Underground Halls Vol. 204 (ARKAIST, GREY MOUNTAIN, THE MAN-EATING TREE, WHIPSTRIKER, WŸNTËR ÄRVŃ, WYTHERSAKE)

0
613
Halls




















Halls

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ARKAIST
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Aube noire”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Antiq Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Gwenc’hlann An Teñval – Μπάσο
Cryptic – Τύμπανα
Beobachten – Κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα
Maeror – Φωνητικά, κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify

Η Γαλλία είναι μια υπερδύναμη στον χώρο του black metal και έχει γεννήσει και συνεχίζει να γεννά σπουδαίες μπάντες – εκπροσώπους του είδους, με άλμπουμ που καθορίζουν την σκηνή και δεν συμμετέχουν απλά σε αυτήν. Μία τέτοια περίπτωση είναι και το ντεμπούτο άλμπουμ των ARKAIST, με τίτλο “Aube noire”, το οποίο κυκλοφόρησε αυτόν τον Φεβρουαρίου. Το συγκρότημα, που ιδρύθηκε το 2023 στη Ρεν της Γαλλίας από τους Beobachten και Maeror, παρουσιάζει έναν ήχο βαθιά ριζωμένο στο παραδοσιακό black metal, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά σύγχρονες ηχητικές κατευθύνσεις. Το άλμπουμ αποτελείται από επτά κομμάτια, συνολικής διάρκειας περίπου 41 λεπτών και είναι πραγματικά καταιγιστικό.

Το εναρκτήριο κομμάτι, το ομώνυμο “Aube noire”, θέτει τον τόνο του άλμπουμ με την επιθετική του προσέγγιση, συνδυάζοντας βαριά κιθαριστικά riff και σκληρά φωνητικά. Η ατμόσφαιρα είναι έντονα δυσοίωνη, με μια αίσθηση επείγοντος που διαπερνά το κομμάτι, προκαλώντας αγωνία στον ακροατή. Ακολουθεί το “Ode à la Haine”, το οποίο ξεχωρίζει για τον ρυθμικό του παλμό και την ένταση που αποπνέει, ενώ τα ημι-καθαρά φωνητικά προσθέτουν μια επιπλέον διάσταση στην παρουσίαση του. Το “Prophète du sang” συνεχίζει με έναν συνδυασμό χαοτικών στοιχείων και απειλητικών τόνων, προσφέροντας μια εμπειρία γεμάτη ένταση και πάθος.

Στο “Terre ancestrale”, οι ARKAIST ενσωματώνουν και πάλι καθαρά φωνητικά και μια πιο αργή, σχεδόν τελετουργική προσέγγιση, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα βαθιάς περισυλλογής και μελαγχολίας. Το “Anachorète” επιστρέφει σε πιο παραδοσιακές black metal φόρμες, με γρήγορο ρυθμό και έντονη επιθετικότητα, ενώ το “Linceul d’Éther”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του άλμπουμ, εμβαθύνει σε σκοτεινές και ατμοσφαιρικές περιοχές, εξερευνώντας την έννοια της απομόνωσης και της εσωτερικής αναζήτησης. Το άλμπουμ κλείνει με το “Puer aeternus”, ένα κομμάτι που συνδυάζει μελωδικά στοιχεία με την ωμότητα του black metal, προσφέροντας μια ισορροπημένη και ολοκληρωμένη εμπειρία ακρόασης.

Οι στίχοι του “Aube noire” εξερευνούν θέματα όπως η παρακμή, η απώλεια προσανατολισμού και η αυξανόμενη απομόνωση σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε πτώση. Το άλμπουμ παρουσιάζει έναν κόσμο όπου οι αξίες καταρρέουν, ο ατομικισμός κυριαρχεί και η κοινωνία καταρρέει υπό το βάρος των αντιφάσεών της. Αυτή η θεματολογία αντικατοπτρίζεται τόσο στη μουσική όσο και στους στίχους, δημιουργώντας έναν δίσκο που λειτουργεί ως μανιφέστο για την εποχή μας.

Η παραγωγή του άλμπουμ είναι προσεγμένη, με έμφαση στη δημιουργία μιας πυκνής και ατμοσφαιρικής ηχητικής εμπειρίας. Οι εναλλαγές μεταξύ γρήγορων και αργών ρυθμών, καθώς και η χρήση τόσο σκληρών όσο και καθαρών φωνητικών, προσθέτουν βάθος και ποικιλία στο συνολικό αποτέλεσμα. Το “Aube noire” καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ της ωμότητας του black metal και της μελωδικότητας, προσφέροντας μια πλούσια και πολυδιάστατη ακρόαση που αναδεικνύει το ταλέντο και το όραμα των ARKAIST.

(8,5 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: GREY MOUNTAIN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Grey mountain”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Eat Lead and Die Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
James – Τύμπανα
Jon – Φωνητικά, κιθάρες
Kishor – Φωνητικά, κιθάρες, μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp

Οι GREY MOUNTAIN είναι ένα αγγλοαμερικανικό project που σχηματίστηκε από τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Jon Higgs (γνωστός από τους THUN και MOOSE CULT) και τον Kishor Haulenbeek (μέλος των BLACK HARVEST και IN HUMAN FORM). Στα τύμπανα συμμετέχει ο James Garnett, συνεργάτης του Higgs από τους MONSTERWORKS. Η συνεργασία αυτή, που ξεκίνησε μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας, οδήγησε σε ένα άλμπουμ που συνδυάζει τις διαφορετικές επιρροές και εμπειρίες των μελών του.

Το ομώνυμο άλμπουμ “Grey mountain” είναι το ντεμπούτο του συγκροτήματος και ήρθε για να εκπλήξει. Ο δίσκος αποτελεί ένα εντυπωσιακό μείγμα κλασικού heavy metal, death, doom και post-metal στοιχείων, προσφέροντας μια μοναδική ηχητική εμπειρία. Το άλμπουμ περιλαμβάνει οκτώ κομμάτια, με συνολική διάρκεια περίπου 40 λεπτά. Το εναρκτήριο κομμάτι, “Grey Mountain”, ξεκινά με μεσαίου ρυθμού doom ήχους, θυμίζοντας συγκροτήματα όπως οι CANDLEMASS (έρχονται στο φεστιβάλ μας, με τον Messiah στα φωνητικά, σε περίπτωση που σας έχει διαφύγει) και την εποχή του Dio στους BLACK SABBATH. Στη συνέχεια, το τραγούδι εξελίσσεται με απρόσμενες αλλαγές ρυθμού και ύφους, προσφέροντας μια δυναμική εμπειρία στον ακροατή.

Ένα από τα χαρακτηριστικά του άλμπουμ είναι η εξαιρετική δουλειά στην lead κιθάρα. Σε κομμάτια όπως το “A universal evil”, η κιθάρα περνά από death metal ρυθμούς σε προοδευτικά μέρη με φυσικότητα, δείχνοντας την ικανότητα του συγκροτήματος να ενσωματώνει διαφορετικά στυλ. Η παραγωγή του άλμπουμ, αν και αποτελεί κυρίως αποτέλεσμα σπιτικής ηχογράφησης με τα μέλη να βρίσκονται σε διαφορετικές ηπείρους, καταφέρνει να αναδείξει την πολυπλοκότητα και την ποικιλία των συνθέσεων.

Συνολικά, το “Grey mountain” είναι ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο που παρουσιάζει την ικανότητα του συγκροτήματος να συνδυάζει ποικίλα μεταλλικά στυλ, δημιουργώντας ένα συνεκτικό και πρωτότυπο άλμπουμ. Η ποικιλία των επιρροών και η δεξιοτεχνία των μελών καθιστούν το άλμπουμ αυτό μια αξιόλογη προσθήκη στη σύγχρονη metal σκηνή.

(8 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: THE MAN-EATING TREE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Night verses”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Noble Demon
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Janne Markus – Κιθάρες
Mika “June” Junttila – Μπάσο
Aksu Hanttu – Τύμπανα
Sakke Paavola – Κιθάρες
Manne Ikonen – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Instagram
Spotify
Deezer

Οι THE MAN-EATING TREE είναι ένα φινλανδικό συγκρότημα ατμοσφαιρικού gothic metal από το Όουλου, που ιδρύθηκε το 2009. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, “Vine”, κυκλοφόρησε το 2010, ακολουθούμενο από το “Harvest” το 2011 και το “In the absence of light” το 2015. Μετά από μια περίοδο αδράνειας, το συγκρότημα ανακοίνωσε την επιστροφή του το 2024, παρουσιάζοντας μια ανανεωμένη σύνθεση και προετοιμάζοντας το έδαφος για το νέο τους άλμπουμ, “Night verses”.

Το “Night verses” αποτελείται από εννέα κομμάτια που συνδυάζουν πανεύκολα μελωδικές γραμμές με βαριά riffs και ατμοσφαιρικά στοιχεία. Το ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι, θέτει τον τόνο για το άλμπουμ με τις σκοτεινές του μελωδίες και την έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ακολουθεί το “Days under the dark”, το οποίο ενσωματώνει δυναμικές εναλλαγές μεταξύ ήπιων και επιθετικών στιγμών.

Ένα από τα ξεχωριστά κομμάτια του άλμπουμ είναι το “Seer”, το οποίο κυκλοφόρησε ως το πρώτο single και δίνει μια γεύση από την ανανεωμένη κατεύθυνση του συγκροτήματος. Το κομμάτι αυτό συνδυάζει μελωδικά φωνητικά με βαριά κιθαριστικά θέματα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που είναι ταυτόχρονα οικεία και φρέσκια για τους ακροατές. Το “To the sinking” είναι ένα άλλο αξιοσημείωτο κομμάτι, το οποίο αναδεικνύει την ικανότητα του συγκροτήματος να δημιουργεί βαθιά συναισθηματικές στιγμές μέσω της μουσικής του.

Το “Night verses”, είναι ένα άλμπουμ που όχι μόνο επαναφέρει το όνομά του σχήματος στο προσκήνιο, αλλά και αναδεικνύει τη δημιουργική τους εξέλιξη. Με έναν ήχο που ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολία και τη δύναμη, το συγκρότημα καταφέρνει να αποδώσει έναν άκρατα ατμοσφαιρικό χαρακτήρα στη μουσική του. Οι επιρροές από gothic και doom metal παραμένουν, αλλά εδώ παρουσιάζονται με μια ανανεωμένη αισθητική που ταιριάζει απόλυτα στη σύγχρονη εποχή του ατμοσφαιρικού metal.

Το νέο άλμπουμ των Φιλανδών, είναι ένα ταξίδι μέσα σε σκοτεινά ηχητικά τοπία, γεμάτα ατμοσφαιρικές κορυφώσεις και έντονες, ενίοτε απροσδόκητες εκρήξεις. Οι THE MAN-EATING TREE, δείχνουν ότι δεν φοβούνται να εξερευνήσουν νέες πτυχές του ήχου τους, προσφέροντας έναν δίσκο που απευθύνεται τόσο στους παλιούς τους οπαδούς όσο και σε όσους αναζητούν κάτι νέο και συναρπαστικό. Με αυτό το άλμπουμ, το συγκρότημα όχι μόνο τιμά το παρελθόν του, αλλά ανοίγει και τον δρόμο για το μέλλον του, εδραιώνοντας τη θέση του ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες του σύγχρονου gothic metal.

(8,5 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WHIPSTRIKER
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Cry of extinction”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Hells Headbangers Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Whipstriker – Μπάσο, φωνητικά
Skullkrusher – Τύμπανα
Witchcaptor – Κιθάρες
Doomhammer – Κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Deezer
Facebook
Instagram
YouTube
Spotify

Οι WHIPSTRIKER είναι ένα συγκρότημα από το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, που σχηματίστηκε το 2008 από τον Victor Whipstriker ως προσωπικό project. Από την ίδρυσή τους, έχουν καθιερωθεί ως μια ισχυρή παρουσία στη heavy και speed metal σκηνή, με τη μουσική τους να αντλεί έμπνευση από συγκροτήματα όπως οι MOTORHEAD, VENOM και SODOM. Η δισκογραφία τους περιλαμβάνει μια σειρά από άλμπουμ, EP και πολυάριθμες συνεργασίες σε split κυκλοφορίες, που αναδεικνύουν την αφοσίωσή τους στο underground metal (ταμάμ για την στήλη δηλαδή).

Το 2025, μετά από επτά χρόνια από την προηγούμενη ολοκληρωμένη δουλειά τους, οι WHIPSTRIKER επιστρέφουν με το πέμπτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Cry of extinction”. Αυτό το άλμπουμ σηματοδοτεί μια δυναμική επιστροφή, προσφέροντας μια ωμή και ακατέργαστη εμπειρία που τιμά τις ρίζες του συγκροτήματος. Από το ομώνυμο opener του, το άλμπουμ κατακλύζει τον ακροατή με μια αδιάκοπη επίθεση από γρήγορα riffs και έντονα φωνητικά, που θυμίζουν την ενέργεια των πρώτων ημερών του thrash και speed metal. Η παραγωγή διατηρεί μια ωμή αισθητική, που ενισχύει την αυθεντικότητα του ήχου τους, ενώ τα φωνητικά του Victor Whipstriker αποπνέουν μια δαιμονική αλλά και πιασάρικη χροιά, συγκρίσιμη με εκείνη του Cronos των VENOM.

Η θεματολογία του άλμπουμ επικεντρώνεται σε σκοτεινά και πολεμικά θέματα, με στίχους που αντικατοπτρίζουν την ωμότητα και την επιθετικότητα της μουσικής τους. Η επιλογή να διασκευάσουν το “Satan’s vengeance” των DESTRUCTION, με τη συμμετοχή του Daniel Avenger από τους NOCTURNAL, προσθέτει μια νοσταλγική νότα και αποτίει φόρο τιμής στις επιρροές τους. Η κυκλοφορία του “Cry of extinction” έρχεται σε μια περίοδο όπου η μέρος της metal σκηνής, αναζητά αυθεντικότητα και επιστροφή στις ρίζες. Οι WHIPSTRIKER, με αυτό το άλμπουμ, αποδεικνύουν ότι παραμένουν πιστοί στο underground πνεύμα, προσφέροντας μια εμπειρία που θα ικανοποιήσει τόσο τους παλιούς όσο και τους νέους οπαδούς του είδους.

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι το “Cry of extinction” αποτελεί μια ισχυρή προσθήκη στη δισκογραφία των Βραζιλιάνων, επιβεβαιώνοντας τη θέση τους ως μια από τις πιο συνεπείς και αυθεντικές δυνάμεις στη σύγχρονη heavy και speed metal σκηνή. Οι παραδόσεις άλλωστε είναι για να κρατιούνται.

(8 / 10)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WŸNTËR ÄRVŃ
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Sous l’orage noir – L’astre et la chute”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Antiq Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Wÿntër Ärvn – Όλα τα όργανα, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
YouTube

Υπάρχουν κάποια άλμπουμ, που έχουν φτιαχτεί για να σε συνοδέψουν στις σκέψεις σου, βοηθώντας στη συγκέντρωση, στη διαδικασία παραγωγής ενός αποτελέσματος. Άλμπουμ τα οποία δεν έχουν φτιαχτεί για να γεννήσουν μόνο συναισθήματα, αλλά και για να επενδύσουν μουσικά, σαν χαμαιλέοντες, τα υπάρχοντα συναισθήματα του ακροατή, που θέλει να νιώσει μια συντροφιά που θα τον «καταλαβαίνει». Το άλμπουμ “Sous l’orage noir – L’astre et la chute” των WŸNTËR ÄRVŃ (μονοπρόσωπο σχήμα του Simon Brette – και εδώ θα μπει σχόλιο Φράγκου και Τσέλλου – σ.Σ.Φ: καλά το πας. Μονοπρόσωπη – IKΕ;) είναι μια τέτοια, εκρηκτική και συναισθηματική μουσική εμπειρία που συνδυάζει το σκοτεινό metal με την ατμοσφαιρική ηχητική παλέτα της μπάντας.

Το project αποτυπώνει μια συναισθηματική ανατροπή, έναν αγώνα μεταξύ της φωτεινότητας και του σκοταδιού, καθώς εξερευνά τις θεματικές της πτώσης, της αναγέννησης και της καταστροφής. Με την ένταση των συνθέσεών τους, οι WŸNTËR ÄRVŃ δημιουργούν ένα συναρπαστικό αποτέλεσμα, που καλεί τον ακροατή να απορροφηθεί πλήρως στην ατμόσφαιρα που φτιάχνουν, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Η επιλογή του τίτλου του άλμπουμ, ” Sous l’orage noir”, που σημαίνει “Κάτω από την μαύρη καταιγίδα”, θέτει τον τόνο για το σκότος και την ένταση που επικρατεί σε όλο το έργο. Η χρήση της γαλλικής γλώσσας προσθέτει μια μυστηριώδη και ποιητική αίσθηση στην αφήγηση, υπογραμμίζοντας την αναφορική σύνδεση με την επική διάσταση της μουσικής. Το δεύτερο μέρος του τίτλου, “L’astre et la chute”, ή “Το άστρο και η πτώση”, υποδηλώνει την αντίθεση ανάμεσα στη φωτεινότητα και το σκοτάδι, την αντίφαση της ανόδου και της κάθαρσης που διατρέχει τη θεματική δομή του άλμπουμ.

Η μουσική του άλμπουμ ξεχωρίζει για την έντονη παρουσία των ατμοσφαιρικών στοιχείων, συνδυάζοντας έναν βαρύ ήχο με αέρινες μελωδίες που δημιουργούν αντιφάσεις και συναισθηματική ένταση. Οι WŸNTËR ÄRVŃ καταφέρνουν να συνδυάσουν αρμονικά το black metal με avant-garde επιρροές, χρησιμοποιώντας σύνθετες δομές και ανεξάντλητες συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Το άλμπουμ δεν είναι μόνο μια μουσική εξερεύνηση, αλλά και μια βαθιά υπαρξιακή αφήγηση. Κάθε τραγούδι φαίνεται να αφηγείται μια διαφορετική πτυχή της ανθρώπινης εμπειρίας – από την αναζήτηση του φωτός μέσα στο σκοτάδι, μέχρι την αποδοχή της πτώσης και της καταστροφής. Οι στίχοι, γεμάτοι μεταφορές και ποιητική έκφραση, αναδεικνύουν τη σύνθετη φύση του ανθρώπινου ψυχισμού, ενώ η ατμόσφαιρα των τραγουδιών προκαλεί στον ακροατή έναν ψυχικό και συναισθηματικό αντίκτυπο, που τον καλεί να αναστοχαστεί το ίδιο το νόημα της ύπαρξης.

Το “Sous l’orage noir – L’astre et la chute” είναι ένα άλμπουμ που προορίζεται να αφήσει δυνατό το αποτύπωμά του στον συναισθηματικό κόσμο των ακροατών του. Μέσα από την ένταση, τη μουσική του πολυπλοκότητα και τις υπαρξιακές του θεματικές, αναδεικνύει την ικανότητα των WŸNTËR ÄRVŃ να δημιουργήσουν ένα έργο που δεν είναι μόνο μια μουσική σύνθεση, αλλά και μια πολυδιάστατη εμπειρία που θα μείνει στο μυαλό του ακροατή για πολύ καιρό μετά την ακρόασή του.

(8,5 / 10)

Photo by Katie Dobihal hotography

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: WYTHERSAKE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “At war with their divinity”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Scarlet Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Cody Bowen – Μπάσο
James Siegrist – Κιθάρες
Daniel Salamanca – Τύμπανα
Gabriel Luis – Φωνητικά, κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
Instagram
Spotify
Deezer
YouTube

Οι WYTHERSAKE είναι ένα κουαρτέτο (αυτό σημαίνει τέσσερα – 4 – μέλη, ακούτε κάποιοι; σ.Σ.Φ.: ακούμε, ναι. Το πέταξες μετά το «μονοπρόσωπο» για να πουλήσεις μούρη για συνωστισμό;) extreme metal από την Ουάσινγκτον, που σχηματίστηκε το 2016. Από την ίδρυσή τους, ανέπτυξαν ένα μοναδικό στυλ που συνδυάζει στοιχεία από black και death metal, εμπλουτισμένα με συμφωνικές και κλασικές επιρροές. Αυτή η σύνθεση ήχων τους ξεχώρισε στη σκηνή του ακραίου metal, καθιστώντας τους ένα από τα πιο υποσχόμενα συγκροτήματα του είδους.

Το νέο τους άλμπουμ, “At war with their divinity”, αποτελείται από δώδεκα κομμάτια που εξερευνούν θέματα εξέγερσης, πνευματικής αφύπνισης και απόρριψης καταπιεστικών δυνάμεων. Οι στίχοι προκαλούν τον ακροατή να αμφισβητήσει τα δόγματα και τον κοινωνικό έλεγχο, προωθώντας την αυτοδιάθεση και την αντίσταση ως μια λουσιφεριανή δύναμη ενάντια στη συμμόρφωση.

Μουσικά, το άλμπουμ είναι ένας εντυπωσιακός συνδυασμός ακραίου metal με συμφωνικά στοιχεία. Το εναρκτήριο κομμάτι, “Purity through non existence”, ξεχωρίζει με τα ταχύτατα τύμπανα και τις δυναμικές εναλλαγές ρυθμού, δημιουργώντας μια τρομερή ένταση. Το ομότιτλο κομμάτι, “At war with their divinity”, αποτελεί έναν ύμνο εξέγερσης, προκαλώντας τόσο θρησκευτικές όσο και αυταρχικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ελέγξουν και να καταπιέσουν.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του άλμπουμ είναι η παραγωγή του, η οποία καταφέρνει να αναδείξει τόσο τη δύναμη των ακραίων riff όσο και την ατμόσφαιρα των συμφωνικών ενορχηστρώσεων. Οι κιθάρες κινούνται ανάμεσα σε σκοτεινά, μελωδικά θέματα και εκρηκτικά, κοφτερά riff, ενώ τα φωνητικά εναλλάσσονται μεταξύ βαθιών, επιβλητικών growls και ψυχρών, black metal κραυγών. Το rhythm section είναι στιβαρό, με τύμπανα που προσδίδουν δυναμική σε κάθε σύνθεση, δημιουργώντας ένα σύνολο που αποπνέει δύναμη και θεατρικότητα.

Το “At war with their divinity” αναδεικνύει το καλλιτεχνικό όραμα των WYTHERSAKE, συνδυάζοντας τεχνική δεξιοτεχνία με βαθυστόχαστο περιεχόμενο. Το άλμπουμ αποτελεί μια ισχυρή δήλωση στο χώρο του ακραίου συμφωνικού black /death metal, εδραιώνοντας περαιτέρω τη θέση του συγκροτήματος στη σκηνή.

(8,5 / 10)

Παρουσίαση δίσκων: Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here