Undergound Halls Vol. 88 (BUFFALO REVISITED – ELIMINATOR – MAULE – NOCTURNA / ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: GRAVETY)

0
266












«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: BUFFALO REVISITED
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Volcanic Rock Live”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ripple Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Dave Tice – Φωνητικά
Troy Scerri – Κιθάρα
Steve Lorkin – Μπάσο
Marcus Fraser – Τύμπανα

Σίγουρα στους περισσότερους αναγνώστες του Rock Hard το όνομα BUFFALO είναι παντελώς άγνωστο. Και δικαιολογημένα, αφού δεν πιστεύω πως είναι και πολλοί στη χώρα μας, παρά μάλλον ελάχιστοι, αυτοί που έχουν ασχοληθεί με την Αυστραλιανή rock σκηνή των αρχών της δεκαετίας του ’70. Με πέντε άλμπουμ στο ενεργητικό τους, που κυκλοφόρησαν μεταξύ του 1972 και του 1977, οι BUFFALO ήταν μια από τις πρώτες rock μπάντες της Αυστραλίας, αφού συγκροτήματα όπως AC/DC, ROSE TATTOO (τους οποίους δημιούργησε ο μπασίστας Peter Wells αφού έφυγε από το «Βουβάλι»), COLOURED BALLS και Billy Thorpe & THE AZTECS, BLACKFEATHER και ANGELS (ή αλλιώς THE KEYSTONE ANGELS) ήρθαν μετά. Ήταν το πρώτο αυστραλιανό συγκρότημα που υπέγραψε στη βρετανική δισκογραφική εταιρεία Vertigo Records, κάτι που τους έδωσε την ευκαιρία να «ανοίγουν» για τους BLACK SABBATH, στο αυστραλιανό σκέλος της περιοδείας για την προώθηση του “Volume IV”, είχαν δε στις τάξεις τους και έναν Έλληνα, τον Jimmy Economou στα drums. Καθώς το vintage/retro rock θριάμβευε ξανά, τα αιτήματα για επανένωση γίνονταν όλο και πιο επίμονα και με αφορμή την 45η επέτειο της κυκλοφορίας του δεύτερου και καθοριστικού τους δίσκου “Volcanic Rock”, ο τραγουδιστής και μοναδικό πια μέλος τους, ο Dave Tice, δημιούργησε τους BUFFALO REVISITED και για να τιμήσει τη μνήμη αυτού του σημαντικού, για την rock σκηνή της Αυστραλίας, album, έδωσε μια σειρά συναυλιών στο Σίδνεϊ, τη Μελβούρνη και το Μπρίσμπεϊν.

Ηχογραφημένο «ζωντανά» στο The Bald Faced Stag Hotel του Σίδνεϊ, το “Volcanic Rock Live” έρχεται να μας μεταφέρει (νοερά και για λίγο, έστω) στα πρώτα χρόνια των 70s. Όπως ισχύει με πολλά heavy rock/proto metal σχήματα, οι BUFFALO (REVISITED) στα αυτιά ενός σημερινού ακροατή, ακούγονται να παίζουν… πολλά και διάφορα. Hard rock, heavy metal, doom, stoner, ψυχεδέλεια… Οπότε, ας ακολουθήσουμε τη δική τους θέληση να αυτοχαρακτηρίζονται ως “heavy rock”. Με τον τρόπο αυτό και εύστοχοι θα είμαστε στον χαρακτηρισμό της μουσικής τους, και θα γλυτώσουμε από τον «πονοκέφαλο» της ακριβούς περιγραφής. Heavy rock λοιπόν, το αιώνιο, το απέθαντο, το αειθαλές! Ευθύτητα, αμεσότητα, «βρωμιά», «καψούρα», blues αναφορές, παθιασμένα φωνητικά, λιτό και απέριττο rhythm section που σε χτυπά αλύπητα, jamming ατμόσφαιρα. Όλα όσα πρέπει να έχει μια ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ rock μπάντα, σε μια ηχογράφηση 100% αληθινή, χωρίς την παραμικρή επεξεργασία στο studio. Δε γνωρίζω την προϊστορία των μουσικών που πλαισιώνουν τον γερόλυκο Dave Tice, αλλά είναι σίγουρο από αυτά που ακούω πως συμμερίζονται απόλυτα το όραμά του και τιμούν την κληρονομιά του, λες και ήταν μαζί του από τις πρώτες μέρες των BUFFALO. Η ανώτερη στιγμή του δίσκου; Εννοείται, όπως και στην studio εκδοχή του, το 9λεπτο μεγαλιθικό “Freedom”, που ξεχειλίζει rock-ιά μέχρι και από τα μπατζάκια του παντελονιού του Tice! Βαθμό σε live album δε βάζουμε εδώ στο Rock Hard, αλλά σε προτρέπω να ακούσεις τόσο το “Volcanic Rock Live” όσο και το “Volcanic Rock” του 1973, ως χαρακτηριστικά δείγματα aussie rock. Οπότε, κατάλαβες περί τίνος πρόκειται. Ας ανοίξω μια μπύρα ακόμη…

Facebook
Bandcamp

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ELIMINATOR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Ancient light”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Cherry Red Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Danny Foster – Φωνητικά
Jamie Brandon – Μπάσο
Dave Steen – Τύμπανα
Jack MacMichael – Κιθάρα
Matthew Thomas – Κιθάρα/Πλήκτρα

Το 2022 είναι η χρονιά που οι Βρετανοί ELIMINATOR επιστρέφουν με το δεύτερο, ολοκαίνουργιο άλμπουμ τους, το Ancient Light.  Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από το ντεμπούτο τους, το “Last Horizon” του 2018, οπότε έχω νωπές ακόμη στη μνήμη μου τις καθόλα θετικές εντυπώσεις που είχε αφήσει τόσο σε μένα, όσο και γενικότερα στην underground heavy metal σκηνή, ανοίγοντάς τους τον δρόμο ώστε να περιοδεύσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη. Μπορεί στο ενδιάμεσο να μπλέξαμε σε αυτό το απίστευτο “Covid roller coaster” και ακόμη να μη μπορούμε να συνέλθουμε και να ξαναβρούμε τα πατήματά μας, αλλά η πεντάδα από το Lancaster δεν έκατσε άπραγη. Συνέθεσε και ηχογράφησε το “Ancient Light” από απόσταση, κλείνοντας τα στόματα όλων όσων έσπευσαν να κρύψουν τις δικές τους παθογένειες κάτω από το «χαλί» της πανδημίας, βρίσκοντας αμέσως τη δικαιολογία που έψαχναν για να το πράξουν. Η ίδια η μπάντα μας λέει: «Ήταν μια απογοητευτική περίοδος για να είσαι μουσικός, με πολλούς προκλήσεις για όλους μας. Προκλήσεις όπως το να γράφεις εξ αποστάσεως. Αυτό διαφέρει πολύ από το να είμαστε μαζί στο studio, ιδρώνοντας «μέχρι θανάτου», αλλά δουλέψαμε ακούραστα και προσαρμοστήκαμε απόλυτα στις νέες συνθήκες, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι η «αντανάκλαση» τόσο των επιτυχιών όσο και των απογοητεύσεών μας».

Το “Ancient Light” είναι ένα, ας πούμε, concept album, που εστιάζει στην έννοια της εντροπίας, δηλαδή στη φυσική τάση που υπάρχει στο σύμπαν να χάνεται η τάξη σε ένα σύστημα και την κυκλική της φύση. Αυτό το θέμα, όπως με ενημερώνει το Δελτίο Τύπου, «ντύνεται» από το group με μια «ασυμβίβαστη και ανελέητη heavy metal πανδαισία». Καλές οι μεγάλες δηλώσεις τέτοιου ύφους, αλλά ως άνθρωπος που ποτέ δεν «θαμπωνόμουν» από τα Δελτία Τύπου, ήθελα να ακούσω καλά τον νέο δίσκο, για να διαπιστώσω αν όντως η μπάντα κατάφερε να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες και να δώσει ένα καλό αποτέλεσμα. Πρώτο θετικό, η πολύ καλή παραγωγή του Chris Fielding, γνωστού από τους CΟΝΑΝ, WΙNTERFYLLETH, ALUNAH και ATAVIST. Δεύτερο, το ότι αν δεν ήξερα τι έχει προηγηθεί, δε θα μου πήγαινε καν το μυαλό στο ότι αυτός ο δίσκος συνετέθη και ηχογραφήθηκε από ανθρώπους που δεν είδαν ο ένας τον άλλον από κοντά! Υπάρχει χημεία εδώ, υπάρχει ομοιογένεια. Στοιχεία που μετουσιώνονται σε ΚΑΛΑ τραγούδια, που «ευωδιάζουν» το πάντοτε μεθυστικό άρωμα των IRON MAIDEN (σε πολύ μεγάλο ποσοστό), των JUDAS PRIEST και της Γηραιάς Αλβιώνας γενικότερα. Μόνο μειονέκτημα το ότι έχει δέκα τραγούδια, με συνέπεια από τη μέση και προς το τέλος να κάνει μια μικρή «κοιλιά», αφού το δεύτερο μισό του album μπορεί να είναι παραπάνω από αξιόλογο, υστερεί όμως συγκρινόμενο με την σαρωτική πρώτη πεντάδα.

Μη σε πτοεί αυτό όμως. Αν σου αρέσει το κλασσικό heavy metal, τούτο το δισκάκι «στάζει» ποιότητα! Είναι δε μια απόδειξη για το τι μπορεί να πετύχει ένα συγκρότημα αν τα μέλη του είναι 100% αφοσιωμένα σε έναν κοινό στόχο/σκοπό, κι ας αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες. Μόνο και μόνο γι’ αυτό, κερδίζουν την παραδοχή μου. Οι ELIMINATOR παρέδωσαν στους φίλους τους ένα album που τιμά το παρελθόν με τον καλύτερο τρόπο, δεν ακούγεται «γραφικό» ούτε αστείο και αναδεικνύει το ταλέντο τους. Τον Οκτώβριο θα βγουν στο δρόμο με τους SEVEN SISTERS και TOLEDO STEEL. Ωραίο πακετάκι, να περνούσε και από δω, καλά θα ήταν! ΥΓ: Το “The nightmare of Aeon”, είναι μια διαφορετική, ατμοσφαιρική νότα που πολύ μου άρεσε. Μήπως να το δει αυτό, το συγκρότημα, για το μέλλον; Με δύο τραγούδια λιγότερα, θα έπαιρνε ένα γερό 8άρι. Τώρα, παίρνει ένα αυστηρό…

(7,5 / 10)

Facebook
Spotify
Bandcamp
YouTube

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: MAULE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Maule”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Gates Of Hell Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Jakob Weel – Κιθάρα, φωνητικά
Daniel Gottardo – Κιθάρα
Johnny Maule – Μπάσο
Eddie Riumin – Τύμπανα

Πάμε για λίγο στον Καναδά, όπου στο Vancouver βρίσκουμε τους MAULE και το ντεμπούτο τους, Maule. Άγνωστοι σε μένα, ενημερώνομαι από το promo πως δημιουργήθηκαν το 2017, από τον κιθαρίστα/τραγουδιστή Jakob Weel και τον μπασίστα Johnny Maule. Στην συνέχεια ήρθαν στο group ο Eddie Riumin (drums) και ο κιθαρίστας Daniel Gottardo. Με αυτήν την σύνθεση οι MAULE κυκλοφόρησαν το 2019 με το demo “From Hell”, ένα demo που έκανε αίσθηση στην underground σκηνή και τους έδωσε το συμβόλαιο με την Gates of Hell Records. Δεν το έχω ακούσει, αλλά για να υπέγραψαν τόσο γρήγορα συμβόλαιο με μια εταιρεία που εξειδικεύεται σε αυτόν τον χώρο, κάτι καλό θα έκαναν. Διάβασα και κάποιες extra πληροφορίες, που έχουν αν μη τι άλλο ένα επιπλέον ενδιαφέρον. Ο Johnny Maule και ο Daniel Gottardo έχουν κάνει σπουδές κλασσικής και τζαζ μουσικής. Όσο δε μπορώ τους πτυχιούχους βιρτουόζους που αδυνατούν να γράψουν ένα τραγούδι της προκοπής και απλά κάνουν επίδειξη του τι έμαθαν στο ωδείο, άλλο τόσο δεν αντέχω τους «κουλούς» που ξύνουν, βαράνε και νομίζουν πως παίζουν μουσική, προτείνοντας την «ψυχή» και το «συναίσθημα» (γελάω) για να καλύψουν το ότι είναι απλά…άχρηστοι. Οπότε, η παραπάνω πληροφορία ήταν για μένα κάτι περισσότερο από ενδιαφέρουσα και περίμενα να δω αν και πως θα καταφέρουν οι δυο αυτοί συνθέτες να πετύχουν τη «χρυσή τομή».

Όπως προείπα, δεν ήξερα τους MAULE και παρατηρώντας το εξώφυλλο, υπέθεσα πως θα ακούσω ένα black/thrash/speed συγκρότημα, που θα παίζει σε υπερηχητικές ταχύτητες, με έναν τραγουδιστή που θα ουρλιάζει-τσιρίζει. Έπεσα όμως έξω. Στο, ηχογραφημένο τον Φεβρουάριο του 2020 παρακαλώ, στα Little Red Sounds Studios με παραγωγό τον Michael Kraushaar, ντεμπούτο της, η μπάντα παίζει καθαρό, παραδοσιακό metal, με λίγες speed metal επιρροές, που θέλει να αναβιώσει το πνεύμα του NWOBHM και όλου του παραδοσιακού heavy metal του πρώτου μισού των 80s. Θα ξεκινήσεις λοιπόν από τους JUDAS PRIEST, θα περάσεις στους ANGEL WITCH, BLITZKRIEG, RAVEN και θα φτάσεις μέχρι τους… RANDY, ενώ σε μερικές στιγμές θα σου φανούν σαν πιο επιθετικοί ENFORCER. «Τσιμπούν» και κάποια πολύ μικρά σημεία από αγαπημένα τραγούδια, αλλά το κάνουν να φαίνεται αθώο και ως φόρος τιμής στις μεγάλες τους αγάπες, δεν είναι κλέφτες σαν μερικούς-μερικούς. Και ξέρουν μουσική, τελικά, δεν είναι «επιχρυσωμένες μετριότητες», όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοί τους. Ποικιλία ταχυτήτων, ωραία riffs, τραχιά φωνητικά, 80s συναίσθημα και ατμόσφαιρα, στίχοι εμπνευσμένοι από Howard, Lovecraft και Tolkien, όλα μια χαρά! Μου άρεσαν περισσότερο τα δύο πρώτα τραγούδια (“Evil Eye”, “Ritual”), το speed metal δίδυμο των “Red Sonja”/”Sword woman” και το πιο mid-tempo και επιβλητικό “March of the Dead”. Κάτι θα διαλέξω από αυτά για την επόμενη, φετινή μου συλλογή, με τα αξιέπαινα της χρονιάς.

Συμπερασματικά, το “Maule” δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό ή το καινοτόμο (καλά, το δεύτερο δε γινόταν να είναι), αλλά σαν πρώτη επίσημη γνωριμία του group με την παγκόσμια μουσική σκηνή, είναι πολύ αξιόλογο. Λίγο καλύτερη ισορροπία να είχε στη ροή του και θα ήταν ακόμη καλύτερο το τελικό αποτέλεσμα. Να σημειωθεί πως ο Gottardo έπαιξε όλα τα leads στο άλμπουμ, αλλά έκτοτε αντικαταστάθηκε από τον Justin Walker. Περιμένω λοιπόν να ακούσω ακόμη καλύτερα πράγματα από τους Καναδούς στο εγγύς μέλλον. Keep it up, lads!

(7 / 10)

Facebook
Bandcamp
YouTube

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: NOCTURNA
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Daughters of the Night”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Scarlet Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Grace Darkling – Φωνητικά
Rehn Stillnight – Φωνητικά
Hedon – Κιθάρα
Antares – Μπάσο
Deimos – Τύμπανα

Όταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, βιώσαμε την «έκρηξη» της Europower και της ατμοσφαιρικής σκηνής, βιώσαμε παράλληλα και την έκρηξη του Female Fronted Metal, ενός μουσικού «ρεύματος» το οποίο έφερε στοιχεία και από τις δύο τους και δεν υστέρησε καθόλου σε δημοσιότητα και “hype”. Όπως ισχύει/γίνεται με κάθε «κίνημα» που γεννάται μέσα από το rock και το heavy metal, έτσι και το FFM είχε τα πάντα: σπουδαίους καλλιτέχνες και δίσκους, μετριότητες, αλλά και παραδείγματα προς αποφυγή. Και ήταν τόσο γρήγορη η έκρηξή του, όσο απότομη ήταν και η κάμψη του. Κάτσε και αναλογίσου πόσα καινούργια πράγματα έβλεπες να ξεπετάγονται μέσα σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα πριν 10-15 χρόνια, και πόσα τώρα. Ουδεμία σχέση. Αποτέλεσμα; Να παραμείνουν στην επιφάνεια μόνον όσοι άξιζαν πραγματικά και ως επί το πλείστον όρισαν τις εξελίξεις, αυτοί στους οποίους μπορούσε η σκηνή (και όχι το ιδίωμα, δε μιλάμε για ξεχωριστό είδος metal) να στηριχτεί. Αυτοί οι πολύ λίγοι. Θα είμαι απολύτως ειλικρινής: ανέκαθεν θεωρούσα την FFM σκηνή υπερεκτιμημένη στον μέγιστο βαθμό. Για κάθε ένα συγκρότημα που είχε ποιότητα στη μουσική του, υπήρχαν πέντε (μην πω δέκα) που πουλούσαν το τρίπτυχο «μπούτι-βυζί-soprano από τα Lidl», χωρίς κανένα μουσικό ενδιαφέρον. Και χαίρομαι που επήλθε η παρακμή, αφού αυτό το πανηγύρι δεν αντεχόταν άλλο.

Ποιοι είναι οι NOCTURNA, τώρα, και γιατί τα έγραψα αυτά. Πρόκειται για μια πεντάδα, αποτελούμενη από τρεις γυναίκες και δύο άνδρες, με ψευδώνυμα, μεταμφιέσεις και τα συναφή, δημιούργημα του Federico Mondelli των FROZEN CROWN/VOLTURIAN/BE THE WOLF. Όταν λοιπόν έφτασε στα χέρια μου το promo ετοίμασα το μεγάλο «φτυάρι». Αφενός για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, αφετέρου διότι κανένα από τα συγκροτήματα με τα οποία ασχολείται ο εν λόγω μουσικός, μου αρέσει. Με το ξεκίνημα όμως του δίσκου, εξεπλάγην θετικότατα! Καταρχάς, μπορεί το “Daughters of the Night” να κινείται σε πολύ γνώριμα «χωράφια», έχοντας ένα στυλ που εμπεριέχει συμφωνικό europower και gothic metal, αλλά δεν αποπνέει εκείνον τον «αέρα μούχλας» που αποπνέουν εδώ και χρόνια όλα μα όλα τα albums αυτού του είδους, πλην ελαχίστων χτυπητών εξαιρέσεων. Είναι καλογραμμένο, με πολύ ενδιαφέρουσες συνθέσεις και κερδίζει επίσης το στοίχημα των δύο φωνών. Η Grace Darkling κάνει ένα πολύ ωραίο ντουέτο με την Rehn Stillnight, και η ομορφιά του έγκειται στο ότι έχουν διαφορετικές φωνές. Η πρώτη είναι σαφέστατα πιο rock oriented, η δεύτερη εκπροσωπεί τη λυρική «πτέρυγα», εναλλάσσονται στα κουπλέ ή τραγουδούν μαζί με πολύ καλά αποτελέσματα. Οι στίχοι καταπιάνονται με ρομαντικά θέματα, ταιριάζοντας απόλυτα στην έτσι κι αλλιώς δεδομένη παραμυθένια ατμόσφαιρα του δίσκου, η αισθητική του συγκροτήματος δε, είναι εμπνευσμένη από το παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο Kabuki. Ή μάλλον, όπως το βλέπω εγώ, σαν να επηρεαζόταν αυτό (δηλ. το θέατρο) από τον γοτθικό, σκοτεινό ρομαντισμό. Το όλο artwork έχει φιλοτεχνηθεί από τον ίδιον τον Federico Mondelli, ενώ τον ήχο έχει επιμεληθεί ο συνεργάτης του, Andrea Fusini.

Όσοι ακούν ακόμη το συμφωνικό, female fronted power metal και europower με την ίδια ευχαρίστηση που το άκουγαν πριν 15-20 χρόνια, όσοι δεν εντάσσουν το gothic στα guilty pleasures τους και όσοι θεώρησαν το τελευταίο άλμπουμ των EPICA ως έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, να το ακούσουν οπωσδήποτε. Εκφράζω την έκπληξή μου που όχι μόνο δε γέλασα στο άκουσμά του αλλά το άκουσα με την ίδια ευχαρίστηση αρκετές φορές, δηλώνω ευθαρσώς πως πολύ θα ήθελαν οι NIGHTWISH να κυκλοφορήσουν κάτι τέτοιο και περιμένω να ακούσω και τα επόμενα μουσικά τους «βήματα». Α, και να μάθω ποιος είναι στα τύμπανα και ποια παίζει μπάσο, εννοείται, αν και «οσμίζομαι» και εδώ σταθερούς συνεργάτες από άλλα projects. Για να δούμε! Ο βαθμός αφορά εμένα και μόνο εμένα, που δε δηλώνω πια οπαδός της όλης «φάσης». Οπότε, τα συμπεράσματα δικά σου.

(7 / 10)

Website
Facebook
YouTube

Οι Γερμανοί GRAVETY είναι από τα νέα σχήματα του επικού heavy metal. Η στήλη έχει τη χαρά και την τιμή να φιλοξενεί τον τραγουδιστή τους, Kevin Portz, με τον οποίο μιλήσαμε για το group και το πρόσφατο album του, “Bow down”, τον χώρο του επικού heavy metal και τα σχέδιά για το άμεσο παρόν και το μέλλον.

Καλησπέρα Kevin, από μένα και το Rock Hard! Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που σε έχουμε μαζί μας! Ας μη χάνουμε καιρό, κι ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: πότε και πως δημιουργήθηκαν οι GRAVETY.
Γεια σου Δημήτρη και ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, είναι η πρώτη μου συνέντευξη για κάποιο ελληνικό ‘zine! Οι GRAVETY σχηματίστηκαν στις Ειδούς του Μαρτίου του 2009 στο Saarbrücken, την πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού μας κρατιδίου, δίπλα στον ποταμό Saar. Γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 2008 και ξεκινήσαμε σύντομα με τη σύνθεση των πρώτων μας τραγουδιών. Η πραγματική γέννηση της μπάντας όμως, ήταν όταν βρήκαμε το όνομά μας: GRAVETY.

Το οποίο σημαίνει…;
Είναι σύνθετο όνομα, αποτελείται από το “grave” – το πεπρωμένο της ανθρωπότητας είναι ξεκάθαρο, όλοι θα καταλήξουμε σε έναν τάφο τελικά – και το “gravity”, τη βαρύτητα.

Μιας και αυτή είναι η πρώτη σου «ελληνική» συνέντευξη και για να σας μάθει το ελληνικό κοινό, θα ήθελες να ξεκινήσουμε από το πρώτο σας άλμπουμ; Ακουγόσασταν σχετικά διαφορετικοί, τότε.
Βεβαίως! Το ντεμπούτο άλμπουμ μας “Into The Grave” αποτελούνταν από τα πρώτα τραγούδια που γράψαμε. Δεν υπήρξε η μακρά περίοδος των demos ή των EPs για μας, όπως συμβαίνει με άλλες μπάντες. Όταν υπήρχαν έτοιμα αρκετά τραγούδια, κυκλοφορήσαμε το άλμπουμ. Έτσι, ο καθένας έφερε το δικό του στυλ και προέκυψε αυτό το πολύχρωμο ποτ πουρί. Η βάση για εμάς ήταν πάντα το παραδοσιακό heavy metal, και το εμπλουτίζαμε πότε με μελωδικό thrash, πότε με μερικά growls και πότε με λίγο επικό doom. Στο μεταξύ είχαμε «βρει» ο ένας τον άλλον καλύτερα, με αποτέλεσμα ως μπάντα να έχουμε επικεντρωθεί στα βασικά.

Το ντεμπούτο σας κυκλοφόρησε το 2012. Γιατί σας πήρε εννέα χρόνια να ηχογραφήσετε τον διάδοχό του, το “Bow down”;
Στο τέλος του 2013 ήρθαν στο προσκήνιο άλλα πράγματα. Οικογενειακά σχέδια, η μετακόμισή μου στο Ντίσελντορφ από το 2013 στο 2018 και οι αλλαγές στην επαγγελματική μου καριέρα οδήγησαν σε μια παύση. Το 2019 ξεκινήσαμε να γράφουμε νέα τραγούδια και τα ηχογραφήσαμε στο στούντιο του Gernot (του κιθαρίστα μας). Αυτός έκανε επίσης τη μίξη και το mastering.

Έχετε δηλαδή σταθερό lineup από τότε…
Ναι, τίποτα δεν άλλαξε. Δε χάσαμε την επαφή μας, είμαστε εκτός από συνάδελφοι στη μπάντα, και καλοί φίλοι. Βλέπουμε το group ως μια δική μας δεύτερη οικογένεια, ή αν θες, την αδελφότητά μας.

Ωραία. Ας μιλήσουμε τώρα για το νέο σας άλμπουμ, και ας ξεκινήσουμε από το εξώφυλλο. Τι βλέπουμε;
Αυτός που βλέπεις είναι μια υπερφυσική οντότητα, γνωστή ως Cryptor, ο οποίος αναδύθηκε από τον ποταμό Saar. Ήταν δεμένος και φυλακισμένος κάτω από το νερό για χρόνια. Τώρα που κατάφερε να σπάσει τις αλυσίδες του, αδημονεί για την κατάλληλη στιγμή ώστε να στοιχειώσει ξανά τη γη. Μας επέλεξε λοιπόν, ως τους ατσάλινους υπηρέτες-ακολούθους του. Στο εξώφυλλο κάθεται στον θρόνο του, στην κρύπτη του, ικανοποιημένος από τα τραγούδια μας, διηγείται μερικές από τις περιπέτειές του και ένας βάρβαρος πολεμιστής υποκλίνεται μπροστά του. Οι φωτιές που καίνε δίπλα στον Cryptor είναι οι φλόγες του μετάλλου που εμείς σφυρηλατούμε και στα αριστερά του υπάρχει το έμβλημά του, που μας έδωσε για να το φέρνουμε σε κάθε τελετή (συναυλία) προς τιμήν του. Το έργο είναι δημιουργία του σπουδαίου Ιταλού καλλιτέχνη Velio Josto, ο οποίος έκανε καταπληκτική δουλειά.

Πάμε τώρα στα τραγούδια. Σε ποιον απευθύνεται η εντολή “Bow down” («Υποκλίσου»); Το τραγούδι “Unleash the flame” αναφέρεται σίγουρα στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, το καταλαβαίνουμε αυτό χωρίς να διαβάσουμε τους στίχους, ακούγοντας φράσεις όπως “Unleash the flame of Anor, servant of the secret fire” και “Fly you fools”. Αλλά γενικά, έχουμε ένα concept άλμπουμ;
Το τραγούδι “Bow Down” γράφτηκε το 2012 ή το 2013 και παίχτηκε και ζωντανά τότε, αλλά δεν μπορούσα να βρω τους στίχους… έτσι έγραψα νέους στίχους που έχουν να κάνουν με το “Game of Thrones”, τη γνωστή επική τηλεοπτική σειρά. Αλλάξαμε επίσης σχετικά το τραγούδι, αλλά το βασικό riff παρέμεινε το ίδιο. Το “Bow Down” είναι μια δυνατή φράση που δηλώνει ότι επιστρέψαμε – μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα, αλλά πιο δυνατοί από ποτέ. Μας άρεσε η ιδέα του Cryptor να κάθεται στο θρόνο του, υποτίθεται ότι είναι μια επίδειξη δύναμης. Δεν είναι ένα πραγματικό concept άλμπουμ, αλλά έχει έναν γενικότερο “Sword & Sorcery” προσανατολισμό. Ξέρεις, “Tolkien stuff”, χαχα! Οπότε ναι, υπάρχουν τρία τραγούδια που ασχολούνται με το «σύμπαν» του, ένα ασχολείται με το “The Wheel of Time”, ένα άλλο έχει να κάνει με τη νορβηγική μυθολογία και ένα ακόμη αφηγείται μια ιστορία εμπνευσμένη από τον Conan, στο ύφος του Mark Shelton.

Ωραία πάσα αυτή. Ποιες είναι οι επιρροές σας; Προσωπικά, ακούω μέσα από τον ήχο σας αρκετές μπάντες. ETERNAL CHAMPION, VISIGOTH, SOLSTICE, BATHORY… Πέτυχα τίποτα; (γέλια)
Η μουσική μας σήμερα είναι επηρεασμένοι από τους BLACK SABBATH, ATLANTEAN KODEX, DOOMSWORD, BATTLEROAR, ICED EARTH, SOLSTICE, VISIGOTH, GRAND MAGUS, SAVATAGE, MANOWAR, MANILLA ROAD, τους «επικούς» BATHORY, τέτοια groups. Οπότε ναι, πέτυχες δύο! (γέλια)

Κάτσε, γιατί είπες κακιά λεξούλα τώρα… δεν είναι “stoner” οι GRAND MAGUS; (γέλια)
Χαχα, κατάλαβα… προφανώς κάνεις πλάκα και προφανέστατα τους θεωρώ μια από της ηγέτιδες δυνάμεις του επικού heavy metal, αλλά ίσως επειδή τα δύο πρώτα τους είχαν τέτοια στοιχεία, να επηρεάζουν αρνητικά κάποιους metalheads…

Οπότε, για να επανέλθουμε σε σας, αφήσατε πίσω σας μια και καλή αυτό που λεγόταν τότε “thrashndoom metal“…
A, ένας φίλος μας χαρακτήρισε έτσι, τότε, και δε μπορώ να πω πως δε μας ταίριαζε. Μας άρεσε, και το υιοθετήσαμε. Αλλά ναι, δεν παίζουμε έτσι πια. Επικεντρωθήκαμε στα βαριά riffs, στις διπλές κιθαριστικές αρμονίες και σε πιο επικά μέρη. Νομίζω μάλιστα ότι βελτιώσαμε το songwriting μας. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός είναι ότι είχαμε τον πλήρη έλεγχο σε όλη τη διαδικασία της ηχογράφησης: ο κιθαρίστας μας Gernot ηχογράφησε, μιξάρισε και έκανε master τα πάντα, οπότε μπορούσαμε να δουλέψουμε λεπτομερώς.

Ποια είναι τα “spotlights” του “Bow down“; Ποια κομμάτια θεωρείς πως ξεχωρίζουν;
Το αγαπημένο μου είναι σίγουρα το “Carry on the Flame”, λόγω της συναισθηματικής σύνδεσης που έχω μαζί του. Ένιωσα πραγματικά την ανάγκη να γράψω κάτι για τον Mark Shelton. Η προσέγγισή μου ήταν να γράψω μια τυπική ιστορία του Conan, αλλά διανθίζοντάς τη με στοιχεία που θα είχαν τον ρόλο «αφιερώματος» στον The Shark. Ένα άλλο τραγούδι που βγήκε αρκετά καλό θεωρώ, είναι το “Tower of Ghenjei” – το ρεφρέν είναι επικότατο και το ήρεμο μέρος του είναι κάτι για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανος.

Ξέρεις τι άλλο μου αρέσει στο “Bow down”; Δεν το βαριέσαι! Τα τραγούδια είναι έτσι τοποθετημένα, που του δίνουν μια όμορφη, φυσιολογική ροή.
Ευχαριστώ, χαίρομαι που το καταφέραμε αυτό! Δε ξέρω, ως μουσικός πάντα προσπαθείς να βρεις μια καλή ροή, αλλά δεν ξέρεις τι σκέφτονται οι άλλοι ακροατές, πως θα το εκλάβουν. Αλλά κατά τη γνώμη μου δημιουργήσαμε ένα καλό σύνολο, που έχει ποικιλία στους ρυθμούς και στην ατμόσφαιρά του.

Μου κάνει εντύπωση το πόσο έχεις βελτιωθεί φωνητικά από τότε. Πρέπει να σου πω πως δε μου άρεσαν τα φωνητικά του ντεμπούτου σας, αλλά εδώ βλέπω πως έχει γίνει σημαντική δουλειά! Τι έγινε; Ωρίμασε η φωνή σου, ή έκανες μαθήματα;
Ω, ευχαριστώ! Και μένα μου αρέσει η φωνή μου σήμερα περισσότερο, απ’ ό,τι στο πρώτο άλμπουμ (γέλια)! Από το 2014 έως το 2018 δεν τραγουδούσα σχεδόν καθόλου. Είχα μόνο μια μπάντα για μερικούς μήνες, αλλά χωρίς ηχογραφήσεις ή ζωντανές εμφανίσεις. Έτσι, ναι, φαίνεται ότι η φωνή μου ωρίμασε, αλλά επίσης έκανα πολύ χρήσιμα μαθήματα φωνητικής.

Ποιους τραγουδιστές θαυμάζεις;
Ο απόλυτα αγαπημένος μου τραγουδιστής και η μεγαλύτερη έμπνευσή μου είναι ο Elvis Presley! (σ.σ: να τα βλέπουν αυτά ορισμένοι) Με επηρεάζει ακόμα και σήμερα, ειδικά στις πιο «χαλαρές» στιγμές του. Μια άλλη τεράστια επιρροή είναι ο Dio, η για μένα απόλυτη, φωνή του hard rock και του heavy metal. Επίσης ο Robert Lowe, ο Glenn Hughes, ο Messiah Marcolin, ο James Rivera, ο Harry Conklin και ο Rob Halford. (σ.σ: μπράβο για το γούστο σου παιδί μου, μπράβο)

Υπάρχει αρχηγός στους GRAVETY, ή έχετε δημοκρατία;
Ο Gernot είναι ο άνθρωπός μας όσον αφορά την ηχογράφηση, τη μίξη και το mastering. Ξέρει καλύτερα τι πρέπει να κάνει και τον εμπιστευόμαστε γι’ αυτό. Εγώ πάλι, φροντίζω για όλα τη δημόσια εικόνα μας, την προώθηση της μουσικής μας και τη γενική κατεύθυνση που παίρνουμε κάθε φορά, αλλά όταν πρόκειται για αποφάσεις, είμαστε εντελώς δημοκρατικοί. Έχω το όραμα, αλλά όλοι μπορούμε να φέρουμε τις ιδέες μας.

Κατάγεστε από το Saarbrücken. Υπάρχει εκεί τοπική σκηνή;
Όταν κυκλοφορήσαμε το ντεμπούτο άλμπουμ μας το 2012, η σκηνή ήταν πολύ μεγαλύτερη, υπήρχαν περισσότερες pubs και μικρά clubs στα οποία μπορούσες να παίξεις και πολλές μπάντες, αν σκεφτείς πόσο μικρή είναι η περιοχή μας, το Saarland. Σήμερα υπάρχουν μερικές heavy metal μπάντες, όχι πολλές. Οι πιο διάσημοι θα πρέπει να είναι οι POWERWOLF και οι GODSLAVE. Αλλά και οι φίλοι μας από τους LORD VIGO δε θεωρούνται πως είναι μακριά, ακόμα και αν βρίσκονται στη Ρηνανία.

Κυκλοφορήσατε το album από την Metal on Metal Records. Είστε ευχαριστημένοι; Υπάρχουν στο roster άλλες μπάντες τις οποίες θα πρέπει να προσέχουμε;
Ναι, οι άνθρωποι της Metal on Metal μας βοήθησαν πολύ και ήταν ειλικρινείς και υποστηρικτικοί από την αρχή. Μπορείς να νιώσεις το μέταλλο να καίει στην Jowita και την Simone Peruzzi και αυτό δεν είναι κάτι το σύνηθες στις μέρες μας. Τώρα από μπάντες… Οι ARKHAM WITCH θα κυκλοφορήσουν το νέο τους άλμπουμ φέτος και ως οπαδός του heavy, επικού και «περίεργου» (σ.σ: weird όπως είπε ο Kevin) metal θα πω πως θα πρέπει να τσεκάρετε όλες τις κυκλοφορίες τους, συμπεριλαμβανομένου και του επερχόμενου δίσκου! Είναι πολύ cool τύποι και φανατικοί με τον Lovecraft!

Το επικό heavy metal διάγει ξανά «μέρες δόξας». Πως βλέπεις το μέλλον του;
Ναι, μου αρέσει και μένα πολύ που πολλές μπάντες παίζουν αυτή τη μουσική εδώ και μερικά χρόνια. Το επικό metal είναι ένα είδος που πρέπει να το νιώσεις. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι εντελώς καινούργιο, αλλά πρέπει να το κάνεις με πάθος. Για μένα δεν υπάρχει άλλο είδος (εκτός από το doom, αλλά τα όρια είναι σχετικά δυσδιάκριτα) που να «ζει» περισσότερο από το συναίσθημα. Όσο υπάρχουν τόσες πολλές μπάντες που παίζουν τη μουσική τους με τόση καρδιά και επίσης παρουσιάζοντας μερικές ωραίες, «φρέσκες» ιδέες, το επικό heavy metal θα έχει ένα χρυσό μέλλον.

Πιο πάνω μου ανέφερες τους BATTLEROAR. Τί ξέρεις από τη δική μας σκηνή;
Δεν είμαι κάποιος ειδικός, αλλά ξέρω κάποιες μπάντες που μου αρέσουν πολύ: πέραν των BATTLEROAR, εκτιμώ τους DEXTER WARD, τους φίλους μας τους DARKLON και τους Ελληνοκύπριους DRAGONSBREATH. Επισκέφτηκα και το φεστιβάλ σας, το “Up The Hammers” το οποίο ήταν καταπληκτικό. Ο Μανώλης (σ.σ: Καραζέρης, ο διοργανωτής του φεστιβάλ και κιθαρίστας των DEXTER WARD) κάνει σπουδαία δουλειά. Οι Έλληνες metalheads είναι πολύ παθιασμένοι και διασκεδάζουν απίστευτα! Το να παίξουμε στην Ελλάδα, ή ακόμα καλύτερα στην Αθήνα στα πλαίσια του “Up The Hammers”, θα ισοδυναμούσε με όνειρο! Και θα ταίριαζε απόλυτα, ξέρεις, γιατί έχουμε τα ίδια λόγια στο τραγούδι μας “Carry On the Flame” (γέλια)!

Στο εύχομαι! Άλλα σχέδια, υπάρχουν;
Θα θέλαμε πολύ να παίξουμε ξανά ζωντανά φέτος! Το να παίξουμε στην Ελλάδα θα ήταν επίσης φανταστικό. Θα δουλέψουμε πάνω σε νέα τραγούδια για το επερχόμενο άλμπουμ και ξεκινήσαμε ήδη με κάποιες ιδέες. Το concept είναι έτοιμο.

Κάπου εδώ τελειώσαμε, Kevin! Σε ευχαριστώ για τον χρόνο σου. Δικά σου τα τελευταία λόγια.
Εγώ ευχαριστώ πολύ Δημήτρη, εσένα, την πολύ όμορφη στήλη σου και το Rock Hard! Ελπίζουμε να δούμε μερικούς από εσάς στο δρόμο σύντομα. “Keep it epic and carry on the flame!”

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here