«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δεν μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στη μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: BESATT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Supreme and true at night”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Witching Hour Productions
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Beldaroh: Φωνητικά, μπάσο
Astaroth: Κιθάρες
Exernus: Τύμπανα
Colossus: Κιθάρες
Με όνομα βαρύ σαν ιστορία μετά από πορεία 30 πλέον ετών, οι Πολωνοί blacksters BESATT επιστρέφουν με τον 11ο τους άλμπουμ ύστερα από 4 χρόνια απουσίας μετά την κυκλοφορία του “Anticross” το 2017. Το συγκρότημα έχει δείξει μέσα από μια μακρά πορεία τι είναι ικανό να κάνει και δεν είναι λίγοι αυτοί που τους θεωρούν ότι ανήκουν στην ελίτ του είδους. Προφανώς είναι υπολογίσιμο όνομα, που δεν ξέρω ειλικρινά πως και γιατί δεν αναφέρονται πιο συχνά σε διάφορες συζητήσεις και μάλιστα με τόσο μεγάλη καριέρα, η οποία σημειωτέον δεν έχει και μέτριο δίσκο. Ο ηγέτης/μπασίστας/τραγουδιστής Beldaroh, έχει βρει και μια σταθερότατη σύνθεση τα τελευταία 10 χρόνια με τους Astaroth/Colossus/Exernus στο πλευρό του από το “Tempus apocalypsis” του 2012 και για τα τελευταία 4 άλμπουμ γενικότερα. Έτσι η μπάντα ακούγεται πιο σφιχτοδεμένη από ποτέ και μοιραία η χημεία τους βγαίνει και στο αποτέλεσμα του νέου άλμπουμ, “Supreme and true at night”. Ένα άλμπουμ που είναι λίγο μεγαλύτερο σε διάρκεια από τους προκατόχους του, κάτι παραπάνω από 46’ και για την ακρίβεια το δεύτερο μεγαλύτερο σε όλη τους την καριέρα (!) μετά το τρίτο τους άλμπουμ “Hellstorm” το 2002! Στο δια ταύτα όμως και στο τι μπορείτε να περιμένετε από τους Πολωνούς βετεράνους!
Θα έλεγα τίποτα λιγότερο από καλοπαιγμένο, εν μέρει καταιγιστικό και καθόλου εν μέρει αλλά πάντα ΣΟΒΑΡΟ black metal, με τις αναφορές του στον Σκανδιναβικό βορρά να μην λείπουν, οι οποίες όμως έχουν φιλτραριστεί με άπταιστη εμπειρία δεκαετιών υπό το πρίσμα των Πολωνών. Ο Beldaroh είναι πολύ χαρακτηριστικό λαρύγγι του είδους, αρκετά πιο «τσαμπουκαλής» από πολλούς συναδέλφους του, δίνει έξτρα χαρακτήρα στο στυλ τους, ενώ θεματολογικά μια από τα ίδια, καθώς οι αναφορές στον Εωσφόρο και αντί του Χριστιανισμού δίνουν και παίρνουν. Δίσκος που αρχίζει με κομμάτι ονόματι “Satan” και τελειώνει με κομμάτι ονόματι “Kyrie Eleison” (δεν το βλέπω μ’αυτά που του έχετε σύρει εδώ και χρόνια, μάλλον νότια του παραδείσου σας βλέπω και σε άκρως κοχλασμένο καζάνι). Καθαρότατη παραγωγή, ατμόσφαιρα δεδομένη και με τα πάντα να ακούγονται όπως πρέπει για να ενισχύεται το αποτέλεσμα περαιτέρω. Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς ανεξαρτήτως είδους το οποίο αν δεν υπήρχε τέτοιος κυκεώνας κυκλοφοριών, θα μπορούσε να βρει το δρόμο μέχρι και για την τελική εικοσάδα μου, και παρότι δεν θα βρεθεί εκεί τελικά, αυτό δεν αφαιρεί τίποτα από την αξία του κι από την πληρότητα που προσφέρει συνολικά. Μεγάλο μπράβο στους BESATT γιατί η κλάση είναι έμφυτη και δεν αποκτάται μεταγενέστερα.
(8,5/10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: BLACK MASS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Feast at the forbidden tree”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Redefining Darkness Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Christian Azevedo: Μπάσο, δεύτερα φωνητικά
Brendan O’hare: Φωνητικά, κιθάρες
Alex Fewell: Τύμπανα
Εδώ είμαστε, για κάτι τέτοια ζω. Κυρίες δεσποινίδες και κύριοι, από τις αρκετές μπάντες με το όνομα BLACK MASS, αυτά τα άξια τέκνα της Βοστώνης θα κερδίσουν την καρδιά σας άμεσα και μάλλον όχι και τόσο δημοκρατικά. Τι εννοώ; Μα τι άλλο από την προφανή τους διάθεση να κάνουν τα πάντα λίμπα με το παίξιμο τους και να δείξουν ότι υπάρχουν ακόμα μπάντες που παίζουν για την φανέλα και έχουν την ποδοσφαιρική/γηπεδική λογική στον ήχο τους, σε φάση «η μπάλα μπορεί να περάσει, ο αντίπαλος ποτέ». Στο φιλικό αυτό κλίμα και μέσα σε 41 και κάτι λεπτά, το τρίτο άλμπουμ για το ανίερο τρίο από τη Μασαχουσέτη ονόματι “Feast at the forbidden tree”, θα σας δείξει πως μπορεί οι Αμερικάνοι να έχουν αγάπη όχι για το thrash που μεσουράνησε στην πατρίδα τους αλλά για τον Γερμανικό ήχο και ειδικά το πρώιμο στάδιο του (1986 το πολύ για την ακρίβεια). Οι SODOM, οι KREATOR, οι αρχαίοι VENOM αλλά και τα 2 πρώτα άλμπουμ των VOIVOD (πάλι μέχρι ’86 φτάνουμε δηλαδή, τυχαίο;) παρελαύνουν με ορμή, θράσος και απόλυτη έλλειψη τρόπων και ευγένειας στα 9 κομμάτια του δίσκου. Ενός δίσκου που ακόμα και το πρόχειρο εξώφυλλο, σε προϊδεάζει για το τι θα σκεφτείς πριν το ακούσεις.
Κι αυτό διότι απλά βλέπεις πολεμιστές να κρατάνε κεφάλια στα χέρια τους (μετά από περήφανη νίκη μάλλον) και παλακίδες να τους συνοδεύουν για τα… μεθεόρτια. Σίγουρα ΔΕΝ δείχνει φιλικό και δεν είναι. Οι τρεις Αμερικάνοι παίζουν χωρίς αύριο προσπαθώντας να χτυπήσουν ότι δεν μένει αχτύπητο (με τον σεσημασμένο και γνωστό στους Αμερικάνικους underground κύκλους Alex Hewell στα τύμπανα να κάνει τη διαφορά), ενώ και η χροιά του τραγουδιστή/κιθαρίστα Brendan O’hare δεν προδίδει κάποια κλάση αλλά απλή πώρωση και θέληση για αποδοχή του ήχου τους με κάθε δυνατό μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο (μάλλον προς το δεύτερο κλίνουν όπως τους κόβω). Ξύλο και των γονέων που παύει απλά σε μερικά σημεία για να κάνουν και κανένα περασματάκι δείχνοντας ότι είναι οκ σαν παίχτες και να ανασάνουν τα κομμάτια ίσα ίσα όσο χρειάζεται, πλήρως κακιασμένη ηχητική προσέγγιση, βγάζοντας αυτή την πρώιμη thrash αδεξιότητα (κατσαπλιάδες είναι αλλά ας χρησιμοποιήσω πιο δόκιμο όρο), ενώ η καρδιά τους το λέει παρότι δεν είναι πιτσιρίκια, αλλά παίζουν κάργα οπαδικά. Άκρως ευχάριστη έκπληξη εντός πληθώρας άγνωστων ακουσμάτων τελευταία, θεωρώ ότι οι λάτρεις της ταχύτητας και του παλαιομοδίτικου τρόπου σκέψης θα τους γουστάρουν από πολύ ως τρομερά και αν το δούνε λίγο πιο σοβαρά, θα έχουμε ωραίες εξελίξεις.
Ότι πρέπει σε περίπτωση που θα θέλατε οι TOXIC HOLOCAUST να βγάζουν δίσκους πιο συχνά και δεν καλύπτεστε από το πόσο ανενεργοί είναι κατά διαστήματα.
(8/10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: DARK ARENA
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Worlds of Horror”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Pure Steel Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Paulo Konjicija: Κιθάρες
Juan Ricardo: Φωνητικά
Noah Buchanan: Τύμπανα
Μυστήρια κατάσταση το συγκεκριμένο άλμπουμ, καθώς κανένας που συμμετέχει στην ηχογράφηση του δεν είναι πλέον μέλος της μπάντας εδώ και χρόνια, ενώ και ο κιθαρίστας Paulo Konjicija πέθανε το 2019 καθώς έπεσε σε κώμα λόγω διαβήτη (σκληρό). Οι DARK ARENA προφανώς ηχογράφησαν τον δίσκο αυτό μέσα στο κενό που έλαβε χώρο σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ τους (“Ode to the ancients”, 2012) και έτσι το τέταρτο άλμπουμ τους ονόματι “Worlds of horror” είναι μια κυκλοφορία που καλύπτεται από το πέπλο του άγνωστου και δεν μπορώ να πω ότι βρήκα και πολλά στοιχεία περαιτέρω που να ρίχνουν φως στο τούνελ. Αυτό που βρήκα όμως είναι ένα φοβερό δείγμα progressive/power με άκρως Αμερικάνικο ήχο. Προφανώς καταγόμενοι από το Cleveland θα είχαν μια παραπάνω ιδέα στο πώς να τον αναπαράγουν, αλλά άλλο να είσαι Αμερικάνος, κι άλλο να θες να παίξεις Αμερικάνικα, έχει τεράστια διαφορά, πιστέψτε με και μακάρι να μπορούσαν όλοι να το καταφέρουν εύκολα και ποιοτικά. Οι DARK ARENA δεν κρύβουν σε καμία περίπτωση τις επιρροές τους από τα θρυλικά ‘80s όπου το U.S. metal βασίλευε και δεν θα σας πάρει και πολύ ώρα ακούγοντας τον δίσκο, να καταλάβετε ότι υπάρχει κάτι από την αύρα των SANCTUARY στο παίξιμο τους.
Αύρα που έχει βάση και στη σοβαρότητα αλλά και τον βαρύ ήχο που είχε εν γένει το κόσμημα του Seattle, ενώ δεν είναι απίθανο να σας βγει και ένα κράμα HELSTAR meets METAL CHURCH, καθώς έχουν και μια ορμή που σε παλιούς χρόνους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και κρυφο-thrash σε σημεία. Εντυπωσιακή ριφφολογία από τον συγχωρεμένο, ο οποίος το κατείχε το τόπι και ήξερε που να ριφφάρει, να σολάρει και γενικά να γεμίσει τα κομμάτια όγκο και ποιότητα, ενώ το παίξιμο είναι κάργα τεχνικό και προσδίδει ένα προοδευτικό χαρακτήρα, αγκομαχώντας με το heavy/power παίξιμο για το τι θα προκριθεί στο τέλος περισσότερο. Νομίζω ότι έχουν όλα τα στοιχεία σε σωστή συζυγία και η πολύ μικρή διάρκεια του δίσκου (ελάχιστα μικρότερο από 40’) το βοηθάει να αφομοιωθεί πιο εύκολα από τις αρκετές άγνωστες κυκλοφορίες εκεί έξω. Για να μη λέμε μόνο τα θετικά, υπάρχουν σε κάτι κομμάτια κάποια σημεία που νιώθεις ένα «κενό» και ότι κάτι θα μπορούσε να έχει γίνει καλύτερα ώστε το εκάστοτε κομμάτι αλλά κι ο δίσκος να είναι (πολύ) καλύτερα, αλλά αν σας έχει λείψει η αύρα της εποχής που περιγράφουμε και θέλετε να ακούσετε μια προσπάθεια που αν μη τι άλλο κερδίζει η σοβαρότητα, το άλμπουμ ενδείκνυται. Η κατάσταση στη μπάντα αυτή τη στιγμή πάντως είναι μύλος. Ο χρόνος θα δείξει…
(7,5/10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: DESECRATOR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Summoning”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Riley Strong: Φωνητικά, κιθάρα
Jared Roberts: Τύμπανα
Gerad Biesboer: Μπάσο
Andrew Hudson: Κιθάρα
Από το παραλίγο ανατολικότερο άκρο του κόσμου, δηλαδή την – με εντονότατο Ελληνικό στοιχείο – Μελβούρνη στην Αυστραλία, μας έρχονται οι thrashers DESECRATOR με τον δεύτερο δίσκο τους, “Summoning”, 4 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους “To the gallows”. Να αναφέρω στους αναγνώστες της στήλης ότι πρόκειται για το αγαπημένο μου μεταλλικό παρακλάδι γενικότερα, συνεπώς αν φτάσετε στο σημείο να διαβάσετε για μπάντα του είδους εδώ, σημαίνει ότι είναι το λιγότερο πολύ καλή, μια και με ότι αγαπάς περισσότερο, οφείλεις και πρέπει να είσαι κατιτίς πιο αυστηρός. Οι Αυστραλοί έχουν έναν ήχο που δεν ανακαλύπτει τον τροχό εκ νέου προφανώς, έχουν όμως επίσης μια πολύ ωραία αισθητική στο παίξιμο τους που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Παίζουν ολόσωστα και πεντακάθαρα, σε βαθμό που να μην ακούγονται καλογυαλισμένοι αλλά αντίθετα, ενισχύεται η κλάση που έχουν σαν παίχτες στο τελικό αποτέλεσμα των 10 κομματιών που απαρτίζουν το σύνολο του δίσκου. Τι είναι αυτό που (πρέπει να) χαρακτηρίζει το thrash και προσέχουν οι περισσότεροι αρχικά; Σωστά σκεφτήκατε, τα πολλά και ποιοτικά riffs τα οποία ευτυχώς οι DESECRATOR έχουν σε μεγάλη ποσότητα στον δίσκο και δεν έχουν και καμία ιδιαίτερη διάθεση για εκπτώσεις, πράγμα το οποίο τους ανεβάζει ακόμα περισσότερο στα μάτια μου στο τέλος.
Μάλιστα όταν μιλάμε για riffs που εκτός από πολλά και ποιοτικά, είναι αιχμηρά και πανέξυπνα σε σημεία, και οι δομές δεν φοβούνται να απλωθούν, ώστε να καταλήγουμε και σε κομμάτια 5-6’ σε διάρκεια, αυτό δείχνει πίστη στις ικανότητες τους και όχι απλά διάθεση για ξύλο. Έχουν έναν πιο τεχνικό αέρα χωρίς να το κουράζουν, καθώς δεν είναι η μπάντα που μόνο βαράει, κι όταν στο είδος είσαι καλή μπάντα χωρίς μόνο να βαράς, ε τότε κάτι έχεις κάνει πραγματικά σωστά ενδιάμεσα. Ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Riley Strong έχει ιδιαίτερη φωνή που θα σας ενισχύσει την θετική προδιάθεση να το ακούσετε ξανά, ενώ κι ο ντράμερ Jared Roberts κάνει κάποια πολύ ωραία περάσματα μέσα στα κομμάτια και παίζει γενικά γεμίζοντας όμορφα πέρα από τις στιγμές που αφήνεται να χτυπήσει λίγο πιο δυνατά (και γρήγορα φυσικά). Δεν ξέρω αν το κουαρτέτο βρήκε ανταπόκριση κι αν ναι πόση, αλλά είναι κρίμα το ότι θα διαλυθούν ως μπάντα τον ερχόμενο Φεβρουάριο, πάνω που άρχισε να συζητείται σιγά σιγά το όνομα τους. Μακάρι να καταφέρουν να επιστρέψουν γιατί δείχνουν αγάπη γι’αυτό που κάνουν.
(7,5/10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: MASSIVE FIRE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “The Annunaki”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Independent
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Pedro Soriano: Φωνητικά, κιθάρες
Phil Crash: Μπάσο
Thomas Martinoia: Τύμπανα
Από το εξωτικό Rio de Janeiro της Βραζιλίας, οι MASSIVE FIRE μας παρουσιάζουν το τρίτο τους άλμπουμ (και τέταρτη συνολικά κυκλοφορία μετά το αρχικό ΕΡ “Paths of reality” το 2012. Ο λόγος για το “The Annunaki” το οποίο ως άκρως τίμιοι, αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν ανεξάρτητα και προφανώς έχω ένα λόγο παραπάνω να τους σέβομαι γι’αυτό. Το Βραζιλιάνικο τρίο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, καθώς κινείται στο χώρο του καθαρού heavy metal και δη του ένδοξου Αμερικάνικου ήχου, με τις βαρύτατες κιθάρες τους, τα δυνατότατα τύμπανα τους και τα riff ειδικά να κατεβαίνουν και να επαναλαμβάνονται σε περίσσεια, δίχως διάθεση να σας αφήσουν να τα ξεχάσετε. Από την πλευρά μου που το πρώτο που προσέχω σε κάθε συγκρότημα είναι η ποσότητα και ποιότητα των riff, αυτό ήταν αρκετό για να τραβήξουν την προσοχή μου και να παρουσιαστούν εδώ τελικά (δεν θέλετε να ξέρετε τι τραβάμε για τις μπάντες που διαβάζετε εδώ γιατί υπάρχουν άλλες τόσες εκατοντάδες που δεν ακούγονται στην προσπάθεια να βρεθεί υλικό για την στήλη). Έτσι οι MASSIVE FIRE άξια βρήκαν τον δρόμο τους για το Underground Scans, καθώς στα 51 και κάτι λεπτά του, το “The Annunaki” περιέχει καλοπαιγμένο και άκρως ΣΟΒΑΡΟ βαρύτατο μέταλλο που του αξίζει να προσεχθεί.
Δεν ξέρω αν και κατά πόσο θα σας θυμίσει κάτι η φωνή του τραγουδιστή/κιθαρίστα Pedro Soriano, έχει μια χροιά μεταξύ «δε μοιάζει με κάποιον άλλο» και «κάτι μου θυμίζει» παράλληλα, αν μπορώ να κάνω ένα συσχετισμό, είναι ότι η άρθρωση και τονικότητα του είναι αρκετά κοντά στου James Rivera, χωρίς προφανώς τις τσιρίδες του μεγάλου κοντού του U.S. metal. Tα φωνητικά παρότι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε χάλια, ούτε σούπερ ποιοτικά, εκπληρώνουν τον σκοπό τους με το παραπάνω, και σε συνδυασμό με το πώς πατάνε πάνω στα πανέμορφα – και πάμπολλα – riffs, ενισχύουν το αποτέλεσμα στο τέλος σε κάτι που είναι ξεχωριστό και με έχει κάνει να το επισκέπτομαι συχνά για ακροάσεις. Αν θέλετε σώνει και καλά να το παρομοιάσετε και κάτι, σε κάποια σημεία θα μπορούσαν να ακούγονται σαν ICED EARTH χωρίς τριπλές, σίγουρα είναι άκρως ποιοτικότερο και διασκεδαστικότερο άλμπουμ από τα τελευταία… πολλά ΙΕ που δεν ακουγόντουσαν, ενώ έχουν και μια σοβαρότητα στον ήχο που θα παραπέμψει σε παλιές Αμερικάνικες μπάντες που μεσουράνησαν στα ‘80s, πάντα όμως με έναν πιο όμορφο βαρύ ήχο που ακούγεται όσο πρέπει παραδοσιακός για το αγνό των προθέσεων και παρότι ανεξάρτητο, ηχητικά η παραγωγή ηχεί πάρα πολύ ωραία και ιδανική για το σύνολο.
(7,5/10)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: MAZE OF TERROR
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Offer to the fucking beasts”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Xtreem Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Leviathan: μπάσο, φωνητικά
Hammer: τύμπανα
Criminal: κιθάρες
Μια ματιά στις φάτσες των Περουβιανών MAZE OF TERROR να ρίξεις και το πρώτο που μπορεί κάλλιστα να σκεφτείς είναι «δε μπλέκεις». Ορισμός των «μούτρων» που λέμε στην καθομιλουμένη, με το άκρως old-school παρουσιαστικό τους και τα καρφιά που φοράνε ανά χείρας να φτάνουν στους αγκώνες. Μοιάζουν –και κυρίως ακούγονται- έτοιμοι να κάνουν τη διαφορά με το δεύτερο τους άλμπουμ (έχουν και 3 ΕΡ, είπαμε, όλδσκουλ) με τον αξιομνημόνευτο τίτλο “Offer to the fucking beasts”. Εντυπωσιακό όνομα μπάντας και τίτλου, «κάτι κρύβεται εδώ» μπορεί να σκεφτείτε και δε θα έχετε καθόλου άδικο. Καθότι Λατίνοι και κοντά στις εκβολές του Αμαζονίου είναι γνωστό και μη εξαιρετέο το γεγονός ότι το αίμα βράζει κατιτίς παραπάνω, έτσι και το Περουβιανό ανίερο τρίο εδώ πέρα επιδίδεται σε άκρως ούγκανο thrash και το χαίρονται τόσο με όλη τους την ψυχή που θα το καταλάβετε από την πρώτη νότα του δίσκου το δίχως άλλο. Με πλήρη διάθεση έλλειψης τεχνικής και απλουστευμένης όσο λίγες φορές της αίσθησης «πάμε να τα σπάσουμε όλα σε κλίμα καταστροφής», οι ΜΟΤ εφορμούν ο καθένας στο όργανο του με πλήρη ανεμελιά αλλά και χαιρεκακία που θα εντυπωσιάσει με το θράσ-ος της τον ανυποψίαστο ακροατή. Και μάλιστα με σχετικά μεγάλες διάρκειες κομματιών για το είδος!
Από τα 10 κομμάτια, μόλις δύο πέφτουν κάτω από τα 4’, κι ενώ το συγκρότημα δεν θα ήθελε να εκφραστεί έπαινος για το παίξιμο τους, δείχνουν στα κομμάτια τους ότι ναι μεν το ξύλο (συγνώμη, ΤΟ ΞΥΛΟ ήθελα να πω) είναι πρωταρχικός σκοπός, αλλά αυτό προέρχεται μέσα από πλήρη έκφραση και δομές που δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αρκετοί θα ζήλευαν, τόσο για την ορμή, όσο και για το σκεπτικό γύρω από αυτές. Ωστόσο για να μην ξεχνιόμαστε, για δίσκο που ξεκινάει με επίκληση στον Cthulhu μιλάμε στο εναρκτήριο και μεγαλύτερο κομμάτι “Priest of the ancient ones”, το οποίο δίνει τον τόνο για ότι ακολουθεί παρά το άκρως χεβιμεταλλάδικο ξεκίνημα του. Η λογική είναι του ΤΑΚΑ-ΤΟΥΚΑ στα τύμπανα και έχει κι αυτό το γλυκό «έκο» στην παραγωγή που την κάνει μη καλογυαλισμένη (άσε που και να’θελαν δε θα ξέρανε πως γίνεται). Στις στιγμές που αφήνονται λυτοί, ακούγονται πραγματικά φονιάδες και ο δίσκος στάζει κακία και βλασφημία με τον τρόπο του, ένα τρόπο που δεν (πολυ)συνηθίζεται πλέον στο thrash. Παρότι Νοτιαμερικανοί, αν είχαν ένα σημείο αναφοράς, δεν θα ήταν οι SEPULTURA όπως για τους περισσότερους, αλλά περισσότερο οι SARCOFAGO. Δίσκος αποκλειστικά για όσους το ζουν επικίνδυνα και με πάθος!
(8/10)
Άγγελος Κατσούρας