Underground Halls Vol. 89 (ABYSSUS, DRUID LORD, NECROPHAGOUS, Rick Miller, XCIII)

0
248
Airged1
Airged1












«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/KAΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: ABYSSUS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Death revival”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Transcending Obscurity Records

ΣΥΝΘΕΣΗ:
Κώστας Αναλυτής – Φωνητικά
Πάνος Γκουρμπαλιώτης – Kιθάρες
Κώστας Ραγκιαδάκος – Μπάσο
Χρήστος Λιάκος – Κιθάρες
Jan Westermann – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Spotify

YouTube

Το όνομα των ABYSSUS πλέον εκτός από γνωστότατο και μη εξαιρετέο εντός συνόρων της χώρας μας, έχει αρχίσει σταδιακά να μεγαλώνει και εκτός Ελλάδος και απόλυτα δίκαια. Βλέπετε είναι πέρα από τη δεδομένη αξία της μπάντας και η συνεχής τους εγρήγορση με διάφορες κυκλοφορίες, όπου ειδικά τα ΕΡ και τα split δεσπόζουν στον κατάλογο τους. Τι γινόταν όμως με το περιβόητο δεύτερο άλμπουμ που άργησε 7 σχεδόν χρόνια από την εποχή του “Into the abyss” (2015); Η απάντηση έρχεται με το Death revival και με το συγκρότημα να δείχνει –και να ακούγεται- σε φοβερή φόρμα, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 2015. Ο δίσκος ήταν έτοιμος εδώ και χρόνια, αλλά διάφορα γεγονότα έφεραν αρκετά πίσω την κυκλοφορία του, με αποτέλεσμα την ώρα που μιλάμε και πριν καν καταλαγιάσει ο θόρυβος για το “Death revival”, οι ABYSSUS να έχουν σχεδόν έτοιμο και το τρίτο full-length. Από όλα τα παραπάνω κατανοείς ότι μόνο για άτομα που χάνουν τον καιρό τους δεν πρόκειται. Ας πάμε όμως στα του δίσκου ο οποίος ενώ κυκλοφόρησε μόλις και είναι φρέσκος στα αυτιά των πολλών, είχε ήδη προλάβει να δημιουργήσει αίσθηση στα αυτιά των λίγων που είχε φτάσει. Από στόμα σε στόμα δημιουργήθηκε αρκετός ντόρος.

Όπως παλιά που υπήρχε δύναμη και επιρροή στη συνεννόηση των οπαδών, έτσι και τώρα οι ABYSSUS δείχνουν πόσο πραγματικά old school ακούγονται, καθώς ο δίσκος τους παραπέμπει στις χρυσές εποχές του death metal και μάλιστα πριν καν κάνει το μπαμ το 1991. Κοινώς μιλάμε για άκουσμα που θα μπορούσε πολύ άνετα να είχε βγει μεταξύ 1989-1990 που το είδος προσπαθούσε να εδραιωθεί και που η απλότητα των δομών παραπέμπει σε εποχές που ούτε blast beats χρειάζονταν, ούτε πολλαπλές νότες για να εντυπωσιάσουν και φυσικά ούτε υπέρμετρη τεχνική, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα παιδιά στερούνται κλάσης ο καθένας. Μιλάμε για ξεκάθαρο αποτέλεσμα όπου ο ήχος είναι κάργα DEATH εποχής “Spiritual healing”, δανειζόμενος την αύρα του ιερού “Seven churches” των POSSESSED και με ένα ηγεμονικό εξώφυλλο από τον «πολύ» Andreas Marschall που προφανώς θυμίζει OBITUARY και δη εποχές “The end complete”. Αυτή τη φορά, τα παιδιά πέρα από την γνώριμη χροιά του Κώστα Αναλυτή στα φωνητικά που πάντα γλυκοκοιτάζει προς τον John Tardy, αλλάζουν ρότα στο στυλ τους και έτσι το “Death revival” είναι πιο κλασικά ντεθμεταλλάδικο από το “Into the abyss”, ενώ και οι ταχύτητες σε σημεία είναι αυτές που πρέπει, έχοντας παραμερίσει αισθητά (αλλά όχι τελείως) το παλαιότερο groove.

Από το άνοιγμα με το “Metal of death” ως το κλείσιμο με το “When wolves are out to hunt” που είναι το μεγάλο κομμάτι του δίσκου κοντά στα 7’, μόλις σε 7’ και σε περίπου 33’ διάρκειας, οι ABYSSUS καταφέρνουν να κάνουν όσα δεν μπορούν αμέτρητες μπάντες του είδους εκεί έξω. Αρχικά να είναι ουσιώδεις, δεύτερον να ξέρουν που να σταματήσουν με το να μην υπερφορτώσουν ένα δίσκο, να έχουν φοβερά riffs, τρομερά breaks μέσα στα κομμάτια, μια υπέροχη δυνατή και καθαρή αλλά όχι γυαλισμένη παραγωγή και στο σύνολο του το “Death revival” να είναι ένα άλμπουμ που φέρνει ξανά στο προσκήνιο το death metal όπως αγαπήθηκε. Απλό, λιτό, απέριττο και πειθήνιο. Με συγκινεί η DEICIDE-ίλα του “The beast within”, το πόσο εύστοχα έχει τοποθετηθεί κάθε στιγμή σε κάθε κομμάτι και το πόσο σκληρά δουλεύουν συνεχώς για να διατηρούνται σε τέτοια φόρμα. Το “Death revival” θα αποτελέσει πλέον την επίσημη αναγνώριση τους ακόμα κι απ’ όσους δεν τους γνώριζαν και θα είναι το εφαλτήριο για κάτι ακόμα ανώτερο προσεχώς (ελπίζω πολύ σύντομα). Τα πράγματα γενικά στη μουσική μας θα ήταν πολύ πιο όμορφα με μπάντες με το σκεπτικό και απόδοση των ABYSSUS, αλλά επειδή δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα, ας τους δώσουμε το credit που αξίζουν χωρίς να περιμένουμε το χρόνο να περάσει.

(9 / 10)

Άγγελος Κατσούρας

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: DRUID LORD
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Relics of the Dead”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Hells Headbangers
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Pete Slate – Κιθάρες, mellotron
Tony Blakk – Φωνητικά, μπάσο
Chris Wicklein – Κιθάρες
Elden Santos – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook

Spotify
YouTube

Μια ντουζίνα χρόνια κλείνουν στην σκηνή οι doom/deathsters DRUID LORD, από το Orlando. Δύο δίσκοι το 2010 και το 2018 (“Hymns for the Wicked” και “Grotesque Offerings”) και κάποια eps και splits στο ενδιάμεσο, μπορεί να μην τους καθιστούν αν μη τι άλλο από τα «εργατικά» και «παραγωγικά» groups του χώρου, την ποιότητά τους όμως, οφείλουμε να την αναγνωρίσουμε και ας μην είμαστε φανατικοί/προσηλωμένοι οπαδοί του είδους. Το “Grotesque offerings”, λοιπόν, σημείωσε αρκετή επιτυχία και κατέστησε το group κάτι παραπάνω από «ελπίδα για το μέλλον». «Ελπιδοφόρο» είναι ένα αξιόλογο album, που θέτει βάσεις. Που δείχνει δυνατότητες, που φανερώνει προοπτική. «Ελπιδοφόρο» ήταν το “Hymns for the Wicked”, το “Grotesque Offerings” ήταν ένας πραγματικά καλός δίσκος, που περίπου απαιτούσε ο διάδοχός του να είναι άξιός του, ώστε οι DRUID LORD να καθιερωθούν στην συνείδηση του κόσμου. Με αυτό ως στόχο και με μια αλλαγή στην σύνθεσή τους (ο Chris Wicklein των KILLING ADDICTION κρατά πλέον τη δεύτερη κιθάρα), οι Αμερικανοί δε χρειάστηκε να περιμένουν άλλα οκτώ χρόνια και μπήκαν σχετικά (για αυτούς) γρήγορα στο studio ώστε να συνθέσουν και να ηχογραφήσουν το τρίτο τους πόνημα, “Relics of the Dead”

… που τους βρίσκει σε πολύ καλή φόρμα. Από το «μακάβριο» εξώφυλλο ακόμη, το οποίο εμμένει στο ίδιο γκροτέσκο-υπερφυσικό-μεταφυσικό concept, φαίνεται πως το συγκρότημα θα ακολουθήσει την ίδια, επιτυχημένη, συνταγή: Θηριώδες, αλλά πραγματικά ΘΗΡΙΩΔΕΣ, doom/death metal, με «τεράστιες» κιθάρες που άλλοτε «έρπονται» και άλλοτε φαντάζουν ως πολιορκητικός κριός που χτυπά ανηλεώς πρόχειρα κατασκευασμένες οχυρώσεις, rhythm section ανάλογης φιλοσοφίας και φωνητικά που, αν και extreme, είναι πολύ περισσότερο «φιλικά» για το αυτί όποιου υπό άλλες συνθήκες θα εκτιμούσε τη μουσική, αλλά δε θα άντεχε τις φωνητικές μελωδίες. Οι στίχοι εννοείται πως κινούνται στον χώρο του μεταφυσικού thriller, μιλώντας για τρόμο και θάνατο, ωστόσο δεν οριοθετούν τη μουσική, η οποία σε αρκετά σημεία αποκτά ακόμη και έναν επικό χαρακτήρα, σημάδι/απόδειξη του ότι το “epic” δε γνωρίζει/καταλαβαίνει από όρια, σύνορα και «στεγανά» και ταιριάζει παντού.

Για να γίνω περισσότερο κατανοητός, θα μπορούσα να πω πως η μουσική που βγαίνει από το “Relics of the Dead” μοιάζει με ένα απόλυτα επιτυχημένο jamming που καθίσταται στο τέλος «φροντιστήριο». Οι CATHEDRAL, BOLT THROWER, CELTIC FROST/TRIPTYKON (από τους «παλαιούς» της «φάσης»), ενώνουν την έμπνευσή τους με τους HOODED MENACE, τους THRONEHAMMER ή τους THE GATES OF SLUMBER. Αργόσυρτοι doom ρυθμοί συμπορεύονται με blastbeats, ψυχοπομπικές μελωδίες μετουσιώνονται σε εξυψωτικά θέματα, κάποια εμβόλιμα «καθαρά» σημεία, ιντερλούδια με κινηματογραφική essence, όλα συντελούν στη δημιουργία μιας εφιαλτικής, τρομαχτικής ατμόσφαιρας, υποβλητικής όσο και επιβλητικής. Αυτό είναι λοιπόν το “Relics of the Dead”. Σίγουρα μια άξια συνέχεια του “Grotesque offerings”, ένας δίσκος που θα σταθεροποιήσει τους DRUID LORD στα ψηλά «πατώματα» του σύγχρονου, extreme metal και ο οποίος μπορεί να εκτιμηθεί και από οπαδούς που δεν έχουν τον ακραίο ήχο στις πρώτες τους προτεραιότητες.

(7,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: NECROPHAGOUS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “In chaos ascend”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Transcending Obscurity Records

ΣΥΝΘΕΣΗ:
Joakim Svensson: Μπάσο
Martin Michaelsson: Τύμπανα
Tommy Carlsson: Κιθάρες, φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Spotify

Bandcamp
YouTube

Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα όταν μαζεύονται τρεις έμπειροι μουσικοί από τη Σουηδία και θέλουν να παίξουν Αμερικάνικα; Την απάντηση μας δίνουν άμεσα με το ντεμπούτο τους οι NECROPHAGOUS, οι οποίοι απαρτίζονται από ένα τρίο με συμμετοχή μεταξύ άλλων σε συγκροτήματα όπως οι BIRDFLESH, DEVILRY, ENTRAILS, VISCERAL BLEEDING. Αν μη τι άλλο το γνωρίζουν το άθλημα και αν προσθέσουμε και την αγάπη τους για τον Αμερικάνικο ήχο (εξάλλου όλοι οι Σουηδοί υπό την Αμερικάνικη επιρροή ξεκίνησαν τις αναζητήσεις τους πριν φτιάξουν τη δική τους σκηνή), το αποτέλεσμα είναι μια μικρή πρόκληση πριν την ακρόαση. Η ακρόαση του ντεμπούτου τους In chaos ascend διώχνει άμεσα τις αμφιβολίες για το τι θα ακούσετε, καθώς τα πάντα είναι ξεκάθαρα. MORBID ANGEL worship αποκλειστικά εποχής “Covenant” (Αγία Τριάδα του είδους ανέκαθεν), με τις κλασικές κλίμακες να ανεβοκατεβαίνουν, τα δυνατά τύμπανα που δεν σταματάνε ποτέ και το λαρύγγι του Tommy Carlsson να έχει πολύ David Vincent χροιά. Φαινομενικά δεν γίνεται καλύτερα, έτσι δεν είναι; Και πράγματι σε σημεία το άλμπουμ έχει μια φρεσκάδα που είναι δεδομένο ότι θες να έχεις αν είσαι νιούφης και θες να κάνεις μια πολύ καλή πρώτη εντύπωση. Πολύ καθαρός ήχος, παρότι τρίο ακούγονται συμπαγέστατοι και τους βοηθάει και η παραγωγή.

Η διαφορά βέβαια από το να έχεις έναν πολύ καλό δίσκο από έναν elite στην πρώτη ακρόαση δίσκο είναι αυτή που πρέπει να μας απασχολήσει και μια και μιλάμε για MORBID ANGEL, θα φέρω το παράδειγμα των HEXORCIST που παρουσιάσαμε στο Vol. 71. Oι τύποι δεν έπαιρναν αιχμαλώτους κι έβγαζαν αυτό το αίσθημα ότι ακούς κάτι που θα μείνει στην ιστορία. Οι δε NECROPHAGOUS που πέρα από MORBID ANGEL έχουν και λίγο CANNIBAL CORPSE όγκο στα κατεβάσματα υπέρ τους, προσφέρουν ένα πραγματικά αξιόλογο κι αξιοπρόσεκτο ντεμπούτο, ωστόσο θεωρώ ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν είχαν και λίγο περισσότερο προσωπικό ήχο με κάτι δικές τους πινελιές εδώ κι εκεί. Μου αρέσει πολύ το “In chaos ascend”, έχει σχεδόν τα πάντα που θέλω να ακούσω σε ένα δίσκο του είδους, δύναμη, σωστή αναλογία riffs/δίκασης, τσαμπουκαλεμένα φωνητικά, πανέμορφο ήχο, αλλά λείπει στο τέλος αυτό το «κάτι» το οποίο και θα του δώσει πολύ περισσότερες ακροάσεις μελλοντικά αλλά και θα μπορούσε να το θέσει ως υποψήφιο ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Ενώ λοιπόν ο βαθμός θα μπορούσε και ίσως θα έπρεπε να είναι στρογγυλοποιημένος, θα αφαιρέσω κατιτίς ώστε να με διαψεύσουν στο επόμενο τους βήμα, αν και όποτε θα έρθει αυτό μελλοντικά.

(7,5 / 10)

Άγγελος Κατσούρας

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: Rick Miller
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Old souls”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Hells Progressive Promotion Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Rick Miller – Φωνητικά, κιθάρα, μπάσο
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Sarah Young, Jaye Marsh – Φλάουτο
Mateusz Swoboda – Τσέλο
Barry Haggarty – Κιθάρα
Kane Miller – Κιθάρα, βιολί
Will – Τύμπανα, κρουστά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Facebook
YouTube

O Rick Miller ίσως σου είναι άγνωστος, ίσως πάλι όχι, ωστόσο ενημερώνω πως έχει, μαζί με το φετινό Old souls… δεκαοκτώ, ναι, καλά διάβασες, δεκαοκτώ δίσκους! Και τούτο δω το album, συνεχίζει την παράδοση που τον θέλει να εξερευνά συγκεκριμένα μουσικά ηχοτόπια χωρίς να ενδιαφέρεται για κάτι άλλο, παρά για το πώς αυτός θα εκφραστεί όπως νιώθει. Το λέει και ο ίδιος άλλωστε, και είναι παραπάνω από κατανοητός: «Αυτό είναι το πιο πρόσφατο άλμπουμ μου, με μια μουσική που θα αποκαλούσα ‘Progressive Rock’. Αυτός ο όρος προσδιορίζει, κατά τη γνώμη μου, το είδος της μουσικής που έγινε διάσημο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 από συγκροτήματα όπως οι GENESIS, οι MOODY BLUES και οι PINK FLOYD. Η μουσική είναι απαλή, σκοτεινή, μελωδική και περιστασιακά γίνεται πιο ‘αιχμηρή’, γιατί αυτό μου αρέσει. Έτσι, αν η ιδέα σας για το progressive είναι μια μίξη heavy metal και jazz fusion, τότε είναι απίθανο να βρείτε κάτι ενδιαφέρον εδώ. Ελπίζω όμως όσοι το ακούσετε, να το απολαύσετε και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την ακρόαση».

Ευθύς, ξεκάθαρος, τιμιότατος ο Rick, φώναξε μια ομάδα ικανότατων μουσικών, μια ομάδα που να συμμερίζεται τα «θέλω» και τα «πιστεύω» του, για να τον βοηθήσει σε τούτο το 18ο εγχείρημά του. Και κάνει πράξη όλα όσα περιγράφει. Το “Old souls” είναι ένα πανέμορφο μουσικό ταξίδι, που ξεκινά από την Γηραιά Αλβιώνα, περνά μέσα από την Ιβηρική και καταλήγει στα αχανή πεδία της Μεσοποταμίας. Σκοτεινό, μελαγχολικό, οριακά new age ατμοσφαιρικό prog rock, όπου κυριαρχούν από τη μια οι ακουστικές και Floyd-ish κιθάρες και από την άλλη το πιάνο και τα κλασσικά έγχορδα, με τη φωνή του Rick να είναι χαμηλοβλεπούσα και αισθαντική. Σε αρκετές στιγμές μάλιστα, ο δίσκος αποκτά μια υπερβατική, ambient, σχεδόν κινηματογραφική υφή που σε κάνει να νομίζεις, προς στιγμή έστω, ότι ακούς το soundtrack κάποιας ταινίας. Έχει και μερικά πραγματικά υπέροχα τραγούδια, σαν το “Time’s way”, το ρομαντικό “Guinevere”, το αισθαντικό “Haunt me”, το υποβλητικό “The red sky” ή το 12λεπτο “Don Quixote”, που αξίζουν της προσοχής σου. Ο Rick Miller με το “Old souls” συνεχίζει την πολύ καλή δισκογραφική του ροή, παράγει ποιότητα και απευθύνεται σε δύο ειδών ακροατές: Από τη μια αυτούς που είναι δηλωμένοι prog rockers και αγαπούν καλλιτέχνες σαν τους ALAN PARSONS PROJECT, BARCLAY JAMES HARVEST, PINK FLOYD και ELOY, και από την άλλη αυτούς που απλά αναζητούν… την καλή μουσική. Δίσκος χαρακτηριστικός του «όσοι πιστοί, προσέλθετε», που λέει και το γνωστό ρηθέν.

(7,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: XCIII
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Void”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: My Kingdom Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Guillaume Beringer – Φωνητικά, μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα
ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Maélise Vallez – Φωνητικά (“Red Lights”, “Hannah”, “Re”, “Lunchbox”)
Mathieu Devigne – Πιάνο (“Rosemary”)
Giulia Filippi – Φωνητικά (“Rosemary”)
Neemias Teixeira – Πιάνο (“Red Lights”)
Oisava – Βιολί (“VS”)
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Bandcamp
Website

Facebook
YouTube

Πάμε τώρα να δούμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Εντελώς όμως, οπότε να είσαι προετοιμασμένος για μια απρόοπτη «στροφή». Οι XCIII είναι η μπάντα-project του υπερδραστήριου Γάλλου Guillaume Beringer, ο οποίος έχει κυκλοφορήσει από το 2009 μέχρι και σήμερα ένα EP, ένα split και οκτώ (8) full length albums! Πήραν το όνομά τους από το ρωμαϊκό σύστημα αρίθμησης (93) και το ομότιτλο ποίημα του Charles Baudelaire (Poem 93, “A Une Passante”), που υπάρχει στο έργο του «Τα Άνθη του Κακού» (“Les Fleurs du Mal”). Ξεκίνησαν ως ένα avant-garde black metal σχήμα, αλλά με την πάροδο των ετών, η ολοένα και πιο «περιπετειώδης», «πειραματική» φύση του Beringer, μαζί με την συνεχώς αυξανόμενη τάση του προς εξερεύνηση νέων μουσικών «οδών», τους οδήγησε γρήγορα σε αλλαγή του ύφους τους. Αποτέλεσμα; Στη μουσική των XCIII εισχώρησαν στοιχεία από dark wave, ψυχεδέλεια, post rock ως και pop, σταδιακά, από το δεύτερό τους άλμπουμ “Enlighten” μέχρι να φτάσουμε στην οριστική (χωρίς να μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά) «μεταμόρφωση» του group με το “The Blue” EP, το οποίο κυκλοφόρησε το 2019 και ακούγοντάς το ξανά, καταλαβαίνουμε πως αποτέλεσε το προοίμιο του νέου, φετινού δίσκου με τίτλο “Void”.

Στο νέο του album, ο Guillaume τραγουδά και παίζει όλα τα όργανα, ενώ επίσης συνεργάζεται με μια πλειάδα μουσικών που συνδράμουν σε φωνητικά, πιάνο και βιολί. Με την πρώτη ακρόαση φαίνεται, ή σωστότερα, ακούγεται, ξεκάθαρα πως εδώ έχουμε το πιο πειραματικό και προοδευτικό album του XCIII καταλόγου. Ο Guillaume καταφέρνει να συνδυάσει το κλασικό rock με το avant-garde και την ηλεκτρονική μουσική, συνθέτοντας και παρουσιάζοντας ένα πολύ ιδιαίτερο, όσο και ενδιαφέρον album. Εντύπωση κάνει το πόσο μελετημένα έχει τοποθετήσει το καθετί στα τραγούδια του, όπως επίσης και το πόσο μαεστρική είναι η μίξη των ανδρικών και των γυναικείων φωνών, που προσδίδουν στο “Void” μια ιδιαίτερη «ζεστασιά». Διαρκώς μεταβαλλόμενο, με συνεχείς αλλαγές ρυθμού και με την ατμόσφαιρα να κυριαρχεί καθ’ όλη τη διάρκειά του (οδηγός το πιάνο και τα πολλά special effects), το “Void” είναι μια πολύ καλή πρόταση για όσους αρέσκονται σε συγκροτήματα όπως οι ULVER, THE PINEAPPLE THIEF, LUNATIC SOUL, ANATHEMA, MASSIVE ATTACK και σε μουσικούς σαν τον Steven Wilson. Δεν στερείται όμως πιο… «σκληρών» μερών, η ηλεκτρική κιθάρα είναι παρούσα και δεν αφήνει το άλμπουμ να χάσει τον rock χαρακτήρα του και να αποκτήσει μια εντελώς “soundtrack” μορφή, αντιθέτως, το κρατά σφιχτά δεμένο στα δικά μας… «χωράφια».

Με τη νέα του δισκογραφική απόπειρα, ο Guillaume αποδεικνύεται δεξιοτέχνης στο να ενώνει διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Post (heavy) rock, avant-garde, electro, δε μπορώ να φανταστώ πως αλλιώς να τη χαρακτηρίσω, παρά «προοδευτική». Το “Void” είναι ένας «φρέσκος» και στο μέτρο του δυνατού πρωτότυπος δίσκος, που εκφράζει έναν καλλιτέχνη με άκρατη τάση προς πειραματισμό. Πέραν κάθε βαθμολογίας, αυτό για μένα μετρά πάρα πολύ. Αξιοκρατικά όμως, τα τραγούδια παίρνουν ένα

(7,5 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here