Ημερολόγιο καταστρώματος, ημέρα 70η: Leeds, Δυτικό Yorkshire, Αγγλία. Bari, επαρχία της Apulia, Ιταλία. Εκεί θα ταξιδέψουμε σήμερα. Ο λόγος; Να μιλήσουμε για τους DREAM TROLL και τους THE OSSUARRY. Μπάντες που η συγκεκριμένη στήλη έχει φιλοξενήσει στο παρελθόν, μπάντες που το περιοδικό μας έχει τιμήσει ουκ ολίγες φορές και έχει εξυμνήσει δικαίως την αξία τους. Αφορμή για τη νέα αυτή αναφορά, το γεγονός πως αμφότεροι κυκλοφόρησαν τις νέες τους δισκογραφικές δουλειές τις οποίες ακούσαμε και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τους Βρετανούς.
Υπάρχουν πολλά επίθετα, τα οποία κοσμούν έναν καλλιτέχνη, ή ένα συγκρότημα. Για τους πέντε μουσικούς από το Leeds, θα χρησιμοποιούσα δύο: «ιδιαίτεροι» και «ενδιαφέροντες». Εκ πρώτης όψεως, ίσως να τραβούσε την προσοχή περισσότερο ένα του στυλ «καταπληκτικοί», «εξαιρετικοί» κλπ. Για μένα όμως, το «ιδιαίτερος» δηλώνει προσωπικότητα και το «ενδιαφέρων» κάποιον που έχει στοιχεία ώστε να με «αναγκάσει» να ασχοληθώ μαζί του. Και αυτό, στην σημερινή εποχή όπου όλα έχουν παιχτεί και πασχίζουμε να βρούμε κάποιον που η πρότασή του να έχει βαρύτητα είναι, φίλε μου, μεγάλο προσόν. Οι DREAM TROLL ξεκίνησαν ως μια heavy metal μπάντα από την μήτρα του NWOTHM, του νέου κύματος του παραδοσιακού heavy metal δηλαδή, με πολλές επιρροές από τον vintage ήχο των late 70s-early 80’s. Tο πολύ καλό ντεμπούτο τους “The knight of rebellion” (2017), τους έφερε στην πρώτη γραμμή και αποκάλυψε μια μπάντα με πολλές αρετές. Αρχής γενομένης όμως με το “Second to none” (2019), οι DREAM TROLL δείχνουν πως θέλουν να αλλάξουν τον ήχο και την οπτική υπό την οποία βλέπουν την υπόθεση “heavy metal”.
Ο vintage (των δύο πρώτων δίσκων) IRON MAIDEN και NWOBHM ήχος του “The knight of rebellion” έχει πια «ποτιστεί» για τα καλά με εξόφθαλμες επιρροές από τους THE NIGHTFLIGHT ORCHESTRA και κάποιες από τους UNTO OTHERS (πρώην IDLE HANDS)! Δεν μου ακούγεται ούτε μου φαίνεται περίεργο. Πρώτον και τα δύο αυτά συγκροτήματα είναι από τα πιο “hot” στις μέρες μας και δεύτερον οι DREAM TROLL δεν είναι οι μόνοι που κοιτούν προς την κατεύθυνση αυτή. Αυτό γίνεται λοιπόν στο τρίτο τους album, “Realm of the tormentor”. Δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί εντύπωση όμως αυτό, η αλλαγή δεν είναι απότομη και σίγουρα δεν την είδαμε πρώτη φορά στο “Second to none”. Και στο ντεμπούτο τους, αλλά και στο ep “The witch’s curse” (2018) οι Βρετανοί ακούγονταν ανανεωτικοί και σίγουρα περισσότερο ευέλικτοι και λιγότερο «αρτηριοσκληρωτικοί» από τα περισσότερα ομόηχά τους συγκροτήματα, με μοχλό την ευρεία χρήση πλήκτρων. Ο νέος δίσκος χαρακτηρίζεται ως η συνέχεια του προκατόχου του. Το εξαιρετικό παίξιμο παραμένει, οι συνθέσεις είναι όμορφες και catchy, το ανάλαφρο συναίσθημα διατηρείται αναλλοίωτο. Έξι τραγούδια, 34 μόλις λεπτά διάρκεια. Οι πολύ «παραδοσιακοί» metalheads δεν ξέρω αν καταφέρουν να το ακούσουν και να το αξιολογήσουν σωστά. Θεωρώ δύσκολο να τους αρέσει, από την στιγμή που υπέστη τη μήνη τους το “Zenith” των ENFORCER, για παράδειγμα. Οι υπόλοιποι, που μπορούν να αγαπήσουν τις κλασσικές δισολίες όταν αυτές συντροφεύονται από pop πλήκτρα και μια πολύ …περίεργη, sci-fi αύρα, θεωρώ πως θα πράξουν κάλλιστα αν στρέψουν το βλέμμα τους προς τούτο το album. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες της χρονιάς έρχεται από τούτους εδώ τους Βρετανούς. Και τραγούδια όπως το “The tormentor” ή το “She got the devil inside”, μετά την 10η ακρόαση, είναι τρελό «κόλλημα»! (7,5/10)
Και περνάμε στους THE OSSUARY που με το τρίτο τους πόνημα, μας ταξιδεύουν «πέρα από τον τάφο» (“Oltretomba”). Είχαν προηγηθεί τα “Post mortem blues” (2017) και “Southern funeral” (2019), που τους είχαν βάλει για τα καλά στην elite των συγκροτημάτων του retro rock/metal κινήματος. Με το πρώτο, η μπάντα είχε εκπροσωπηθεί στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος του Rock Hard, στην αναγέννηση του vintage ήχου. Κάθε δύο χρόνια και ένας δίσκος λοιπόν για τους Ιταλούς, κάτι που δείχνει αναμφισβήτητα δείχνει σταθερότητα, δουλειά, πρόγραμμα. Σταθερότητα υπάρχει επίσης τόσο στο ύφος και στο στυλ της μουσικής, όσο και στην αξία της. Το “Oltretomba” ακολουθεί τα «χνάρια» των δύο προηγουμένων δίσκων του group. Πως μεταφράζεται αυτό; Πάντως σίγουρα ΟΧΙ σε “stoner”, όπως είχαν αναφωνήσει κάποιοι «γνώστες». Απ΄ τη μία, έχεις αυτό το doomy heavy rock και το proto doom metal των BLACK SABBATH και PENTAGRAM, ως πρώτη, βασική και “sine qua non” επιρροή. Από την άλλη, heavy rock μπάντες σαν τους ORANGE GOBLIN και SPIRITUAL BEGGARS. Και κάπου ανάμεσά τους, κρυμμένο, το αιώνια, απέθαντα blues. Με τον απαιτούμενο χώρο στα πλήκτρα, με τη ψυχεδέλεια και την κινηματογραφική, κάποιες φορές, ατμόσφαιρα. Με ΜΕΓΑΛΕΣ κιθάρες. Με ένα rhythm section που σείει τον κόσμο γύρω του. Με μια φωνή αντρίκια, μεστή, «γεμάτη». Ποιο stoner, αλήθεια; Πως επιβλήθηκε αυτός ο όρος; Άστοχος, παραπλανητικός… εκ του πονηρού ορμώμενος.
«Εβδομηντάρικο» μέταλλο, όπως το είχα χαρακτηρίσει και στο αφιέρωμα τότε. Άρτια παιγμένο και με πάθος δοσμένο. Σε σύγκριση με το “Post mortem blues” δεν ξέρω αν μπορεί να βγει νικητής, καθώς μιλάμε για έναν εξαιρετικό δίσκο από κάθε άποψη, αλλά από το “Southern funeral”, ναι, είμαι βέβαιος πως είναι καλύτερο! Το “Ratking” είναι ιδανικό opener. Υποβλητικό mid-tempo, με το μπάσο πρωταγωνιστή, σε βάζει απευθείας και άμεσα στο κλίμα. Άλλες στιγμές του δίσκου που ξεχωρίζουν, είναι κάποια κομμάτια που όταν ένας φίλος του group τα ακούσει για πρώτη φορά, καταλαβαίνει κάποιες νέες επιρροές να εμφανίζονται στη μουσική του αγαπημένου του σχήματος. Όπως το “Forever into the ground”, όπου οι THE OSSUARY μάλλον άκουγαν πολύ UNCLE ACID και το “Mourning star” όπου πρέπει να άκουγαν THE DEVIL’S BLOOD. Εξαιρετικό το doom έπος “Crucifer” με την a la Morricone και Tarantino εισαγωγή και το ομότιτλο τραγούδι, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα υπόλοιπα δεν στέκουν πολύ πάνω από τη βάση. Με το “Oltretomba” οι THE OSSUARY οριοθετούν και τυπικά τον δικό τους «ζωτικό χώρο» στην ευρύτερη vintage/retro rock/metal σκηνή και σταθεροποιούν το status τους. Δεν είναι πια μια φερέλπιδα μπάντα. Είναι μια από αυτές που ηγούνται, μιλώντας ειδικά για τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του retro κινήματος. Αλλά και ξέχωρα από κινήματα, μόδες και τα συναφή, οι THE OSSUARY σαν βέροι Ιταλοί έκαναν το “veni, vidi, vici” πράξη. Θεωρώ πως αν συνεχίσουν έτσι, το απόλυτο αριστούργημά τους, δεν θα αργήσει. Απλά, ας τους ακούσουμε στην εποχή τους. (8/10)
Δημήτρης Τσέλλος