Underground Halls Vol. 213 – “Between brooding fantasy and fleeting melody” – The PHANTOM SPELL special edition

0
754




















Δεν έχω κρυφτεί ποτέ, άλλωστε δεν υπάρχει λόγος να το κάνω. Αν και είμαι λάτρης του rock της δεκαετίας του ’70, δε μεγάλωσα με αυτό, η ηλικία μου δεν είναι η αντίστοιχη. Ούτε το γνώρισα, ούτε το αγάπησα μικρός. Όταν η γενιά μου «μεγάλωνε μουσικά», άλλα ήταν τα ακούσματα που κυριαρχούσαν και το 70s rock μας φαινόταν παρωχημένο, «δεινοσαυρικό», βαρετό, «φλώρικο»…

Το λάτρεψα λοιπόν, όταν ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου». Όταν ωρίμασαν οι συνθήκες, όταν ωρίμασα κι εγώ. Και αναλογιζόμενος τι με έκανε να το λατρέψω, έχω καταλήξει στο εξής: Δεν είναι μόνο το καταπληκτικό παίξιμο των μουσικών ή οι σπουδαίες ερμηνείες των τραγουδιστών. Είναι κι αυτή η μοναδική ατμόσφαιρα που το διακατέχει, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι οι εικόνες που δημιουργεί, όταν «γυρίζει» το βινύλιο, η ξεχωριστή ικανότητά του να σε «ταξιδεύει». Κι αυτό το στοιχείο, εν τέλει, είναι που κάνει τους μεγάλους rock δίσκους της δεκαετίας του ’70, τόσο διαχρονικούς. Γιατί το «ταξίδι», δε μπορεί να έχει «τελειωμό». Δε γίνεται να έχει «τελειωμό».

Εκεί «πατάει» μουσικά και ο Kyle McNeill, αυτός ο ακατάβλητος δημιουργός, που θαρρείς πως ζει και αναπνέει για τη μουσική. Και το κάνει τόσο με τους SEVEN SISTERS, των οποίων το επίσης φετινό album είναι καταπληκτικό, όσο και με τους PHANTOM SPELL και το “Heather & hearth”. Μακριά από παντός είδους προχειρότητες, δίχως κουτοπονηριά, μακριά από «ημίμετρα», ο Kyle και η παρέα του δημιούργησαν ένα σύγχρονο ορόσημο ηχητικής καλλιέπειας, ένα album που ναι, θα το πω, θα το ζήλευαν ακόμη και κάποιοι από τους δικούς του μέντορες και ήρωες! Δεν είμαι διόλου υπερβολικός. Αν το “Immortal’s Requiem”, πριν τρία χρόνια, ενθουσίασε κάθε οπαδό του vintage (progressive) rock, τότε το “Heather & hearth” θα τον αφήσει αποσβολωμένο!

Στο “Heather & hearth”, κάθε τραγούδι, είναι και μια ιστορία που καθηλώνει. Οι δίδυμες κιθάρες, το ανέκαθεν λατρεμένο Hammond B3, το βιρτουόζικο rhythm section και τα πεντακάθαρα, λεπτεπίλεπτα φωνητικά, πότε του προσδίδουν μια υπέροχη μελαγχολία, πότε το «γεμίζουν» με θεσπέσιες, προοδευτικές μελωδίες, πότε γιγαντώνουν το επικό συναίσθημα και πότε του χαρίζουν μια παραμυθένια, folklore αισθητική.

Είτε μιλάμε για μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, σαν το σχεδόν δωδεκάλεπτο “The Autumn citadel” και το ομότιτλο, δεύτερο magnum opus του δίσκου, είτε μιλάμε για μικρότερες σαν τα “Siren song”, “Evil hand” και “A distant shore”, είτε για τη διασκευή στο παραδοσιακό “Old pendle” (σύνθεση των Milton Lambert, Allen Lambert και Ted Edwards), οι προθέσεις και το αποτέλεσμα είναι τα ίδια: Ουδεμία έκπτωση γίνεται στην ποιότητα και η έμπνευση ξεχειλίζει από κάθε πτυχή του άλμπουμ.

Σε μια εποχή όπου βλέπουμε να αποθεώνονται albums «γραμμένα» μέσω ΑΙ, ατσούμπαλοι δίσκοι να θεωρούνται «true/obscure αριστουργήματα», «προκατασκευασμένες», πλαστικές παραγωγές να λογαριάζονται για «αψεγάδιαστος ήχος» και ΑΙ εξώφυλλα να μας κάνουν να θέλουμε να βγάλουμε τα μάτια μας, δίσκοι σαν το “Heather & hearth” αξίζουν κάθε έπαινο και κάθε αποθεωτική κριτική. Οι ELOY, CAMEL, RAINBOW, BARCLAY JAMES HARVEST, URIAH HEEP και WISHBONE ASH νιώθουν υπερήφανοι ως «δάσκαλοι», οι WYTCH HAZEL και HÄLLAS χαρούμενοι ως συνοδοιπόροι και εμείς ζούμε “in real time”, τα έπη του «δικού μας rock». Των «δικών μας γιγάντων».

(9/10)

Βρήκες ενδιαφέροντα τα παραπάνω; Στην συζήτηση που ακολουθεί, ένας άνετος, ευδιάθετος μα πάνω απ’όλα ταπεινός και «προσγειωμένος» Kyle, είχε να μας πει πολλά περισσότερα.

Kyle, καλώς όρισες στο Rock Hard και συγχαρητήρια για τα δύο νέα, εξαιρετικά άλμπουμ σου!
Kyle: Σε ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη, χαρά μου που θα τα πούμε! 

Το “Shadow of a fallen star Pt.2” έχει ήδη κυκλοφορήσει, εδώ και λίγους μήνες, αλλά αφού επρόκειτο να κυκλοφορήσει και το “Heather hearth”, σκέφτηκα να περιμένω λίγο και να τα συνδυάσουμε.
Ναι, δύο άλμπουμ σε ένα χρόνο… το λες και λίγο τρελό! Η σύνθεση και η ηχογράφηση του “Shadow… Pt 2” έγιναν πέρυσι ενώ το “Heather & Hearth” γράφτηκε και ηχογραφήθηκε νωρίτερα φέτος. Ήταν μια σχεδόν “nonstop” διαδικασία, μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες.

Μιας και είναι η πρώτη φορά που σ’έχουμε μαζί μας, θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τη μέχρι τώρα πορεία σου ως μουσικός. Ξεκίνησες με τους ASYTHIATE το 2009 και πολύ γρήγορα, δημιούργησες τους SEVEN SISTERS το 2013. Τί σε ώθησε να ασχοληθείς με τη μουσική σε πιο τακτική και επαγγελματική βάση;
Ω ρε φίλε, μάλλον πρέπει να ευχαριστήσω τα Metal Archives που ο κόσμος ξέρει τους ASYTHIATE! Μου φαίνεται σαν να έχει περάσει μια αιωνιότητα! Γαμώτο, ήμασταν πολύ νέοι τότε και μάλλον αρκετά ηλίθιοι! (γέλια) Άκου πως έγιναν τα πράγματα: Κατάγομαι από μια πόλη στη βόρεια Αγγλία που ονομάζεται Burnley. Είναι μια αρκετά τυπική βόρεια πόλη, γεμάτη ρατσιστές και εκπτωτικά καταστήματα, σκιά πλέον του παλιού της εαυτού, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Πάντα ήξερα ότι ήθελα να φύγω από κει και όσο περισσότερο έμπαινα στην εφηβεία, τόσο πιο έντονη γινόταν η επιθυμία μου αυτή. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, ήθελα πραγματικά να κάνω κάτι με τους ASYTHIATE… απλά δεν ήξερα πώς! Μας βοήθησε όσο μπορούσε ο Tom, από το τοπικό metal club “Sanctuary Rock Bar”. Είδε ότι ήμασταν πρόθυμοι, ότι είχαμε λίγο ταλέντο και μας έβαλε σε support slots κάτω από οποιαδήποτε καλή μπάντα ερχόταν να παίξει στο club. Προσπαθήσαμε να παίξουμε και σε κοντινές πόλεις, αλλά δε μας «έκατσε η φάση»… Τον Steve Loftin, τον πρώτο drummer των SEVEN SISTERS, τον γνώρισα τότε. Μας είχε κανονίσει μια εμφάνιση στο Full Thrash Assault, στο Wakefield.

Και κάπου εκεί, αποφάσισες να αλλάξεις ρότα;
Μετά το τέλος των ASYTHIATE, μετακόμισα στο Λονδίνο. Στο δεύτερο έτος, καθώς φοιτούσα στο πανεπιστήμιο, ο Graeme (σ.σ: Farmer, κιθάρα) και εγώ αρχίσαμε να τζαμάρουμε και στις αρχές του 2014, «γεννήθηκαν» επίσημα οι SEVEN SISTERS. Από τότε, ακολουθήσαμε μια φοβερή διαδρομή! Ξεκινήσαμε πραγματικά από το τίποτα και μάθαμε πώς είναι να είμαστε σε μια μπάντα, καθώς προχωρούσαμε. Μάθαμε επάνω στη δουλειά, ας πούμε!

Είχατε προσδοκίες; Τι περιμένατε;
Τίποτα! Πραγματικά, δεν είχαμε καμία προσδοκία. Ακόμα, δεν έχουμε! Παίρνουμε τα πράγματα βήμα-βήμα και μαθαίνουμε από τα λάθη μας, καθώς προχωράμε.

Οι SEVEN SISTERS έχουν σαφώς μια πιο «ευθεία», heavy metal προσέγγιση από τους PHANTOM SPELL, αλλά το φετινό “Shadow of a fallen star Pt.2”, είναι το πιο προοδευτικό και «φιλόδοξο» άλμπουμ τους, μέχρι στιγμής. Πώς δημιουργήθηκε;
Με τον ίδιο τρόπο που έγιναν και τα προηγούμενα. Εγώ γράφω το μεγαλύτερο μέρος της σύνθεσης. O Graeme και τώρα πια κι ο Gaz (σ.σ: Gareth Martin, μπάσο) συνεισφέρουν το ένα ή το άλλο riff, εδώ και εκεί. Δουλεύω στο μικρό μου «στούντιο», το οποίο έχει αλλάξει μορφή και… χώρες με τα χρόνια και μόλις τελειώσω το demo των τραγουδιών, τα δείχνω στα παιδιά και τα μαθαίνουν. Είναι ένας τρόπος δουλειάς, που μου «βγαίνει» με φυσικό τρόπο.

Θες να έχεις τον πλήρη έλεγχο, απ’όσο καταλαβαίνω. Όλα να περνάνε από σένα.
Είμαι «κλειστός» άνθρωπος, κατά καιρούς… Σίγουρα δυσκολεύομαι να συνεργαστώ με άλλους, όταν πρόκειται να γράψω μουσική. Δεν είμαι εναντίον του να γράφω με άλλους ανθρώπους, άλλωστε είναι κάτι που θέλω να κάνω περισσότερο, για να γίνω και καλύτερος! Αλλά το ύφος των συνθέσεων, τόσο στους SEVEN SISTERS όσο και στους PHANTOM SPELL, είναι τόσο προσωπικό, που δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να καθίσω σε ένα δωμάτιο με κάποιον άλλο και να βγάλω το ίδιο αποτέλεσμα.

Σου είναι δύσκολο να «χωρίσεις» την έμπνευσή σου στα δύο, όσον αφορά τις μπάντες σου;
Το στυλ σύνθεσης των τραγουδιών, η παραγωγή και η συνολική αισθητική είναι διαφορετικά, οπότε δεν το βρίσκω πολύ δύσκολο να τα κρατήσω ξεχωριστά στο μυαλό μου. Στους SEVEN SISTERS οι κιθάρες έχουν πολύ περισσότερο “gain” και χρησιμοποιείται πολύ “delay” και “reverb”, για να δημιουργηθεί μια «διαστημική» ατμόσφαιρα. Υπάρχουν πλήκτρα, αλλά είναι πιο 80’s-style και ο ρόλος τους είναι να φτιάξουν απλά ατμόσφαιρα, κατάλαβες, ένα «φόντο» ας πούμε. Το ίδιο και οι μίξεις, έχουν αυτόν τον “larger-than-life” χαρακτήρα που συναντάμε στα 80s. Στους PHANTOM SPELL, χρησιμοποιώ εξοπλισμό της εποχής του ’70 (ή όσο πιο κοντά μπορώ να φτάσω σε αυτόν, χρησιμοποιώντας ψηφιακά μοντέλα), το στυλ της μίξης είναι πιο κοντά στην παραγωγή του ’70 και πιο «οργανικό». Αποφεύγω επίσης να γράφω και για τις δύο μπάντες ταυτόχρονα.

Σημαντική λεπτομέρεια αυτή!
Ναι, θα επικεντρωθώ εξ ολοκλήρου στη μία μπάντα μέχρι να τελειώσει το project και μετά θα στραφώ στην άλλη. Με αυτόν τον τρόπο, η έμπνευσή μου δεν διοχετεύεται σε πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα και έτσι, μπορώ πραγματικά να μπω στη «νοοτροπία» κάθε συγκροτήματος. Μόλις κυκλοφορήσει το “Heather & Hearth” (σ.σ: η συνέντευξη δόθηκε πριν την ημερομηνία κυκλοφορίας), νομίζω ότι ο κόσμος θα καταλάβει τις διαφορές. Είναι πολύ σαφείς. Το πρώτο άλμπουμ των PHANTOM SPELL είχε στιγμές που θα μπορούσαν να είναι των SEVEN SISTERS, αλλά τώρα μιλάμε για δύο απολύτως ξεχωριστές οντότητες.

Αν και ξέρω την απάντηση, θα ρωτήσω. Υπάρχει πιθανότητα να αφήσεις έναν συνεργάτη σου να παρέμβει στη μουσική σου ως συνθέτης, στο μέλλον;
Με τους SEVEN SISTERS είναι σίγουρα πιο «δημοκρατικός» ο τρόπος με τον οποίο δουλεύουμε. Είμαι ο manager του συγκροτήματος και αναλαμβάνω πολλές διοικητικές εργασίες. Τα άλλα παιδιά έχουν τους ρόλους τους και συζητάμε μαζί κάθε απόφαση πριν κάνουμε μια κίνηση. Συμβάλλουν επίσης στο γράψιμο, από καιρό σε καιρό. Αντίθετα, οι PHANTOM SPELL είναι ολότελα δικό μου project. Εγώ κάνω τις επιλογές για τα πάντα και γράφω όλη τη μουσική. Τα παιδιά που έχω στη μπάντα είναι φανταστικά και τους αγαπώ πολύ, όπως είπαμε, αλλά ο ρόλος τους είναι να παίζουν τα τραγούδια με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και αυτό είναι όλο. Χωρίς να θέλω να μειώσω την σημασία και την συνεισφορά τους, εννοώ ότι δεν ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο αφορά το συγκρότημα. Οπότε, δε βλέπω να μοιράζομαι τις συνθετικές ευθύνες στους PHANTOM SPELL. Διαφορετικά, θα ξεκινούσα απλά ένα άλλο project και θα το ονόμαζα κάτι άλλο.

Ποιο είναι το concept του “Shadow of a fallen star”;
Το πρώτο μέρος, “Shadow of a fallen star Pt. 1”, είναι μια ιστορία «μεταμόρφωσης» και «αποδοχής ευθύνης». Όταν το βάρος της γνώσης και της αλήθειας, μετατρέπει την πρωταγωνίστρια σε φύλακα και φυγά ταυτόχρονα. Ανακαλύπτει ένα σκοτεινό μυστικό, κρυμμένο στον πυρήνα του πλανήτη της, που την στέλνει σε ένα ταξίδι: Πρόκειται για μια εξωγήινη συνείδηση, παγιδευμένη σε έναν κρύσταλλο, που της αποκαλύπτει το αληθινό παρελθόν του λαού της και του πλανήτη, τη λεγόμενη «Μεγάλη Βιβλιοθήκη». Στο δεύτερο μισό, αυτό που εξελίσσεται στο “Shadow of a fallen star Pt.2”, η πρωταγωνίστριά μας οδηγείται πίσω στον κρυστάλλινο ναό, όπου πραγματικά ξεκίνησε η ιστορία του πλανήτη της. Στην πορεία «παλεύει» μέσα της με διάφορες επιρροές και απόψεις, για το ποιο θα έπρεπε να είναι το μονοπάτι της. Τελικά, καταφέρνει να απελευθερωθεί από όλες αυτές τις δυνάμεις, αλλά ο πλανήτης της πεθαίνει και εκείνη μένει μόνη της. Δεν είναι ένα ευτυχές τέλος, αλλά είναι το τέλος που έπρεπε να συμβεί.

Άρα τελειώνει το “Shadow of a fallen star”…
Είναι σίγουρα το τελευταίο κεφάλαιο! Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουμε ένα “Part 3” σε σαράντα χρόνια, όταν επανασυνδεθούμε για το Keep It True! (γέλια)

Τέλεια, ας επικεντρωθούμε τώρα στους PHANTOM SPELL. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του “Immortal’s Requiem”, ποιες είναι οι εντυπώσεις από την υποδοχή/αποδοχή του κόσμου;
Είμαι ακόμη και τώρα, πραγματικά έκπληκτος! Δεν είχα ιδέα τι να περιμένω. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα αρέσει σε κάποιον, αυτό που σκέφτηκες και αρέσει σε σένα. Εντάξει, είχα την τύχη να λάβω μερικές εξαιρετικές κριτικές και να διαβάσω πολύ κολακευτικά σχόλια από τον Τύπο, έχοντας απολαύσει πραγματικά τη δημιουργία του “Immortal’s Requiem” και πίστευα ότι ίσως και οι άλλοι να απολάμβαναν εξίσου την ακρόασή του. Ωστόσο, δεν μπορούσα ποτέ να προβλέψω την ακριβή απήχηση που θα είχε! Αυτό με βοήθησε να προσεγγίσω ένα κοινό πέρα από τους ανθρώπους που με γνώριζαν μέσω των SEVEN SISTERS. Είναι ένα πολύ όμορφο ταξίδι μέχρι στιγμής και φαντάσου, μόλις άρχισε! Μοιάζει σαν την τέλεια μουσική παιδική χαρά, ανυπομονώ να δω τι μουσική θα βγει στην συνέχεια!

Ποια ήταν η διαδικασία σύνθεσης του νέου δίσκου; Αντιμετώπισες προκλήσεις που δεν είχες αντιμετωπίσει στο παρελθόν;
Δεν υπήρξαν πραγματικές προκλήσεις. Ναι, προκαλώ τον εαυτό μου να δοκιμάζει νέες ιδέες, να παίζει καλύτερα, να ηχογραφεί καλύτερα, αλλά όσον αφορά δυσκολίες στη διαδικασία, δεν υπήρχαν. Αν υπήρχαν, θα έφταιγα μόνο εγώ ο ίδιος! Το μικρό μου «στούντιο» λειτουργεί αρκετά καλά για να κάνω τη δουλειά μου. Κάνω τα πάντα σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και η εγκατάστασή μου (σ.σ: το “setup”, είπε χαρακτηριστικά) είναι σχετικά απλή. Η μεγαλύτερη «πρόκληση» που αντιμετωπίζω, θα μπορούσα να πω ότι είναι να κάνω τα πράγματα εγκαίρως. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να καθυστερήσω τόσο που να μου πάρει «αιώνες» να κάνω ένα τραγούδι, αλλά το να είσαι αφεντικό του εαυτού σου, σημαίνει ότι πρέπει να θέτεις και σε σένα προθεσμίες! Έχοντας γίνει αρκετά καλός σ’ αυτό, με βοηθάει πραγματικά να παίρνω αποφάσεις και να καταλαβαίνω πότε το «αρκετό» είναι όντως «αρκετό».

Με τι ασχολούνται οι στίχοι των PHANTOM SPELL, γενικά;
Σε γενικές γραμμές, είναι στίχοι βασισμένοι στη φαντασία. Λατρεύω τη λογοτεχνία φαντασίας, την τέχνη, τα παιχνίδια. Ό,τι έχει να κάνει με τον χώρο του φανταστικού. Είναι ο τέλειος σύντροφος για το σπασικλάδικο metal και το prog σε στυλ 70s, που παίζω! (γέλια) Τούτου λεχθέντος, μία από τις προκλήσεις που έθεσα στον εαυτό μου όταν ξεκίνησα τους PHANTOM SPELL, ήταν να γράψω πιο ουσιαστικούς στίχους. Να μη φοβάμαι να γράψω για πιο προσωπικά θέματα και ίσως να εκθέσω λίγο τον εαυτό μου μέσα από τις λέξεις. Το έκανα και η επίδραση στους στίχους μου, ήταν πραγματικά θετική! Σήμερα, βρίσκω τον εαυτό μου να απολαμβάνει την όλη διαδικασία και ξέρω πως έχω μπροστά μου μια άλλη οδό, για να εκφραστώ.

Είσαι επίσης υπεύθυνος για την ηχογράφηση και τη μίξη στα δικά σου Wizard Tower Studios αλλά είπαμε, θέλεις να έχεις τον πλήρη έλεγχο! (γέλια)
Υποθέτω ότι φαίνεται αυτό, έτσι δεν είναι; Χαχα! Εντάξει, ακριβώς επειδή μου αρέσει πολύ να γράφω και να ηχογραφώ μουσική, θέλω όσο το δυνατόν λιγότερα εμπόδια! Όλα τα υπόλοιπα, είναι bonus. Οι συναυλίες, οι καλές κριτικές, όλα αυτά τα επιπλέον πράγματα. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία για μένα, είναι το γράψιμο και η ηχογράφηση. Υποθέτω ότι μπορεί να φαίνομαι σαν να είμαι ένα “control freak” (σ.σ: το αφήνω στο πρωτότυπο αυτό), το δέχομαι, από πολλές απόψεις, είμαι. Κατά κάποιον τρόπο όμως πρέπει να είμαι, αν πρόκειται να διαχειριστώ τον εαυτό μου ως «αυτοαπασχολούμενο δημιουργό».

Κι αν κάποια στιγμή, πάψει να υπάρχει ενδιαφέρον από τον κόσμο;
Α, το περιμένω αυτό! Κάποια στιγμή, ο κόσμος θα σταματήσει να ενδιαφέρεται για το τι κάνω… μια χαρά, δεν έχω κάποιο θέμα με αυτό, έτσι είναι τα πράγματα. Οι συναυλίες θα σταματήσουν, οι πωλήσεις θα σταματήσουν, αλλά εγώ να σταματήσω να γράφω και να ηχογραφώ, αποκλείεται! Ωστόσο, για να επιστρέψω στο προηγούμενο θέμα, δεν ηχογραφώ τα πάντα μόνος μου επειδή το θέλω, απαραίτητα. Ένας σημαντικός λόγος που το κάνω με αυτόν τον τρόπο, είναι επειδή είναι ο γρηγορότερος τρόπος για να υλοποιήσω πλήρως τις ιδέες μου. Θα ήθελα πολύ να μπορώ να ηχογραφώ, με τη μπάντα, «ζωντανά» στο στούντιο και να κάνω τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο, απλά δεν έχω τα χρήματα για να κάνω κάτι τέτοιο, αυτήν την στιγμή. Το έχω βάλει όμως στόχο, να το καταφέρω!

Πώς επέλεξες τους συνεργάτες σου για τις «ζωντανές» εμφανίσεις των PHANTOM SPELL;
Γνώρισα τον Jose, τον Miguel και τον Josevi μέσω της Paula, της γυναίκας μου. Ήταν φίλοι, για αρκετό καιρό. Ο Jose και ο Miguel είναι από την ίδια πόλη με εκείνη. Όταν η Paula ανέφερε ότι άρχισα να ψάχνω μουσικούς για το project των PHANTOM SPELL, ουσιαστικά όλοι εξέφρασαν ενδιαφέρον ταυτόχρονα. Ήταν το «τέλειο» για μένα, επειδή τα παιδιά αυτά παίζουν μαζί σε ένα άλλο συγκρότημα, που ονομάζεται CHANTRICE, οπότε γνωρίζονταν καλά κι είχαν ήδη αναπτύξει έναν πολύ καλό τρόπο συνεργασίας. Η εύρεση του Ramon, του πληκτρά, ήταν πραγματικό «λαχείο»! Μέσω ενός φίλου κατάφερα να πάρω το τηλέφωνό του και να συναντηθούμε. Τα πήγαμε πολύ καλά από την αρχή! Οπότε ναι, ήμουν πολύ τυχερός όταν έψαχνα να βρω ανθρώπους για να μπουν στη «ζωντανή» μπάντα των PHANTOM SPELL. Κατάφερα να φτιάξω μια μπάντα αρκετά γρήγορα, κάτι που, όποιος μας διαβάζει κι έχει προσπαθήσει να το κάνει, ξέρει πόσο δύσκολο και συνάμα τυχερό είναι.

Ποιο είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό που αναζήτησες σε αυτούς;
Κοίτα, το να προσπαθείς να φέρεις σε συνεργασία μουσικούς και να τους κάνεις να δεσμευτούν, μπορεί να γίνει ο απόλυτος εφιάλτης! Ευτυχώς, εγώ δεν τον ζω χαχα! Είμαι πολύ ευχαριστημένος με το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Οι συνεργάτες μου είναι απίστευτα ταλαντούχοι μουσικοί και είναι τιμή μου που θα μοιραστώ και στο μέλλον την σκηνή μαζί τους. Αλλά νομίζω ότι, πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να βρεθούν άνθρωποι που δεν είναι μαλάκες. Μπορώ να σου μάθω τη μουσική, μπορώ να σε καθοδηγήσω, δε μπορώ να σου μάθω πώς να μην είσαι μαλάκας! (σ.σ: τεράστια ατάκα!)

Πώς ήρθες σε επαφή με την Dissonance Productions, για τους SEVEN SISTERS;
Απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν ο Marek Steven των AMULET που με σύστησε σε έναν τύπο που λεγόταν Steve Beatty. Ο Steve ήταν ο ιδρυτής της Dissonance Productions, αλλά δεν την έχει πια. Την πούλησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε μια εταιρεία που ονομάζεται Cherry Red Records. Πραγματικά, ευτυχώς που την πούλησε, γιατί ο τύπος είναι φασίστας και καθίκι. Θα μετανιώνω για πάντα που υπέγραψα συμβόλαιο μαζί του. Αντίθετα, ο Dan Tobin, που τώρα «τρέχει» την Dissonance Productions, είναι ένας τύπος αληθινό «διαμάντι» και πραγματικά προσπάθησε να μας βοηθήσει με κάθε δυνατό τρόπο, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας. Τώρα βέβαια που μιλάμε, είμαστε επί της ουσίας free agents, ωστόσο δε νομίζω ότι θα βιαστούμε να υπογράψουμε με κάποιον σύντομα…

Και με την Cruz del Sur Music, αντίστοιχα;
Όσον αφορά τον Enrico, το αφεντικό της Cruz del Sur Music, νομίζω ότι η πρώτη μας «συνάντηση» ήταν διαδικτυακή. Θυμάμαι να του στέλνω μηνύματα στις πολύ πρώιμες μέρες των SEVEN SISTERS, όταν δοκιμάζαμε την τύχη μας, μήπως και κλείσουμε ένα δισκογραφικό συμβόλαιο με κάποια εταιρεία. Υποθέτω ότι δεν είχαμε ακόμα «ανθίσει» πλήρως ως συγκρότημα και οι δυνατότητές μας δεν ήταν πολύ εμφανείς! (γέλια) Μετά από αυτό κρατήσαμε κάπως επαφή μέσω Facebook και τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξεκίνησαν οι PHANTOM SPELL, έχουμε μια αρκετά στενή συνεργασία. Εμπιστεύομαι πραγματικά τον Enrico. Είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστεύομαι στη μουσική βιομηχανία.

Τι μας επιφυλάσσεις για το μέλλον; Υπάρχουν ίσως επιρροές που αν «έπεφταν στο τραπέζι», να εξέπλητταν; Θα σε χαρακτήριζες «ανοιχτόμυαλο» ή κινείσαι μουσικά μέσα σε συγκεκριμένα όρια;
Χμ… Έχω ένα αρκετά ευρύ φάσμα επιρροών, αλλά από την στιγμή που όλοι έχουμε πρόσβαση σε όλη τη μουσική του κόσμου, δύσκολα βρίσκουμε πια ανθρώπους που να μην τους αρέσουν πολλά διαφορετικά πράγματα, έτσι δεν είναι; (σ.σ: εγώ πάλι, πιστεύω το αντίθετο, οι παρωπίδες ακόμη και σήμερα, κυριαρχούν) Έχω τις δικές μου «συνήθειες», όσον αφορά την σύνθεση τραγουδιών, τις οποίες γνωρίζω πολύ καλά και προσπαθώ να ξεφύγω από αυτές. Ο μόνος τρόπος για να το καταφέρω αυτό, είναι να συνεχίσω να ανακαλύπτω νέα πράγματα και να μαθαίνω από αυτά. Αν αισθάνεσαι λίγο άβολα με την κατεύθυνση που παίρνει ένα τραγούδι, τότε μάλλον κάτι κάνεις σωστά! (σ.σ: κι άλλη ωραία ατάκα!)

Κάνοντας τον «δικηγόρο του Διαβόλου»… μήπως η τάση για πειραματισμό, γίνεται κάποια στιγμή επικίνδυνη;
Το να είσαι χαλαρός, μπορεί να είναι επικίνδυνο! Το να είσαι όσο το δυνατόν πιο ανοιχτόμυαλος και να δοκιμάζεις διαφορετικά πράγματα, είναι ένας καλός τρόπος να «γονιμοποιήσεις» τη δημιουργικότητά σου. Αν συνεχίσεις να ακούς, να διαβάζεις και να βλέπεις τα ίδια πράγματα, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να επαναλαμβάνεις αυτά τα πράγματα στη δική σου δουλειά. Η ανάπτυξη της περιέργειας είναι εξίσου σημαντική, αν όχι περισσότερο, από την ανάπτυξη των τεχνικών δεξιοτήτων, ως μουσικός. Κατά την εξαιρετικά ταπεινή μου γνώμη, πάντα.

Κάτι άλλο που μου έχει κάνει θετική εντύπωση, τόσο στους SEVEN SISTERS όσο και στους PHANTOM SPELL, είναι ότι δίνεις προσοχή στο artwork κάθε κυκλοφορίας.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ ήταν πάντα σημαντικό για μένα. Μου αρέσει πολύ το ζωγραφισμένο ή σχεδιασμένο στο χέρι εξώφυλλο. Ειδικά αν σκεφτείς ότι η μουσική μου βασίζεται κυρίως στη φαντασία, ένα τέτοιο εξώφυλλο ταιριάζει απόλυτα με τη συνολική αισθητική. Το να έχω ένα σπουδαίο έργο τέχνης, για να το χρησιμοποιήσω για το εξώφυλλο ενός άλμπουμ, θα αποτελεί πάντα προτεραιότητά μου. Η εύρεση νέων καλλιτεχνών και η συνεργασία μαζί τους, είναι μια από τις αγαπημένες πτυχές της δουλειάς μου.

Πολλοί εκεί έξω δεν συμμερίζονται αυτήν την άποψη, όπως φαίνεται… με όλες αυτές τις Α.Ι αηδίες που «πλασάρονται» ως τέχνη…
Ααα… η Α.Ι… Άλλος ένας τρόπος για να μας «χαλάσουν τη μέρα» οι απανταχού “tech-bros”! Δεν καταλαβαίνω και απλά δεν θα προσπαθήσω καν να καταλάβω, γιατί οι άνθρωποι έχουν βαλθεί να διαγράψουν τη δημιουργική διαδικασία. Η διαδικασία, το ταξίδι, είναι το νόημα. Η ενασχόληση με τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους, είναι ένα τεράστιο μέρος της δημιουργίας! Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι αυτός είναι ο κύριος λόγος, για τον οποίο νιώθουμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε, εξ αρχής!

Πιστεύεις πως υπάρχει σύνδεση των Α.Ι εξωφύλλων, με την digital μορφή της μουσικής;
Ξεκάθαρα! Η σημασία του εξώφυλλου ενός άλμπουμ, έχει μειωθεί από τότε που στραφήκαμε προς την ψηφιακή κατανάλωση μουσικής. Μεγάλο κρίμα… Μπορώ να πω κάτι τελευταίο, για τη γενεσιουργό τεχνητή νοημοσύνη;

Βεβαίως!
Θα συνιστούσα σε όποιον μας διαβάζει και δεν καταλαβαίνει γιατί οι καλλιτέχνες αντιδρούν τόσο έντονα στην τεχνητή νοημοσύνη, να ψάξει λίγο και να δει τη σοκαριστική ηθική αυτών των εταιρειών. Πρόκειται, στον πυρήνα της, για κλοπή. Για να μην αναφέρουμε τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχει η τεχνητή νοημοσύνη. Εκτοξεύει στα ύψη τη ζήτηση για καύσιμα και είναι εντελώς μη βιώσιμη. Και για ποιο λόγο; Απλά για περισσότερες άψυχες μαλακίες που θα «φράζουν» το feed σας, ενώ εσείς κάνετε “doom scroll”. Η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο αν τη χρησιμοποιούσαμε για να ξεμπερδεύουμε με όλες τις «πεζές» εργασίες και να δώσουμε σε όλους μας περισσότερο ελεύθερο χρόνο, για να τον ξοδέψουμε όμορφα! Αντ’ αυτού, «οπλοποιείται» και χρησιμοποιείται για να διαγράψει τη δημιουργική διαδικασία στο όνομα του κέρδους. Δείτε σε τι ξοδεύει τα χρήματά του ο CEO του Spotify…

Υπάρχει κάτι που σε «φοβίζει», ως μουσικό;
Οι ολοένα και πιο δρακόντειες, αυταρχικές και φασιστικές συμπεριφορές των «ηγετών» των χωρών, καθώς πασχίζουν θλιβερά για να αποκτήσουν κέρδη εις βάρος της ανθρωπότητας και του πλανήτη.

Έχεις αναμνήσεις από τις ζωντανές σας εμφανίσεις στην Αθήνα; Η εμφάνιση των PHANTOM SPELL στο περσινό Up the Hammers, ήταν για πολλούς η καλύτερη στιγμή του τριημέρου και μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, για το φεστιβάλ!
Ωωω, αυτό είναι πολύ επαινετικό, ευχαριστώ πολύ! Ήταν μια πραγματικά ξεχωριστή συναυλία για εμάς και αγαπήσαμε κάθε δευτερόλεπτο της. Η ατμόσφαιρα του Up The Hammers είναι τόσο μαγική… Είναι θα έλεγα μεταδοτική! Ανυπομονούμε να επιστρέψουμε το 2026.

Υπάρχουν συγκροτήματα, καλλιτέχνες με τους οποίους θα ήθελες να συνεργαστείς στο στούντιο ή να μοιραστείτε την σκηνή;
Νομίζω ότι η τέλεια συναυλία για τους PHANTOM SPELL θα ήταν με τους IRON GRIFFIN, τους WYTCH HAZEL και τους HÄLLAS. Θα ήθελα πολύ να συμβεί αυτό μια μέρα! Αν όχι όλοι μαζί την ίδια στιγμή, τουλάχιστον σε ξεχωριστές περιπτώσεις. Ένα τρελό όνειρό μου όμως είναι να ηχογραφήσω με τον Alan Parsons ή να μου ζητηθεί να τραγουδήσω με τους AVANTASIA!

Λίγο πριν το τέλος, θα ήθελα να μοιραστείς με τους αναγνώστες μας τα πέντε αγαπημένα σου άλμπουμ, από σύγχρονα συγκροτήματα που σου αρέσουν πολύ, ανεξαρτήτου μουσικού είδους…
Χαχα έγινε! Λοιπόν, πέντε άλμπουμ από σύγχρονα συγκροτήματα που μου άρεσαν πολύ τα τελευταία χρόνια είναι τα εξής: AIR RAID – “Fatal Encounter” (σ.σ: παρουσίαση από τον Θοδωρή Μηνιάτη, ΕΔΩ), ENCLOAKED – “Leaving lancre” (σ.σ: dungeon synth project του Jeff Black των GATEKEEPER), IRON GRIFFIN – “Storm of magic” (σ.σ: παρουσιάστηκε στο Underground Halls Vol. 100), GRENDEL’S SŸSTER – “Katabasis into the Abaton” (σ.σ: παρουσιάστηκε στο Underground Halls Vol. 184) και το “Unreal Unearth” του Hozier (σ.σ: ο γνωστός, “Take me to church” και τα… «ρέστα»).

…και να επιλέξεις πέντε τραγούδια που σε αντιπροσωπεύουν καλύτερα ως μουσικό, από την αρχή της καριέρας σου μέχρι σήμερα.
Πέντε τραγούδια που με αντιπροσωπεύουν καλύτερα ως μουσικό; Αυτό κι αν είναι πολύ δύσκολο… πέντε τραγούδια δεν μου φαίνονται αρκετά! (γέλια) Θα διαλέξω από τους THE BEACH BOYS το “God only knows”, το τέλειο τραγούδι, το “The quiet joys of brotherhood” από Sandy Denny, THIN LIZZY το “Cowboy song”, Tomaso Albinoni το “Adagio in G Minor” και από RETURN TO FOREVER το “Duel of the Jester and the Tyrant” (σ.σ: καταπληκτικό jazz fusion με τους Stanley Clarke, Chick Corea, Al Di Meola, Lenny White).

Αυτό ήταν! Σε ευχαριστώ για το χρόνο σου, Kyle! Κλείσε όπως θες την κουβέντα μας.
Πωπω, πόσα είπαμε, ε; Θα ήθελα να ευχαριστήσω εσένα Δημήτρη και το Rock hard για το «βήμα» που μου δώσατε και όλους όσους έφτασαν μέχρι εδώ στη συνέντευξη! Η υποστήριξη στους PHANTOM SPELL και τους SEVEN SISTERS από την Ελλάδα είναι πραγματικά απίστευτη και σημαίνει τα πάντα για μένα! Ανυπομονώ να επιστρέψω στην Αθήνα το 2026. Μέχρι τότε, απολαύστε το νέο άλμπουμ και θα σας δούμε σύντομα!

Παρουσίαση δίσκου/συνέντευξη: Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: PHANTOM SPELL
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Heather and Hearth”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Cruz Del Sur Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Kyle McNeill – Φωνητικά, κιθάρα
Jose Soler – Κιθάρα
Ramon Romero – Πλήκτρα
Miguel Moreno – Μπάσο
José Vicente – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
Immortal’s Requiem (Wizard Tower/Cruz Del Sur Music SRL , 2022)
Tales from the Black Spire (Digital EP, 2023)
Palantiri (split EP, 2024)
Heather and Hearth (Wizard Tower/Cruz Del Sur Music SRL, 2025)

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here