ελάχιστοι –αν μου επιτρέπετε- έχουν κατορθώσει να συλλάβουν (και κατ’ επέκταση να προσεγγίσουν) το συνθετικό μεγαλείο των GENESIS, των YES, των PINK FLOYD, των EMERSON, LAKE & PALMER, των JETHRO TULL, των KING CRIMSON, των CAMEL. Και τόσων άλλων…
Οι TRANSATLANTIC ως προϊόν κολεκτίβας που εκπονείται από μουσικούς οι οποίοι αποδεδειγμένα έχουν καταθέσει τα διαπιστευτήρια τους σε όλους εμάς, με θητεία σε σχήματα όπως οι MARILLION, DREAM THEATER, SPOCK’S BEARD, THE FLOWER KINGS, μεταξύ πολλών άλλων, δεν έχουν να αποδείξουν απολύτως τίποτα. Δισκογραφούν όταν νιώθουν πως έχουν κάτι να πουν και τους αφήνουν για λίγο ελεύθερους οι πολλές υποχρεώσεις τους. Αυτό βέβαια αφορά περισσότερο στους δύο Αμερικανούς της παρέας, τον Portnoy και τον Morse, λιγότερο τον Stolt και σε πολύ μικρό βαθμό τον Trewawas. Λίγη σημασία έχει. Το ζητούμενο αφορά την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Αν σέβονται τον ακροατή-οπαδό, αν φροντίζουν να του προσφέρουν όσα επιζητεί και τον κάνουν να αισθάνεται δικαιωμένος που επένδυσε τα χρήματα του. Και βεβαίως, αν οι ίδιοι οι δημιουργοί απολαμβάνουν την όλη διαδικασία. Κρίνοντας από την μέχρι στιγμής πορεία τους, πάντως, κάθε νέος δίσκος έχει να προσφέρει κάτι το διαφορετικό. Ίδια αφετηρία, βεβαίως, προορισμός ήδη γνωστός, η μίξη των υλικών είναι όμως αυτή που κάθε φορά κάνει το αποτέλεσμα τόσο ξεχωριστό και βάζει “στην πρίζα” τον ακροατή.
Οι δύο εκδόσεις του “The absolute universe”, η μακράς διαρκείας και η “κανονική” ήδη έχουν τεθεί για debate με τις απόψεις να διίστανται. Πρόκειται για δύο ξεχωριστά μουσικά έργα, με πολλές ομοιότητες αλλά και κάποιες διαφοροποιήσεις. Και έχω την αίσθηση ότι οφείλουμε να τα προσεγγίσουμε ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Και να αποφασίσουμε –ανάλογα πάντα- με τα μουσικά μας κριτήρια, ποια εκ των δύο ικανοποιεί περισσότερο τα αισθητήρια μας όργανα. Η 90λεπτη “Forevermore extended version” που αποτελεί και αντικείμενο της παρούσας αναφοράς μας, ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο, την διάθεση τζαμαρίσματος, την δημιουργικότητα χωρίς στεγανά και χρονικούς περιορισμούς τεσσάρων ανθρώπων που αποδεδειγμένα παίζουν πρωταγωνιστικά ρόλο στα prog rock δρώμενα εδώ και πολλά χρόνια. Στους λιγότερο μυημένους μπορεί να φαντάζει αβαρία και άκρως κουραστική η ακρόαση ενός διπλού CD, σε τελική ανάλυση όμως ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ο πυρήνας του προοδευτικού rock/metal δεν εμπεριέχει έμφυτη την υπερβολή; Πάρτε για παράδειγμα το “Tales from topographic oceans” των YES. Πίεσαν ακόμα περισσότερο τους εαυτούς τους, “τράβηξαν” τον ήχο τους σε δυσθεώρητα extreme ηχοτόπια και τελικά δίχασαν το κοινό τους. Οι TRANSATLANTIC ακόμα κι όταν φαίνεται ότι επιλέγουν αυτή την λογική, επιτυγχάνουν να βάλουν τις σκέψεις τους σε μία συνέχεια, να μην σπάνε αυτή την λεπτή ισορροπία όπου από εκεί και μετά χάνεται η μπάλα. Δείχνουν και στο πέμπτο τους άλμπουμ ότι δεν είναι μία απλή μάζωξη καταξιωμένων καλλιτεχνών που απλά συμμετέχουν σε μια διεκπεραιωτική διαδικασία με το πρόσχημα ότι δεσμεύονται από ρήτρες, συμβόλαια και λοιπές νομικίστικες αηδίες που την παραμικρή σχέση δεν έχουν με το προκείμενο. Παίρνουν πολύ σοβαρά την ύπαρξή τους, αγαπούν αυτό που κάνουν και αποδεδειγμένα προσφέρουν πολύτιμες ανάσες σε ένα –για πολύ κόσμο- μουσειακό είδος.
Τι ακούμε λοιπόν στο “The absolute universe”; Την κοινή συνισταμένη όλων των συμμετεχόντων. Την λατρεία τους για τους THE BEATLES, όπως έχει πολλάκις εκφραστεί μέσα από τα έργα των THE FLOWER KINGS, των SPOCK’S BEARD και της προσωπικής καριέρας του Stolt. Χαρακτηριστική περίπτωση το “Rainbow sky”. Με σύγχρονη αισθητική και όραμα. DEEP PURPLE. Εξυπακούεται. Πάρτε για παράδειγμα το “The darkness In the light”. Δομημένες ιδέες αλλά και δίλεπτα τρίλεπτα τζαμαρίσματος που διαδέχονται μελωδικά ρεφραίν, γλυκύτατα κιθαριστικά solos και εντυπωσιακό drumming. Εθιστικές μελωδίες να μπλέκονται με θαυμαστή αρμονία με ευφάνταστα prog όργια (βλ. “The world we used to know”), αλλαγές σε ρυθμούς που σε αφήνουν με ανοιχτό το στόμα. Ένα εκπληκτικό “Owl howl” όπου αναγνωρίζεται εύκολα ως η πιο σκληρή στιγμή του νεοπαγούς υλικού. Το εισαγωγικό “Overure” ως εφαλτήριο του τι θα επακολουθήσει. Η βαριά κληρονομιά των RUSH, KANSAS, GENESIS αλλά και YES. Ο χρόνος που δίνεται σε όλα τα μέλη να αποδείξουν ότι εκτός από αυθεντίες στο εκάστοτε κύριο όργανο, διαθέτουν και ικανότητες ερμηνευτή. Λελογισμένο ρίσκο λέγεται αυτό αλλά τους βγαίνει που λέμε στην καθομιλουμένη. Πανέμορφο εξώφυλλο, “ταξιδιάρικο”, με εντυπωσιακούς χρωματισμούς. Διαυγέστατη παραγωγή επ’ ωφελεία πρωτίστως του ήχου σε τύμπανα και μπάσο.
Επιμύθιο. Σύντομο. Αξίζει να αφιερώσετε χρόνο ν’ ακούσετε την εκτεταμένη έκδοση “The absolute universe”. Θα σας ανταμείψει με ένα πλουσιοπάροχο συνδυασμό ήχων, ρυθμών, διαθέσεων. Θα σας ταξιδέψει στο παρελθόν χωρίς όμως διάθεση ρετρολαγνείας. Αποφεύγει τις κακοτοπιές και θέτει ακόμα ψηλότερα τον πήχη για το μέλλον. Και ελπίζω να δώσετε χώρο και στην “The breath of life” εκδοχή του. Εξίσου δελεαστική ως πρόταση. Ο στόχος επετεύχθη. Οι TRANSATLANTIC μας χάρισαν όχι ένα αλλά δύο μουσικά έργα που θα μνημονεύονται από τις επόμενες γενιές. Αυτή είναι άλλωστε η ουσία του progressive rock… Να σε εξιτάρει χωρίς όρια και φραγμούς…
8 / 10
Γρηγόρης Μπαξεβανίδης