Ημερολόγιο καταστρώματος ημέρα 36η: Ήρθε και πέρασε το θερινό ηλιοστάσιο, μπήκαμε και τυπικά στο καλοκαίρι. Θεωρητικά, κάπου εδώ ξεκινά μία μικρή «ελάττωση ταχύτητας» όσον αφορά τις κυκλοφορίες δίσκων και η «πρωτιά» ανήκει στις συναυλίες. Οι τελευταίες σε κλειστό χώρο έχουν ήδη γίνει και πλέον ο κόσμος γεμίζει τα καλοκαιρινά festivals. ΝΟΤ! Ο Covid είχε άλλη άποψη και άλλαξε εντελώς, τόσο τα δικά μας πλάνα, όσο και αυτά των καλλιτεχνών και όλων όσων ασχολούνται με τη μουσική βιομηχανία, από οποιοδήποτε πόστο. Μέχρι στιγμής όμως, δίσκοι οι οποίοι δουλεύονταν πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κυκλοφορούν ο ένας μετά τον άλλον και έτσι το ενδιαφέρον μας παραμένει αμείωτο. Πάμε να δούμε μαζί κάποιους ακόμη από αυτούς που ξεχώρισαν.
Ξεκινάμε με ένα EP, το οποίο θέλω να πιστεύω πως θα αποδειχτεί προάγγελος για μεγάλα πράγματα στη συνέχεια: ο λόγος για την πρώτη επίσημη κυκλοφορία των Σουηδών COMMANDO, με τίτλο “Rites of damnation”. Πρόκειται για μία τετράδα, η οποία αποτελείται από τους Aron (τύμπανα), Eric (μπάσο), Felix (κιθάρα) και Robin (κιθάρα και φωνητικά). Στον πρόλογο έγινε αναφορά στις συναυλίες που θα γίνονταν φέτος το καλοκαίρι. Μία από αυτές, θα ήταν των MERCYFUL FATE. Το λέω αυτό, γιατί ακούγοντας το άλμπουμ είναι σαν να τους ακούω σε μία speed metal εκδοχή τους, αλλά με τον μακαρίτη Paul Baloff των EXODUS στα φωνητικά! Τα έξι τραγούδια του ΕΡ είναι όλα ισάξια, στο ίδιο, πολύ καλό επίπεδο, γεμάτα ενέργεια και με πρώτο και κυριότερο χαρακτηριστικό τους τις δύο καταπληκτικές τους κιθάρες. To occult στοιχείο είναι παρών, διακριτικά, δεν υποσκελίζει μέσω τις ατμόσφαιράς του τα εξαιρετικά riffs που «οδηγούν» τις συνθέσεις, αλλά τις ενισχύει περεταίρω. Όσο για τη φωνή, να ξέρεις άλλοι θα τη λατρέψουν και σε άλλους ίσως να ταίριαζε μία διαφορετική χροιά. Όλα είναι θέμα προσωπικής οπτικής, και κυρίως, αν σου αρέσει ο Paul Baloff και χροιές τέτοιου στυλ και ύφους. Σε μένα δεν «έκατσε» άσχημα. Προσωπικά, δηλώνω fan της πρώτης αυτής δισκογραφικής απόπειρας, και περιμένω το επόμενο βήμα τους.
Οι Αμερικανοί, από το Fort Wayne της Indiana, ECHOSOUL, κάνουν και αυτοί την «επίσημη πρώτη» τους, με το “The end of darkness”. Ο πληθυντικός βέβαια, μάλλον κακώς χρησιμοποιήθηκε. Στην ουσία δεν πρόκειται για συγκρότημα, αλλά για το project του κιθαρίστα Guy Hinton ο οποίος έχει μαζέψει αρκετούς guest μουσικούς και κυκλοφορεί μια, από όποια πλευρά και να την δεις, solo δουλειά. Τα φωνητικά μοιράζονται οι Tim “Ripper” Owens και Rob Lundgren, δημιουργώντας μια πολύ ωραία αντίθεση, καθώς οι φωνές τους έχουν διαφορετικά ηχοχρώματα. Ο πρώτος στα δικά του κλασσικά μοτίβα, που περισσότερο θυμίζουν τις ICED EARTH μέρες του, ο δεύτερος με πιο μελωδική και hard rock oriented χροιά, η οποία όμως ταιριάζει τέλεια με τα επτά power metal κομμάτια που απαρτίζουν το άλμπουμ. Τεχνικότατη προσέγγιση, χωρίς να χάνεται η αμεσότητα, επιρροές και από το καθαρόαιμο US prog αλλά και το thrash, με το 10λεπτο “Hangman (A Roman and the Cross)” να ξεχωρίζει για ευνόητους λόγους. Ο Hinton μαζί με τους Giampiero Presilli, Garrett Peters, Artem Lefimov και τον μυστηριώδη Nik Nokturnal στις κιθάρες έχουν κάνει εκπληκτική δουλειά και το rhythm section των Dmitry Lisenko/Samus Paulicelli στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Είναι σίγουρο πως οι φίλοι των ICED EARTH, BEYOND FEAR, METAL CHURCH, SATAN’S HOST και λοιπών US power γιγάντων εδώ θα βρουν ένα πολύ ενδιαφέρων άλμπουμ. Μακάρι να κρατήσει ο Hinton έναν σταθερό «κορμό» μουσικών, πραγματικά αξίζει πολύ η προσπάθεια αυτή. Να σημειωθεί πως το artwork του δίσκου επιμελήθηκε ο Van Williams.
Ξέρω πολύ καλά πως ανάμεσα στους τακτικούς αναγνώστες της στήλης, υπάρχουν και κάποιοι που 1) αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν πως οι SODOM υπάρχουν και μετά το 1985 2) πιστεύουν πως οι RUNNING WILD έπιασαν το “peak” της έμπνευσής τους με τα “Gates to Purgatory” και “Branded and exiled”, 3) θεωρούν καλύτερο δίσκο του 2017 το “Unstoppable power” των Νορβηγών μικρών θεών CONDOR και μεγαλύτερη σύγχρονη underground μπάντα τους DEATHHAMMER 4) όταν ακούν thrash κάνουν χαζές γκριμάτσες στον καθρέπτη τους και τσιρίζουν. Για αυτούς αλλά και για όποιον άλλον πιστεύει πως το thrash βρίσκει τον πραγματικό του εαυτό όταν αποκτά black metal προσανατολισμό, υπάρχει εκεί έξω το “At the darkest night” των Βραζιλιάνων EVILCULT. Διάβασε τίτλους τραγουδιών: “Drunk by goat’s blood”, “Sons of Hellfire”, “Eternal cult of darkness”, “Burning leather”… νομίζω μιλούν από μόνοι τους. Γερμανίλα εις τη νιοστή λοιπόν, από τον Lucas “From Hell” (κιθάρα, μπάσο, φωνή) και Mateus “Blasphemer” (τύμπανα) και οκτώ τραγούδια που μιλούν για το τρίπτυχο «μπύρα-thrash-Σατανάς», αποτελούν έναν ιδιότυπο φόρο τιμής σε άλλες δεκαετίες (μία συγκεκριμένη δηλαδή, αυτή του ‘80) και υπόσχονται πολλές «μοχθηρές» ακροάσεις. Θα κάνει ιδανική παρέα στο φετινό ανοσιούργημα των BUTCHER.
Power metal ακούσαμε. Black/thrash ακούσαμε, πάμε τώρα σε πολύ παραδοσιακά «χωράφια». Οι GREYHAWK έρχονται από το Seattle και μετά το πρώτο τους ep με τίτλο “Ride out” που κυκλοφόρησε το 2018, επανέρχονται με το ντεμπούτο full length album “Keepers of the flame”. Βέρο heavy metal λοιπόν, με κάποιες power metal «πινελιές» νεοκλασσικού ύφους, κυρίως στα sola, γρήγορες ταχύτητες, καλπάζοντες ρυθμούς και όλα όσα αγαπήσαμε και εξακολουθούμε να αγαπάμε. Λες και έχουμε μια όμορφη μίξη TRAVELER, HAMMERFALL και Yngwie Malmsteen. Το όλο τους στυλ ίσως φανεί παρωχημένο σε κάποιους, ή και γραφικό (ειδικά στο εμφανισιακό κομμάτι), αλλά επειδή «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά» σύμφωνα με την σοφή παροιμία, καλό είναι να επικεντρωθούμε στην μουσική και μόνο σε αυτή, κίνηση που θα μας αποζημιώσει και με το παραπάνω. Υπάρχει άλλωστε και ένα concept που πρέπει να υπηρετηθεί, αφού Greyhawk ονομάζεται μια πόλη και οι γύρω αυτής περιοχές, στο σύμπαν του Dungeons and Dragons RPG. Η φωνή του Rev Taylor τώρα, μου θυμίζει πολύ έντονα αυτή του Jake Rogers των σύγχρονων ηρώων του επικού ήχου VISIGOTH, πράγμα θετικότατο αφού αυτό ισοδυναμεί αυτόματα με μια ωραία, «ζεστή» χροιά αλλά και δυναμικές μεσαίες οκτάβες, σε ερμηνείες που τονίζουν τις συνθέσεις. Αν αποζητάς απροβλημάτιστο heavy metal, χωρίς κόμπλεξ και με μοναδικό στόχο την διασκέδαση, τότε δεν θα χάσεις στο άκουσμα του “Keepers of the flame”. Και επειδή αναφέρθηκαν πιο πάνω οι TRAVELER, να σημειώσω πως τούτο το άλμπουμ είναι καλύτερο από το τελευταίο των Καναδών.
Bandcamp / Facebook / Instagram
Η Γερμανία πάντα είχε και θα έχει παράδοση στον speed/thrash ήχο. Μας το πιστοποιεί αυτό για μιαν ακόμη φορά, μια τετράδα νεαρών σε ηλικία μουσικών, οι οποίοι με έδρα το Remscheid της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (μεταλλομάνα περιοχή) κυκλοφορούν το δεύτερό τους άλμπουμ. MESSERSCHMITT το όνομά τους, και το “Consumed by fire” είναι ο δίσκος για τον οποίο θα μιλήσουμε. Δεν τους ήξερα, και μου μίλησε για αυτούς ο καλός φίλος Guido, μέγας γνώστης των πραγμάτων και μέλος του forum του κραταιού περιοδικού DEAF FOREVER. Δεν χρειάστηκαν περισσότερες από δύο-τρεις ακροάσεις για να πειστώ για την αξία τους. Υπέροχο speed/thrash metal, που στον μεταξύ τους αγώνα επικρατεί το πρώτο συνθετικό, με επιρροές που εμπεριέχουν τους DEATHROW, ARTILLERY και CORONER, τραχιά φωνητικά και σαρωτικά riffs τα οποία δημιουργούν υπερηχητικές ταχύτητες που εναλλάσσονται με στιβαρά mid-tempo μέρη. Κάπου σε αυτά, πρόσθεσε και μια horror ατμόσφαιρα και έχεις το πλήρες πακέτο. Το “Arms of havoc” που παρατίθεται παρακάτω, είναι χαρακτηριστικό δείγμα, και έχει επικό intro με τον τιτάνα Charlton Heston όταν εκστόμιζε την κλασσική του ατάκα προς τον Al Gore.
Bandcamp / Facebook / Instagram / Site / Spotify
Κλείνουμε την εξάδα με τους Αυστραλούς, από την Ταζμανία, ROAD WARRIOR και τον διάδοχο του παρθενικό τους άλμπουμ “Power”, με τίτλο “Mach II”. Πρόκειται για ένα ακόμη «πνευματικό παιδί» του drummer, κιθαρίστα και μπασίστα Denny Blake, ο οποίος κατά βάση ασχολείται με τον death/black ήχο. Οι ROAD WARRIOR όμως δεν έχουν καμία σχέση με ακραίες τάσεις. Κάπου εδώ, σηκωνόμαστε όρθιοι όλοι (ΟΛΟΙ λέω), και αναφωνούμε «ζήτω οι JUDAS PRIEST!». Οι Βρετανοί μύθοι είναι όπως κατάλαβες η μεγαλύτερη επιρροή για τούτα δω τα καγκουρό, συγκεκριμένα αυτοί των early και mid 80s, χωρίς όμως να λείπουν αναφορές στην αμερικανική σκηνή των αντίστοιχων ετών σε τραγούδια όπως το “The Diamond forge” ή το “Nocturnal arrest”, ή στο δεύτερο κύμα του NWOBHM. Σε κάποιες φάσεις μου θύμισαν και τους Ολλανδούς ήρωες του “Be.Ne.Lux metal”, ANGUS. Στα φωνητικά ο Blake τα πάει μια χαρά (εδώ παίζει μόνο μπάσο – στα τύμπανα και στις κιθάρες είναι οι Villon και Ben Newsome αντίστοιχα), καθώς φέρνει στο νου των τραγουδιστή των τελευταίων Edgar Lois, αλλά και τον Russ North των CLOVEN HOOF, χωρίς την μεγάλη «έκταση» αλλά δίνοντας βάση στις δυναμικότατες μεσαίες του οκτάβες. «Πυρακτωμένο μέταλλο» λοιπόν, όπως το δίδαξαν οι μουσικοί μας «πρόγονοι». Ευτυχώς που αρκετοί «απόγονοί» τους, συνεχίζουν την παράδοση. Πάμε και άλλη μια φορά, όλοι μαζί… «ζήτω οι JUDAS PRIEST!». Αυτοί είστε, έτσι σας θέλω.
Δημήτρης Τσέλλος
[…] μπασίστας των GREYHAWK, Darin Wall, σταμάτησε ένα πιθανό μακελειό στο Αϊντάχο, […]
[…] μπασίστας των GREYHAWK, Darin Wall, σταμάτησε ένα πιθανό μακελειό στο Αϊντάχο στις […]