«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: KUOLEMANLAAKSO
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Kuusumu”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Svart Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Usva – Μπάσο
Tiera – Τύμπανα
Kouta – Κιθάρες
Laakso – Κιθάρες, πλήκτρα
Kotamäki – Φωνητικά
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Spotify
Bandcamp
YouTube
Καλώς τα παιδιά! Εκεί που είχαν χαθεί πλήρως τα ίχνη τους, οι Φιλανδοί KUOLEMANLAAKSO (αν το είπες σωστά με την πρώτη, είσαι ήρωας, ελληνιστί ΚΟΥΟΛΕΜΑΝΛΑΑΞΟ, όχι ότι το σώζεις, αλλά λέμε) επιστρέφουν ύστερα από 6 χρόνια απουσίας με το 4ο άλμπουμ τους ονόματι “Kuusumu”. Το όνομα – γλωσσοδέτης της μπάντας σημαίνει «κοιλάδα του θανάτου», ενώ το όνομα του δίσκου απλά «έλατο». Οι Σκανδιναβοί υπερβόρειοι φίλοι μας ήταν ανέκαθεν μια πολύ ποιοτική μπάντα στο χώρο του death/doom (και όχι doom/death, έχει σημασία) και τρόπον τινά συνέχιζαν μια ιδιότυπη σχέση της χώρας τους σε αυτό τον ήχο, όπως και το ότι όποιος καταπιανόταν με αυτόν, ήταν ποιοτικός (BARREN EARTH, SWALLOW THE SUN, HANGING GARDEN τα γνωστότερα και κυριότερα ονόματα που μπορεί να σας έρθουν στο νου). Το συγκρότημα κακά τα ψέματα, έγινε κυρίως γνωστό διότι τραγουδιστής είναι ο Miiko Kotamäki των SWALLOW THE SUN, με πολλούς να το πηγαίνουν παραπέρα και να αναφέρουν ότι έπρεπε να τους παρατήσει και να αφιερωθεί στους KUOLEMANLAAKSO. Η αλήθεια να λέγεται, ο αγαπητός τραγουδιστής βγάζει μια πιο πλήρη και πολυδιάστατη πλευρά του εδώ σε σχέση με τους STS και προφανώς τον βοηθάει και η συγκεκριμένη ηχητική υφή καθώς μιλάμε για βαρύτατο, ασήκωτο και σε σημεία μηδενιστικό ως καταθλιπτικό doom.
Τόνισα πριν ότι έχουμε να κάνουμε με death/doom (προφανώς λόγω φωνής) και όχι doom/death διότι οι τύποι δεν έχουν καμία σχέση με death metal δομές αλλά έχουν αποκλειστικό σκοπό να ακούγονται αργοί, επιβλητικοί και να υπηρετούν την… ιδιαιτερότητα που έχουν σαν μπάντα να ασχολούνται με την ποίηση του εθνικού τους ποιητή Eino Leino (6/7/1878 – 10/1/1926). Μεγάλο ατού ότι φέρουν ακέραια την ταυτότητα του ήχου της χώρας τους, όπως καταλαβαίνουμε μια μπάντα εύκολα όταν είναι από τη Σουηδία, η Φινλανδία με τη σειρά της σε αυτή την πιο μελωδική/μελαγχολική προσέγγιση είναι μανούλα και τα συγκροτήματα της τα καταλαβαίνεις άμεσα. Μην περιμένετε βέβαια εύπεπτο υλικό α λα INSOMNIUM/OMNIUM GATHERUM (μπαντάρες αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας), αλλά άκρως ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα, με πολύ μεγάλα τραγούδια, τίτλους που άντε να τους προφέρεις, φοβερή συνοχή υλικού και σε μόλις 7 κομμάτια και 46’ διάρκειας, βάζουν τα γυαλιά σε πολλές άνευ λόγου υπεργρήγορες μπάντες (αιώνια ρήση μου το «είναι μεγαλύτερη μαγκιά να είσαι πωρωτικός και ουσιώδης όταν παίζεις αργά»). Μεγάλη η χαρά της επιστροφής τους και συντριπτικά ανώτερο αποτέλεσμα από τα δυο τελευταία… ανεπαρκή (τους αγαπώ και δε θέλω να πω χειρότερη λέξη) SWALLOW THE SUN. Εύχομαι κι ελπίζω να μην ξαναλείψουν για χρόνια όπως έκαναν τώρα.
(8 / 10)
Άγγελος Κατσούρας
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: MEDIEVAL STEEL
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Gods of Steel”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Bobby Franklin – Φωνητικά
Steve Crocker – Μπάσο
Jeff Miller – Κιθάρες
Jacob Feld – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Spotify
YouTube
Αρκετοί τους έχουν χαρακτηρίσει ως “one hit wonder band”. Πιθανότατα δεν άκουσαν ποτέ τους σπουδαία τραγούδια σαν τα “Eyes of fire”, “To kill a king”, “Tears in the rain”, “Battle beyond the stars” και “Warlords”. Εμείς που τα τραγούδια του πρώτου, μυθικού ομώνυμου EP όπως και αυτά της καταπληκτικής εκείνης συλλογής “The dungeon tapes” τα έχουμε κάνει «κτήμα» μας, ξέρουμε πολύ καλά ποιος έχει δίκιο. Και δεν περιμένουμε το ΘΕΟΡΑΤΟ ομότιτλο έπος της μπάντας, για να εκστασιαστούμε. Η δισκογραφική επιστροφή λοιπόν των θρυλικών MEDIEVAL STEEL, είναι για μας ένας ακόμη λόγος να νιώσουμε τη λεγόμενη «μεταλλική ευδαιμονία». Κάπως πιο συγκρατημένα, βέβαια, αφού το “Dark Castle” δεν μπορώ να πω πως επιβεβαίωσε τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις μας. Αξιόλογο ως συνολικό αποτέλεσμα, με ένα σπουδαίο τραγούδι (“The man who saw tomorrow”), αλλά όχι αυτό που περιμέναμε. Κάτι που, ενδόμυχα έστω, περιμέναμε να αλλάξει στο “Gods of Steel”.
Ευτυχώς, τούτη τη φορά τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα! Οι MEDIEVAL STEEL ακούγονται ανανεωμένοι και αυτό είναι που για μένα μετρά περισσότερο απ’ όλα. Όταν ένα συγκρότημα νιώθει καλά, είναι θέμα χρόνου να έρθουν και οι καλές συνθέσεις. Ο ανανεωτικός αυτός αέρας που φύσηξε για τα καλά στις τάξεις των Αμερικανών, ανεβάζει, σε σχέση με το “Dark Castle”, το επίπεδο των συνθέσεων. Παρατήρηση πρώτη: Ο Bobby Franklin περνά δεύτερη εφηβεία. Η φωνή του είναι καθάρια, η χροιά του εξακολουθεί να είναι το δυνατότερο και πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο του, οι ερμηνείες του δείχνουν έναν βετεράνο τραγουδιστή με ψυχή 20χρονου! Παρατήρηση δεύτερη: Οι MEDIEVAL STEEL δεν είναι μια επική USPM μπάντα. Αντλούν ΑΠΕΥΘΕΙΑΣ έμπνευση από το κλασσικό heavy metal των JUDAS PRIEST, με μεγάλη επιτυχία. Και δε φοβούνται να πειραματιστούν ακόμη περισσότερο, με τραγούδια όπως το “When mountains fall”, όπου δείχνουν μια τάση να κατεβάσουν τα «κουρδίσματά» τους και να ανοιχτούν σε νέους ορίζοντες. Δε με πείραξε καθόλου η αλλαγή αυτή. Το μόνο που με πείραξε, είναι η «κοιλιά» που κάνει ο δίσκος από το δεύτερο μισό του. Όχι πως ακούμε μέτρια ή κακά τραγούδια, αλλά σε σχέση με το πρώτο μισό, είναι φανερή η συνθετική «πτώση».
Όπως και να ’χει όμως, το “Gods of Steel” είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Είναι ένα album του 2022, με ψυχή και καρδιά του 1985. Είναι ένα album με καλά τραγούδια (σημείωσε κυρίως το ομώνυμο, το “Kill the pain” και το “Soldier of fortune”). Και τέλος, «γεμίζει» τη φαρέτρα του group με περισσότερα «βέλη», για τις μελλοντικές του live εμφανίσεις.
(7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: PURPLE DAWN
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Peace & Doom Session Vol. II”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Electric Valley Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Timo Fritz – Κιθάρα
Patrick Rose – Μπάσο, φωνητικά
Florian Geiling – Τύμπανα
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Bandcamp
Facebook
Instagram
YouTube
Από την Κολωνία μας έρχονται οι PURPLE DAWN, και μας παρουσιάζουν το δεύτερό τους album, με τίτλο “Peace & Doom Session Vol. II”. Ναι, προφανώς και το πρώτο τους λεγόταν “Peace & Doom Session Vol. I”, δε χρειάζεται και ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να το καταλάβει κανείς. Δεν τους ήξερα τους Γερμανούς πριν φτάσει στα χέρια μου τούτο το promo, είναι αλήθεια. Κερδίζουν όμως αμέσως την συμπάθειά μου, βλέποντας πως είναι power trio. Μια κιθάρα, μπάσο/φωνή, τύμπανα. Τα απολύτως απαραίτητα δηλαδή, που ναι μεν από τη μια χαρίζουν στις πλείστες των περιπτώσεων καλό, «καθαρό» ήχο, στην άλλη όψη όμως του νομίσματος, «ξεγυμνώνουν» το group μπροστά στον οπαδό, σε συνθήκες συναυλιακές. Μιας και μιλήσαμε για live, το πρώτο “Peace & Doom…” είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ηχογραφημένο ζωντανά στο προβάδικο του group. Δεν είναι οι πρώτοι που το κάνουν αυτό, αλλά όπως και να το κάνουμε, είναι τιμητικό να εκτίθεσαι έτσι. Δείχνει πίστη και εμπιστοσύνη στις δυνατότητές σου.
Πάμε τώρα στο “Peace & Doom Session Vol. II”, το οποίο ξεκινά και τελειώνει με ένα ορχηστρικό (σχεδόν) κομμάτι, χωρισμένο σε δύο μέρη, που ονομάζεται “Bonganchamun”. Στο ενδιάμεσο, η μπάντα μπλέκει το heavy psych με το doom rock/metal, συνθέτοντας ωραία, σχετικά μακροσκελή τραγούδια (το “The moon song” είναι πραγματικά υπέροχο), με υπέρβαρα riffs, το μπάσο (ΠΟΛΥ) μπροστά και «μπαρουτοκαπνισμένα» φωνητικά, μαζί, σε τόνους ενέργειας. Μου φαίνεται πως ο τίτλος είναι παρωδία του “peace & love” των hippies, έτσι όπως ακούω τον δίσκο κι αν ισχύει αυτό, τότε μιλάμε για ένα έξυπνο λογοπαίγνιο. Οι Γερμανοί «κολυμπούν» σε πολύ «βρώμικα» νερά και δείχνουν να είναι ικανότατοι σε τέτοιου είδους «κολύμβηση». Ως δεύτερο βήμα στη δισκογραφική τους πορεία που στην ουσία μόλις έχει αρχίσει, το “Peace & Doom Session Vol. II” κρίνεται απόλυτα σωστό και επιτυχημένο. Νομίζω πως έχουν όλα τα φόντα, αν δουλέψουν σωστά κι έχουν την τύχη με το μέρος τους, να πετύχουν αρκετά πράγματα στο μέλλον. Πολύ καλή για το στυλ και η παραγωγή της τριάδας Goldie/Timo Fritz/Thomas Ölscher, πριμοδοτεί σωστά τα τραγούδια.
(7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος