Underground Halls Vol.135 (HAIL THE VOID, MAJESTIC RYTE, REVERENCE OF THE MARTYR, TELOMYRAS, THEY GRIEVE)

0
434

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: HAIL THE VOID
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Memento Mori”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ripple Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Kirin Gudmunson – Φωνητικά, κιθάρες
Lucas McKinnon – Τύμπανα
Iso – Μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Spotify
YouTube

Ξεκινάμε την περιήγησή μας, συναντώντας τους Καναδούς (από τα δυτικά της χώρας και την επαρχία της British Columbia), «προστατευόμενους» του μπασίστα του Ozzy, Blasko, HAIL THE VOID. Το εν λόγω trio ξεκίνησε εντυπωσιακά, με το ομώνυμο ντεμπούτο του να λαμβάνει αποθεωτικών κριτικών από όλα τα σχετικά sites και ‘zines, πριν τρία χρόνια. Φέτος, η μπάντα παρουσιάζει τον δεύτερο δίσκο της, με τίτλο “Memento Mori” και φιλοδοξεί να σταθεροποιήσει το καλό της status, τουλάχιστον, αλλά και γιατί όχι, να κερδίσει ακόμη περισσότερους επαίνους, που αυτόματα θα μεταφραστούν σε περισσότερους οπαδούς.

Οι Καναδοί έχουν χαρακτηριστεί ως μια “doom/stoner” μπάντα. Το πρώτο συνθετικό της ιδιότητάς τους, έχει σίγουρα βάση στα θεόρατα riffs και στο μονολιθικό rhythm section, που δημιουργούν αργούς, καταδικαστικούς ρυθμούς. Το δεύτερο, λογικά προέρχεται από μια διακριτική, υποβόσκουσα ψυχεδέλεια και από τις φωνητικές ερμηνείες του Kirin Gudmunson, ο οποίος όντως ακολουθεί μια περισσότερο stoner/heavy rock/southern οδό, κρατώντας παράλληλα και τις κιθάρες. Συνεπώς ναι, ακούγοντας όλα αυτά, συμπεραίνει κανείς πως τούτη τη φορά οι εταιρείες, το management και όποιος άλλος έχει αναλάβει την καμπάνια του “Memento Mori” (ίσως ό,τι πιο doom υπάρχει διαθέσιμο σε τίτλο), περιγράφει τη μουσική του με απόλυτη ευστοχία.

Τρία τέταρτα της ώρας κρατά το album, αρκετά, υπέρ το δέον αρκετά θα έλεγα, ώστε να ξεδιπλώσουν οι HAIL THE VOID τις ομολογουμένως αρκετές αρετές τους. Τα τραγούδια είναι πολύ ατμοσφαιρικά, ταυτόχρονα όμως είναι και απίστευτα heavy, με τις λεπτοδουλεμένες μελωδίες, τα ογκωδέστατα riffs, τα hard rock/bluesy leads και την εξαιρετική παραγωγή να συνθέτουν ένα υπέροχο puzzle. Η κορυφαία στιγμή δε, είναι μάλλον το “1000 pills”, ένα ultra-heavy, ψυχεδελικό κομμάτι, στα ίχνη του “Planet caravan” των… ξέρεις ποιων.

Οι HAIL THE VOID ξεπέρασαν το ντεμπούτο τους. Όσοι είχαν ενθουσιαστεί με εκείνο, εδώ λογικά θα πρέπει να παραμιλούν. Ο γράφων, περισσότερο αυστηρός και λεπτολόγος όπως πάντα, πιστεύει πως το καλό εκείνο ντεμπούτο, το διαδέχεται τώρα ένα εξαίρετο δεύτερο album. Όλοι οι 70s heavy rockers, doomsters και κυρίως όσοι θεωρούν πως τίποτα δε μπορεί να ξεπεράσει δίσκους σαν το “Sabbath bloody Sabbath”, “Paranoid” και “Vol.4”, να σπεύσουν.

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: MAJESTIC RYTE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Majestic Ryte”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Sonic Age Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Greg Tsaknakis – Φωνητικά
Nick Trotti – Κιθάρες
John Funk – Μπάσο
Tom Sauer – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Website
YouTube

Υπάρχουν συγκροτήματα που σχηματίζονται κάποτε, ξεκινούν να προβάρουν, να δίνουν συναυλίες, κυκλοφορούν και ένα EP ή στην καλύτερη ένα πλήρες, full length album, να χάνονται με μιας από τα φώτα της όποιας δημοσιότητας και να επανακάμπτουν, δεκαετίες μετά. Οι MAJESTIC RYTE από τη Νέα Υόρκη, ανήκουν σε αυτό το κλειστό club. Αν κάτι σου λέει το όνομα, είναι γιατί πιθανόν να τους είδες στο Up The Hammers του 2019, να επαναφέρουν στη ζωή το μοναδικό τους ως τότε, ομότιτλο EP. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, με την ίδια σύνθεση, οι Νεοϋορκέζοι δραστηριοποιούνται ξανά και δισκογραφικά και παρουσιάζουν το πρώτο τους full length, που κι αυτό φέρει το όνομά τους. Δυστυχώς όμως, δε θα δουν και οι τέσσερεις τον κόπο τους στα ράφια των δισκοπωλείων, καθώς ο μπασίστας John Funk έφυγε πριν λίγες μέρες εντελώς απροσδόκητα από τη ζωή, με το “Majestic Ryte” να αφιερώνεται στη μνήμη του. Πάντα στενάχωρες αυτές οι ειδήσεις…

Ας τις αφήσουμε όμως στην άκρη και ας πιάσουμε το καλλιτεχνικό κομμάτι του group. Όταν άκουσα το παρθενικό εκείνο EP, δε βρήκα τίποτα που να δικαιολογεί τον «θόρυβο» γύρω από αυτό, από μερίδα οπαδών του underground US metal που το βρίσκουν ένα μικρό αριστούργημα. Δε μου είπε κάτι και δε μπορώ, ακόμη και τώρα που το «επισκέφτηκα» ξανά, για να «φρεσκάρω» τη μνήμη μου, να «συγχρονιστώ» μαζί του. Και η εμφάνιση της μπάντας στο UTH, ήταν άλλη μια εμφάνιση, άλλης μιας μπάντας. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το αξιοσημείωτο, πέραν του ότι έβλεπες μια μπάντα εν έτει 2019, που είχε να παίξει live από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Με όλα αυτά στο νου μου, η αλήθεια είναι πως έβαλα να ακούσω το ντεμπούτο με πάσα επιφύλαξη και χωρίς τον παραμικρό ενθουσιασμό.

Και όπως ήμουν ειλικρινής ακριβώς πριν, θα είμαι και τώρα. Περίμενα πολύ χειρότερα πράγματα, που ευτυχώς δεν τα άκουσα. Σημείο πρώτο, η μπάντα δεν προσπαθεί να ακουστεί επιτηδευμένα αναχρονιστική. Μπορεί να κρατά τις βασικές γραμμές σύνθεσης από την περίοδο που δημιουργήθηκε, αλλά τις φέρνει στο 2023. Έτσι, ακούμε ένα κράμα τεχνικού power metal, με αρκετά progressive στοιχεία, σαν αυτό που κυριαρχούσε στο αμερικανικό metal στα τέλη των ‘80s, αλλά με σύγχρονη «ματιά». Συνεπώς, δε μου κάνει εντύπωση που δίπλα στις FATES WARNING – DREAM THEATER επιρροές, ακούω και αυτές από μπάντες σαν τους NEVERMORE. Πολύ καλό τεχνικά album το “Majestic Ryte”, ωραία εκτελεσμένο, έχει και κάποια εξέχοντα κομμάτια μέσα (“Hadrian’s path”, “No turning back”), ο συμπατριώτης μας Greg Tsaknakis, ακούγεται ωριμότερος, πιο κοντρολαρισμένος και αποφεύγει (όχι εντελώς όμως) τις ερμηνευτικές «αστοχίες», αλλά…

… το συνολικό αποτέλεσμα, δεν είναι αυτό που θα σε αναγκάσει να «αφήσεις το θαύμα σου». Όλα τα υπόλοιπα τραγούδια έχουν εξάρσεις, ωραία σημεία, αλλά ως εκεί. Είναι σαν να ακούω ένα συνεχές συνθετικό «πάνω-κάτω», όπου το ωραίο riff διαδέχεται ένα μέτριο κουπλέ το οποίο διαδέχεται μια αξιόλογη «γέφυρα» κ.ο.κ… Δύσκολο, πολύ δύσκολο και απαιτητικό το terrain του US power metal και μάλλον οι συμπαθέστατοι κατά τα λοιπά MAJESTIC RYTE μπορούν να αγωνιστούν σε αυτό μόνο υπό προϋποθέσεις. Βάζω λοιπόν στο blender το cult όνομά τους, το πρώιμο υλικό, την αναμονή, το βελτιωμένο τελικό αποτέλεσμα, τα δικά μου κριτήρια και εσένα που με διαβάζεις και θα πας μετά να ακούσεις τον δίσκο και βάζω ένα, ίσως αισιόδοξο…

(6,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: REVERENCE OF THE MARTYR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Blood horizon”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent release
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Drew Ehrgott – Φωνητικά, κιθάρες, μπάσο
Justin Gobeille – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Bandmix
Facebook
YouTube

REVERENCE OF THE MARTYR. Death/black metal. Μελωδικό (συνήθως). Με αρκετά καταιγιστικά σημεία, ικανά να ξεσηκώσουν.

Οι REVERENCE OF THE MARTYR είναι το παιδί του κιθαρίστα και εγκέφαλου τους Ehrgott. Το “This place arcane” ήταν η πρώτη κυκλοφορία του Ehrgott με το σχήμα, το 2012. Το 2014 κυκλοφόρησε το EP “The great divide”. Η συγγραφή των τραγουδιών, τα φωνητικά, οι κιθάρες, το μπάσο, όλα από τον Drew Ehrgott, ενώ τύμπανα έπαιζε ο Perez. Εκείνο το ΕΡ, αν κάτι το χαντάκωνε, ήταν ίσως η κακή παραγωγή του, η οποία συμπαρέσυρε την όποια ικανοποίηση μπορούσε να νιώσει ο ακροατής ακούγοντάς το. Δεν μιλάμε για «παραδοσιακή» black metal παραγωγή, αλλά για πραγματικό χάλι. Κι όμως, μέσα σε εκείνο το ΕΡ, υπήρχε κάτι που αγωνιζόταν να βγει στην επιφάνεια. Ένα θηρίο, έτοιμο να πεταχτεί και να δηλώσει παρών.

Σχεδόν μία δεκαετία μετά, οι Αμερικανοί από την Γιούτα blacksters, επέστρεψαν με την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά, το “Blood horizon”. Είναι εύκολο να πούμε ότι το συγκρότημα έχει ουσία – τα υπέροχα riff και το ταλέντο (του mainman τους κυρίως) το δείχνουν αυτό. Τα τύμπανα, πίσω από τα οποία πλέον κάθεται ο Justin Gobeille είναι λίγο χαμηλά στη μίξη, όμως όλα φαίνονται πλέον στην θέση τους όσον αφορά τον συνολικό ήχο, οι κιθάρες είναι πραγματικά πολύ καλές και φαίνεται ξεκάθαρα τι μπορεί να προσθέσει σε ένα άλμπουμ μια σωστή παραγωγή. Οκτώ, ισάξια μεταξύ τους κομμάτια τα οποία κυλάνε πολύ όμορφα, χωρίς να κουράζουν, χαρίζοντας ικανοποίηση στον ακροατή, είναι αυτό που θα βρει κανείς μέσα στη δουλειά αυτή των Αμερικανών.

Το σκοτάδι που πάσχιζε να ελευθερωθεί, επιτέλους φαίνεται ελεύθερο να κάνει την δουλειά του, όμως, τι προσφέρει στον death/black metal χώρο το “Blood horizon”; Μία όμορφη συνολικά δουλειά, με εμφανείς τις επιρροές της μπάντας από τους OLD MAN’S CHILD, τους WATAIN και τους LORD BELIAL, χωρίς να πηγαίνει το ιδίωμα ένα σκαλοπάτι παραπάνω, αλλά πηγαίνοντας το ίδιο το σχήμα ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας τα δόντια του.

(7,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THEY GRIEVE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: To which I bore witness
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Silent Pendulum Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Deniz Güvenç – Τύμπανα, φωνητικά
Gary Thibert – Κιθάρες, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Soundcloud
Twitter
YouTube

Δυο πρώην μέλη των διαλυθέντων ALASKAN, οι Deniz Güvenç και Gary Thibert ενώθηκαν ξανά το 2015, κυκλοφορώντας ένα ΕΡ το 2016, το “I made my sacrifice accordingly” και από τότε μέχρι και φέτος, δεν εμφανίστηκαν ξανά στη δισκογραφία. Το 2023 όμως, είναι η χρονιά που οι Καναδοί THEY GRIEVE αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους, το “To which I bore witness”.

Όπως πολλάκις έχουμε πει από εδώ, ο χώρος του extreme metal, είναι από τους πλέον φιλόξενους σε πειραματισμούς και ειδικά τα τελευταία χρόνια αυτό επιβεβαιώνεται συνεχώς, καθώς, ειδικότερα το black metal, δύσκολα πλέον γνωρίζει όρια στον ήχο του και τα άπειρα παρακλάδια του συνεχώς και πληθαίνουν. Έτσι και οι THEY GRIEVE, ακολουθώντας ως έναν βαθμό την κληρονομιά των ALASKAN,  σε αυτό το περιβάλλον, έδωσαν το δικό τους στίγμα προόδου, παρουσιάζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο έξι τραγουδιών, τα οποία κινούνται κάπου ανάμεσα στον ατμοσφαιρικό sludge ήχο με αρκετές post πινελιές, με αρκετά μουντό ήχο, αργόσυρτο. Βαθιά φωνητικά και πολύ δυνατό, παραμορφωμένο μπάσο, όμορφες, παραμορφωμένες κιθάρες και χωρίς υπερβολικά τύμπανα, παιγμένα όλα από τους δύο συντελεστές του σχήματος που μοιράζονται ακόμα και τα φωνητικά. Στοιχεία τα οποία δίνουν μια ιδιαιτερότητα στον ήχο τους. Έναν ήχο ο οποίος χωρίς να είναι απαραίτητα πρωτότυπος, συνδυαστικά, έχει την δική του μοναδικότητα, προκαλώντας τον ακροατή να τον ανακαλύψει και εν τέλει η προσεγμένη δουλεία τον Καναδών, τον πείθει ότι άξιζε της προσοχής του.

Μια πένθιμη χροιά, βγαλμένη από έναν ψυχισμό που δεν απευθύνεται σε όλους. Όσοι όμως ακολουθήσουν τον αργό, βασανιστικό ρυθμό τους θα απορήσουν: γιατί τους πήρε τόσο καιρό να κυκλοφορήσουν άλμπουμ και μακάρι να μην αργήσουν τόσο ξανά… οι φίλοι του γενικότερου post ήχου, σίγουρα θα το απολαύσουν. Ένα όμορφο ντεμπούτο που αφήνει υποσχέσεις για το μέλλον του συγκροτήματος.

(8 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

Bonus σε αυτό το volume, το παρθενικό EP των Αμερικανών, από το Seattle, TELOMYRAS. Η μπάντα αποτελείται από την Sammie Gorham στα φωνητικά, τον Travis Busby στα τύμπανα, τον Eric Thomas στο μπάσο και τους Ephraim Grimm και Jack Schonher στις κιθάρες. Στο Telomyras θα βρούμε πέντε κομμάτια (“Cambion”, “Colorless”, “First blood”, “Hydra” και “Throne of ruin” – το τελευταίο είναι και το καλύτερο) παραδοσιακού heavy metal, με κύριο γνώμονα τους IRON MAIDEN και δευτερευόντως τους METALLICA και MEGADETH. Έτσι ακούμε ένα heavy/power metal, με πολύ ωραίες κιθάρες τόσο στα ρυθμικά όσο και στα lead μέρη, στακάτο rhythm section, ωραίους ρυθμούς και συνεχή ροή, αλλού όμως είναι το «καλό χαρτί» της μπάντας.

Τα φωνητικά είναι αυτά που «κλέβουν την παράσταση». Η Sammie δεν έχει αυτήν την εκνευριστική, από ένα σημείο και μετά, ψευδο-οπερατική φωνή, ούτε τσιρίζει και ουρλιάζει με σκοπό να ακουστεί πολύ “metal”, όπως άλλες κοπέλες του χώρου, οι οποίες τελικά απλά μας κάνουν να γελάμε. Χρησιμοποιεί τη δική της δυναμική φωνή, φτάνει μέχρι εκεί που μπορεί (και έχει ικανοποιητικότατο εύρος) και η χροιά της μου θύμισε πολύ την αντίστοιχη της Melissa Pinion των θεών STYGIAN CROWN.

Απομένει λοιπόν, να δούμε αν αυτό το αναγνωριστικό δείγμα, αποδειχθεί το πρώτο βήμα των TELOMYRAS προς την σωστή κατεύθυνση. Αυτό που φαίνεται πάντως, για την ώρα, είναι ένα συγκρότημα που έχει όλα τα φόντα να πετύχει στον χώρο του, εάν δουλέψει τα καλά του στοιχεία και δεν πέσει στην παγίδα των γνωστών αστειοτήτων που δυστυχώς, μαστίζουν σε μεγάλο βαθμό το κλασσικό heavy metal, από την εποχή που ονομάστηκε NWOTHM, μέχρι σήμερα. Για να ακούσεις το EP αλλά και για οτιδήποτε άλλο σχετικό με τη μπάντα:

Facebook
Bandcamp

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here