Ημερολόγιο καταστρώματος, ημέρα 66η: Έχουν ρωτήσει αρκετοί φίλοι της συγκεκριμένης στήλης, για ποιον λόγο δεν είναι αυστηρά εβδομαδιαία ή κάποιες φορές αργεί. Ο λόγος είναι απλός: Ο όγκος των κυκλοφοριών είναι τεράστιος, δεχόμαστε εκατοντάδες promos κάθε μήνα και πίστεψέ με, δεν είμαι υπερβολικός ως προς αυτό. Έτσι, μόνον όταν έχουμε στα χέρια μας κάτι που να αξίζει πραγματικά, θα το παρουσιάσουμε. Η μόνη περίπτωση να διαβάσεις εδώ για κάποιον δίσκο που δεν είναι καλός, είναι αυτός να προέρχεται από κάποιον καλλιτέχνη που έχει μεγάλη ιστορία ή είναι “hot” όνομα στον χώρο του, οπότε και θα πρέπει να παρουσιαστεί οπωσδήποτε η δουλειά του. Δεν έχει νόημα ούτε για μένα να γράψω για κάτι απελπιστικά μέτριο ή κακό, ούτε και για σένα να το διαβάσεις, οπότε ας αφιερώσουμε την ώρα μας και ας στρέψουμε τη προσοχή μας σε κάτι το ποιοτικό. Πέραν αυτού, κανένα από τα κείμενα δεν προέρχεται μετά από επιφανειακή ακρόαση. Δεν μας ενδιαφέρει να παρουσιάσουμε κάτι γρήγορα για να προλάβουμε κάποια πρωτιά ή αποκλειστικότητα. Αυτό είναι το μόνο εύκολο. Σκοπός είναι, αυτό που εσύ ακούς, να αντικατοπτρίζεται επακριβώς στα όσα διαβάζεις στο κείμενο.
Με γνώμονα τα παραπάνω, ξεκινάμε από το νέο, τρίτο κατά σειρά άλμπουμ των Νορβηγών DUNBARROW, που τιτλοφορείται όπως ο προκάτοχός του (“ΙΙ”), απλά με τον λατινικό αριθμό “III”. Για όσους ασχολούνται με το vintage rock, οι Espen Andersen (φωνή), Eirik Øvregård (κιθάρα), Kenneth Lønning (κιθάρα), Sondre Berge (μπάσο) και Pål Gunnar Dale (τύμπανα) δεν είναι άγνωστοι. Δεν είχαν όμως μέχρι τώρα κυκλοφορήσει κάποιον δίσκο που να καταφέρει να τους «τραβήξει» από τα επίπεδα του «αξιόλογου» σε αυτά του «πραγματικά καλού». Με το “III” λοιπόν, δείχνουν να το καταφέρνουν! Οι πέντε τους υπογράφουν τη μουσική, ο επί σειρά ετών τραγουδιστής και μπασίστας τους, Richard Chappell, έχει αναλάβει σχεδόν στο σύνολο τους στίχους και ο Auver Gaaren τα πλήκτρα στα τραγούδια “Death that never dies” και “Turn in your grave”. Vintage rock λοιπόν, ή αλλιώς, μια ακόμη μουσική πρόταση που επαναφέρει στο «σήμερα» το proto-metal της δεκαετίας του ’70. Το έχουν κάνει και άλλοι αυτό; Εννοείται, το κίνημα της αναβίωσης του ήχου αυτού έχει αμέτρητα μέλη. Έχουμε δει σπουδαία συγκροτήματα; Έχουμε ακούσει αριστουργηματικούς δίσκους; Βεβαίως. Μπορούν οι DUNBARROW να καυχώνται πως το “III” είναι ένας τέτοιος; Όχι, αλλά σίγουρα μπορούν να υπερηφανεύονται πως στη μακρά λίστα με τα albums που στο τέλος θα μνημονεύονται από τον ιστορικό του μέλλοντος, θα έχουν και αυτοί την άξια λόγου εκπροσώπησή τους.
Αριστουργηματικό λοιπόν όχι, αρκετά καλό όμως ναι. Πρότυπο και ουχί πρωτότυπο heavy rock, με back to the roots πεντακάθαρο αναλογικό ήχο (η παραγωγή είναι ακριβώς αυτή που πρέπει), που μοιάζει να έρχεται όχι από κάποιο studio, αλλά από τα υπόγεια και τα garages της σκανδιναβικής Ευρώπης. Και γι’ αυτό φέρνει μαζί του μια μουντάδα, μια μελαγχολία και μια παραδοσιακή (folk) «αύρα» που του ταιριάζει απόλυτα. Τους παρόντες στις αρχικές επιρροές PENTAGRAM και WITCHFINDER GENERAL, όχι μόνο συναντούν και εδώ όπως και στο “II”, αλλά υποσκελίζουν πια οι σύγχρονοί μας WITCHCRAFT και GRAVEYARD. Ειδικά μετά τις τελευταίες, εμφανώς αδύναμες κινήσεις της παρέας του Magnus Pelander (“Black metal”), νομίζω πως αυτός εδώ ο δίσκος θα γεμίσει το κενό που δημιουργήθηκε σε κάθε οπαδό των WITCHCRAFT. Σε μια εξαιρετικά ισοβαρή δουλειά, όπου όλα τα τραγούδια έχουν θετικότατο πρόσημο, θα εκφράσω τη προτίμησή μου στο “Turn in your grave”, το οποίο με κέρδισε αμέσως με τη folk αισθητική του, ευγενική προσφορά των τεράστιων WISHBONE ASH. (7,5 / 10)
Θα μείνουμε στη vintage/retro φάση, αλλά θα επιμεταλλώσουμε εντελώς τη μουσική. Την Temple of Mystery Records τη γνώρισε και ο τελευταίος οπαδός του σύγχρονου underground heavy metal λόγω του περυσινού, πολύ δυνατού “Aedris” των Καναδών POSSESSED STEEL. Από την ίδια χώρα και συγκεκριμένα τη περιοχή του Montréal, έρχονται και οι STARLIGHT RITUAL οι οποίοι στο ντεμπούτο τους “Sealed in starlight” με έχουν μπερδέψει τόσο, που δεν ξέρω πώς να τους αντιμετωπίσω! Καταρχάς να πω πως η μπάντα είναι «παιδί» του πολυοργανίστα JF Bertrand, γνωστού στους black metal κύκλους από τους FORTERESSE, όπου τραγουδά ως Athros. Εδώ, ο JF μοιράζεται τις κιθάρες με τον Dan Toupin και πλαισιώνεται επίσης από τους Lou Weed (τύμπανα), Mat Forge (μπάσο) και Damien Ritual (φωνή). Τα δύο eps που ως τώρα είχαν κυκλοφορήσει (“Starlight ritual” και “Age of the universe”) το 2015 και το 2016 καθώς και οι εμφανίσεις τους στο πλευρό των DIAMOND HEAD, PAGAN ALTAR, GRIM REAPER και ANVIL, είχαν δημιουργήσει προσδοκίες σε όσους οπαδούς της traditional metal σκηνής είχαν γνώση και το “Sealed in starlight” αναμένετο με ιδιαίτερη προσοχή. Αρκετά με τα βιογραφικά στοιχεία όμως, εσύ τώρα θα περιμένεις να σου πω γιατί με μπέρδεψε, ναι;
Αυτό λοιπόν που συμβαίνει εδώ, δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω. Από τη μία, θέλω να αρπάξω μια βρεγμένη σανίδα και να αρχίσω να κυνηγάω τούτους εδώ τους Καναδούς, από την άλλη θέλω να πάρω την ίδια ακριβώς σανίδα και να αρχίσω να βαράω όλους εκείνους που θέλουν να παίξουν heavy metal και ακούγονται μαλθακοί, άνευροι και «ευνουχισμένοι». Τους STARLIGHT RITUAL και κυρίως τον JF θέλω να τους κυνηγήσω γιατί το θράσος τους δεν περιγράφεται. Οι τύποι έχουν δημιουργήσει αυτό το άλμπουμ έχοντας πάρει σημεία από τραγούδια πολύ αγαπημένων μας καλλιτεχνών και προσθέτοντάς τα στις δικές τους ιδέες! Σε κάποιες περιπτώσεις δε, το «δάνειο» είναι τόσο εμφανές, που σε πιάνει νευρικό γέλιο! Δεν θα τα αναφέρω εδώ, πραγματικά αξίζει να ακούσεις τον δίσκο και θα τα εντοπίσεις μόνος σου. Να τον ακούσουν όμως και οι προαναφερθέντες «ευνουχισμένοι» αναβιωτές του heavy metal των 80s, μήπως και παραδειγματιστούν από το πάθος που αυτός αναβλύζει! JUDAS PRIEST, ACCEPT, SAXON, DIO, BLACK SABBATH (από την έλευση του Hughes και μετά), KISS του “Creatures of the night”, καταπληκτικές κιθάρες (μιλάμε για επικό double axe attack), επικό feeling όταν το επιβάλλει το κομμάτι και μια ΦΩΝΑΡΑ που καταπίνει καρφιά, τα κάνει γαργάρα και τα φτύνει σε ρινίσματα, είναι τα χαρακτηριστικά του “Sealed in starlight”. Αν το αποτέλεσμα ήταν έστω μέτριο, θα τους έδινα ένα ωραίο 3/10 για το θράσος τους και θα τους έστελνα στον αγύριστο. Τώρα όμως, είναι τόσο ΕΠΟΣ αυτό που ακούω, που θα ξεχάσω όλα όσα «πονηρά» άκουσα και θα κρίνω καθαρά τα κομμάτια σαν οντότητες και τους μουσικούς σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Κάτσε να δεις πως το γράφει το info του promo… “TRUE CANADIAN HEAVY METAL”. Nαι. Αυτό ακριβώς είναι το “Sealed in starlight”.
Δημήτρης Τσέλλος