Εξέλιξη… Αλλαγή… Λέξεις που έχουν το μοναδικό προνόμιο, στην κοντά εξηντάχρονη ιστορία του rock, να λατρεύονται όσο και να δαιμονοποιούνται, τόσο από μουσικούς, όσο και από ακροατές. Υπάρχουν αυτοί που τις θεωρούν στόχο ζωής, υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν πως είναι αχρείαστες, περιττές και πως στο τέλος της ημέρας, μάλλον κακό κάνουν, παρά καλό. Οι Γερμανοί CHAPEL OF DISEASE, ανήκουν οπωσδήποτε στην πρώτη κατηγορία, όπως μαρτυρούν τα μέχρι τώρα πεπραγμένα τους. Η αρχή της πορείας τους, αρχετυπικά «θανατική». Death metal υπό τις διδαχές των πρώτων διδαξάντων έπαιζαν, με σχήματα σαν τους DEATH, OBITUARY, AUTOPSY, ASPHYX και φυσικά τους «νονούς» του ονόματός τους, MORBID ANGEL, να αποτελούν τα σημεία αναφοράς.
Αμφότερα τα “Summoning black Gods” και “The mysterious ways of repetitive art” ήταν καλά albums. Εξυπηρετούσαν τον σκοπό τους, δηλαδή την τροφοδοσία των απανταχού deathsters με νέο υλικό του αγαπημένου τους ιδιώματος, υπηρετούσαν και το μέχρι τότε όραμα των δημιουργών τους. Καλοπαιγμένο death metal, καλογραμμένες συνθέσεις, με τον ενθουσιασμό του πρωτόβγαλτου να καλύπτει το πραγματικό συνθετικό ταλέντο των συνθετών. Εκεί ακριβώς υπήρχε και το, ας πούμε, «πρόβλημα»: οι CHAPEL OF DISEASE, ήταν άξιοι, ικανοί και προορισμένοι για πολύ καλύτερα πράγματα και αφού το διαπίστωσαν οι ίδιοι, μας έδωσαν να το καταλάβουμε και εμείς, όταν κυκλοφόρησε το “…and as we have seen the storm, we have embraced the eye”, το πρώτο τους με τη Ván Records.
Ποιος περίμενε τότε έναν τέτοιον δίσκο; Κανείς και στοιχηματίζω γι’ αυτό. Όταν παίχτηκε για πρώτη φορά το “Song Of The Gods”, το πρώτο κομμάτι που έδωσαν στη δημοσιότητα οι CHAPEL OF DISEASE πριν την κυκλοφορία του δίσκου, η έκπληξη όλων όσων το ακούσαμε, ήταν μεγάλη. Η μπάντα απομακρύνθηκε απότομα από το σωστά παιγμένο, ναι, αλλά τυπικό και τετριμμένο death metal, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να ακολουθήσει μια ομαλή μετάβαση. Λες και απλά έκοψε μεμιάς, όλα τα σχοινιά που την κρατούσαν ενωμένη μαζί του. Άνοιξε πάρα πολύ το εύρος των επιρροών της, εισήγαγε στη μουσική της στοιχεία από πολλά είδη και ολοκλήρωσε την αναβάθμισή της, με την εξόφθαλμη βελτίωση στους τομείς της παραγωγής και της εικαστικής καλλιτεχνίας. Συνέπεια αυτών, το “…we have embraced the eye” εκτιμήθηκε και από ακροατές που δεν συγκαταλέγονται στους λάτρεις του ακραίου ήχου όπως ο γράφων, που το συμπεριέλαβε μάλιστα στις καλύτερες κυκλοφορίες εκείνης της χρονιάς.
Πάνω σε αυτό «πάτησε» το group και για τη δημιουργία του φετινού “Echoes of Light”. Το τελευταίο της παρούσας σύνθεσής του, αφού οι David Dankert, Cedric Teubl και Christian Krieger αποχώρησαν σταδιακά, μόλις τελείωσαν τα μέρη τους, σε μια περίοδο ενός έτους. Με τον Laurent Teubl λοιπόν να έχει βρει ήδη νέα μέλη, στην τέταρτη κατά σειρά κυκλοφορία τους, οι Γερμανοί δημιουργούν ένα πολύ φιλόδοξο και σχεδόν υπερβατικό έργο, που θα δυσκολευτούμε πολύ να το εντάξουμε σε κάποια κατηγορία. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα ήταν άστοχο και κυρίως άδικο να χαρακτηριστούν οι CHAPEL OF DISEASE ως ένα death metal group. Όχι, ούτε τα γρυλιστά φωνητικά, ούτε τα melodeath, σουηδικής καταγωγής και προέλευσης, «περάσματα», αρκούν για να τους εντάξουν στη νεκρομεταλλική κατηγορία.
Progressive death metal; Progressive extreme metal; Ή μήπως, τελικά, progressive extreme rock; Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτό το έπος μουσικότητας. Ίσως ο όρος avant-garde να ήταν ο πιο ταιριαστός. Σε τούτο το απίθανο mix, το έμπειρο αυτί «πιάνει» πως οι extreme επιρροές περιορίζονται στο μελαγχολικό, γοτθικό στυλ των TRIBULATION και το μελωδικό death metal της καλής IN FLAMES εποχής. Γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό, κατέχουν οι αντίστοιχες από το hard rock και το progressive rock. Από τους DIRE STRAITS (υπάρχει μεγάλη ομοιότητα στο πως κυλά «ταξιδιάρικα» η μουσική), τους PINK FLOYD, τους THIN LIZZY… Αν μάλιστα έπρεπε να δώσω ένα παράδειγμα σύγχρονο, ως προς κάποια σύγκριση, θα έλεγα πως οι CHAPEL OF DISEASE ακούγονται σαν το extreme alter ego των FLIGHT (ποτέ δεν είναι αργά να τους τσεκάρεις).
Το δυνατότερο ατού στο album αυτό, παικτικά, είναι οι κιθάρες. Ειλικρινά, είναι φανταστικές. Η δουλειά και η μελέτη που έχει «πέσει» πάνω στο πεντάγραμμο για τη δημιουργία των κιθαριστικών γραμμών του “Echoes of Light”, είναι απίστευτη. Όχι βέβαια πως το rhythm section υπολείπεται σε ακρίβεια και φαντασία, αλλά οι κιθαρίστες είναι αυτοί που «κλέβουν την παράσταση». Δεύτερο στοιχείο που πραγματικά με άφησε άφωνο, είναι η ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση στην παραγωγή και η εντελώς vintage, 70s προσέγγιση αυτής. Ειδικά τα τύμπανα έχουν έναν πολύ «ζεστό» και συμπαγή ήχο, ο οποίος βοηθά και αυτός με την σειρά του στην επίτευξη και διατήρηση του groove, σε όλη τη διάρκεια του δίσκου.
Έξι τραγούδια, 42 λεπτά διάρκεια, ζηλευτή ομοιογένεια, χωρίς κανένα filler και με κορυφές, μόνο. Αυτό είναι το “Echoes of light”. Θα διαλέξω το δεύτερο μισό του, ως αγαπημένο, με τα υπέροχα “Selenophile” (ένας DIRE STRAITS/Rory Gallagher μαύρος οίστρος), “Gold/Dust” (τι κιθάρες είναι αυτές…) και “An ode to the conqueror” να το αποτελούν, αλλά αυτό ουδεμία σημασία έχει, αφού το album αυτό είναι έτσι κι αλλιώς, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, καλαίσθητα και «μουσικά» που θα ακούσεις μέσα στο 2024. Ένα album που θα σε κάνει να νιώσεις πραγματικός μουσικόφιλος, εκτός αν ακούς μουσική με τον αυχένα, όπως λέμε χαριτολογώντας, οπότε, ετοιμάσου για μεγάλη απογοήτευση. Δίσκος του μήνα για το γερμανικό Rock Hard, όσο για μας, δεν αξίζει λιγότερο από…
(9 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: CHAPEL OF DISEASE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Echoes of Light”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Ván Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Laurent Teubl – Κιθάρα/Φωνητικά
Cedric Teubl – Κιθάρα
Christian Krieger – Μπάσο
David Dankert – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Facebook
Spotify
Bandcamp
Tidal
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ:
Official site
Facebook
Bandcamp
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
“Summoning black gods” (F.D.A Records, 2012)
“The mysterious ways of repetitive art” (F.D.A Records, 2015)
“…and as we have seen the storm, we have embraced the eye” (Ván Records, 2018)
“Echoes of Light” (Ván Records, 2024)