«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ENSHROUDMENT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “As the light is extinguished”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Good Mourning Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Daniel Alderson: Κιθάρες, Μπάσο
Charlie Wesley: Κιθάρες
Kat Gillham: Τύμπανα, Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
YouTube
Funeral doom/death. Αργόσυρτο, θανατερό, βαρύ, αυτοκτονικό. Από την πενθούσα Μεγάλη Βρετανία, από το Durham στη Βορειοανατολική Αγγλία συγκεκριμένα, μας έρχεται ένα ΕΡ, το “As the light is extinguished” από το νεοσύστατο (;;) συγκρότημα με την επωνυμία ENSHROUDMENT.Το ΕΡ, περιλαμβάνει μόλις τρία τραγούδια και τρέχει (πολύ αργόσυρτα…) σε διάρκεια 20 περίπου λεπτών. Παρότι κυκλοφόρησε επίσημα τον φετινό Ιούνιο, αρχικά σε digital και κατόπιν σε φυσική μορφή, η ιδέα του σχηματισμού του συγκροτήματος υπήρχε ήδη από το 2015, ενώ τα κομμάτια πήραν τη πρώτη τους μορφή, περίπου το 2017. Old school doom/death, βγαλμένο μέσα από τα 90s, με ξεκάθαρες επιρροές από MORGION, MOURNING BELOVETH και EVOKEN, κάνουν με την βαρύτητα και την τραχύτητα του ήχου τους αντίστοιχου ύφους συγκροτήματα να μοιάζουν με νανουρίσματα για παιδάκια.
Το ομότιτλο κομμάτι με τα πιασάρικα riff και τα βασανιστικά φωνητικά είναι ένας τερατώδης ύμνος στον θάνατο. Το “Choirs of the forlorn” περιέχει μια πραγματικά υπέροχη μελωδία κρυμμένη στην εισαγωγή, αλλά σύντομα δίνει τη θέση της στο είδος του ρυθμού που θα παρέπεμπε σε γοτθική τελετή σε κάποιον σκοτεινό Καθεδρικό. Το “A windswept demise”, σέρνεται στο πάτωμα, ο πόνος και η λύπη διαρρέουν από κάθε χτύπημα των ντραμς. Είναι υπέροχο. Αν πραγματικά αρέσκεστε στην εξαιρετική δυστυχία των doom/death συγκροτημάτων των αρχών της δεκαετίας του ’90, τότε αυτό είναι το άλμπουμ που ψάχνατε και είναι πολύ εύκολα ανάμεσα στα καλύτερα EP του είδους. Είναι τόσο καλό, όσο ελπίζουμε ότι θα είναι και μία ολοκληρωμένη δουλειά τους, αν φυσικά σταματήσουν να κινούνται στους ρυθμούς της μουσικής τους, γιατί με αυτούς, δεν θα προλάβουν…
ΥΓ: Να σημειωθεί πως η Kat Gillham τραγουδά επίσης στους θεούς epic doom/sludgers THRONEHAMMER.
(8 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: GARGANTUAN BLADE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Gargantuan blade”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Unsigned/independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
William Warden – Μπάσο
Rex Torr – Τύμπανα
Nikolem Kolemaios – Κιθάρα
Samuel Wormius – Κιθάρα, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
YouTube
Μένουμε σε doom metal πλαίσια, «διώχνουμε» το death metal στοιχείο, αλλάζοντάς το με το sludge και μεταφερόμαστε ως τη Φινλανδία, για να βρούμε τους GARGANTUAN BLADE. Το περίεργο αυτό όνομα σημαίνει «Γιγαντιαία λεπίδα». Πιθανότατα δε, να έχει σχέση και με τον γνωστό ήρωα Γαργαντούα, πρωταγωνιστή μίας πενταλογίας μυθιστορημάτων (“La vie de Gargantua et de Pantagruel”) που γράφτηκαν τον 16ο αιώνα από τον Φρανσουά Ραμπελαί (François Rabelais), τα οποία περιγράφουν τη ζωή δύο γιγάντων, του Γαργαντούα και του γιου του, Πανταγκρυέλ. Οι γίγαντες αυτοί έχουν πολύ ιδιαίτερη και συνάμα εκλεκτική σχέση με το φαγητό και το ποτό, εξ ου και το επίθετο «γαργαντούας», το οποίο χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνον που ζει στην ευμάρεια ή που απλώς τρώει πολύ. Είναι καλοί και αγαθοί, φιλοπερίεργοι, εραστές της καλής ζωής και της περιπέτειας, αλλά επίσης πρόθυμοι να βοηθούν όπου παραστεί ανάγκη. Το κείμενο της πενταλογίας είναι γραμμένο σε ενθουσιώδες, υπερβολικό, σατυρικό ύφος και περιλαμβάνει πολύ σκατολογικό χιούμορ και βία. Ολόκληρα κεφάλαια δε, είναι αφιερωμένα στο να απαριθμούν προσβολές.
Τώρα θα αναρωτιέσαι, πως συνδέονται τα παραπάνω με τη μουσική των Φινλανδών. Αν υποθέσουμε πως ο γίγαντας Γαργαντούας είχε ένα σπαθί, τί θα ήταν αυτό; Σωστά, τεράστιο, γιγάντιο. Όπως τα τραγούδια του group και τα riffs αυτών. Τα “Necromancer’s blood”, “Black lotus”, “Dungeon lord” και “Spectral pillagers” αποτελούν την ολότητα των συνθέσεων του album και φτάνουν μόνα τους τη διάρκεια στα 36 λεπτά, ξεφεύγοντας από τα επίπεδα του EP και περνώντας σε αυτά του full length. Πελώριος ήχος, που θυμίζει πολύ μια μίξη THE GATES OF SLUMBER (έντεκα χρόνια έχουν αυτοί να βγάλουν δίσκο, πού να χάθηκαν άραγε…), KHEMMIS, με ολίγη από GRAND MAGUS και SOLSTICE, στα πολύ αργά τους. Χωρίς «φιοριτούρες», χωρίς «γυαλάδα», με το μπάσο μπροστά και φωνητικά «γεμάτα», αργόσυρτοι σαν βροντόσαυρος που βαδίζει στα ατελείωτα πεδία της Λατινικής Αμερικής, πρωτόλειοι και πρωτόγονα επικοί, οι GARGANTUAN BLADE στο ομώνυμο ντεμπούτο τους έρχονται να φωνάξουν την παρουσία τους. Μένει τώρα να δούμε, αν καταφέρουν να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον και να αποκτήσουν σεβαστό status. Δυνατότητες υπάρχουν πολλές και αν βελτιωθούν σε κάποιους επί μέρους τομείς, όπως είναι η αμεσότητα και η «κορύφωση» μέσα στη σύνθεση (τα τραγούδια θα μπορούσαν να είναι τεράστια έπη αλλά δεν έχουν peak, δεν υπάρχει το σημείο που θα σε κάνει να «απογειωθείς» μαζί του), θα δούμε όμορφα πράγματα. Θα τους έχουμε από κοντά.
(7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ODYRMOS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Odyrmos”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Good Mourning Records
ΣΥΝΘΕΣΗ: Belfry Records
Andrew Tsekrekos: Όλα τα όργανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
YouTube
Με την πρώτη τους επίσημη εμφάνιση να την κάνουν το 2019 με το ΕΡ τους “Eternal sleep”, την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά να την παρουσιάζουν το 2021 με το ντεμπούτο τους “For the brightest light”, οι Έλληνες ODYRMOS επιστρέφουν φέτος, πιστοί στο ετήσιο ως τώρα ραντεβού τους με τις κυκλοφορίες και το κοινό, με το δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, το ομώνυμο του συγκροτήματος, “Odyrmos”. Με το τρομερό μελωδικό ατμοσφαιρικό black metal τους, με τις πολλές, πάρα πολλές dark ambient προεκτάσεις τους, προσφέρουν απλόχερα στον ακροατή, όχι μόνο οδυρμό, αλλά και κλαυθμό και άλλα αντίστοιχα συναισθήματα. Εννέα νέα τραγούδια περιλαμβάνονται στη νέα δουλειά της μπάντας και αξίζουν όλες της προσοχής του ακροατή.
Παρότι ιδιαίτερα ατμοσφαιρικές, οι συνθέσεις ξεχειλίζουν μελωδιών με εξαιρετικά lead κιθαριστικά θέματα. Παρατηρώντας τη μουσική στον Οδυρμό, δύο πράγματα γίνονται αρκετά εμφανή. Πρώτον, τα dark ambient και τα σκοτεινά στοιχεία που παρουσιάζονται σε αυτόν τον δίσκο είναι φανταστικά, ενώ τα νεοεισαχθέντα (σε τέτοιο βαθμό τουλάχιστον) dungeon synth στοιχεία, προσθέτουν πολύ μουσικό βάθος και μια απτή ατμόσφαιρα στο μίξη, που βοηθάει σημαντικά το άλμπουμ. Τα καθαρά μεταλλικά μέρη του δίσκου, δυστυχώς, λείπουν λίγο. Τα φωνητικά, είναι εντυπωσιακά, αν και συχνά δεν είναι αρκετά ψηλά στη μίξη, χωρίς όμως αυτό να είναι απαραίτητα επιτηδευμένο, μη στερώντας κυριολεκτικά τίποτα από το αποτέλεσμα. Ωστόσο, με λίγο καλύτερη μίξη, η μελλοντική μουσική αυτού του συγκροτήματος θα μπορούσε να αφήσει πολύ μεγαλύτερο στίγμα στον ακροατή.
Το άλμπουμ από την αρχή ως το τέλος του κάνει έναν πλήρη κύκλο, κλείνοντας με παρόμοιο τρόπο με το κομμάτι που άνοιξε τον δίσκο, διατηρώντας μία μεγαλοπρέπεια και παράλληλα μία μελαγχολία, όχι καταπιεστική αλλά σχεδόν γλυκιά, μία νοσταλγία, όπως το outro την ορίζει. Μία πολύ ποιοτική δουλειά από ακόμα ένα ελληνικό συγκρότημα που αξίζει προσοχής.
(7,5 / 10)
Φανούρης Εξηνταβελόνης
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE NECROMANCERS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “When the void rose”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ripple Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Robin Genais – Κιθάρα
Benjamin Rousseau – Τύμπανα
Basile Chevalier-Goudrain – Κιθάρα/Φωνητικά
Simon Evariste – Μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Instagram
Bandcamp
YouTube
Δεν σταματά την πορεία της η αναβίωση του hard rock/heavy metal των 70s. Μονίμως «ξεπετάγονται» νέα συγκροτήματα, τα παλαιότερα και ήδη καταξιωμένα συνεχίζουν την πορεία τους και για κάθε ένα που αποφασίζει να κηρύξει «παύση εργασιών», τρία παίρνουν τη θέση του. Είναι καταπληκτικό αυτό που συμβαίνει. Δε θυμάμαι άλλο μουσικό κίνημα να έχει τόσο μεγάλη διαδρομή στον χρόνο και παράλληλα να δίνει τόσο ποιοτικές μπάντες, με το λιγότερο αξιόλογες, κυκλοφορίες. Οι THE NECROMANCERS βέβαια, έχουν την εξής ιδιαιτερότητα: Μας έρχονται από μια χώρα η οποία δεν έχει και ιδιαίτερη παράδοση σε αυτόν τον ήχο, τη Γαλλία. Ανέβηκαν στο τραίνο του vintage σχετικά αργά, από το 2015 και ως τώρα έχουν ήδη δώσει τρεις δίσκους, το “Servants of the Salem girl” (τίτλος!), το “Of blood and wine” και το τιμώμενο “When the void rose”. Φέτος παρατηρείται και μια αλλαγή στα φωνητικά, καθώς ο Tom Cornière-David αποχώρησε και στη θέση του ήρθε ο Basile Chevalier-Goudrain, κρατώντας και αυτός τη δεύτερη κιθάρα.
Μη ψάχνεις για περίεργα στοιχεία και νεοτερισμούς στα χαρακτηριστικά των Γάλλων. Ο δυναμικότατος ήχος τους βασίζεται σε απλή συνταγή: «Παλαιάς κοπής» rhythm section (μουσικότατα τύμπανα, βασιλιάς το μπάσο), «αιχμηρά» riffs που δε «βαραίνουν» τόσο πολύ, όπως συμβαίνει συνήθως κατά τις Iommi προσταγές, αλλά έχουν μια πιο hard rock αισθητική, ελαφρές δόσεις ψυχεδέλειας και «γήινα» φωνητικά, που ενίοτε λαμβάνουν μια πιο «γρεζαριστή» χροιά. Ουσιαστικά, άλλοτε είναι περισσότερο LED ZEPPELIN/DEEP PURPLE παρά BLACK SABBATH ενώ άλλες φορές, ισχύει το αντίστροφο. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτό, μιας ολόκληρης σκηνής, δε θα μπορούσε να μην υπάρχει κι εδώ, με τον τρόπο του. Μα πάνω απ’ όλα, οι THE NECROMANCERS βγάζουν ενέργεια. Πολλή ενέργεια! Ενέργεια τόσο στη σύνθεση, όσο και στην εκτέλεση, είτε χαμηλώνουν σε doom ταχύτητες, είτε ανεβάζουν το tempo των τραγουδιών τους.
Κορυφαίες συνθέσεις, το εναρκτήριο “Sunken huntress” που χρωστά πολλά στο “Burn”, το “The needle” που μπορείς να ακούσεις στον σύνδεσμο που παρατέθηκε στις πληροφορίες, το ομώνυμο με τις υπέροχες εναλλαγές στον ρυθμό και το “Over the threshold”, ως ιδανικό finale. Το “Where the void rose” δεν είναι αριστούργημα αλλά είναι, σχεδόν από κάθε άποψη, η πιο ολοκληρωμένη δουλειά της μπάντας ως τώρα, ένας πολύ καλός δίσκος και δείχνει πως οι Γάλλοι μπορούν να δώσουν στα χρόνια που έρχονται ένα album – σημείο αναφοράς. Ως τότε…
(7,5 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος