«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δεν μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στην μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: AGAINST EVIL
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “End of the line”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Doc Gator Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Noble John: Τύμπανα
Shasank: Lead κιθάρα, φωνητικά
Sravan: Ρυθμική κιθάρα, φωνητικά
Siri: Φωνητικά, μπάσο
Η πόλη του Visakhapatnam (πες το γρήγορα αν μπορείς, σε προκαλώ!) είναι η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη της πολιτείας Andhra Pradesh, στην Ινδία. Τέσσερεις από τους περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους της, αποτελούν τους AGAINST EVIL τους οποίους βρίσκουμε στο δεύτερό τους album, με τίτλο “End of the line”. Metal από την Ινδία λοιπόν… Πού να το έλεγες, και ποιος να σε πίστευε πριν λίγα χρόνια (έχουμε και τους KRYPTOS, μην ξεχνιόμαστε). Στο “All hail the king” του 2018, μου άρεσαν. Ισορροπώντας μεταξύ Η.Π.Α και Ευρώπης, είχαν πετύχει να δημιουργήσουν ένα τρομερά παθιασμένο μείγμα heavy/power/thrash metal, που άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων αλλά του έλειπαν τα τραγούδια που θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν και «εκτός δίσκου». Τί σημαίνει αυτό; Πως δεν θα έβρισκες, πλην ίσως του ομώνυμου, κομμάτια που θα στέκονταν άνετα σε κάποιο γενικότερο playlist. Τι να λέμε τώρα… μεγάλη υπόθεση η ύπαρξη ορισμένων έστω συνθέσεων που να δύνανται να παίξουν τον ρόλο «κράχτη». Βάζοντας λοιπόν το promo του “End of the line” να παίξει, είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου, συν το ότι λογικά οι Ινδοί θα έπρεπε τώρα να παρουσιάζονται βελτιωμένοι και σε όλους τους υπόλοιπους επιμέρους τομείς.
Και κοίταξε τι θα γινόταν, παραλίγο! Καταρχάς, ο ήχος έχει καθαρά heavy metal προσανατολισμό. Ξεκινά το “The sound of violence” λοιπόν και βρίσκομαι προ μιας εξαιρετικής αρχής. Ένα κομμάτι που ενώνει τους JUDAS PRIEST του “Firepower” με τους RAGE και τους NEVERMORE, ως ιδανική «αρχή», να υπόσχεται πολλά! Το καταιγιστικό “Speed demon” (αυτό που λέει ο τίτλος) με παρασύρει προς στιγμή, θυμάμαι τη μουσική μου «νεότητα» και στο JUDAS PRIEST meets RUNNING WILD “Out for blood”, έχω στήσει πανηγύρι από τις πρώτες νότες του. Ακούς και τον Billy Sheehan από πίσω στο «πεταχτό» μπάσο, τι άλλο θες; Θυμάμαι στο “All hail the king” συμμετείχε ο Jeff Loomis στο solo του “Sentenced to death”, ξέρουν τι κάνουν τούτοι οι Ινδοί. Στα “Call to war”, “End of the line” και “Sword of power” οι Flying Vs των ACCEPT κάνουν την εμφάνισή τους και σκέφτομαι «μήπως πάμε για τη μεγάλη έκπληξη;». Δυστυχώς, όχι. Στα επόμενα τραγούδια το επίπεδο πέφτει, με αποκορύφωμα το «γραφικό» “Metal or nothing” που θυμίζει τις τελευταίες, «ένδοξες» (κοινώς για γέλια) μέρες των MANOWAR. Αυτή η «πτώση» σε συνδυασμό με κάποιες άλλες μικρές λεπτομέρειες, δεν με αφήνουν να ανεβάσω παραπάνω τη βαθμολογία, ελπίζοντας να το κάνω στην επόμενή τους δισκογραφική απόπειρα. Κατά τα λοιπά, ο ήχος είναι ελκυστικότατος, η παραγωγή πολύ καλή, η απόδοση του group από τεχνικής άποψης σε υψηλά επίπεδα, και εγώ ακόμη αναρωτιέμαι αν ο Peavy των RAGE έχει ακούσει τούτη τη φωνή και αν ναι, μήπως έχει χαμογελάσει πονηρά. Ως εκ τούτου, ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ, σαν το χιλιομαγειρεμένο μα πεντανόστιμο φαγητό της μαμάς, που ποτέ δεν βαριέσαι να τρως. (7 / 10)
Bandcamp
Facebook
Spotify
Instagram
YouTube
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: BORN A GHOST
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “The beginning to an ending”
ΕΤΑΙΡΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Sergio Vasquez: μπάσο
Craig Hathaway: κιθάρες, πλήκτρα
Howard Taylor Jolin: φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα
Latoya Forks: τύμπανα
Από τα βάθη της Αμερικάνικης πρωτεύουσας Washington και συγκεκριμένα από την Tacoma, μας έρχονται οι BORN A GHOST. Ένα χρόνο μετά το ΕΡ τους “SGNLS”, κυκλοφορούν ανεξάρτητα το ντεμπούτο τους, “The beginning to an ending”. Έρχονται για να μας θυμίσουν την εποχή που το post/sludge/drone ιδίωμα μεσουρανούσε μετά τα mid ‘90s και ειδικά στις αρχές των ‘00s έκανε το μεγάλο μπαμ και μονοπώλησε σχεδόν με ποιοτικές κυκλοφορίες το στερέωμα για πάρα πολλά χρόνια. Συνήθιζα κι ακόμα συνεχίζω να λέω ότι όλες οι μπάντες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσκύνησαν όσο τίποτα τους NEUROSIS, αποφάσισαν να μαζευτούν σε ένα δικό τους χωροχρόνο και να αφιερώσουν τη ζωή τους, αποτίνοντας φόρο τιμής στην κύρια επιρροή τους. Κακά τα ψέματα, νομίζω δεν μπορούμε να μιλάμε για πιο επιδραστικό συγκρότημα τουλάχιστον τα τελευταία 25 χρόνια (πιάνω από την κυκλοφορία του “Through silver in blood” το ’96 και έπειτα), και έτσι οι BORN A GHOST δεν ξεφεύγουν από τον κανόνα. Αυτό είναι και το σημείο αναφοράς τους όσον αφορά τους μεγάλους Αμερικάνους, μια ξεκάθαρη “Through silver in blood” meets “Times of grace” αισθητική, που σε σημεία δανείζεται την εσωτερικότητα και χτίσιμο ατμόσφαιρας των “A sun that never sets”/”The eye of every storm”.
Μην περιμένετε υλικό το οποίο είναι up-tempo με τρελές αλλαγές και με κάτι που δεν έχετε ακούσει ξανά αν είστε οπαδοί του ιδιώματος και κατ’ επέκταση των ίδιων των NEUROSIS. Όμως επειδή υπήρξαν μπάντες που τους λάτρεψαν που άφησαν το δικό τους στίγμα, στη μουσική των BORN A GHOST θα βρείτε και στιγμές που επικρατεί ο επαγγελματισμός και βαρύτητα που είχαν οι ISIS και στα πιο χαμηλών συχνοτήτων μέρη, θα σας βγάλουν τη γλυκιά κλειστοφοβία των CULT OF LUNA (τριών πρώτων δίσκων, μέχρι “Salvation” στα βαρέα βάρη τους). Ο πολυπράγμων τραγουδιστής τους, Howard Taylor Jolin, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και πιο κάφρικα φωνητικά σε στιγμές, με το αποτέλεσμα να ακούγεται πιο εμπλουτισμένο από τη μέση post μπάντα που προσπαθεί να αντιγράψει όλους τους προαναφερθέντες. Το ότι θα σας φανεί να ακούγεται σαν βραχνιασμένος Scott Kelly σε σημεία, νομίζω ως θετικό θα το δείτε και η προσπάθεια των BORN A GHOST βρίθει τιμιότητας και πραγματικής αγάπης γι’ αυτό που παίζουν (και που παίξανε άλλοι πριν από αυτούς). Μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία για την στήλη στη νέα της μορφή να κάνει άνοιγμα και προς αυτό το άκρο, και που οι BORN A GHOST μας προσφέρουν απλόχερα. Σοβαρό άλμπουμ, ακατέργαστο και δύσκολο μεν, προσοδοφόρο μετά τις συνεχείς ακροάσεις δε.
(7,5 / 10)
Άγγελος Κατσούρας
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: CHEMIKILLED
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Aftermath”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Tim Piispanan: κιθάρες
Τommy Thompson: φωνητικά
Aπό την πρώτη νότα του εναρκτήριου “Judgement day”, δεν υπάρχει περίπτωση να μην καταλάβετε ότι έχουμε να κάνουμε με βαθιά Αμερικάνικο δίσκο και μάλιστα από το Cleveland του Ohio. Οι CHEMIKILLED, διότι περί αυτών ο λόγος, έρχονται με το ντεμπούτο τους “Aftermath”, να γεμίσουν το κενό όσων λάτρεψαν τον παλιό, κλασικό και αγέρωχο Αμερικάνικο ήχο των ‘80s και που ζουν και αναπνέουν για τον περίφημο όρο “U.S. metal”. Επίσης να τονίσουμε ότι είναι μετεξέλιξη των CHEMIKILL, της μπάντας δηλαδή που πρόπερσι μας απασχόλησε με το φοβερό της ντεμπούτο (30 χρόνια μετά τη δημιουργία τους αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ) “Edge of wasteland”. Ο κιθαρίστας Τim Piispanan έχει πάρει το παιχνίδι πάνω του, ενώ επιστρατεύει τον φοβερό τραγουδιστή των NIGHCRAWLER, Tommy Thompson, και δικαιώνεται πέρα για πέρα με το τελικό αποτέλεσμα. Ο Thompson έχει μια από αυτές τις χαρακτηριστικές ‘80s φωνές που ευδοκίμησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ίσως όχι τόσο εντυπωσιακός όσο άλλοι διασημότεροι συνάδελφοι του που μεσουράνησαν με πολύ γνωστότερα συγκροτήματα. Όμως ο τύπος έχει μια φωνή που ξέρει πώς να την χειριστεί, που να κάνει το αποτέλεσμα να ηχεί άκρως επικό χωρίς να παίζουν οτιδήποτε ανάλογο και με γενικότερα ΣΟΒΑΡΗ προσέγγιση κι από τους δυο στον ήχο του “Aftermath”.
Θέλετε κι ένα άλλο μεγάλο καλό του “Aftermath”; Οι διάρκειες των 11 κομματιών δεν ξεφεύγουν πολύ μεταξύ τους, με το μικρότερο κομμάτι “Taste the blade” να διαρκεί 3:21 και το κομμάτι που κλείνει το δίσκο να είναι το μεγαλύτερο με 4:49, δηλαδή το “War within”. Αν μη τι άλλο λοιπόν, δεν σε κουράζουν, δεν σε πρήζουν γενικότερα, δεν σε γεμίζουν περιττή πληροφορία και δεν προσπαθούν να σε πείσουν ότι ανακάλυψαν τον τροχό. Δεν θα ακούσεις τίποτα που δεν έχεις ξανακούσει, αλλά και μόνο που μπορεί να σου έρθουν στο μυαλό οι LETHAL, οι HEIR APPARENT (του “One small voice”), οι CRIMSON GLORY σαν αύρα και κυρίως σε κάποια σημεία η σοβαρότητα των SANCTUARY, ε, αξίζει τον κόπο να το ακούσεις έστω μια φορά και να το βάλεις στην καρδιά σου. Για μένα μάλιστα προσωπικά, αποτέλεσε μια μικρή κάθαρση, καθώς έφαγα τόση μα τόση πλύση εγκεφάλου να μου αρέσουν οι SILVER TALON που δεν ξέρω πως και γιατί άρεσαν σε τόσο κόσμο (σ. Δ.Τ: για κανόνισε!), ώστε στο τέλος το “Aftermath” να έρθει σαν μια μικρή δικαίωση ότι δεν είμαι τρελός με αυτά που (δεν) ακούω στο εν λόγω συγκρότημα. Οι CHEMIKILLED ελπίζω να μην ταλαιπωρηθούν με αλλαγές ονομάτων, να κατασταλάξουν σε μια σταθερή σύνθεση και θα έρθουν ακόμα καλύτερα άλμπουμ μελλοντικά. Με μεγάλη αυστηρότητα και υπολογίζοντας την έλλειψη πρωτοτυπίας που αρκετοί θα βρείτε… (7,5 / 10)
Άγγελος Κατσούρας
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: HOUR OF 13
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Black magick rites”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Shadow Kingdom Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Chad Davis: φωνητικά, μουσική, στίχοι
Ένα μεγάλο όνομα του underground, το οποίο λες και αρνείται πεισματικά να βγει στο «φως». Οι HOUR OF 13 είναι ξανά εδώ, με το νέο τους, τέταρτο album (και έβδομη συνολικά κυκλοφορία, αν συνυπολογίσουμε τα EP), “Black magick rites”, καθώς και με νέα εταιρεία, την Shadow Kingdom Records. Μπάντα – δημιούργημα του πολυοργανίστα Chad Davis, τον οποίον συντρόφευαν επί σειρά ετών διάφοροι μουσικοί, με πρώτο και σταθερότερο ως τώρα, παρά τα «πήγαινε-έλα» του, τον τραγουδιστή Phil Swanson (BRITON RITES, VESTAL CLARET, SUMERLANDS κλπ). Υπήρχε κάποτε μια παλιά, σοφή ελληνική παροιμία που έλεγε πως «η καλύτερη επιχείρηση είναι το περίπτερο, γιατί κάθεται μόνο ένας μέσα». Κάτι τέτοιο φαίνεται πως ισχύει και εδώ. Μάλλον αυτά τα «πήγαινε-έλα» δεν άντεξε πια ο Davis, οδηγώντας τον στη λύση του «διαζυγίου» και στην ανάληψη καθήκοντος σε όλα τα πόστα, από το μικρόφωνο ως τα τύμπανα. Δικό του άλλωστε το μαγαζί, αυτός κάνει ό,τι θέλει.
Το “Black magick rites” είχε αρχικά κυκλοφορήσει πέρυσι, την 1η Νοεμβρίου, αλλά μόνο ψηφιακά και ήταν διαθέσιμο μόνο για 24 (!) ώρες (!!). Δηλαδή, «όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε». Οι «ταγμένοι» doomsters ξέρουν πολύ καλά, πιθανόν ακόμη καλύτερα από τον γράφοντα, τί πρέπει να περιμένουν από έναν δίσκο του Chad Davis. Για τους υπόλοιπους, εδώ απαντάται η πρωτόλεια, πηγαία μορφή του doom metal, όπως την έμαθε ο κόσμος τη δεκαετία του ‘70. Αυτό μεταφράζεται χωρίς πολλή σκέψη σε αναφορές στους Πρώτους των Πρώτων (δεν χρειάζεται να σου πω ποιοι είναι αυτοί), στους PENTAGRAM, στους WITCHFINDER GENERAL, στους occult μικρούς θεούς PAGAN ALTAR… Η κιθάρα πρωταγωνιστεί σε πρώτο πλάνο, αναπαράγοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα, ως και εξαιρετικά, riffs, τα δε φωνητικά του Davis, είναι αυτά που προσδίδουν τα περισσότερα «μυστικιστικά» στοιχεία στο άλμπουμ, πέραν των στίχων οι οποίοι φαίνεται πού κινούνται, μόνο και μόνο από τους τίτλους των τραγουδιών. Αν συγκαταλέγεσαι σε αυτούς που τα προαναφερθέντα ονόματα συχνά επισκέπτονται το στερεοφωνικό τους και δεν γνωρίζεις τους HOUR OF 13 (δύσκολο αλλά εγώ οφείλω να το πω), να τσεκάρεις τούτο το άλμπουμ. Θα σου αρέσει, και θα του έβαζες και μισό βαθμό παραπάνω. Αν τώρα θες το doom με τις προσμίξεις του, τότε τσέκαρε δύο και τρεις φορές πριν ενεργήσεις. Ο ίδιος ο Chad λέει πως το “Black magick rites is the sweet sound of salvation, through damnation”. Εγώ λέω πως είναι ένα καλό άλμπουμ, για συγκεκριμένα γούστα και αυτιά, ιδιαίτερο όσο και ο δημιουργός του. (7 / 10)
Δημήτρης Τσέλλος