Underground Halls Vol.98 (CHEMICIDE, FLAMES OF FIRE, IN APHELION/ FROM THE VAULTS: OVERDRIVE)

0
214
Maraton4
Maraton4












«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δε μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: CHEMICIDE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Common sense”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Sebastian – Κιθάρες (lead)
Frankie – Φωνητικά, κιθάρες
Luis Fer – Τύμπανα
Palo – Μπάσο, φωνητικά

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Spotify
YouTube

Θυμάστε όλοι και όλες τις κατάρες που ρίξατε όταν αποκλειστήκαμε στα πέναλτι στο Μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία από την Κόστα Ρίκα; Ξεχάστε τις γιατί οι thrashers CHEMICIDE από την πρωτεύουσα της χώρας τους, το San Jose (μη γελάτε), έρχονται με ορμή και χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να αστειευτούν για τον τέταρτο δίσκο τους με τον τίτλοCommon sense”. Εδώ πρέπει να ευχαριστήσω τον Δημήτρη που το πάσαρε και η πρώτη μου αντίδραση ακούγοντας το ήταν «αυτό μάλιστα», καθότι συνέπεσε σε περίοδο που δεν μου «καθόταν» με τίποτα άλμπουμ για τη στήλη. Το ότι παίζουν το αγαπημένο μου είδος είχε μια θετική προδιάθεση στην ακρόαση, αλλά πολύ εύκολα θα μπορούσα να τους δικάσω/απορρίψω, όπως έχει ήδη συμβεί με πολλές παρεμφερείς μπάντες. Όμως οι CHEMICIDE –για τους οποίους ντροπή μου αλλά πραγματικά δεν είχα ιδέα, έχουν κι ωραίο όνομα, να πεις το είδα και το ξέχασα, δεν παίζει- τα κάνουν όλα υπέρ-σωστά και συμφέρουν. Αρχικά είναι σίγουρα υπέρμαχοι του ρητού “more is less, less is more”. 8 κομμάτια, ούτε 35’ διάρκεια, κοινώς ΔΕΝ ΚΟΥΡΑΖΟΥΝ. Δίνω λίγο έμφαση βλέπετε διότι ακόμα και στο τιμημένο thrash, πολλοί είναι αυτοί που θα βρουν τρόπο να απαυδήσεις, θέλει προσπάθεια μεν, αλλά κι όμως κάποιοι τα καταφέρνουν.

Οι Κοσταρικανοί έχουν υπέροχο ήχο, αιχμηρότατες κιθάρες, φοβερή παραγωγή, καθαρότητα εκτέλεσης, δυνατό/γρήγορο ντράμερ, τσαμπουκαλή τραγουδιστή χωρίς να είναι η σούπερ φωνή αλλά χωρίς να τσιρίζει και χωρίς λόγο, απλές αλλά –μη περιττές αλλά όχι απλοϊκές- δομές και σίγουρα το παίξιμό τους αλλά και η αδρεναλίνη του υλικού τους βάζουν τα γυαλιά σε (πάρα) πολύ μεγάλα ονόματα του είδους. Κι όταν μιλάμε για thrash, μιλάμε για ΤΟ είδος όπου εκπτώσεις ποιότητας δεν γίνονται αποδεκτές. Οι CHEMICIDE την έχουν την ποιότητα, έχουν θράσος (πως όχι άλλωστε;), έχουν διάθεση να πάνε στο επόμενο επίπεδο (όποιο κι αν είναι αυτό) και σίγουρα έχουν ένα δίσκο που μπορούν να υπερηφανεύονται γι’αυτόν. Το πόσο καλό θα κάνει στη ζωή του μέσου thrasher που αποζητάει τέτοια άλμπουμ όπως ο βεδουίνος στην έρημο είναι κάτι που θα γίνει αντιληπτό μέσω των ακροάσεων, ενώ είναι κι από τους δίσκους που μπορεί να απολαύσει κι ο μη λάτρης (τόσο) υψηλών ταχυτήτων καθώς θα τον κερδίσουν με την τιμιότητα του. Οπότε όσο περιμένετε π.χ. το νέο KREATOR για παράδειγμα (το οποίο μπορεί να μην είναι και ΤΟΣΟ καλό όσο το “Common sense”), απολαύστε τους CHEMICIDE έστω και σαν υποκατάστατο και σίγουρα χαμένοι δε θα βγείτε, ενώ η μικρή του διάρκεια επιτρέπει και τις επαναλήψεις. Στο λένε και οι ίδιοι άλλωστε, «κοινή λογική», μην το σκέφτεσαι, απλά άκου το!

(8 / 10)

Άγγελος Κατσούρας

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: FLAMES OF FIRE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Flames of fire”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Melodic Passion Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Christian Liljegren – Φωνητικά
Mats-Åke Andersson – Κιθάρα, σύνθεση
Jani Stefanovic – Κιθάρα, πλήκτρα, τύμπανα και παραγωγή
Stephen Carlson – Κιθάρα
Per Schelander – Μπάσο
ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Website
Facebook
YouTube

Για να καταλάβουμε πως «γεννήθηκαν» οι FLAMES OF FIRE, την άνοιξη του 2021, ώστε να φτάσουμε στο ομώνυμο φετινό ντεμπούτο τους, θα πρέπει να πάμε πίσω στο 1987, στο Jönköping της Σουηδίας. Δύο φίλοι, ο Christian Liljegren και ο Mats-Åke Andersson, συνεπαρμένοι απ’όσα καταπληκτικά συνέβαιναν τότε στο heavy metal, μοιράζονταν το ίδιο όνειρο: Να πετύχουν και αυτοί με την σειρά τους στη μουσική βιομηχανία, μοιάζοντας στα ινδάλματά τους. Ο Christian ήταν τότε ο μπροστάρης του συγκροτήματος VENTURE και ο Mats-Åke o κιθαρίστας και αρχηγός των ZARAGON, ενός σχήματος που είχε αποκτήσει ένα δυνατό όνομα στον τοπικό metal κύκλο, συνεργαζόμενο και με τους Ragne & Styrbjörn Wahlqvist, των HEAVY LOAD. Τα χρόνια πέρασαν, ο Christian Liljegren συγκρότησε τους μικρούς θεούς NARNIA, ο Mats-Åke ακολούθησε τον δικό του δρόμο μα η φιλία τους έμεινε αναλλοίωτη στον χρόνο και πάντα έβρισκαν τρόπο και χρόνο να επικοινωνούν. Αυτό, μαζί με τα κοινά ακούσματα, αποτέλεσε και την μαγιά που χρειαζόταν για να πάρουν την απόφαση, μετά από τόσα χρόνια, να προχωρήσουν από κοινού στη δημιουργία ενός νέου project.

Οι υπόλοιποι «ρόλοι», μοιράστηκαν στους Jani Stefanovic (THE WAYMAKER, ex- DIVINFIRE), Stephen Carlson, (συνεργάστηκε στενά με τον Christian στο solo album του δεύτερου “Melodic passion”), Per Schelander (HOUSE OF SHAKIRA, πρώην ROYAL HUNT και PAIN OF SALVATION), με τον Stafanovic να αναλαμβάνει και την παραγωγή. Αν και διασκορπισμένοι σε διαφορετικές πόλεις ή και χώρες ακόμη οι πέντε μουσικοί (ο Carlson ζει στη Νορβηγία και ο Stefanovic στη Φινλανδία), παρόλο που έγραψαν τα μέρη τους ο καθένας ξεχωριστά, είμαι σίγουρος πως αυτό που ακούω δεν είναι προϊόν μιας κονσόλας και ενός pc σε κάποιο studio, αλλά πως η χημεία που υπάρχει μεταξύ τους είναι πολύ δυνατή. Μια χημεία που είχε θετικότατο αντίκτυπο στην ποιότητα των συνθέσεων, αφού το υλικό του “Flames of fire” είναι τόσο καλό, που καθίσταται για τον γράφοντα μια μικρή έκπληξη!

Δε θα μιλήσω για τους οπαδούς των NARNIA και γενικά όσους ακολουθούν τα πεπραγμένα του συμπαθέστατου Christian Liljegren, αυτοί έτσι κι αλλιώς θα στρέψουν προς τα δω το βλέμμα τους. Για τους υπολοίπους θα ειπωθούν, όσα ειπωθούν. Λοιπόν, για όλους εμάς που λατρεύουμε το neoclassical hard rock των EUROPE, έχουμε «ψηλά» τους ALCATRAZZ και τον Michael Schenker, θεωρούμε τους RAINBOW ό,τι καλύτερο έκανε ο Blackmore και κυρίως, έχουμε πια χάσει κάθε ενδιαφέρον γύρω από τις τελευταίες ανέμπνευστες ως κακές δουλειές του Yngwie Malmsteen ενώ κάποτε ηδονιζόμασταν ακόμη και με μία νότα του, το “Flames of fire” είναι ένας μικρός παράδεισος! Και μπορώ να πω με βεβαιότητα, πως αν το κυκλοφορούσε ο Yngwie, θα μιλούσαμε για τη «μεγάλη επιστροφή» του!

Η μόνη διαφορά με τους παραπάνω, έγκειται στο ότι οι FLAMES OF FIRE έχουν δύο κιθάρες. Δύο κιθάρες που εναλλάσσονται στα leads και στα ρυθμικά, συμπληρώνουν η μια την άλλη και πολλές φορές «ταυτίζονται», έχοντας μια IRON MAIDEN ή μάλλον μια THIN LIZZY νοοτροπία. Κάτι που προσδίδει μια μικρή, έστω, διαφορετικότητα σε ένα στυλ που παγιώθηκε και δεν αλλάζει με τίποτα εδώ και πενήντα, περίπου, χρόνια! Κατά τα λοιπά, όλα όσα θέλουμε να ακούμε, είναι εδώ: Ταχείς ρυθμοί, βιρτουόζικα solo, baroque μελωδίες και φυσικά η γνωστή φωνή του Liljegren, να τραγουδά σε white/christian metal θεματολογία. Yngwie αγόρι μου, ορίστε. Έτσι γίνεται η σωστή δουλειά!

(8 / 10)

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ/ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ: IN APHELION
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Moribund”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Edged Circle Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Sebastian Ramstedt – Φωνητικά, κιθάρες, μπάσο
Marco Prij – τύμπανα
Johan Bergeback – Κιθάρες

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:
Facebook
Bandcamp
Spotify
YouTube

Όταν ξέρεις ότι ένα συγκρότημα αποτελείται από το κιθαριστικό δίδυμο των NECROPHOBIC και τον ντράμερ των CRYPTOSIS, το πρώτο που θα σκεφτείς είναι «πόσο λάθος μπορεί να πάει αυτό»; Η απάντηση «καθόλου» εκτός από προφανής είναι και προϊόν του αποτελέσματος του παρθενικού άλμπουμ των IN APHELION, ονόματι Moribund”. Μόνο που εδώ ο Sebastian Ramstedt έχει αναλάβει και τα φωνητικά εκτός από τις κιθάρες, με αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα, τόσο που μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι άνετα θα μπορούσε να είναι τραγουδιστής και στους NECROPHOBIC, όπου εκεί δεσπόζει η φωνάρα του Anders Strokirk. To αποτέλεσμα που ακούμε στο “Moribund” είχε ήδη φανεί από το περυσινό ΕΡ “Luciferian age”, όπου το ομότιτλο κομμάτι του –όπως και το “Draugr” που συμπεριλαμβανόταν εκεί- είναι μέρος του δίσκου, πραγματικά κομματάρα το δίχως άλλο. Οι IN APHELION προφανώς διατηρούν το μεγαλεπήβολο των συνθέσεων των NECROPHOBIC σε ότι αφορά και τη διάρκεια αλλά και την επιβλητική ατμόσφαιρα, ο δίσκος είναι 58’ σε διάρκεια και δεν τσιγκουνεύεται την ανάπτυξη των δομών, οι οποίες μπορούν να ακούγονται από εντυπωσιακές ως και… σωτήριες προς τον ακροατή με βάση το τι κυκλοφορεί εκεί έξω τη σήμερον ημέρα. Ειδικά αν έχετε αγαπήσει τα δυο τελευταία NECROPHOBIC μνημεία (“Mark of the Necrogram”/”Dawn of the damned”), το “Moribund” χτυπάει φλέβα.

Από την άλλη, οι IN APHELION είναι περισσότερο black metal oriented συγκρότημα, χωρίς τη νεκρομεταλλική αύρα των NECROPHOBIC, έτσι παρότι το DNA είναι παρεμφερές (δε θα γινόταν κι αλλιώς με τα 2/5 της μπάντας παρόντα κι εδώ), υπάρχουν όμορφες διαφοροποιήσεις, ενώ και το παίξιμο του Prij είναι διαφορετικό από αυτό του Joakim Sterner. Θα απολαύσετε φοβερά σφυριχτά κιθαριστικά σημεία σαν να τα παίρνει ο αέρας, εκπληκτικά τύμπανα (γυρίσματα/γεμίσματα για Όσκαρ), ψυχωμένα και αρκούντως κακιασμένα φωνητικά, αλλά αυτό που θα σας γεμίσει σίγουρα είναι ο αέρας επαγγελματισμού της μπάντας, η οποία με τον τρόπο της μας δηλώνει ότι έχει έρθει για να μείνει κι όχι απλά να αποτελέσει ένα project, και ακούγοντας τον δίσκο θα χαρείτε ιδιαίτερα γι’ αυτό το γεγονός. Το σύνολο δεν κάνει κοιλιά και ίσως από τη μέση και μετά (“He who saw the abyss” υπερ-ύμνος) να σας εντυπωσιάσει ακόμα περισσότερο. Με βάση και τη μεγάλη διάρκεια αλλά και το όλο στήσιμο του δίσκου, μιλάμε για πολύ υπεράνω του μέσου όρου κυκλοφορία και με το καλύτερο όλων να είναι ότι δείχνουν πως μπορεί να προσφέρουν πραγματικό μνημείο μελλοντικά. Σίγουρα ο χρόνος θα δείξει, αλλά με τα παρόντα δεδομένα μόνο υπέρ τους λειτουργεί και μελλοντικά βλέπω να μας χαρίζουν μνημείο.

(8,5 / 10)

Άγγελος Κατσούρας

FROM THE VAULTS: OVERDRIVE

Το σημερινό μας ταξίδι πίσω στον χρόνο, γίνεται με αφορμή την επανακυκλοφορία των τριών πρώτων albums των OVERDRIVE, μιας ιστορικής και cult μπάντας από την Σουηδία. Οι OVERDRIVE ξεκίνησαν επίσημα την πορεία τους με το EP Reflections, το 1981, για να ακολουθήσουν σε διάστημα τριών ετών τα Metal attack (1983) και Swords and axes (1984). Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, η μουσική τους ήταν ένα κράμα αυτής των συμπατριωτών τους HEAVY LOAD, των πρώιμων RIOT και υπό πιο ευρύ πλαίσιο ολοκλήρου του NWOBHM (να σημειωθεί εδώ πως οι OVERDRIVE ξεκίνησαν ως μπάντα διασκευών στους Νεοϋορκέζους και στους DEF LEPPARD), που αν και τότε ήδη είχε μπει σε εποχή παρακμής, είχε προλάβει να αφήσει ένα τεράστιο και εντονότατο αποτύπωμα στο ευρωπαϊκό metal γίγνεσθαι. Τα τρία αυτά albums επανέρχονται λοιπόν στο προσκήνιο εμπλουτισμένα με bonus υλικό που περιέχει live εκτελέσεις, rough instrumental εκδοχές κάποιων κομματιών παιγμένες στο studio, κάποια demos και τις σχεδόν απαραίτητες διασκευές. Ο βελτιωμένος ήχος και η προσεγμένη συσκευασία δείχνουν πως έχει βελτιωθεί πολύ το αρχικό προϊόν. Στο σύνολο έχουμε 42 (!) κομμάτια, που κάνουν αυτήν την τριπλέτα ό,τι πληρέστερο υπάρχει για κάποιον που θέλει να έχει στην κατοχή του ένα σημαντικό κεφάλαιο του πρώιμου σκανδιναβικού heavy metal ήχου. Για συλλέκτες, και για συγκεκριμένους ακροατές, που μπορούν να τα βρουν και να τα αποκτήσουν από τις παρακάτω διευθύνσεις:

Shadow Records
Regain Records

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here