Underground Scans Vol. 76 (ISKANDR, KADABRA, MELTING EYES, OSI AND THE JUPITER)

0
183

«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δεν μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: ISKANDR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Vergezicht”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Eisenwald
ΣΥΝΘΕΣΗ:

O: φωνητικά, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα, χορωδιακά φωνητικά, tambourine, τρομπέτα, πιάνο
M. Koops: τύμπανα

Η Ολλανδία ήταν γνωστή στο παρελθόν για την κλασσικομεταλλική (κυρίως) σκηνή της και κάποια πολύ αξιόλογα σχήματα, που ξεκινούσαν από τους VENGEANCE και έφταναν στους ANGUS και PICTURE. Με την έκρηξη του συμφωνικού (και μη) female fronted metal, την σκυτάλη πήραν συγκροτήματα σαν τους THE GATHERING, EPICA, AFTER FOREVER, DELAIN, VUUR και WITHIN TEMPTATION (οι «παίζω τα πάντα» AYREON είναι άλλη συζήτηση). Και ερχόμαστε στο «σήμερα», όπου το black metal φαίνεται να είναι αυτό που επικρατεί, σε μια σκηνή που μάλλον… «βράζει». Μέλη της και οι ISKANDR, οι οποίοι κυκλοφορούν το νέο, τρίτο τους πόνημα με τίτλο “Vergezicht”. Πίσω από τη μπάντα, βρίσκονται ο drummer Mink Koops (επίσης στους stoner/sludgers BONG BREAKER και στους blacksters FLUISTERAARS) και ο κύριος Ο (κατά κόσμον Omar), που έχει αναλάβει όλα τα υπόλοιπα και τον οποίο βρίσκουμε εκτός από πλείστα black metal projects, στους εξαιρετικούς retro/vintage rockers DOOL. Τo “Euprosopon” ντεμπούτο και το “Gelderse Poort” EP, που είχαν προηγηθεί, απέδειξαν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ ιδιαίτερο black metal σχήμα, ικανό να διαδραματίσει τον δικό του μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο στη νέα μαυρομεταλλική σκηνή, όπως αυτή δημιουργείται και εξελίσσεται με τα χρόνια. Το “Vergezicht” λοιπόν, ήρθε για να αποτελέσει τη σφραγίδα του διδύμου των Ο και Koops, ως προς την καθιέρωσή του…

… ΜΗΝ ακολουθώντας όμως την ίδια, δοκιμασμένη φόρμουλα. Ενώ οι βασικές νόρμες έχουν διατηρηθεί, ο νέος ήχος των ISKANDR καταφέρνει να «συνυφαίνει» στοιχεία μοντέρνου black με αντίστοιχα από τον χώρο του folklore και του ατμοσφαιρικού metal, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ένα πολύ όμορφο όσο και ιδιαίτερο, αφηγηματικό στυλ. Πέραν της χρήσης οργάνων σαν το tambourine, την τρομπέτα και το πιάνο, το group το πετυχαίνει αυτό με πρωταγωνίστριες τις ακουστικές κιθάρες, που δίνουν το απαραίτητο βάθος και συνεργάζονται εξαίσια με τα χορωδιακά φωνητικά του background. Με σαφείς επιρροές από BATHORY, ENSLAVED, AGALLOCH, πρώιμους PRIMORDIAL και γιατί όχι συγκροτήματα όπως οι NEUROSIS, οι ISKANDR καταθέτουν τη δική τους, επική εκδοχή για το πώς πρέπει να παίζεται το post black metal. Το “Gezag” έχει την αποστολή να αποτελέσει το «μεγάλο» opener, και το καταφέρνει εξαίσια. Το λυρικό “Bloeddraad”, δεύτερο στη σειρά, θα μπορούσα να πω πως είναι το πιο ενδεικτικό/χαρακτηριστικό τραγούδι του δίσκου, με την άκρατη Quorthon-ική του τάση να κυριαρχεί, ενώ τα “Gewesten der Tijd”, “Baken” και “Verbod”, εντείνουν και επεκτείνουν την αφηγηματικότητα ως ότου έρθει το δεκατεσσάρων λεπτών “Het Slot” και να σημάνει το ταιριαστό τέλος του “Vergezicht”. Ενός φθινοπωρινού album, το οποίο σε καλεί σε πολλές, εσωστρεφείς ακροάσεις, ει δυνατόν σε κάποια γωνιά της ελληνικής ορεινής φύσης. Μακράν ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν οι ISKANDR, δημιουργεί κλίμα αναμονής για κάτι το σπουδαίο, στο μέλλον. Ως τότε… (7,5 / 10)

Bandcamp
Spotify
YouTube

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: KADABRA
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Ultra”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Heavy Psych Sounds
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Garrett Zanol: κιθάρες, φωνητικά
Ian Nelson: μπάσο
Chase Howard: τύμπανα

Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκεται η πόλη του Spokane, στην Washington, αλλά οι KADABRA με έκαναν να την αναζητήσω και εν τέλει να τη μάθω. Εκεί λοιπόν, βρήκα τους Garrett Zanol και Ian Nelson, δύο φίλους που αποφάσισαν, μόλις πέρυσι, να ενώσουν τα μουσικά τους γούστα και ακούσματα και να δημιουργήσουν έτσι το δικό τους συγκρότημα. Ο Chase Howard, θα ήταν ο εκλεκτός που θα ολοκλήρωνε, με την έλευσή του, τον σχηματισμό του group. Power trio οι KADABRA, όπως καταλαβαίνεις. Είμαι θετικά διακείμενος προς τέτοιου είδους μπάντες. Έχουν μια τάση προς τη «λιτότητα», μια άποψη πως «τα απολύτως απαραίτητα αρκούν» που από μόνη της είναι ριψοκίνδυνη. Και εγώ με όσους τολμούν, στη μουσική, είμαι φίλος! Επιπλέον, έχουμε θαυμάσει τόσα trios κατά την κάτι παραπάνω από πενηντάχρονη ιστορία του rock, που ακόμη και φανατικοί των δύο κιθαρών, όπως εγώ, οφείλουν να παραδέχονται πως όλα τελικά, είναι ένας αριθμός και τίποτα παραπάνω. Αρκεί, να υπάρχει ικανότητα, την οποία οι τρεις Αμερικανοί, φαίνεται πως έχουν.

Σε περίπτωση που το όνομά τους δεν αποτελεί αδιαμφησβήτητο κριτήριο για να μαντέψει κανείς σωστά τη μουσική κατεύθυνση του group, η γραμματοσειρά του λογότυπου, το εξώφυλλο και οι φωτογραφίες τους, σβήνουν και τις τελευταίες αμφιβολίες για το τι ακούμε στο Ultra. Ψυχεδέλεια, late 60s – early 70s heavy rock, αναλογικός ήχος χωρίς η μουσική να συμπιέζεται και να «πνίγεται», φωνητικά μυστηριακά, το μπάσο «μπροστά», οι BLACK SABBATH με τους DEAD MEADOW, σε ένα μεγάλο τραπέζι poker και απέναντί τους να έχουν τους PENTAGRAM και BLUE CHEER, χωρίς να διακυβεύονται μεγάλα ποσά. Απλά για να περάσει όμορφα η ώρα. Επτά τραγούδια, μεγάλης σχετικά διάρκειας αφού το μικρότερο είναι κοντά στα πέντε λεπτά, με τα θετικά αλλά και τα αρνητικά τους γνωρίσματα. Πέραν των αξιόλογων ιδεών, του ωραίου παιξίματος και της καλής απόδοσης και των τριών μελών, τα μεγάλα αυτά τραγούδια δεν κουράζουν και κρατούν την προσοχή του ακροατή αμείωτη καθ’ όλη τη διαδικασία της ακρόασης. Από την άλλη, μπορεί να υπάρχουν όπως είπαμε καλές ιδέες και σε γενικές γραμμές το συνθετικό επίπεδο να είναι αξιόλογο, δεν υπάρχει όμως η σύνθεση που θα σε «αρπάξει» και θα σε αναγκάσει σε συνεχή “replays”. Ξεχωρίζουν λίγο περισσότερο των υπολοίπων τα “Graveyard”, “Faded black” και “Coyote”, αλλά περισσότερο ως φαβορί να εκπροσωπήσουν τους KADABRA σε μια οποιαδήποτε καινούργια συλλογή με vintage rock συγκροτήματα. Όχι σαν “standout” συνθέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, κρατώ τις πρώτες, θετικές αντιδράσεις μου, και ελπίζω σε καλύτερη συνέχεια. (6,5 / 10)

Bandcamp
Instagram

YouTube

Δημήτρης Τσέλλος

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ:  MELTING EYES
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “My final resting place”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Angelo Verlaan: μπάσο
Marco Van Der Meer: τύμπανα
Ben Ubert: κιθάρες
Pier Segaar: φωνητικά

Έχω πάθει την πλάκα των τελευταίων μηνών με την πάρτη των, δεύτερων Ολλανδών για σήμερα, MELTING EYES από τη Χάγη! Κι αυτό διότι έρχονται από το πουθενά και μάλιστα με ΕΡ (!) και ανεξάρτητο άνευ εταιρείας (!!) για να κάνουν τη διαφορά στους death metal χώρους. Ξεκάθαρα μιλάμε για υλικό το οποίο ναι μεν το κοντέρ γράφει 2021, αλλά οι τύποι έχουν ξεχαστεί κάπου 30 χρόνια πριν που το είδος ήταν στο απόγειο του και αυτός ήταν ο σκοπός τους εξ αρχής, να επαναφέρουν το παλιό πνεύμα εκείνης της εποχής μέσα από τη μουσική τους. Το μαρτυράει και το βιογραφικό τους όταν μαζεύτηκαν απλά για να παίξουν αυτό που έλεγε η καρδιά τους, αλλά μια ματιά στις φάτσες τους, δείχνει ότι οι τύποι είναι βετεράνοι (και άκρως οπαδοί), διαφορετικά δε θα μπορούσε να βγει και τέτοιο αποτέλεσμα. Το Ολλανδικό κουαρτέτο, που προέρχεται από μια χώρα με σοβαρή και πολύτιμη παράδοση στο χώρο, ακόμα και όταν το είδος έγινε πιο ακραίο με σωρεία κορυφαίων brutal death σχημάτων, έχουν μια απίστευτη ικανότητα να ακούγονται το ίδιο Αμερικάνοι αλλά και Σουηδοί στον ήχο (για απόλυτο 50-50 μιλάμε, δεν ξέρω πως το κατάφεραν), έτσι μπολιάζουν (no pun intended) το στυλ τους με αναφορές από τις δυο μεγάλες σχολές.

Η μεγαλύτερη γροθιά όμως (διαλέξτε που τη θέλετε, την τρώτε σε κάθε περίπτωση) έρχεται από τις ΦΩΝΗΤΙΚΑΡΕΣ του Pier Segaar, μιλάμε για πηγαδίσιο και σάπια στομαχικό λαρύγγι που πάρα πολλές μπάντες θα ονειρεύονταν να είχαν. Ο τύπος σε καταπίνει ζωντανό με τα γρυλίσματα του, ενώ ο βαρύς ήχος τους ακούγεται ηγεμονικός, οι κιθάρες πραγματικά είναι το κάτι άλλο, όταν δε ξεσπάνε σε τριπλές ο ακροατής είναι ανήμπορος στο να μην τους λατρέψει. Ριφφάρες ξεπηδούν από παντού, πεντακάθαρα αλλά όχι γυαλισμένα τύμπανα βάζουν τα πάντα στη θέση τους κι από τη μια είναι κρίμα που έχουμε να κάνουμε μόνο με ΕΡ (το καλύτερο ΕΡ της χρονιάς όμως μαζί με το “The raging river” των CULT OF LUNA). Το My final resting placeθα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των DEICIDE, MALEVOLENT CREATION, MONSTROSITY, ENTOMBED, DISMEMBER, VOMITORY και πολλών που μπορεί να σας έρθουν στο μυαλό, αποτελεί ήδη κατ’ εμέ σημείο αναφοράς στο είδος για τη δεκαετία που διανύουμε και με την υποστήριξη μιας σοβαρής εταιρείας και ένα ντεμπούτο άλμπουμ ανάλογου ήχου, θα αφήσουν χιλιόμετρα πίσω αμέτρητες μπάντες του είδους, οι οποίες θα τους βλέπουν μόνο με κιάλια υψηλού βεληνεκούς (και αν). Απαγορεύεται να μην το τσεκάρεις αν είσαι οπαδός του ακραίου ήχου. Όταν βγει ο δίσκος θα τους δώσω το απόλυτο. Μέχρι τότε…

(9,5 / 10)

Facebook
Bandcamp
Spotify

Άγγελος Κατσούρας

ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: OSI AND THE JUPITER
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Stave”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Eisenwald
ΣΥΝΘΕΣΗ: Sean Kratz (φωνητικά, κιθάρες, synths), Kackophonix (cello), Anilah (φωνή στο κομμάτι “Wights”), Michał Krawczuk (φωνή στο κομμάτι “In death”)

Οι OSI AND THE JUPITER κυκλοφορούν το Stave, το τέταρτό τους album, μα εμένα μου ήταν άγνωστοι ως τώρα. Κάποτε, ο συντάκτης δεν μπορούσε να αρκεστεί στο δελτίο Τύπου και έπρεπε να κάνει ολόκληρη έρευνα για να μάθει πληροφορίες. Τώρα, αφού το δελτίο διαβαστεί, δεν αρκούν παρά μερικά “clicks” στον κυβερνοχώρο και έχεις κάθε πληροφορία έτοιμη μπροστά σου. Τα δικά μου, με οδήγησαν στο προσωπικό project, ένα από τα πολλά, του Sean Kratz (ή αλλιώς, Sean Deth), τον οποίο μπορεί κανείς να βρει επίσης τόσο στους blacksters BURIAL OATH και ULVEN όσο και στους doomsters WITCHHELM και LUCIAN THE WOLFBEARER. Σε τούτο εδώ, ο Sean έχει αναλάβει όλα τα όργανα, τραγουδά, έχει στο πλευρό του των αγνώστων λοιπών στοιχείων Kackophonix στο cello και έχει καλέσει να συνδράμουν από το μικρόφωνο την Anilah των DREA DRURY και τον Michał Krawczuk των BY THE SPIRITS. Δεν ήμουν περίεργος ως προς το τι θα ακούσω, διαβάζοντας τις πληροφορίες και κοιτάζοντας τις φωτογραφίες. Κρατούσα μόνο μια επιφύλαξη για το αν η μουσική θα ήταν τόσο καλή, όσο το artwork – κομψοτέχνημα, δημιούργημα των Natalia Nowacka (εξώφυλλο) και Martin van Valkenstijn. Και αδίκως την κρατούσα.

Κρύωσε ο καιρός στην Αθήνα. Το φθινόπωρο μπήκε για τα καλά, και έφερε μαζί του όλα αυτά για τα οποία το αγαπάμε. Οι πρώτες ακροάσεις του “Stave” έγιναν νωρίτερα, αλλά οι ζεστές και υγρές καλοκαιρινές νύχτες δεν ήταν οι κατάλληλες για να του αφοσιωθώ όπως έπρεπε. Τώρα, νομίζω πως οι συνθήκες είναι παραπάνω από ιδανικές. Βάζω ζεστό καφέ και ξαναπατώ το “play”. Ευθύς αμέσως, με τις πρώτες νότες, βρίσκομαι στη βορειοαμερικανική ύπαιθρο, στα Απαλάχια Όρη. Κάπου σε ένα ξέφωτο, ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και δίπλα σε ένα μικρό ποτάμι, η παρέα των τεσσάρων έχει συγκεντρωθεί γύρω από μια φωτιά και μπροστά από ένα κλασσικό, μικρό, ξύλινο σπιτάκι. Τους παρατηρώ και τους ακούω, καθώς εξιστορούν ιστορίες μέσω των τραγουδιών τους. Στην αρχή δεν μιλά κανείς, τα πρώτα κομμάτια είναι οργανικά, πρέπει να φτάσουμε στο τέταρτο κατά σειρά “Folk of the Woods”, για να ακούσουμε τη φωνή του Sean Kratz. Δεν με πείραξε αυτή η «σιωπή»… ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε ως εδώ. Η Anilah τραγουδά για τα Στοιχειά του Έξω Κόσμου (“Wights”) o Michał υμνεί τη θέληση για επιστροφή και ταφή στην Πατρώα Γη, όταν επέλθει ο θάνατος [(“In death (carry me home)”]. Η ηχητική παλέτα της συντροφιάς, υποβλητική και σε σημεία καθηλωτική (όπως στο “Appalachia”), στηρίζεται στην ακουστική κιθάρα, έχει το cello να τη συντροφεύει και να πρωταγωνιστεί όταν και όποτε χρειάζεται και τα πλήκτρα σε επικουρικό μα καθόλου ασήμαντο ρόλο. Έμφυτος μυστικισμός, αφηγηματικότητα, εκφραστικότητα, παράδοση. Το “Stave” είναι το soundtrack της ζωής των αποίκων της υπαίθρου και της αλληλεπίδρασής τους με όλα όσα υπήρχαν γύρω τους, έμψυχα και άψυχα. Είναι η μουσική του τίμιου ξυλοκόπου, του ακάματου εργάτη στα ορυχεία, αλλά και του ριψοκίνδυνου χρυσοθήρα. Σε αυτά τα μέτρα έχουν φέρει οι OSI AND THE JUPITER και το “Nights in white satin” των THE MOODY BLUES, το οποίο παρουσιάζουν στη δική τους, instrumental εκδοχή και απλά εντυπωσιάζουν. Γκρίζο folklore, ιδανικός σύντροφος για τις μεγάλες ή μικρές ώρες της ημέρας, η τέλεια υπόκρουση από τώρα μέχρι τις πρώτες μέρες της Άνοιξης. Δηλώνω ήδη φίλος του group, και ψάχνω προς τα πίσω να δω τι έχανα όλον αυτόν τον καιρό… Ο βαθμός είναι καθαρά τυπικός, για μένα τέτοιου είδους δίσκοι αξίζουν το «άριστα». (8,5 / 10)

Bandcamp
Facebook

YouTube

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here