Underground Halls Vol. 212 (CROMLECH, CRUST, OBSIDIAN SCAPES, ROTHADÁS, ZEICRYDEUS)

0
386
Halls




















Halls

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το άλμπουμ; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: CRUST
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Where light fears to descend”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Moribund Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Artur Filenko – Μπάσο, φωνητικά
Vlad Tatarskiy – Κιθάρες
Roman Romanov – Τύμπανα
Denis Borovinsky – Κιθάρες
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Deezer
Facebook
Instagram
Spotify
YouTube

Με ιδιαίτερη για άλλη μία φορά διάθεση προσέγγισης της μουσικής, οι CRUST επιστρέφουν με το “Where light fears to descend”, ένα άλμπουμ που δε στέκεται απλώς στην παράδοση του blackened doom ήχου με sludge επιρροές που τους χαρακτηρίζει, αλλά τον αναπλάθει μέσα από την προσωπική τους σκοτεινή κοσμοθεωρία. Με έδρα το Novgorod, αλλά λογική που πάλλεται στους ρυθμούς ενός πολικού άγνωστου, οι CRUST εδώ και πάνω από μια δεκαετία σμιλεύουν τον ήχο τους σαν τεχνίτες. Από τα πρώτα τους demo, φάνηκε πως δεν αρκούνται στα τετριμμένα. Η μουσική τους δεν συνοδεύει απλώς τη θλίψη, αλλά τη διαμελίζει, τη μετουσιώνει, τη θάβει μέσα σε στρώματα παγωμένης διάθεσης.

Αυτό που καθιστά το “Where light fears to descend” κορυφαίο στο ήδη ατμοσφαιρικό οδοιπορικό τους είναι η ισορροπία που πετυχαίνουν ανάμεσα στη σκοτεινή εσωστρέφεια και την παράλληλα παράδοξη εξωστρέφεια του ήχου τους. Το άλμπουμ διέπεται από φορτωμένες κιθάρες, βάναυσα τύμπανα και μια φωνή που πνίγεται ανάμεσα στην κραυγή και τον ψίθυρο. Χωρίς να χρειαστούν ιδιαίτερη επιτήδευση, οι CRUST φτιάχνουν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, όπου ο ακροατής γίνεται μάρτυρας μιας υπαρξιακής κατάρρευσης, όχι μόνο ατομικής, αλλά κοσμικής. Το φως εδώ δεν απουσιάζει απλώς, όπως υπόσχεται ο τίτλος του άλμπουμ, αλλά τρομοκρατείται να πλησιάσει.

Η μπάντα ξεκίνησε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, με αφετηρία έναν πιο παραδοσιακό sludge/doom ήχο, πριν βυθιστεί σε πιο blackened αισθητικές και επεκτείνει τις συνθέσεις της σε πιο επικές διάρκειες. Το “Where light fears to descend” φαίνεται να ολοκληρώνει αυτόν τον κύκλο, σαν ένα σφράγισμα όσων χτίστηκαν υπομονετικά. Η θεματολογία του, σκοτεινή και σχεδόν μηδενιστική, δεν πέφτει στην παγίδα του μελοδραματισμού. Αντίθετα, ακολουθεί τη σκληρότητα του ρωσικού χειμώνα και την εσωτερική ερημία των αποστάσεων, κάτι που μπορεί να αναγνωρίσει μονάχα όποιος έχει ζήσει σε απόλυτη απομόνωση.

Το εξώφυλλο του άλμπουμ λειτουργεί σαν καθρέφτης του περιεχομένου. Λιτό, ψυχρό, σχεδόν αδρανές, αλλά με μια υποδόρια ένταση που σιγοβράζει. Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή η οποία ναι μεν είναι καθαρή, αλλά όχι αποστειρωμένη. Τα πάντα ακούγονται με καθαρότητα και ένταση, μα ποτέ δε χάνεται η υγρασία και η ασφυκτική αύρα που κάνουν αυτόν τον ήχο ξεχωριστό. Σαν ομίχλη που κολλάει στο δέρμα και ποτίζει το κόκκαλο. Τα φωνητικά, είναι πιο βαθιά και απελπισμένα από κάθε άλλη φορά. Δεν τραγουδούν αλλά θρηνούν, εξορκίζουν, περιγράφουν.

Το “Where light fears to descend” δεν είναι ένα άλμπουμ που ζητά την αποδοχή. Απαιτεί τον απόλυτο εσωτερικό σου χώρο. Οι CRUST δεν έχουν φτιαχτεί για όλους και το ξέρουν. Η μουσική τους στέκει σαν μονολιθική απειλή μέσα στον καιρό, αδιάφορη για τις εξελίξεις της σκηνής ή για το τι θεωρείται «μοντέρνο». Το άλμπουμ αυτό είναι μια δήλωση πίστης στην αλήθεια του πόνου, της απομόνωσης και της υπαρξιακής αγωνίας. Είναι μια κατάβαση στο κέντρο της ανυπαρξίας, εκεί όπου δεν υπάρχει λύτρωση και όμως, κάτι μέσα σου γαληνεύει καθώς βυθίζεσαι μαζί τους.

(8,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: OBSIDIAN SCAPES
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Death chants echo from aphotic void”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Darkness Shall Rise Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
LBN – Φωνητικά
RCC – Κιθάρες, πλήκτρα
TBRT – Κιθάρες, πλήκτρα
RK – Μπάσο
HZL – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook

Με διάρκεια περίπου 52 λεπτά και πέντε συνολικά συνθέσεις, το “Death chants echo from aphotic void” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ των Γερμανών OBSIDIAN SCAPES και παρότι κατατάσσεται ξεκάθαρα στο doom metal, είναι γεμάτο με έντονες death metal αναφορές. Η συνολική του αισθητική είναι πολύ σκοτεινή παγιδεύοντας τον ακροατή σε ένα μονοπάτι απειλητικής ατμόσφαιρας και απελπισίας. Το άλμπουμ διαπνέεται από έναν βαριά μελωδικό, αλλά ταυτόχρονα βάναυσο χαρακτήρα, με πολλές στιγμές που θυμίζουν παλιές αλλά κλασικές doom μπάντες.

Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για το πρώτο πλήρες άλμπουμ τους, οι OBSIDIAN SCAPES παρουσιάζουν έναν αρκετά άνω του μέσου όρου δίσκο, γεμάτο με όλο αυτό το μυστήριο, το οποίο περιλαμβάνεται σε κάθε τέτοιου είδους άλμπουμ που σέβεται τον εαυτό του. Είναι ένα εγχείρημα με αρχή και τέλος, με συνέχεια και δεμένο τόσο καλά που δείχνει εμπειρία ή καλύτερα σωστή χρήση μίας παρακαταθήκης χρόνων ενός είδους πολύ αγαπημένου. Επικό και βαρύ το σύνολο, δεν ανακαλύπτει καινούργια πράγματα, αλλά αυτά που ήδη υπάρχουν τα αξιοποιεί στο έπακρο και σε συνδυασμό με μία ιδιαίτερα καλή παραγωγή, δίνει ένα  αποτέλεσμα που σαν σημείο εκκίνησης είναι πολλά υποσχόμενο.

Το “Death chants echo from aphotic void” σηματοδοτεί μια στιβαρή είσοδο των OBSIDIAN SCAPES στο μουσικό πεδίο του doom metal, με εμφανή δυναμική και καλλιτεχνική αρτιότητα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν χαρακτηρίζεται από βαριές σκιές, δομές  και μελωδίες που μένουν στον νου του ακροατή. Οι OBSIDIAN SCAPES δείχνουν ότι μπορούν να συνομιλήσουν με την ιστορία του είδους και αυτό που μένει να αποδείξουν είναι αν ταυτόχρονα μπορούν να το ανανεώσουν, κερδίζοντας τον σεβασμό τόσο των παλιών όσο και των νέων οπαδών του doom metal.

Μέχρι αυτήν την απόδειξη όμως και την παρουσίαση κάποιων ιδεών που θα τους κάνουν να ξεχωρίσουν και να βάλουν την μηχανή τους μπροστά με δικά τους καύσιμα, ας κρατήσουμε το δεμένο και όμορφο σύνολο, με την πρωτοτυπία να μένει να κάνει την εμφάνισή της εμφατικά στα επόμενα.

(7 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ROTHADÁS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Töviskert… a kísértés örök érzete… lidércharang”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Me Saco Un Ojo Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Tibor Hanyi – Μπάσο, κιθάρες
Lambert Lédeczy – Τύμπανα, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Deezer
Facebook
Instagram
Spotify

Με ένα όνομα που σημαίνει «Αποσύνθεση» στα ουγγρικά, οι ROTHADÁS δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες. Η μουσική τους είναι ένα ταξίδι στη φθορά, μια τελετουργία σήψης και εφιαλτικής ενδοσκόπησης. Ο νέος τους δίσκος, με τον εξόχως ποιητικό τίτλο “Töviskert… a kisértés örök érzete… lidércharang” (που μπορεί να μεταφραστεί ως «Ο κήπος με τα αγκάθια… το αιώνιο αίσθημα του πειρασμού… το κάλεσμα του εφιάλτη»), συνεχίζει και βαθαίνει την πορεία αυτή μέσα από ένα προσωπικό και μεταφυσικό ηχητικό όραμα.

Αν και ριζωμένοι στο death/doom και τον drone ήχο, οι ROTHADÁS δε φοβούνται να καταπατήσουν τις παραδόσεις του είδους. Ο δίσκος ξεκινά με αργόσυρτες κραυγές, αποδομώντας το συνηθισμένο ρυθμικό υπόβαθρο τους και τοποθετώντας τον ακροατή σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος φαίνεται να διαστέλλεται και να παραμορφώνεται. Η μουσική εδώ δεν «παίζεται» απλώς, ξεσπά σαν ψυχική αποσύνθεση, με κιθάρες που ηχούν σαν διαβρωμένα μέταλλα και τύμπανα που χτυπούν σαν νεκρικές καμπάνες. Κάθε κομμάτι μοιάζει με κεφάλαιο ενός μυστηριακού βιβλίου που αφηγείται τον σταδιακό εκφυλισμό της ύπαρξης.

Το γλωσσικό εμπόδιο ενισχύει τη μυσταγωγική εμπειρία. Τα ουγγρικά, σκληρά και ασυνήθιστα για τα αυτιά του μέσου ακροατή, αποδίδουν μια σχεδόν ερμητική διάσταση στον δίσκο. Οι τίτλοι και οι στίχοι δε γίνονται αμέσως κατανοητοί, όμως αυτό εντείνει την απόκοσμη αύρα του έργου. Δεν πρόκειται για άμεση επικοινωνία αλλά για μαγικοτελετουργική μετάδοση ενός βιώματος που δεν επιθυμεί να εξηγηθεί αλλά να βιωθεί. Ο ήχος συνομιλεί με την ερημιά, την ανάμνηση του πόνου και την αποδοχή του τέλους.

Μέσα από τα επτά κομμάτια του δίσκου, οι ROTHADAS μάς προσφέρουν κάτι περισσότερο από απλή μουσική, καταθέτουν μια ατμόσφαιρα φωτογραφική με στιγμιότυπα από δασώδεις απροσπέλαστες εκτάσεις, αλλά χωρίς εικόνα. Είναι σαν να βαδίζεις σε ένα στοιχειωμένο τοπίο όπου οι κραυγές του παρελθόντος αναμιγνύονται με τον ηλεκτρικό βόμβο της ψυχής. Η παραγωγή είναι «βρώμικη» αλλά μελετημένη, ενισχύοντας τον underground χαρακτήρα του δίσκου χωρίς να χάνεται η καθαρότητα του μηνύματος: η αποσύνθεση μπορεί να είναι όμορφη, αν την κοιτάξεις μέσα από το κατάλληλο φίλτρο.

Τελικά, το “Töviskert… a kisértés örök érzete… lidércharang” δεν είναι ένας δίσκος για όλους. Είναι ένα έργο δύσβατο, σκοτεινό και ανυποχώρητο, που ζητά από τον ακροατή υπομονή, αφοσίωση και κυρίως διάθεση να βουτήξει στα βάθη ενός ήχου που δεν προσφέρει λύτρωση, παρά μόνο συναναστροφή με τον εσωτερικό του ίσκιο. Οι ROTHADÁS δημιουργούν τέχνη για εκείνους που αναζητούν την αλήθεια στα ερείπια. Μια αλήθεια ειλικρινή, σκληρή και αμείλικτη, όπως η ίδια η φθορά.

(8,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

EPs/LIVES & COMPILATIONS

Η αμερικανική μπάντα VALDRIN, από το Cincinnati του Οχάιο, έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια ως μια από τις πιο συναρπαστικές νέες φωνές στο extreme metal. Με το EP “Apex violator”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, συνεχίζουν την εξερεύνηση του μουσικού κόσμου τους. Το συγκρότημα, πάντα πατώντας γερά στη συμφωνική, μελωδική αλλά και ωμή πλευρά του black/death, σφυρηλατεί μια ατμόσφαιρα πανέμορφη. Το EP, ξεχειλίζει από ποιότητα και ένταση, λειτουργώντας σαν ένα σκοτεινό προοίμιο για μεγαλύτερες ιστορίες.

Ηχητικά, το “Apex violator” διατηρεί την ταυτότητα που οι VALDRIN οικοδόμησαν στα άλμπουμ τους, όπως το εντυπωσιακό “Two carrion talismans” του 2018. Η μπάντα αναμειγνύει κλασικά black metal riff με τεχνικά death metal ξεσπάσματα, κλασικές heavy μελωδίες και μια αισθητική που θυμίζει τις μεγάλες στιγμές των DISSECTION, χωρίς όμως να ακούγονται απλώς ως μίμηση. Εδώ οι συνθέσεις είναι πιο άμεσες, πιο βίαιες, αλλά διατηρούν την αφηγηματική τους ροή και τις συμφωνικές λεπτομέρειες που χτίζουν τη θεατρικότητα που η μπάντα επιδιώκει.

Η παραγωγή είναι πιο τραχιά και ακατέργαστη σε σχέση με τα full-length άλμπουμ τους, χωρίς όμως να χάνεται η λεπτομέρεια. Τα φωνητικά σπέρνουν απελπισία και παραφροσύνη, ενώ οι κιθάρες είναι αιχμηρές και γεμάτες κρυμμένες μελωδίες που αποκαλύπτονται σταδιακά με τις ακροάσεις. Το μπάσο και τα τύμπανα λειτουργούν σαν καταπέλτης, οδηγώντας με δύναμη το υλικό, αλλά και αφήνοντας χώρο στις πιο ατμοσφαιρικές πινελιές. Αυτό το υβρίδιο της καθαρής βίας με τις επικές, συμφωνικές μελωδίες είναι που δίνει στο “Apex violator” τη δική του προσωπικότητα και το καθιστά όχι απλώς μια «γέφυρα» ανάμεσα στις κυκλοφορίες τους, αλλά μια απαραίτητη προσθήκη στη δισκογραφία τους.

Το ΕΡ είναι μια υπενθύμιση της ικανότητας των Valdrin να αφηγούνται ιστορίες μέσα από ακραία μουσική, με φαντασία και πάθος. Είναι ένα έργο που στέκεται επάξια δίπλα στα ολοκληρωμένα άλμπουμ τους, μαρτυρώντας την ωριμότητα και το όραμα της μπάντας. Αν και σύντομο, αφήνει το στίγμα του βαθιά και σε προετοιμάζει για τις επόμενες δουλειές της ιστορίας των VALDRIN.

Περισσότερες πληροφορίες σε Bandcamp, Facebook και Spotify

ME, MYSELF AND I – Projects with a single member

Το “Of owls and eels” είναι η δεύτερη κυκλοφορία των CROMLECH και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα σύγχρονου black metal με έντονη ατμοσφαιρική θεματολογία. Ο Eugen “Impurus” Herbst, ο μοναδικός δημιουργός πίσω από το project από το Βερολίνο, προσφέρει μία δυναμική όσο και σκοτεινή μουσική πρόταση. Η διάρκειά του κυμαίνεται περίπου στα 39 λεπτά, όπου κάθε λεπτό ακούγεται σαν να σε σπρώχνει σε έναν δασώδη, μυστικιστικό κόσμο.

Η παραγωγή του άλμπουμ επιτυγχάνει μια ενδιαφέρουσα ισορροπία ανάμεσα στη «γυαλισμένη» σύγχρονη αισθητική και τον underground χαρακτήρα που έχει ο πρώιμος, raw black metal ήχος. Τα tremolo riffs και τα blast beat συνοδεύονται από έντονη, αν και όχι υπερβολικά κυριαρχική χρήση πλήκτρων, σχηματίζοντας μία μουντή, μελαγχολική ατμόσφαιρα. Παρά τη σαφή επιρροή από την εποχή του black metal της πρώτης δεκαετίας του 2000, η ηχητική προσέγγιση διατηρεί τον χαρακτήρα της προσωπικής έμπνευσης, χωρίς να μοιάζει σας αντιγραφή, αλλά μάλλον σαν μια σύγχρονη ερμηνεία με βάθος και συναισθηματική ένταση.

Αν και υπάρχουν στιγμές όπου η συνολική δομή των συνθέσεων δείχνει λίγο χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, το άλμπουμ κατορθώνει να ισορροπήσει τις γρήγορες εκρήξεις με πιο αργά, μελαγχολικά περάσματα. Η συνθετική ιδιαιτερότητα του Impurus φαίνεται σε αυτούς τους εναλλασσόμενους ρυθμούς και σε στιγμές που αφήνουν τον ακροατή να χαθεί σε πιο ambient σκιές, χωρίς όμως να χάνεται η συνοχή της μουσικής αφήγησης.

Το άλμπουμ δημιουργεί συναισθήματα, όπου η απομόνωση και το εσωτερικό σκοτάδι πλαισιώνεται από λυρικές στιγμές που αγγίζουν τη μελαγχολία και τη νοσταλγία. Αυτό το εσωτερικό ταξίδι είναι ισχυρό και συχνά αναδύεται μέσα από τα σχεδόν ψιθυριστά μέρη, δίνοντας έναν χαρακτήρα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σκοτεινή γοητεία».

Το “Of owls and eels” διαγράφει μια πορεία αναζήτησης στο black metal που παράγει ατμόσφαιρα, αντί να βασίζεται αποκλειστικά στην ωμή ένταση. Η επίγευση που αφήνει είναι σκοτεινή, περιπλανητική αλλά και προσωπική, με στιγμές που προκαλούν στοχασμό και άλλες που λειτουργούν απλώς ως «μουσικό χαλί» για να χαθούν στην ακρόαση. Πρόκειται για μια δουλειά που απαιτεί προσεκτική ακρόαση και ανοιχτό μυαλό, καθώς δεν ικανοποιεί τον ακροατή με την πρώτη ακρόαση, αλλά προσφέροντας μία αργή, βραδυφλεγή εμπειρία. Αν αναζητάς έναν δίσκο που να συνδυάζει μελαγχολία, underground συστατικά και μια δόση ουσιαστικής πληρότητας στον ήχο, τότε τα 39 λεπτά του “Of owls and eels” αποτελούν μια άξια προσπάθεια. Κυκλοφορεί από την Darkness Shall Rise Productions.

Χρήσιμα links: Bandcamp Facebook Instagram Soundcloud Spotify

(7,5 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

Η ηχώ ενός αλλόκοσμου ψιθύρου διατρέχει το ντεμπούτο των Καναδών ZEICRYDEUS, με τον τίτλο “La grande hérésie” να μην είναι απλώς ένα όνομα, αλλά σύντομη περίληψη του περιεχομένου του. Το project, δημιούργημα του πολυοργανίστα, παραγωγού και δασκάλου κιθάρας Foudre Noire (δηλαδή του κατά κόσμον Philippe Tougas των FIRST FRAGMENT), αντλεί δύναμη από το υπόγειο πηγάδι της γαλλικής φιλοσοφίας, του black metal και μιας γοτθικής αισθητικής, δημιουργώντας έναν δίσκο που ισορροπεί ανάμεσα στο μεταφυσικό δράμα και το εκρηκτικό βάθος της ανθρώπινης οδύνης.

Το “La grande hérésie” ξεδιπλώνεται σαν ένα απαγορευμένο ευαγγέλιο. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, ο ακροατής βυθίζεται σε έναν κόσμο που αντηχεί από κραυγές, μονολιθικά riff και τελετουργικές δομές. Τα κομμάτια είναι μακροσκελή, χωρίς όμως να είναι κουραστικά. Κάθε λεπτό έχει τον λόγο ύπαρξης του και δεν βρίσκεται εκεί τυχαία. Όπως και δύο εισαγωγικές ορχηστρικές συνθέσεις που δένουν εξαιρετικά με το σύνολο λειτουργώντας σαν σύνδεσμοι. Η φωνή, άλλοτε κραυγή, άλλοτε ψίθυρος, διατρέχει τη μουσική σαν σκοτεινός ιερέας που υπαγορεύει τις τελευταίες λέξεις ενός χαμένου θεού.

Η ατμόσφαιρα του άλμπουμ είναι σχεδόν απτή. Ομίχλη, αίμα και σκοτάδι συγκρούονται με ένα σχεδόν μυστικιστικό μεγαλείο. Οι ZEICRYDEUS δεν φοβούνται να χτίσουν τις συνθέσεις τους αργά, με υπομονή, προσθέτοντας στρώματα από αρμονίες, μακάβριες μελωδίες, ambient υποστρώματα και τελετουργικούς ρυθμούς. Οι επιρροές τους εξόφθαλμες, από την κραταιά ελληνική black metal σκηνή των early 90s (ROTTING CHRIST, VARATHRON, NECROMANTIA, THOU ART LORD), αλλά χωρίς να αντιγράφουν. Κρατούν το δικό τους δρόμο, λιγότερο φουτουριστικό και περισσότερο αρχέγονο. Η χρήση γαλλικών φωνητικών ενισχύει την παγανιστική αύρα, δίνοντας έναν χαρακτήρα προσωπικό.

Στο “La grande hérésie” δεν υπάρχουν “hits”, το έργο λειτουργεί ως ενιαία οντότητα, ένας σκοτεινός μύθος γραμμένος με ήχους αντί λέξεων. Ωστόσο, κομμάτια όπως το “Sous l’ombre éternelle des vestiges d’Heghemnon” (όλοι οι τίτλοι είναι από δύο σειρές και πάνω) ξεχωρίζουν για την ένταση και τη δραματουργία τους. Η παραγωγή είναι θαμπή με πρόθεση, σαν ηχογραφημένη μέσα σε κατεστραμμένο παρεκκλήσι, και ενισχύει την ιδέα ότι αυτή η μουσική δεν δημιουργήθηκε για να παίζει στο προσκήνιο (Underground Halls για).

Το “La grande hérésie” είναι ένα άλμπουμ που δεν θα συζητηθεί ευρέως, αλλά θα χαραχτεί ανεξίτηλα σε όσους τολμήσουν να εισχωρήσουν στον κόσμο του. Δεν απευθύνεται σε όλους  και δεν χρειάζεται να το κάνει. Είναι μια κατάθεση πίστης στο σκοτεινό και το απαγορευμένο, ένα έργο που απαιτεί αφοσίωση και ανταμείβει με κάθαρση. Οι ZEICRYDEUS, με αυτό το πρώτο τους βήμα, θέτουν τους όρους τους: το black metal μπορεί ακόμη να είναι μυσταγωγικό, να έχει περιεχόμενο και νόημα, πέρα από τη φασαρία και τη σκόνη. Ένα άλμπουμ-πύλη, για εκείνους που ψάχνουν τη βλάσφημη ποίηση στα ερείπια του ιερού. Κι επειδή πρέπει να γίνει και μια αναφορά στην διασκευή του “The era of satan rising” που κλείνει το άλμπουμ… ποιανών να είναι άραγε;

Κυκλοφορεί από την Productions TSO. Περισσότερες πληροφορίες στο Bandcamp της Productions TSOThe Stygian Oath

(9 / 10)

Φανούρης Εξηνταβελόνης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here