«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δεν μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ποιότητα στη μουσική. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα mainstream best seller δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: CRAVEN IDOL
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Forked tongues”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Dark Descent Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Immolator of Sadistik Wrath: κιθάρα, φωνητικά
Obscenitor: κιθάρα, φωνητικά
Suspiral: μπάσο, φωνητικά
Heretic Blades: τύμπανα, κιθάρα, φωνητικά
Η παράδοση λέει πως κάποτε ο Τυφώνας ή Τυφωεύς, το ερπετόμορφο τέκνο της Γης και του Τάρταρου, θέλησε να κυριεύσει τον Όλυμπο και να εκθρονίσει τον Δία από τον θρόνο του. «Ήταν τα χέρια του γεμάτα δύναμη στα έργα του κι ακάματα τα πόδια του δυνατού θεού. Κι ήταν κεφάλια εκατό φιδιού, δράκοντα φοβερού στους ώμους του, που γλείφανε με γλώσσες σκοτεινές. Και τα μάτια του, στα άφατα κεφάλια μέσα, από τα φρύδια κάτω, έβγαζαν φωτιά…» (Ησίοδος, Θεογονία) Ήταν τέτοια η δύναμή του, που στη θέα του όλοι οι θεοί έτρεξαν να κρυφτούν, φυγάδες στην Αίγυπτο. Όλοι πλην της Αθηνάς, η οποία τελικά έπεισε τον Πατέρα των Θεών να τον αντιμετωπίσει. Στην επική μονομαχία που ακολούθησε, επικράτησε ο Δίας και «έθαψε» τον φρικώδη αντίπαλό του κάτω από το όρος Αίτνα. Από τότε, ηφαίστειο πια η Αίτνα, «ξερνά» τη λάβα της και σείεται κάθε τόσο, όταν ο Τυφώνας προσπαθεί μάταια να την σηκώσει και να απεγκλωβιστεί…
Αφού φρεσκάραμε τις γνώσεις μας πάνω στην Ελληνική Μυθολογία, ας μιλήσουμε για μουσική. Οι Βρετανοί CRAVEN IDOL περιγράφουν τη δική τους ως την «οργή της Αίτνας» (“The wrath of Aetna”). Μετά από όσα άκουσα, ναι, θα μπορούσα άνετα να φανταστώ το καταιγιστικό αυτό άλμπουμ ως την απόλυτη μουσική υπόκρουση της σύγκρουσης του Κρονίδη Δία με τον Τιτάνα Τυφώνα. Εκπληκτικό το ηχητικό μείγμα που οδηγεί στο “Forked tongues”. Ένας συνδυασμός black, death και speed metal, προβεβλημένος μέσα από ένα εντυπωσιακό παίξιμο και από τους τέσσερεις μουσικούς που απαρτίζουν το group, πελώριες κιθάρες, ανατολίτικη υφή σε κάποια σημεία και έντονο επικό συναίσθημα! Ένας συνδυασμός εξίσου δυνατός στα γρήγορα όσο και στα πιο αργά μέρη του, με την ιδιαιτερότητα των τριών φωνών να πρωταγωνιστεί θετικά σε brutal όσο και σε τσιριχτές ερμηνείες. Χωρίς επιτηδευμένη προσήλωση προς το παρελθόν ώστε να «τσιμπήσουν το δόλωμα» οι απανταχού retromaniacs, αλλά με ειλικρινή λατρεία προς βασικές αρχές του ιδιώματος. Με τάση και ροπή να σπάσουν και κάποια «στεγανά» που ως τώρα ίσχυαν στο είδος, μέσω της σύνθεσης δύο μεγαλεπήβολων, εννιάλεπτων, άκρως επικών τραγουδιών κομματιών για το finale. Εκεί όπου οι ABSU, AURA NOIR, DESTROYER 666, CELTIC FROST, BATHORY, SLAYER και SAOR ενώνουν έμπνευση και πάθος, «γεννιούνται» albums σαν το “Forked tongues”. Και ακριβώς εκεί εμείς αισθανόμαστε τυχεροί, που πετυχαίνουμε τέτοιους δίσκους εν τω γενέσθαι. Δίσκους που γελούν στο πρόσωπο όσων πιστεύουν πως στη σημερινή εποχή δεν υπάρχουν κυκλοφορίες ικανές να αποκτήσουν status αν όχι του κλασσικού, τουλάχιστον του αξιομνημόνευτου, σε πολλά χρόνια από τώρα. Όσο για το εξώφυλλο του Eliran Kantor, του κατά προσωπική άποψη καλύτερου «μεταλλικού» ζωγράφου της εποχής μας, απλά θεϊκό. (8/10)
Facebook
Spotify
Instagram
YouTube
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: FATE’S HAND
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Fate’s hand”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Dying Victims Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Denimal – φωνητικά
Gjöll – κιθάρα, μπάσο
Raghallaigh – κιθάρα
Langley – τύμπανα
Από τη μητροπολιτική Μεγάλη Βρετανία, παραμένουμε στο Ηνωμένο Βασίλειο και πηγαίνουμε στην Αυστραλία. Εκεί, στο Brisbane συγκεκριμένα, θα βρούμε τους FATE’S HAND και το ομότιτλο ντεμπούτο EP τους. Δεν είναι «χθεσινοί» τούτοι οι τέσσερεις μουσικοί. Τους γνωρίζει η τοπική (και όχι μόνο) underground σκηνή, με μπάντες όπως οι MONGREL’S CROSS, INTELLECT DEVOURER, ROAD WARRIOR, STARGAZER, INHAILED κ.α. Πλην των ROAD WARRIOR, όλα τα «συγγενή» σχήματα προέρχονται από τον χώρο του ακραίου ήχου, δεδομένο που με κάνει να σκέφτομαι για πολλοστή φορά δύο πράγματα: πρώτον το ότι η «κρυφή αγάπη» όλων των «ακραίων» ήταν, είναι και θα παραμείνει το παραδοσιακό heavy metal και δεύτερον πως, συνήθως, όταν οι «ακραίοι» μαζεύονται να παίξουν παραδοσιακά, το κάνουν καλά. Με το πρώτο δεδομένο στα χέρια μου, ήθελα μετά την ακρόαση του “Fate’s hand”, να διαπιστώσω αν ισχύει στην περίπτωση των FATE’S HAND και η δεύτερη «αλήθεια».
Η τετράδα κοιτά πίσω, πολύ πίσω στον χρόνο. Πιάνουν το N.W.O.B.H.M και το μελετούν σε βάθος. IRON MAIDEN, DIAMOND HEAD, DEMON, TOKYO BLADE… μετά λοξοκοιτούν προς Σκανδιναβία μεριά (“HEAVY LOAD enters the chat”) και λίγο προς Γερμανία (RUNNING WILD). Εντάξει, για τη νέα γενιά του παραδοσιακού metal μιλάμε, πως θα μπορούσαμε να ακούσουμε κάτι διαφορετικό ως επιρροή; Τα τέσσερα τραγούδια που απαρτίζουν το EP είναι τα “Fate’s hand”, “Fascination”, “What’s been will be again” και “When the wolf comes”. Ακούγονται ευχάριστα, στρωτά, δεν σε αναγκάζουν να κάνεις “skip”, αλλά και δεν ενθουσιάζουν, ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Τα ακούς συνεχόμενα, και μόλις η ακρόαση τελειώσει, δεν έχεις εντοπίσει ένα κομμάτι το οποίο να αποτελεί «κράχτη» και να θες να το ακούσεις μόνο του, ξανά και ξανά. Ωραίες οι κιθάρες, καλός ο ήχος στην παραγωγή, στιβαρό το rhythm section, αλλά ο τραγουδιστής θέλει δουλειά. Φωνή καλή έχει, να βελτιώσει την άρθρωσή του πρέπει, όπως και να αποκτήσει περισσότερο «χρώμα». Να τονίζει αυτά που τραγουδά, αποφεύγοντας τις «επίπεδες» ερμηνείες. Σε γενικές γραμμές, για να συνοψίσουμε, το “Fate’s hand” είναι ένα ωραίο «ορεκτικό». Ένα αξιόλογο πρώτο βήμα, που βάζει στο «παιχνίδι» τους Αυστραλούς και που σίγουρα θα εκτιμηθεί από τους φίλους συγκροτημάτων όπως οι NIGHT DEMON, για παράδειγμα. Βαθμολογία δεν θα μπει, για ευνόητους λόγους. Σε CD και 12” βινύλιο, για τους λάτρεις του εν λόγω format.
Bandcamp
Instagram
Spotify
YouTube
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: MOURN THE LIGHT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Suffer, then we’re gone”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Argonauta Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Bill Herrick: μπάσο
Kyle Hebner: τύμπανα
Kieran Beaty: κιθάρες
Dwayne Eldredge: κιθάρες
Andrew Stachelek: φωνητικά
Η ιταλική Argonauta Records υπάρχει από το 2012 και ασχολείται κυρίως με το ευρύτερο doom metal. Πρόσφατη μεταγραφή της, οι Αμερικανοί, από το Connecticut, MOURN THE LIGHT. Τα μέχρι τώρα πεπραγμένα τους είναι το ep “Weight of the world” (2018) και ένα split με τους OXBLOOD FORGE, του 2019. Έφτασε ο καιρός επομένως να προχωρήσουν και στο επίσημο ντεμπούτο τους, που φέρει τον εύστοχο τίτλο “Suffer, then we’re gone”. Κάποιοι θα πουν πως δεν είναι παραδοσιακοί doomsters οι MOURN THE LIGHT (πόσο ωραίο όνομα…). Να ρωτήσω εγώ ποιος είναι άραγε ο «παραδοσιακός» doomster; Αυτός που δεν ανεβάζει, σε καμία περίπτωση, ταχύτητες; Αυτός που δεν υιοθετεί power metal στοιχεία; Ή μήπως αυτός που δεν έχει το «ακραίο» στη μουσική του; Έχουμε δει ηγετικά σχήματα του χώρου να κάνουν όλα τα παραπάνω, με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Εφόσον λοιπόν το πετυχαίνουν και οι MOURN THE LIGHT, εννοείται πως όταν έρθει η στιγμή της «ταμπέλας», οφείλουμε να τους εντάξουμε στο doom. Κι ας έχουν τις αντιρρήσεις τους οι απανταχού “purists”, τους οποίους και δεν λαμβάνω ιδιαίτερα υπόψη μου, προσωπικά μιλώντας.
Το “When the fear subsides” κάνει από την αρχή ξεκάθαρες τις προθέσεις των Αμερικανών. Οι ακουστικές κιθάρες και τα μπάσα φωνητικά στην εισαγωγή δημιουργούν «κλίμα» για να έρθει ένα από εκείνα τα, κλασσικά για το είδος, θεόρατα main riffs και να δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει τούτο το doom metal «πανηγύρι». Τα παραδοσιακά heavy σημεία όπως και τα 70s πλήκτρα δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά διανθίσματα που ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο ένα όπως και να ’χει, εξαιρετικό κομμάτι. Η συνέχεια στα ίδια υψηλά επίπεδα. Ο επικολυρικός δυναμίτης “I bare the scars” (τί τίτλος!) θα μπει οπωσδήποτε στη λίστα με τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς, το Sabbath-ish όσο και bluesy “Take your pain away” δίνει έναν διαφορετικό τόνο, στο “End of times” κάπου πρέπει να εμπλέκεται ο Hetfield (άκου το βασικό riff), ενώ στο ομότιτλο κομμάτι ακούμε και την πιο ακραία όσο και ατμοσφαιρική τους πλευρά. Το “Refuse to fall” «ακουμπά» μέσω της riff-ολογίας του το US metal, το “Wisdom bestowed” με τις ιβηρικές κιθάρες είναι ένα ακόμη μεγάλο έπος και τα “Progeny of pain” και “Blink of an eye” συμπληρώνουν ιδανικά ένα τόσο δυνατό album σαν αυτό.
Τηρουμένων των αναλογιών, το “Suffer, then we’re gone” είναι ένα εξαιρετικό ντεμπούτο. Έχει βέβαια και τις αδυναμίες του, δεν είναι άριστο, προς Θεού. Είναι όμως χαρακτηριστικό δείγμα μιας σκηνής που τα τελευταία δέκα (τουλάχιστον) χρόνια κρατά συνεχώς ψηλά το συνθετικό επίπεδό της και στο τέλος της χρονιάς θα συγκαταλέγεται στις αξιοσημείωτες κυκλοφορίες του εν λόγω στυλ. Οι βάσεις μπήκαν, οι προσδοκίες για κάτι ακόμη καλύτερο στο μέλλον, γεννήθηκαν. (7,5/10)
Facebook
Website
Bandcamp
Spotify
Band photo: Patrick Hennessy
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: TOWARDS ATLANTIS LIGHT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “When the ashes devoured the sun”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Melancholic Realm Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Kostas Panagiotou: Φωνητικά, πλήκτρα
Ivan Zara: Κιθάρες
Ricardo Veronese: Μπάσο
Ivano Olivieri: Τύμπανα
Δεύτερο άλμπουμ από τους Ιταλούς με τον Έλληνα τραγουδιστή TOWARDS ATLANTIS LIGHTS. Kαι όχι οποιονδήποτε Έλληνα, αλλά τον Κώστα Παναγιώτου, φωνή και ψυχή των PANTHEIST μεταξύ άλλων, ενώ στους περισσότερους έγινε γνωστός για την εποχή που έπαιζε τα πλήκτρα σε κοτζάμ CRIPPLED BLACK PHOENIX. To project ξεκίνησε με μοναδικό ιθύνοντα τον κιθαρίστα Ivan Zara που έπαιζε τα πάντα, μέχρι να καταλήξει σε ένα σταθερό line-up, εν έτει 2017, και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους “Dust of aeons” από την Transcending Obscurity Records, και που δέσποζε το εναρκτήριο μισάωρο κομμάτι “The bunker of life”. Τρεισήμισι χρόνια μετά, το δεύτερο άλμπουμ τους, με τον φοβερό τίτλο “When the ashes devoured the sun” (και με πολύ ωραίο εξώφυλλο παρεμπιπτόντως) και από την φοβερή σε όνομα εταιρεία Melancholic Realm Productions (αν μη τι άλλο προϊδεάζεσαι απόλυτα για το τι θα ακούσεις), συνεχίζει το έργο του ντεμπούτου τους, ακόμα πιο συγκεντρωμένο και ώριμο και με καλύτερο παίξιμο και κομμάτια συνολικά. Αγνό, πρωτόλειο και απέριττο funeral doom/death με ταχύτητες… Επιταφίου και διάρκειες… πλήρους περιστροφής γύρω από τον ήλιο, ακριβώς όπως πρέπει δηλαδή.
Το λαρύγγι του συμπατριώτη μας κάνει τα πράγματα ακόμα καλύτερα, χωρίς όμως να επιδίδεται αποκλειστικά σε βορβορώδη φωνητικά, αλλά με συχνή και αρκετά σωστή χρήση καθαρής φωνής, η οποία δένει υπέροχα με το όλο αποτέλεσμα. Πολύ όμορφος και καθαρός ήχος, με τη ξεραΐλα που του πρέπει ώστε να μην θεωρήσει κανείς εκ των προτέρων ότι πρόκειται για κάτι καλογυαλισμένο. Ο κιθαριστικός ήχος ειδικά είναι όλα τα λεφτά και ειδικά όταν υπάρχουν κάποια λίγα leads, όπου έχουμε έναν πολύ ωραίο «σφυριχτό» ήχο, ο οποίος μπορεί να σας θυμίσει και παλιές ένδοξες εποχές της Ελληνικής σκηνής (σ. Δ.Τ: Φράγκο ο σφυριχτός ήχος ποιος είναι πάλι; σ. Σ.Φ.: τα έχει εξηγήσει, αλλά έλειπες στην παράδοση, φαίνεται!!!). Ξεκάθαρα μιλάμε ανέκαθεν για «δύσκολο» παρακλάδι του μεταλλικού ήχου που λίγοι και καλοί εκτιμούν σε βάθος χρόνου, αν είστε οπαδοί ανάλογων συγκροτημάτων και μηδενικών ταχυτήτων, είναι βέβαιο ότι θα σας αρέσει και πολύ μάλιστα. Οι όχι και τόσο τολμηροί τη καρδία, δεν θα ήταν άσχημο να του δώσετε μια ακρόαση, καθώς κάνουν τα πάντα ολόσωστα και με δεδομένη τιμιότητα. Αν σας αρέσουν οι PANTHEIST ή οι VOID OF SILENCE θα τιμήσετε ότι και να γράψω, ενώ πολλά σημεία τους παραπέμπουν σε… αρχαίους MY DYING BRIDE (“Trinity” και πίσω εποχής, άνευ “Turn loose the swans” αισθητικής) και τον τρόπο με τον οποίο έχτιζαν αργά και ακατέργαστα τα κομμάτια τους. Κάποια όμορφα ξεσπάσματα σε σημεία μόνο καλό κάνουν, τα υπόλοιπα είναι εκεί για να τα ανακαλύψετε και ο βαθμός μπαίνει σε συνάρτηση με όλο το σύνολο του κοινού που μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί του και είναι ο ελάχιστος δυνατός για το αποτέλεσμα του. (7,5/10)
Facebook
Bandcamp
Bandcamp 2
Spotify
Άγγελος Κατσούρας