Ειλικρινά, δεν έχω συναντήσει τέτοιο μπάχαλο, σε τρεις δεκαετίες συναυλιακής δραστηριότητας που θυμάμαι τον εαυτό μου, όσο αυτό του UP THE HAMMERS τα τελευταία δύο χρόνια. Ήμασταν έτοιμοι να παρακολουθήσουμε, τον Μάρτιο του 2020, το καλύτερο underground metal festival όλων των εποχών στη χώρα μας και ένα από τα καλύτερα παγκοσμίως και μας πρόλαβε ο Covid. Πανδημία θα μου πεις, η ακύρωση ήταν επιβεβλημένη. Αλλά στους επόμενους 26 μήνες, η μια μετάθεση διαδεχόταν την άλλη, ονόματα ακύρωναν για δικούς τους λόγους το καθένα, τα νεύρα των διοργανωτών έγιναν κρόσσια, η υπομονή μεγάλης μερίδας του κόσμου έδειχνε να εξαντλείται, γκρίνια, μουρμούρα και στον αντίποδα στήριξη και ένας καλός λόγος από αυτούς που έβλεπαν τα πράγματα από την άλλη πλευρά (ή έστω δεν τα έβλεπαν μονόπλευρα), όλα αυτά συνέθεταν ένα cocktail που δίχως αμφιβολία διατηρούσε το festival στην επικαιρότητα.
Δε θα τοποθετηθώ, εννοείται, όπως δεν το έκανα όλο αυτό το διάστημα, ως προς το billing. Αυτές είναι συζητήσεις που, αν θες να έχεις μια πλήρη εικόνα και να βγάλεις το συμπέρασμά σου, πρέπει θαρρώ να τις κάνεις με τους καθ’ ύλην αρμοδίους. Για μένα το σημαντικότερο όλων, είναι να επανέλθει η συναυλιακή πραγματικότητα της χώρας στα πρότερα επίπεδά της. Γιατί αν αυτό συμβεί, σημαίνει πως κουτσά-στραβά, επανέρχεται γενικότερα η κοινωνία και όλοι γνωρίζουμε πως αυτό είναι το σημαντικό, αναλογιζόμενοι τον τράκο που φάγαμε αυτά τα δύο χρόνια. Στις δουλειές μας, στις οικογένειές μας, στις σχέσεις μας και σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Επομένως, θα μου επιτρέψεις να λήξω εδώ την έκθεση του σκεπτικού μου, που λογικά δεν σ’ ενδιαφέρει κιόλας και να επικεντρωθώ σε όσα είδα και άκουσα το τριήμερο αυτό, ξεκινώντας όπως είναι φυσιολογικό από την πρώτη μέρα, την ημέρα του…
…WARM UP SHOW
Καταρχάς, να σταματήσει αυτό το “warm up show”. Τι πάει να πει “warm up”; Όλα τα συγκροτήματα μπορούσαν να βρίσκονται στο πρόγραμμα οποιασδήποτε από τις δύο κύριες μέρες, αφενός, αφετέρου όταν ξεκινάς στις 19:00 και τελειώνεις στις 00:00, δεν κάνεις «ζέσταμα», αγώνα κανονικό δίνεις! Αυτό, το είπα. Μπαίνοντας λοιπόν στο Gagarin, είδαμε τους ACHELOUS σε ρόλο receptionist… επί της υποδοχής. Όπως πάντα ευγενέστατοι, επαγγελματίες και ταυτόχρονα αθεράπευτοι ερασιτέχνες («εραστές της Τέχνης» δηλαδή, ο όρος είναι υπέροχος και κακώς υποβαθμίζεται), οι Αθηναίοι είναι «άχαστο χαρτί», αφενός αν είσαι διοργανωτής και θες να έχεις όνομα που να σου «ζεστάνει» (ή να κρατήσει «ζεστό») τον κόσμο σου, αφετέρου αν είσαι μουσικόφιλος και θες να παρακολουθήσεις ένα ωραίο live.
Με φόρα από την πρόσφατη εμφάνισή τους στο Remedy, δύο βδομάδες πριν, οι ACHELOUS έδειξαν πως αυτές είναι οι σκηνές που τους ταιριάζουν – οι μεγάλες και ευρύχωρες. Λόγω της θέσης τους μα και του περιορισμένου της ώρας που είχαν στη διάθεσή τους, διάλεξαν οκτώ από τις πλέον «ευθείες» συνθέσεις τους και πέρασαν κατευθείαν στην επίθεση. Πραγματικά, χαίρομαι να τους βλέπω live, είναι group που σου παίρνει τα βάρη της καθημερινότητας και τα πετά στον κάδο των απορριμμάτων με ένα τραγούδι! Εντύπωση μεγάλη μου έκανε επίσης το γεγονός πως υπήρχε από κάτω πολύς κόσμος, σε αναλογία με τους παρευρισκόμενους, με t-shirt της μπάντας (έχουν και πολλά σχέδια, ούτε οίκος μόδας να ήταν) και το ότι οι ξένοι οπαδοί, όλοι τους ανεξαιρέτως, ήξεραν απ’ έξω ακόμη και τις μελωδίες των πιο πρόσφατων τραγουδιών τους. Καλό σημάδι αυτό. Εύγε!
SETLIST: “Macedon”, “Northern winds”, “Blood” “Crystal shard”, “Warriors with wings”, “Savage king”, “Gaugamela”, “Flames of war”
Εννοείται συνεχίζουμε «ελληνικά», αφού έτσι κι αλλιώς η «μέρα προθέρμανσης» είχε ελληνικό χρώμα κατά βάση, με μια ιστορικότατη, για τα δικά μας «χωράφια», μπάντα, τους POWER CRUE. Θα είμαι ειλικρινής, όπως συνηθίζω άλλωστε και θα πω πως όσες φορές τους είχα δει (και δεν ήταν και λίγες), πάντα κάτι γινόταν και δεν έφευγα ευχαριστημένος. Πάντα κάτι έφταιγε. Και αυτήν την αίσθηση, την είχαν και άλλοι φίλοι, με τους οποίους μίλησα, οπότε μάλλον δεν ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα. Θα φταίει σίγουρα και το γεγονός πως η μπάντα πέρασε ένα μακρύ (αρκετών ετών) διάστημα με συνεχείς δυσκολίες, το αναγνωρίζω και το προσμετρώ. Στην εμφάνισή τους αυτή, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Οι POWER CRUE εμφανίστηκαν περισσότερο ορεξάτοι, στηρίχτηκαν σε τρεις δίσκους τους, το πιο πρόσφατο (σχετικά) “Excileosis” και τα κλασσικά “The sign of rage” και “Stay heavy”, έβγαλαν ενέργεια και κέρδισαν το χειροκρότημα του λιγοστού, δυστυχώς, κόσμου, καθώς αρκετοί βρίσκονταν έξω από το club την ώρα εκείνη (αυτό ποτέ δεν το κατάλαβα). Κιθάρες «δεμένες», rhythm section μπετό (με έναν, όπως πάντα, εξαιρετικό drummer – αυτός δεν είναι ντεφορμέ ποτέ), φωνή πεντακάθαρη και σε καλή φόρμα και μια χούφτα εγχώριοι ύμνοι, σ’ ένα live αξιόλογο και πρωτίστως νοσταλγικό… Μακάρι να τους δούμε να ανακάμπτουν τόσο σε επίπεδο συναυλιών όσο και δισκογραφικά, πέρασαν πέντε χρόνια από την τελευταία φορά! Σημείωση: το “Pleasure for flesh” παραμένει ένα από τα αγαπημένα μου ελληνικά metal τραγούδια, μπορώ να το ακούω λούπα για πολλή ώρα και τη φορά αυτή, τιμήθηκε με μια super εκτέλεση. Νομίζω, προχωράμε καλά!
SETLIST: “Born again”, “Believe”, “Dead end”, “Dark path”, “Torture”, “Last command”, “Never again”, “Pleasure for flesh”, “Forever”, “Stay heavy”
Προ-τελευταίοι στη σειρά, επομένως και co-headliners, οι FIRE AND STEEL. Είμαι βέβαιος πως τούτη η tribute μπάντα στους μεγάλους MANOWAR είναι γνωστή στους περισσοτέρους οπαδούς του επικού heavy metal, συνεπώς δε χρειάζεται να αραδιάσω βιογραφικά στοιχεία. Και ακριβώς επειδή είναι γνωστή και το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνονται γνωστότερο, περιττό να πω πως η υποδοχή που τους επιφύλαξε τα κοινό ήταν θερμότατη. Έναρξη εννοείται με το “Manowar”, μετά από την εισαγωγή “Anvil of Crom” του Βασίλη Πολυδούρη και η συνέχεια ιδανική, αναλογιζόμενοι πάντα το μικρό, σε σύγκριση με τα τρίωρα που παίζουν, set. Αξιόλογη απόδοση από το group, προτίμηση στις πιο “in your face” επικές συνθέσεις των ειδώλων τους, πάθος από το κοινό… Συμπερασματικά, αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, το live των FIRE AND STEEL ήταν ένα placebo effect που άρεσε, εν αναμονή της συναυλίας των MANOWAR στην Αθήνα. Νομίζω αυτό αρκούσε, από μόνο του.
SETLIST: “Manowar”, “Revelation”, “Each dawn I die”, “Thor”, “Kill with power”, “Blood of my enemies”, “Warriors of the world united”, “Power of thy sword”, “Hail and kill”, “Black wind, fire and steel”, “Battle hymn”
Και έφτανε σιγά-σιγά η μεγάλη ώρα του Warm-Up, όπου οι ATLANTEAN KODEX θα πατούσαν τη σκηνή του Gagarin. Θα βλέπαμε την καλύτερη επική μπάντα των ημερών μας, μια μπάντα η οποία έχει στο παλμαρέ της δίσκους όπως το “The golden bough”, το “The White Goddess” και το πιο πρόσφατο, εξίσου αριστουργηματικό “The course of Empire”. Για το τελευταίο τα έχουμε πει, τα έχουμε γράψει και ο χρόνος ήδη μας δικαιώνει: Μιλάμε για ένα από τα καλύτερα albums επικού metal των τελευταίων τριάντα ετών (ναι, ΤΟΣΟ πίσω πάω), ένα album που από μόνο του θα αρκούσε να τοποθετήσει τους ATLANTEAN KODEX στο πάνθεον των πραγματικά ΜΕΓΑΛΩΝ του επικού ήχου, ένα αριστούργημα που το βιώσαμε και το βιώνουμε την ώρα της δημιουργίας του και θα μνημονεύεται, όπως λένε οι ίδιοι… “In saecula saeculorum”.
Οι τελευταίες λεπτομέρειες ρυθμίζονται, ο Manuel Trummer (o οποίος είναι ίδιος με τον Mats “Mappe” Bjorkman των CANDLEMASS όταν είχε πιο κοντά μαλλιά) μας «τσιτώνει» ακόμη περισσότερο παίζοντας «δωράκια» από τραγούδια σαν το “Gloves of metal”, το “Battle hymns” και το “Simple man” (ΝΑΙ) και όλα είναι έτοιμα για μια από τις σπουδαιότερες «ηρωικές» παραστάσεις των τελευταίων ετών. Με αρωγό έναν εξαιρετικό ήχο και με το «στοίχημα» της Coralie Baier να κερδίζεται άνετα, ζήσαμε μια μεγάλη εμφάνιση. Ήταν καταπληκτικό, έβλεπες εκτός σκηνής μια γλυκύτατη κοπέλα, πολύ χαμηλών τόνων, να μεταμορφώνεται στο «σανίδι» και να δείχνει επιβλητική όσο δέκα άνδρες. Μιλάμε για σπουδαίο upgrade για το ίδιο το συγκρότημα! Οι έντονες επιρροές από MANOWAR, BATHORY, SOLSTICE και CANDLEMASS δημιουργούσαν ένα μεγαλοπρεπές ηχητικό ψηφιδωτό και αυτό που βλέπαμε επί σκηνής, έμοιαζε να ήταν το soundtrack μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου, διακατεχόμενου από άλλες αξίες και ηθικούς κώδικες.
Και οι υπόλοιποι όμως δεν υστερούσαν πουθενά. Ειδικά ο Markus Becker, «κρυστάλλινος», καθάριος, με τέλεια για το ύφος και το στυλ των Kodex φωνή, ιδανική ώστε να τραγουδά τα μελαγχολικά, λυρικά, μεγαλεπήβολα κομμάτια του group. Οι Kodex έχουν χαρακτηριστεί από κάποιους επιφανειακούς ακροατές ως «αντιγραφή των MANOWAR», κάτι το εντελώς αστήριχτο και αβάσιμο, αφού η μουσική τους, πέραν κάποιων κοινών στοιχείων, είναι διαφορετική, ούσα πολυεπίπεδη, μεγαλόσχημη και πομπώδης. Ωστόσο, αυτό δεν απέτρεψε τον Markus από το να χαριτολογήσει, γνωρίζοντας ο ίδιος την άποψη αυτή: «Είμαστε η δεύτερη tribute μπάντα στους MANOWAR σε αυτό το festival, μόνο που εμείς δε μπορούμε να παίξουμε τα κομμάτια τους και παίζουμε δικά μας!». Στα υπερ-έπη “Lion of Chaldea”, “Chariots”, “Sol Invictus” και “Twelve stars and an azure gown” έγινε ο αναμενόμενος χαμός, ενώ υπέροχη ήταν η εκτέλεση του “He who walks behind the years”, αγαπημένου τραγουδιού του Markus και outsider, όπως ο ίδιος δήλωσε, του τελευταίου τους δίσκου.
Η λήξη του “The course of Empire” σήμανε και το πέρας μιας συναρπαστικής εμφάνισης. Οι ATLANTEAN KODEX αποχώρησαν εν των μέσω ιαχών θριάμβου και με τα συνεχή “Kodex! Kodex!” να δονούν την ατμόσφαιρα και τον χώρο, αποδεικνύοντας πως αυτή την στιγμή, είναι η ηγέτιδα δύναμη στο επικό metal, χωρίς καμία αμφιβολία και χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης. Συνάμα κέρδισαν τους πλέον ουδετέρους, «αναγκάζοντάς» τους, με ένα ειλικρινέστατο χειροκρότημα, να αναγνωρίσουν το πόσο μεγάλο συγκρότημα είναι ΗΔΗ, κάτι που για μένα σημαίνει πολλά. Ή αν θες, τα πάντα. “Hail Kodex, first of the Sons of Men”!
SETLIST: “The Alpha and the Occident/People of the Moon”, “Lion of Chaldea”, “A prophet in the forest”, “Chariots”, “He who walks behind the years”, “Pilgrim”, “Sol Invictus”, “Twelve stars and an azure gown”, “The Atlantean Kodex”, “The course of Empire”
ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΗΜΕΡΟ – Ημέρα 1η
Μετά από μια ομολογουμένως πολύ καλή ημέρα, η οποία πέτυχε πλήρως τον σκοπό της, ξεκινήσαμε το κυρίως menu με τους Θεσσαλονικείς WHITE TOWER (όνομα για Oscar), τη χαρά της ρετρολαγνείας. Λοιπόν, ο «Λευκός Πύργος» μοιάζει να ήρθε από το 1985. Τόσο εμφανισιακά, όσο και ηχητικά. Εμφανισιακά μπορούσες επάνω του να δεις κάθε λογής φτιασίδι και αξεσουάρ, ακουστικά πρόκειται για την πιο ACCEPT-ική μπάντα, από την εποχή των GLADIATORS και VANIZE. Οι γνώμες, όσο άκουσα, διίσταντο. Σε κάποιους όλη αυτή η extravaganza φάνταζε υπερβολική ως και αστεία, είδα όμως και κάποιους άλλους που τους άρεσε πολύ αυτό που έβλεπαν και άκουγαν. Εσύ, αν δεν το έχεις κάνει, τσέκαρε το ομώνυμο ντεμπούτο τους καθώς και το “Terminator” EP τους και βγάλε το δικό σου συμπέρασμα. Εγώ κάτι τέτοια τα βλέπω με συμπάθεια, γιατί είναι πιτσιρικάδες, έχουν αγνές προθέσεις, βγάζουν αγάπη, το ζουν και κυρίως δεν έχουν τουπέ. Δεν ενοχλούν κανέναν, βρε αδερφέ. Τώρα αν αρέσουν ή όχι, είναι θέμα γούστου. Βέβαια, όπως είχε πει και ο κιθαρίστας τους σε εκείνο το all-time classic video, βγαίνοντας από τις εξετάσεις των Πανελληνίων και φορώντας MEDIEVAL STEEL μπλουζάκι, το τι λέμε εγώ, εσύ και όλοι οι άλλοι, μάλλον «δεν τους πολυενδιαφέρει και βασικά κιόλας». Δουλέψτε και καμιά διασκευούλα, ωραίο αλατοπίπερο θα είναι.
SETLIST: “Pounding heavy metal”, “Lions of steel”, “Leather empress”, “I rule the midnight”, “Spread the fire”, “Curse of the night”, “Runaway rebel”, Fuel along gunfire”, “Soldiers of metal”, “Wrecking machine”, “Schizophrenic attack”
Συνεχίζουμε…
Δύο μπάντες μας ήρθαν από το Νησί της Αφροδίτης και η πρώτη ήταν οι MIRROR. Στο ταξίδι τους κουβάλησαν στις αποσκευές τους τρεις ΔΙΣΚΑΡΕΣ, με την τρίτη να είναι και η μακρυτ… καλύτερη. Αναφέρομαι φυσικά στο καταπληκτικό “The day bastard leaders die” που κυκλοφόρησε προ τριμήνου και είναι ο καλύτερος δίσκος κλασσικού heavy metal ως τώρα για το 2022, σύμφωνα πάντα με την άποψη του γράφοντος. Με τέτοιο «οπλοστάσιο», δε χρειάστηκαν περισσότερα από εννέα τραγούδια, για να προσκυνήσουμε. Τρία από κάθε δίσκο παίχτηκαν και μείναμε με το στόμα στο πάτωμα. Έχοντας δει τι μπορούν να κάνουν το 2019, στα πλαίσια του Into Battle festival, ήμουν βέβαιος για το άψογο της εμφάνισής τους, αλλά ειλικρινά, κάτι ΤΕΤΟΙΟ, δεν το περίμενα. Το group ήταν σε τέτοια φόρμα, που θα μπορούσε πολύ άνετα να εμφανιστεί με ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ανάλογης κοπής καλλιτέχνη και τουλάχιστον να πάρει το Χ, αν όχι να τον ισοπεδώσει.
Μου έκανε εντύπωση το ότι ξεκίνησαν με το “Master of the Deep” και όχι με κάποιο από τα γρήγορα κομμάτια τους, αλλά και τι μ’ αυτό… H συνέχεια ήταν σαρωτική. Κλείσαμε τα μάτια, μπήκαμε σε μια χρονομηχανή και ταξιδέψαμε πίσω στον χρόνο, σε ένα ιδανικό μουσικό «γήπεδο» όπου οι RAINBOW, IRON MAIDEN, BLACK SABBATH, DEEP PURPLE, DIO, RIOT και ANGEL WITCH έχουν βάλει στη μέση το συγκρότημα και ανταλλάσσουν πασούλες, παίζοντας “pig in the middle”. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή οι MIRROR «κλέβουν» τη μπάλα, είναι πια τόσο καλά προπονημένοι που αβίαστα «σκαρώνουν» δισκάρες σαν αυτές που λέγαμε παραπάνω και δίνουν live σαν αυτό της 10ης Ιουνίου. Μαλλούρες μπροστά, denim and leather outfit, street attitude, ΚΙΘΑΡΕΣ, ΦΩΝΑΡΑ, μπόλικα παράσημα στο πέτο και το οπαδιλίκι το σωστό, το ΑΤΟΦΙΟ, συνέστησαν μια εμφάνιση που για μένα τουλάχιστον, αλλά και για όσους ήσαν παρόντες, έπρεπε να δινόταν στο Marquee Club το 1981! Ήδη αδημονώ για την επόμενη φορά που θα τους δω, ή ψηλότερα σε κάποιο billing (το δικαιούνται) ή ιδανικά, σε δικό τους live!
SETLIST: “Master of the Deep”, “Curse of the gypsy”, “Souls of Megiddo”, “Black magic tower”, “Mirror”, “Galleon”, “All streets are evil”, “The day bastard leaders die”, “Running from the law”
Τους Κυπρίους διαδέχτηκαν στην σκηνή οι Αθηναίοι DEXTER WARD, με το παλαιομοδίτικο (τι άλλο) heavy metal τους. Μου αρέσουν οι DEXTER WARD. Όσες φορές τους είχα δει, είχα περάσει πραγματικά καλά, ενώ δισκογραφικά θεωρώ πως έχουν βγάλει τρεις δίσκους με ποιότητα. Ειδικά ο τελευταίος τους, “III”, «πλουσιότερος» των άλλων δύο, έδειξε πως μπορούσαν να κάνουν το βήμα παραπάνω και να ξεχωρίσουν στον (κατακαημένο πια) χώρο του NWOTHM, τουλάχιστον (πολύ) περισσότερο από ορισμένους που απολαμβάνουν αναγνωρισιμότητας και επαίνων, ενώ θα έπρεπε να κάνουν ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ άλλο, παρά να παίζουν μουσική. Μην το ανοίξω τώρα, γιατί είναι τόσα τα «γεώμηλα» που σουλατσάρουν στον χώρο και καμώνονται για δίσκοι περιωπής, που θα με πάρει η νύχτα και ακόμη θα αραδιάζω ονόματα… Δυστυχώς, όσον αφορά τώρα τους Dexters, την κυκλοφορία του “III” την πρόλαβε ο Covid, οπότε δεν είδαμε και δεν ακούσαμε ποτέ τη μπάντα να προωθεί το πολύ καλό υλικό του, όπως πρέπει.
Για μένα λοιπόν, τούτη ήταν η πρώτη φορά που τους βλέπω χωρίς τον Marco Concoreggi στα φωνητικά, με τον Βαγγέλη Κρούσκα των VALOR να καλύπτει το κενό. Ειλικρινής τοποθέτηση και εδώ: Δυστυχώς, στο πρόσωπο των DEXTER WARD είδα μια μπάντα χωρίς το νεύρο, χωρίς την πυγμή, που με είχε συνηθίσει. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στο εσωτερικό τους, αλλά έχω τους δει σε πολύ καλύτερες στιγμές και κάπου δε μου «έκατσε» καλά όλο αυτό. Σχεδόν απογοητεύτηκα. Ίσως αυτό να οφειλόταν στο σαρωτικό show των MIRROR που προηγήθηκε, ίσως να ήταν απλά ιδέα μου (αλήθεια, μακάρι να έχω λάθος), αλλά το συμπέρασμά μου παραμένει – τους περίμενα καλύτερους! Ελπίζω να βρουν τον δρόμο τους, να επιστρέψουν στην πρότερή τους κατάσταση και το λέω με κάθε καλή διάθεση, ως φίλος της μουσικής τους. Υπό αυτή την ιδιότητα, θα προβώ και σε μια επισήμανση: Ένα – δυο από τα τραγούδια που έπαιξαν, θα μπορούσαν να λείπουν και να έχουν αντικατασταθεί από άλλα, σαφώς ανώτερα. Οψόμεθα!
SΕΤLIST: “Stone age warrior”, “Ghostrider”, “In the days of epic metal”, “Return of the blades”, “Evil nightmares”, “Conan the Barbarian”, “These metal wings”, “Metal rites”
Next in line, οι SACRAL RAGE, άλλο ένα πολυαγαπημένο μου, εγχώριο σχήμα. Όποτε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τους τέσσερεις Rages σε κάποια συναυλία, είχα να πω μετά τα καλύτερα. Αυτό βέβαια προ πανδημίας, με τη μπάντα να είναι συνεχώς σε «αγωνιστική κατάσταση» και σε παρατεταμένη φόρμα. Γιατί τούτη τη φορά, είχαν να αντιμετωπίσουν το «τέρας» της αποχής, ένα από τα αγριότερα «τέρατα» στον κόσμο της μουσικής και να ανακάμψουν από μια μετριότατη, για τα δεδομένα τους, πρώτη μετά-covid εμφάνιση στο Open the Gates Festival της Λευκωσίας, οπότε, όσο να ’ναι, κρατούσα μικρότερο καλάθι, σε σχέση με άλλες φορές.
Αδίκως, όπως απεδείχθη περίτρανα. Ήταν λες και δεν είχε μεσολαβήσει το παραμικρό, αυτά τα 2,5 χρόνια! Είδα ένα συγκρότημα που στην κυριολεξία βγήκε για να παίξει, στα λεπτά που του αναλογούσαν, με άγνοια κινδύνου, με θέληση να «πάρει κεφάλια», πίστη πως στο τέλος μπορεί να κονιορτοποιήσει τους πάντες και διάθεση να ρίξει στο τραπέζι όλα της τα χαρτιά! Τρόμος, δέος, ματιές μεταξύ των θεατών που τις ακολουθούσαν νευρικά γέλια, κούνημα της κεφάλης σε στυλ «είμαι ανάξιος να κρίνω», θεατρικότητα εις το τετράγωνο, virtuosité εις τον κύβο, ψευδο-εγωισμοί ανύπαρκτοι… χαρακτηριστικό SACRAL RAGE live δηλαδή!
Αναλογιζόμενη την υφή του festival, η τετράδα έδωσε βάρος στο πιο άμεσο ντεμπούτο της, έπαιξε δύο κομμάτια από το δεύτερο full length της και παρουσίασε ένα νέο τραγούδι, από το επερχόμενο, άτιτλο ακόμη, τρίτο album της. Για το τελευταίο, δε θα ήθελα να βγάλω συμπέρασμα από μια και μόνη ακρόαση, αλλά μου «άνοιξε την όρεξη», η αλήθεια είναι. Oι SACRAL RAGE είναι περίπτωση συγκροτήματος όπου δυσκολεύομαι να κρατήσω το επίπεδο του «συντάκτη» και μα την αλήθεια, χαίρομαι γι’ αυτό! Οι μόνοι που δεν χαίρονται, είναι οι διπλανοί μου, όταν τσιρίζω κι εγώ μαζί με τον κύριο UL τον στίχο “Image of Amun, forbidden reign!”, σαν ακούω το προσωπικό μου all-time favorite “Lost chapter E: Amarna’s reign”. Σπουδαία εμφάνιση. ΣΠΟΥΔΑΙΑ.
SETLIST: “En cima del mal”, “Lost chapter E: Sutratma”, “Vaguely decoded”, “Inner sanctum asylum”, “Necropia”, “Shock rates”, “Lost chapter E: Amarna’s reign”, “Waltz in madness”
Αντίθετα, για τους θρύλους του ελληνικού heavy metal SPITFIRE, δεν μπορώ να πω τα ίδια, αφού δε βρέθηκαν σε τόσο καλή βραδιά. Ξέρουν και οι πέτρες πως απολαμβάνουν θρυλικού status, όσον αφορά τη δική μας heavy metal «πραγματικότητα». Έχουν ένα “First attack” κλασσικότερο των κλασσικών, το “Die fighting” είναι ένα πολύ ωραίο άλμπουμ, αλλά το “Denial to fall” με απογοήτευσε και τα τραγούδια του, λυπάμαι, αλλά «ζωντανά» δεν «τραβάνε» και δεν «δένουν» με το παλαιότερο υλικό. Ως φίλος της μουσικής του group, νιώθω κάπως περίεργα με όλο αυτό, είναι λες και δεν τους ταιριάζει αυτή η σύγχρονη προσέγγιση, υπό την οποία θέλουν να βλέπουν στο εξής τα πράγματα. Και εξηγούμαι:
Υπάρχουν κάποια συγκροτήματα από τα οποία απαιτείς την πρόοδο και την αλλαγή, αλλά υπάρχουν κι αυτά που πρέπει να έχουν το στυλ που τους ταιριάζει περισσότερο και να μην παρεκκλίνουν. Θεωρώ λοιπόν πως οι SPITFIRE ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Βέβαια αυτή είναι η ξεκάθαρη, δική μου άποψη και μπορώ να πω μονάχα “take it or leave it”, όπως λένε και στα χωριά. Όχι, δεν ήταν κακοί οι SPITFIRE, μη σου δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Δεν ήταν όμως καλοί στο επίπεδο του αναμενόμενου, ήταν σαν να έδειχναν λίγο… «αποπροσανατολισμένοι». Συνθέσεις του “First attack”, όπως η τριπλέτα “Lady of the night”, “Lead me on” και “Street fighter”, «κίνησαν» τον κόσμο κάπως περισσότερο, όπως ήταν λογικό, ωστόσο δεν έφταναν για να ανεβάσουν το επίπεδο του show. Μακάρι την επόμενη φορά, να είναι καλύτερα τα συναισθήματα που θα αποκομίσω, στο τέλος του live.
SETLIST: “Gates of fire”, “Evil thoughts around”, “Denial to fall”, “Guilty dreams”, “Stand and fight”, “Unholy”, “Lady of the night”, “Taste the fire”, “Ready to attack”, “Lead me on”, “Street fighter”
Δεύτερη φορά μέσα σε δυο μέρες ATLANTEAN KODEX; Ποιος να μου το ’λεγε… Όνειρο ζω και μη με ξυπνάτε! Με ύφος τροπαιοφόρου Ρωμαίου αυτοκράτορα, όταν εισέρχεται νικητής στη Ρώμη από την Πύλη της Αππίας Οδού, οι Βαυαροί ξεκίνησαν όπως πάντα με το “The Alpha and the Occident/People of the Moon” μέσα σε ειλικρινή αποθέωση. Μετά το καταπληκτικό show της προηγουμένης ημέρας, θα περίμενε κανείς να έχουν χαμηλώσει ταχύτητες, να έχουν μειωμένη σχετικά απόδοση και αν αυτό συνέβαινε, θα τους δικαιολογούσαμε απόλυτα. Η πεντάδα όμως παρουσιάστηκε εκ νέου σε τέλεια κατάσταση και έδωσε μια παράσταση ισάξια και σε σημεία καλύτερη (!) της αντίστοιχης της Παρασκευής. Ίσως να τους έδωσε παραπάνω καύσιμο η υποδοχή και ανταπόκριση του κόσμου, ποιος ξέρει.
Το set τους ήταν αναμενόμενα μικρότερο, αλλά δε μας ενόχλησε αυτό. Η εκτέλεση του τεράστιου έπους “Heresiarch” τιμήθηκε δεόντως και «έδεσε» με τους υπολοίπους ύμνους, τους οποίους τραγουδήσαμε με τη ψυχή μας, νιώθοντας το δέος εκείνο που μόνο το πραγματικό επικό metal μπορεί να προκαλέσει. Και όπως συμβαίνει πάντα, οι τελευταίες νότες του “Atlantean Kodex” βρήκαν τον καθέναν από μας με το δικό του, μοναδικό, καθαρά προσωπικό, μικρό παράπονο: όσον αφορά τον γράφοντα, είχα μια κρυφή ελπίδα να ακούσω τη δεύτερη μέρα το αγαπημένο μου τραγούδι τους, το “The hidden folk”. Δεν πειράζει, θα το ακούσω την επόμενη φορά, δε χρειάζεται να «ξεψειρίζουμε τη μαϊμού», όταν παρακολουθούμε ΤΕΤΟΙΑ shows!
SETLIST: “The Alpha and the Occident/People of the Moon”, “Lion of Chaldea”, “Sol Invictus”, “Heresiarch”, “Twelve stars and an azure gown”, “The Atlantean Kodex”
Κάτι λέγαμε για ακυρώσεις στην αρχή. Ε, σ’ αυτές, προσθέτουμε και μια της τελευταίας στιγμής: οι βετεράνοι OSTROGOTH τελικά δε μας έκαναν την τιμή να εμφανιστούν ενώπιον του ελληνικού κοινού, ελέω Covid, με τους συμπατριώτες μας thrash/blacksters ZEMIAL, να κάνουν τον αλεξιπτωτιστή και να καλύπτουν το κενό της τελευταίας στιγμής. Ανεξαρτήτως απόδοσης ή μουσικού γούστου, οφείλουμε να αποδώσουμε τα δέοντα στον Archon Vorskaath (τύμπανα/φωνητικά) και στην ομάδα του και να τους «βγάλουμε το καπέλο» που δέχτηκαν να βγουν μπροστά και να καλύψουν ένα τέτοιο κενό, σε μια τέτοια νευραλγική θέση, σε μια τόσο ταλαιπωρημένη διοργάνωση.
Ιστορικό group και οι ΖΕΜΙΑL, με «προπατορικές» κυκλοφορίες που ανάγονται στα πρώτα χρόνια του ελληνικού black metal, επομένως έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση όπου η (όποια) μουσική αξία συμβαδίζει με το (όποιο) νοσταλγικό συναίσθημα και τον (όποιο) ρομαντισμό. Προσωπικά τους θυμάμαι από το πρώτο τους album, “For the glory of Ur”, ίδια εποχή με το «αδελφό σωματείο» των AGATUS, δεν είχα ιδέα του πως μπορεί να στέκουν «ζωντανά» και να πω την αμαρτία μου, περισσότερο με γαργαλούσε να δω ZEMIAL, παρά OSTROGOTH, όσο κι αν είναι πιο κοντά στα ακούσματά μου η μουσική των Βέλγων. Ακούσαμε κατά πλειοψηφία το πιο thrashy υλικό, με το “Sleeping under Tartarus” (ένας μικρός ύμνος) στο τέλος να μας μεταφέρει σε εποχές ανταλλαγής γραμμάτων, κασσετών και χτισίματος της, σήμερα κραταιάς, ελληνικής black metal σκηνής. Η εμφάνισή τους μπορεί να μην προσφερόταν για ασφαλή συμπεράσματα, να τα λέμε κι αυτά, πάντως δε μπορώ να πω πως δεν αναγνώρισα στους ZEMIAL την καλή τους «συναυλιακή» κατάσταση, τηρουμένων των αναλογιών και δε γίνεται να μη σημειώσω την ανωτερότητα του black έναντι του thrash υλικού τους, τουλάχιστον όπως αποδόθηκε επί σκηνής.
SETLIST: “Black Death”, “Nailed and coffined”, “Eclipse”, “Murmur”, “Nocturnal witch”, “Daimon”, “Slay with silent dagger”, “Return of the Conqueror”, “Full moon necrophilia”, “Breath of the pestilence”, “Birds of death”, “Sleeping under Tartarus”
Σε διάφορες κατά καιρούς συζητήσεις, είχα αναφερθεί στους SKYCLAD ως ένα όνομα που αν και δεν ανήκει σε αυτό που οριοθετείται ως «αυστηρό παραδοσιακό metal πλαίσιο», θα ήταν ιδανικό ως headliner σε κάποιο UP THE HAMMERS. Φαίνεται πως με κάποιο τρόπο το σύμπαν με άκουσε και να ’σου οι θρυλικοί folk metallers, στην κορυφή της δεύτερης ημέρας. Υπάρχουν δε, δύο δεδομένα όσον αφορά τους Βρετανούς: Δεδομένο πρώτο, το ότι οι SKYCLAD έχουν τέτοια μίξη ήχων, επιρροών και τάσεων, που αν τις ξεχωρίσεις βλέπεις πως όλες τους ενδιαφέρουν τον παραδοσιακό ακροατή. Κλασσικό heavy, thrash, folklore, THIN LIZZY, ρομαντισμό, μεσαιωνικό και αναγεννησιακό πνεύμα, επικό συναίσθημα… Πως αλλιώς λοιπόν να αφήσει κάποιον ασυγκίνητο ο συγκερασμός όλων αυτών; Δεδομένο δεύτερο: Στην περίπτωση των Ουρανοντυμένων, η επεξήγηση “old school set” είναι αχρείαστη. Πάντοτε έχουν old school set, ακόμη κι αν έχουν νέο δίσκο, αφού θα παίξουν 2-3 κομμάτια από αυτόν και τα υπόλοιπα, μέχρι να ξεπεραστεί πάντα ο αριθμός 20, είναι all/old time classics. Έτσι δεν είναι;
Τους έχω δει αρκετές φορές τους SKYCLAD και πάντοτε μου δημιουργείται η ίδια αίσθηση. Αυτή που είπε ένας φίλος δίπλα μου, την ώρα που το “Spinning Jenny” δονούσε το Gagarin και το πήγαινε πάνω-κάτω: Σαν ακούω SKYCLAD, ξεχνώ όλα μου τα προβλήματα, όλες μου τις έγνοιες και νομίζω αυτό είναι το σπουδαιότερο δώρο της μουσικής τους, προς εμένα, ως ακροατή και φίλο τους. Και οι ίδιοι να μου δείχνουν πόσο μεγάλο συγκρότημα είναι, όχι μόνο από τους ύμνους που παρήλασαν εκείνη τη βραδιά από μπροστά μας, ούτε από την άψογη απόδοσή τους παρόλη την κούραση του ταξιδιού τους (σχεδόν προσγειώθηκαν και έπαιξαν, τι να λέμε τώρα). Από κάτι άλλο… Έχεις δει πολλά συγκροτήματα, ενώ ο ένας από τους δύο κιθαρίστες τους αντιμετώπιζε πρόβλημα και για τρία τραγούδια έμεινε αμέτοχος, η απόδοση τους να μην «κρεμάει» και να παίζουν λες και δεν συνέβη ποτέ, τίποτα; Γιατί αυτό έγινε, καθώς η κιθάρα του Dave Pugh απεδείχθη ελαττωματική και μέχρι να βρεθεί αν φταίει αυτή ή άλλο κομμάτι του εξοπλισμού του, ο Dave είχε τραβηχτεί στην άκρη της σκηνής, παλεύοντας με τα παιδιά του τεχνικού επιτελείου να το διορθώσει. Αλλά αυτοί είναι οι SKYCLAD «και unplugged να παίξουν, πάλι έπος θα είναι!», όπως είπε τη φορά αυτή ένας άλλος φίλος, τρίτος της παρέας.
Με το θρυλικό δίδυμο Ramsey/English όπως πάντα σε μεγάλα κέφια, την γελαστή Georgina Biddle να κατεβαίνει και να παίζει στο κοινό, τον καλύτερο frontman που δεν είναι frontman (Kevin Ridley) να μανιπιουλάρει το κοινό με ευκολία και τον Arron Walton να οδηγεί τους πάντες από τα μετόπισθεν, μπήκαμε σε party mood από την αρχή και δεν βγήκαμε ούτε όταν ο Ridley μας ρωτούσε «τι θα γίνει, εδώ θα μείνετε, δε θα πάτε σπίτια σας;», με ένα από τα πιο ειλικρινή χαμόγελα που έχω δει τον τελευταίο καιρό. Όσο για τα highlights;
Αναμφίβολα όλη η συναυλία ήταν ένα highlight, αλλά θα αναφέρω τις στιγμές όπου ο κόσμος το χάρηκε λίγο περισσότερο: όπως πάντα στο “Spinning Jenny”, στη διασκευή στο “Emerald” των ΘΕΩΝ (όνομα δε χρειάζεται), στο αειθαλές, ανατριχιαστικό “The one piece puzzle”, στην έκπληξη του “No deposit, no return” (με τις απαραίτητες συμβουλές προς τους μουσικούς του κοινού), στο πρώτο folk metal τραγούδι στην ιστορία (“The widdershins jig”), στο χορευτικό δίδυμο των “Penny dreadful”/”Inequality street” και στο αντίστοιχο thrashy των “Thinking allowed?”/”The declaration of indifference”, με το τελευταίο να παίζεται μπροστά σε λιγότερους οπαδούς, αφού μάλλον ήταν εκτός προγράμματος και παίχτηκε επειδή «δεν πηγαίναμε σπίτια μας». Παίδες, μη φεύγετε ποτέ από ένα live SKYCLAD, πριν αρχίζουν να σας «διώχνουν» από το venue. Νόμος.
Καταληκτικά, ήταν ακόμη μια εξαίρετη εμφάνιση των Βρετανών βάρδων, που πιστοποίησαν πως οι σχέσεις αγάπης μεταξύ αυτών και ημών καλά κρατεί και πως είναι μια από τις «υγιέστερες» μπάντες εκεί έξω. Τώρα, αν υπάρχουν κάποιοι που έχουν να τους δουν από το 1998 και νοσταλγούν τον Martin, ε, ας μείνουν με τη νοσταλγία.
SETLIST: “Earth Mother, the Sun and the furious host”, “Spinning Jenny”, “Emerald”, “Cry of the Land”, “The wickedest man in the world”, “Cardboard city”, “The one piece puzzle”, “Just what nobody wanted”, “Land of the rising slum”, “No deposit, no return”, “The widdershins jig”, “History lessens”, “Another fine mess”, “Penny dreadful”, “Inequality street”, “Thinking allowed?”, “The antibody politic”, “Anotherdrinkingsong”, “Great blow for a day job”, “The parliament of fools”, “The declaration of indifference”
ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΗΜΕΡΟ – Ημέρα 2η
Πάντα, τη δεύτερη μέρα του «κυρίως πιάτου» του UTH, μου δημιουργείται η εντύπωση πως δεν έφυγα από το venue, πως ο χρόνος απλά σταμάτησε κάποιες ώρες και ξαναρχίζει να μετρά από εκείνο το μεσημέρι. Ένα μεσημέρι βροχερό και ολίγον «μελαγχολικό», που έσπαγε όμως τη ζέστη του Ιουνίου στην Αθήνα. Η προσέλευση του κοινού ήταν ξανά μικρή (αν και όχι στα επίπεδα της προηγουμένης μέρας), φαινόμενο που τείνει να γίνει παράδοση, δυστυχώς για τον καλλιτέχνη που εμφανίζεται πρώτος στο χρονοδιάγραμμα του προγράμματος. Και το πρώτο όνομα, της δεύτερης αυτής ημέρας, αποτελούσε για μένα, αλλά και για αρκετούς παρευρισκόμενους, μέγα μυστήριο.
Οι Ιταλοί KONQUEST θα έδιναν, στα πλαίσια του festival, την πρώτη τους συναυλία. Όχι στην Ελλάδα, την πρώτη τους γενικά, ως συγκρότημα! Ήθελα συνεπώς να δω, κατά πόσο θα μπορούσαν να μετουσιωθούν από one man’s project σε κανονικό group. Όταν είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους “The night goes on”, είχα ευχηθεί στον «μερακλή» φίλο μας, Alex Rossi, να βρεθούν οι απαιτούμενοι συνεργάτες και να κάνει τους KONQUEST μια πλήρη, κανονική μπάντα, γιατί το υλικό ήταν καλό, πολύ καλό! Ε, αυτοί βρέθηκαν και πλέον οι KONQUEST μπορούν και από σκηνής να παρουσιάζουν τις HEAVY LOAD, TOKYO BLADE και THIN LIZZY (της “Black rose” εποχής) ομορφιές τους!
Καταρχάς τους περίμενα λίγο μεγαλύτερους σε ηλικία, αυτοί με το ζόρι είχαν βγάλει γένια! Παλικάρι μεγάλο ο drummer, που «έβγαλε» το live με μπανταρισμένο αντίχειρα μετά από εργατικό ατύχημα (τεχνίτης γαρ), συμπαθέστατος ο Rossi που φάνηκε πως κανονικά είναι μπασίστας και όχι τραγουδιστής (πρέπει να το δουλέψει αυτό, ειδικά στο πως στήνεται στο μικρόφωνο), ενώ οι υπερκινητικοί κιθαρίστες (η μπλούζα POWER TRIP του ενός, έκλεψε τις εντυπώσεις) έδειξαν ότι έχουν εμπειρία από άλλες μπάντες. Ωραίες και οι δύο νέες συνθέσεις (“Tyranny” και “Something”), στο ίδιο ύφος και αυτές, οπότε είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον. Νομίζω πως με μια σειρά εμφανίσεων, η μπάντα θα «δεθεί» και όλα θα μπουν σε μια σειρά. Τους εύχομαι τα καλύτερα, γιατί συν τοις άλλοις, φάνηκαν καλά παιδιά όσο μιλήσαμε και κέρδισαν τη συμπάθειά μου.
SETLIST: “Theme of the Konqueror”, “The night goes on”, “Too late”, “Keep me alive”, “Tyranny”, “Something”, “Helding back the tears”, “Heavy heart”
Τους έτερους Κυπρίους του festival που ονομάζονται SOLITARY SABRED, τους θεωρώ από τα καλύτερα power metal acts της εποχής μας κι επ’ αυτού δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου. Το οποίο (σπαθί) είναι διαφορετικό από αυτό που κραδαίνει ο τραγουδιστής τους, ο Πέτρος Λεπτός, όταν ερμηνεύει θεατρικώ τω τρόπω ιστορίες μεσαιωνικής Στρατιωτικής Τέχνης και Μαγείας. Για τα επόμενα τρία τέταρτα της ώρας, η Μεγαλόνησος έγινε μια ακόμη Πολιτεία των Η.Π.Α και εμείς γίναμε μάρτυρες ενός εξαιρετικού show. Το group ήταν προβαρισμένο και έτοιμο στην παραμικρή λεπτομέρεια, ανταποδίδοντας με τον τρόπο του την αγάπη και την πίστη αρκετών οπαδών που ταξίδεψαν από Κύπρο για να το δουν, όπως και τους MIRROR, καθώς και όσων «ντόπιων» προτίμησαν τη μουσική, από την πεζοδρομιακή κουβέντα, συνοδεία μπύρας.
Αφήνοντας στην άκρη το ντεμπούτο “The hero, the monster, the myth” (αν και το ομώνυμο τραγούδι της μπάντας μου έλειψε, οφείλω να ομολογήσω), στηρίχτηκαν στο καταιγιστικό “Redemption through force” και στο εκπληκτικό “By fire & brimstone” και μας κέρασαν ατόφιο, αυθεντικό US ατσάλι, κάπου μεταξύ HELSTAR, SANCTUARY και CAULDRON BORN. Άρα, καταλαβαίνεις τί είδους χαμός επικρατεί στα τρία SOLITARY SABRED albums, μόνο και μόνο από αυτά τα σχήματα! Οι Κύπριοι, στο σανίδι, «παντρεύουν» τραγούδια που συνδυάζουν την τεχνοκρατική αντίληψη με την ωμή δύναμη, με μια ενεργητικότατη όσο και ταιριαστή με το είδος που υπηρετούν, σκηνική παρουσία, συνεπώς, τι μπορεί να πάει λάθος…; Τίποτα. Είμαι βέβαιος δε, πως αυτή ήταν μια από τις καλύτερές τους εμφανίσεις, ίσως και η καλύτερη, απ’ όσες είχα τη χαρά να παρακολουθήσω. Και τους δίδω extra πόντους, που ανταποκρίθηκαν και ανταπεξήλθαν στο πόστο τους, έχοντας πριν λίγες μέρες περάσει μεγάλες, προσωπικές, εκτός «κάδρου» μουσικής, δυσκολίες, όπως συμπέρανα από τα λόγια του Λεπτού, στην εισαγωγή του “Disillusions”. Περιμένω ήδη το καινούργιο τους πόνημα, με το μαχαίρι στα δόντια. ΑΞΙΟΙ!
SETLIST: “Servants of the Elder Gods”, “Synaxxis of honor/Disciples of the sword”, “Damnation”, “The Scarlet Citadel (Chronicles of the Barbarian King pt.I)”, Psionic transmogrification”, “Assassins of Carthage”, “Disillusions”, “Redeemer”, “Burn magic, black magic”
Μετά τους SOLITARY SABRED, οι VULTURES VENGEANCE δε μου «είπαν» απολύτως τίποτα. Όπως δε μου είχαν «πει» και το 2019, που τους είχα ξαναδεί, όπως δε μου «λέει» το παραμικρό η δισκογραφία τους, επομένως γενικά περνούν για μένα απαρατήρητοι. Οι Ιταλοί παίζουν κάτι μεταξύ πρώιμων RUNNING WILD, RAVEN, RUNNING WILD των μέσων του 80, πρώιμων IRON MAIDEN, RUNNING WILD και κόντρα RUNNING WILD. Η εμφάνισή τους τσίτα στο σιδερικό, καρφιά, μέταλλα, περικάρπια, μπότες, κολλάν, κακός χαμός. Μόνο που δεν πρόσεξα αν φορούσαν και σπασουάρ, όπως την προηγούμενη φορά, να με συμπαθάς για την παράλειψη.
Εντάξει, δε λέω, καλό είναι η εικόνα να ταιριάζει με τον ήχο, όταν ακούμε παραδοσιακό heavy metal θέλουμε να το βλέπουμε κιόλας, αλλά μη δίνουμε βάση στο image και παραμελούμε τις συνθέσεις, ναι; Και εδώ, γενικότερα, έχουμε να κάνουμε με μικρής (Γ’) κατηγορίας NWOTHM, με κομμάτια που ενώ θα μπορούσαν να είναι έστω ενδιαφέροντα, καταστρέφονται από αυτά τα «φωνητικά» που θέλουν να μοιάσουν σε εκείνα του Hansi των BLIND GUARDIAN, μα το μόνο που καταφέρνουν είναι να ακούγονται εκνευριστικά. Βασικά, απορώ από πού κι ως πού οι VULTURES VENGEANCE μνημονεύονται ως «επένδυση για το μέλλον». Α, ναι, ξέχασα. «Είναι cult και true»… Έλα, να περάσει ο επόμενος.
SETLIST: “A great spark from the dark”, “Fates weaver”, “Pathfinder’s call”, “The knightlore”, “On a prisoner’s tale”, “A curse from obsidian realm”, “Towards the gates of Unknown”
Όπου «επόμενος», βάλε τους STRAY GODS. Σε αντίθεση με τους KONQUEST που ήσαν μυστήριο κι ένα στοίχημα που μας βγήκε, με τους STRAY GODS ξέραμε τι να περιμένουμε κι ας έδιναν ομοίως την πρώτη τους συναυλία. Οι τέσσερεις συνεργάτες που είχε δίπλα του ο mastermind του group, Μπάμπης Κατσιώνης (ωραίο το “Monomaiden” t-shirt), είναι μουσικοί με πολλά χιλιόμετρα στα πόδια που δε χρειάζονται ούτε πρόβα για να παίξουν. Κώστας Μακρυκώστας (BATTLEROAR, SAXON), Γιάννης Μακρής, Θάνος Παππάς (στα drums και των FIRE AND STEEL) και ο «Bruce Dickinson των φτωχών», ο Artur Almeida των ATTICK DEMONS… Μια δυνατή ομάδα η οποία δε χρειαζόταν πολλά εφόδια για να μας κερδίσει, ως ακροατήριο. Έτσι κι αλλιώς είχαν έναν καλό δίσκο ως «διαβατήριο» (“Storm the walls”), οπότε τι άλλο να έκαναν; Μα ναι, μερικές διασκευές «γκανιάν»!
Αυτές ήταν το “War in Heaven” από LORDIAN GUARD, στη μνήμη του Βασίλη Τσάμη (το βρίσκεις και στο σχετικό tribute της Pitch Black Records) και το “Judas be my guide” από IRON MAIDEN, για όλους εμάς που λατρεύουμε το συγκεκριμένο άσμα και που θα θέλαμε να το ακούσουμε κάποια στιγμή από τους γεννήτορές του, αλλά δε μας αφήνουν το “The trooper” και το “Fear of the dark”. Για την πρώτη διασκευή ήμασταν σίγουροι (true metal festival γαρ), η δεύτερη ήταν που μας ξάφνιασε. Όχι γιατί ήταν Maiden (το σχήμα είναι «καρφί» Maiden 1986-1992 οπότε τι κάνει νιαου-νιάου στα κεραμίδια), αλλά για την επιλογή του κομματιού, αυτού καθαυτού! Συμπερασματικά, ήταν ποιοτικό αυτό που είδα και άκουσα, αλλά λίγο βρε παιδί μου… ήθελα περισσότερο. Δεν πειράζει, την επόμενη φορά. Up the Irons (όχι, δεν κάνω πλάκα)!
SETLIST: “Black horses”, “The world is a stage”, “Alive for a night”, “War in Heaven”, “Silver moon”, “Judas be my guide”, “The seventh day”
“Introducing, from Calgary, Alberta, Canada…” Δεν μπορώ, σαν διαβάζω αυτήν την περιοχή του Καναδά θυμάμαι πάντα τον θεό Brett Hart και το WWE, δε γίνεται αλλιώς. Οι συντοπίτες του μεγαλύτερου wrestler όλων των εποχών, οι TRAVELER, με είχαν ενθουσιάσει στο ομώνυμο ντεμπούτο τους και τους περίμενα πως και πως, έστω κι αν έριξαν ταχύτητες στο “Termination shock”. Με το που ξεκίνησε η εμφάνισή τους, δύο πράγματα ήταν εμφανή: Πρώτον, κατά την περίοδο της παύσης των συναυλιακών δραστηριοτήτων, η μπάντα σίγουρα συνέχιζε να προβάρει και να δουλεύει την σκηνική της παρουσία, αφού σε καμία των περιπτώσεων δεν καταλάβαινε κανείς πως έχουν περάσει τόσοι μήνες απραξίας. Δεύτερον, ο frontman Jean-Pierre Abboud, το τρώει όλο το φαγάκι του και από την τελευταία φορά που τον είδα με τους GATEKEEPER, είναι άλλος τόσος.
Με τον Nolan Benedetti στα τύμπανα (φετινή μεταγραφή), οι Καναδοί πιστοποίησαν πως είναι μια πολύ καλή μπάντα και το speed metal τους, ταχυδύναμο μέταλλο αξιώσεων. Οι κιθαρίστες «γάζωναν». Σφιχτοδεμένοι, πωρωτικοί, με τον έναν να βοηθά πολύ στις δεύτερες φωνές, είναι σίγουρα το αμέσως πιο σημαντικό στοιχείο του group, μετά τη βραχνή, χαρακτηριστική φωνή του Abboud. Λίγο μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα πήρε το “Traveler”, κάτι το λογικό εν μέρει, αφού ο αντίκτυπός του ήταν σπουδαίος σε ολόκληρη την σκηνή του NWOTHM, αλλά και τα τραγούδια του “Termination shock” δεν υστέρησαν πουθενά, «ζωντανά» συναγωνίζονται στα ίσα τα «αδερφάκια» τους.
Οι TRAVELER έδειξαν πως βρίσκονται σε συνεχή ανοδική πορεία, υπό ένα ευρύτερο πρίσμα και πρέπει να περιμένουμε πολλά από αυτούς στο άμεσο μέλλον, σε έναν χώρο (NWOTHM) όπου αρχίζει και κυριαρχεί η ανυπόφορη μετριότητα και η μια πατάτα (τα «γεώμηλα» που λέγαμε) κυκλοφορεί μετά την άλλη… Βλέπεις αυτούς, βλέπεις και τους VULTURES VENGEANCE και κάπου εκεί καταλαβαίνεις πως τον πρώτο ρόλο πάντοτε θα τον παίζει η μουσική και όχι η εμφάνιση. Θα μου πεις τώρα, οι TRAVELER είναι Καναδοί και «ο Καναδάς είναι εγγύηση και δεν αποτυγχάνει ποτέ» και δίκιο θα έχεις, αλλά έπρεπε να το τονίσω αυτό.
SETLIST: “Shaded mirror”, “Street machine”, “Termination shock”, “Fallen heroes”, “Deepspace”, “Terra exodus”, “Behind the Iron”, “Starbreaker”, “Speed Queen”
Από το NWOTHM, στο NWOBHM. Ή αλλιώς, από τον Άννα στον Καϊάφα. Οι TRESPASS, ειλικρινά, ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον ακριβώς λόγο χαίρουν τόσης εκτίμησης από μια, συγκεκριμένη είναι η αλήθεια, μερίδα κόσμου. Επίσης, δεν καταλαβαίνω για ποιον ακριβώς λόγο υπάρχουν. Αλήθεια. Ξέρουμε ιστορικές και ιστορικές μπάντες. Υπάρχουν αυτές που έχουν τα Χ χρόνια ιστορίας και έχουν προσφέρει τα ανάλογα Χ albums, υπάρχουν και αυτές με τα ίδια Χ χρόνια ιστορίας, που έχουν προσφέρει πολύ λιγότερα. Οι TRESPASS λοιπόν, βασικά o κιθαρίστας/τραγουδιστής Mark Sutcliffe με άλλους τρεις καινούργιους μουσικούς, συγκαταλέγονται στις δεύτερες. Συμμετοχή στο “Metal for Muthas”, κάτι συλλογές, ένας δίσκος το 1993, ένας το 2015, άλλος ένας το 2018 και θέλω να μου πει κάποιος, τί να θυμούνται άραγε, πλην “Metal for Muthas”, οι ίδιοι.
Κακά τα ψέματα, δύο τραγούδια περίμεναν κυρίως όσοι ήθελαν να τους δουν, τα “Stormchild” και “One of these days”, τα οποία όλως τυχαίως παίχτηκαν τελευταία και εκεί φάνηκε και η διαφορά στην «υποδοχή» και στην ανταπόκριση από πλευράς κόσμου. Δεν έχει νόημα νομίζω να κρίνω την εμφάνισή τους, ούτε άσχημα πέρασα ούτε τρελάθηκα, αλλά αλήθεια χαίρομαι που κάποιοι ενθουσιάστηκαν (!) με αυτό που έβλεπαν. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το ότι εγώ θεωρώ το NWOBHM υπερτιμημένο όσο δεν πάει, δε σημαίνει πως κάποιος άλλος δεν μπορεί να το θεωρεί το καλύτερο κίνημα από καταβολής «σκληρού ήχου», σωστά;
SETLIST: “The duel”, “Jealousy”, “Footprints in the rock”, “Prometheus”, “Visionary”, “Bright lights”, “Man and Machine”, “Lightsmith”, “Assassin”, “Be brave”, “Stormchild”, “One of these days”
Στον αντίποδα και στην στροφή πριν την τελική ευθεία, οι Ολλανδοί γερόλυκοι PICTURE, ως ο ένας εναπομείναν πόλος του “Be.Ne.Lux metal” διδύμου του αρχικού billing, μετά την ακύρωση των Οστρογότθων, δίδαξαν κλασσικότροπο heavy ήχο. Μιας και λέγαμε πιο πριν για ιστορία, ιδού μια μπάντα με πλούσια δισκογραφία, ασχέτως αν μας αρέσει ή όχι στο σύνολό της, με 2-3 κλασσικούς στον χώρο δίσκους και πληθώρα κομματιών που μπορούν να στηρίξουν ένα δυναμικό set, όπως κι έγινε. Ακμαιότατοι παρά τα χρονάκια τους και τα άσπρα τους μαλλιά, έπαιξαν κατά βάση στα «σίγουρα», αφού στηρίχτηκαν σε χρυσά τραγούδια από τα κλασσικά “Diamond dreamer”, “Eternal dark” και “Heavy metal ears”.
Στον ομότιτλο ύμνο του “Eternal dark” εννοείται πως αναφέραμε με φίλους την συμβολή των HAMMERFALL στη διδαχή πολλών 80s συγκροτημάτων και μην έχεις καμία αμφιβολία, ΔΕΝ υπάρχει άνθρωπος της γενιάς μου που να ΜΗΝ έμαθε τους PICTURE από τους Σουηδούς. Οι Ολλανδοί είχαν άψογη επικοινωνία με το κοινό, ο Rinus Vreugdenhil (πες γρήγορα το επίθετο σωστά και κέρδισε πλούσια δώρα) κατέβηκε στον κόσμο και έπαιξε από εκεί σε κάποια φάση (ο δεύτερος που το έκανε μετά την Georgina Biddle) με τον τραγουδιστή να τον ψάχνει, δημιουργώντας μια πολύ ευχάριστη κατάσταση, ο κιθαρίστας τους Len Ruygrok σε ένα σύντομο solo μας τίμησε παίζοντας τον Εθνικό Ύμνο και γενικά, οι PICTURE έδωσαν ένα show – πεμπτουσία της φράσης «τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Δεν υπάρχει αμφιβολία, “Griffons still guard the gold!”
SETLIST: “Griffons guard the gold”, “Message from Hell”, “Blown away”, “Night hunter”, “Line of Life”, “Nighttiger”, “Eternal dark”, “Heavy metal ears”, “You’re all alone”, “The blade bombers”, “Make you burn”, “Diamond dreamer”, “Lady lightning”
Και φτάνουμε στο δεύτερο μεγάλο όνομα του τριημέρου, τους Νορβηγούς progressive metallers CONCEPTION. Η είδηση πως θα είναι οι headliners της τρίτης μέρας, μετά την ακύρωση (οποία έκπληξις…) των σπουδαίων TITAN FORCE, είχε πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία. Βλέπεις, με τους Νορβηγούς είχαμε ανοικτούς λογαριασμούς εδώ και 25 (!) χρόνια, από εκείνο το ακυρωθέν live του 1997 στο πάλαι ποτέ ΡΟΔΟΝ. Το ότι θα μας επισκέπτονταν λοιπόν για πρώτη φορά, δε γινόταν να μη βάλει στην «πρίζα» πολλούς από μας. Κυρίως δε, και εκεί έγκειται η μεγάλη επιτυχία της κίνησης αυτής, κόσμο που ουδεμία σχέση είχε και έχει τόσο με το festival, όσο και τον χώρο που αυτό εκπροσωπεί. Για τούτο, θα χωρίσω τις εντυπώσεις μου σε δύο μέρη, καθώς, έτσι κι αλλιώς, η εμφάνιση των CONCEPTION ήταν ένα νόμισμα με δύο όψεις.
Πρώτη όψη: Οι CONCEPTION ήταν ό,τι πιο artistic έχει επισκεφθεί ποτέ το UP THE HAMMERS. Περισσότερο και από συγκροτήματα σαν τους TITAN FORCE, που είχαν δώσει αψεγάδιαστο show με ήχο cd. Κι αυτό γιατί είναι από «άλλο πλανήτη», εκτός λογικής και νοοτροπίας “traditional metal”, “underground” κλπ. Είχαν στήσιμο ΤΕΛΕΙΟ, ήχο ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ και η γκαρνταρόμπα που είχαν διαλέξει, μ’ αυτά τα μαύρα τύπου ράσα που ήταν «όλα τα λεφτά» τους έδινε επιπλέον πόντους. Παράλληλα, δεν ήταν αυστηρά στημένοι, αλλά διακατέχονταν από πολύ κέφι και πολλή όρεξη με αποτέλεσμα να φαίνεται σε όλους μας, πως χαίρονταν κάθε στιγμή της συναυλίας.
Για τους Ostby, Amlien και Heimdal δε θα πω το παραμικρό. Φωτιά να πέσει να με κάψει! Θα σταθώ όμως στα άλλα πρόσωπα του group: Στη συμπαθέστατη Aurora Amalie Heimdal που τα πήγε περίφημα στα φωνητικά, τόσο στα δεύτερα, όσο και όταν χρειάστηκε να βγει μπροστά, στον Lars Andre Kvistum με τον καίριο ρόλο του στα πλήκτρα και φυσικά στον Roy Khan. Έναν Khan, που μας έδωσε να καταλάβουμε με χειροπιαστές αποδείξεις, για ποιον λόγο έφυγε από τους KAMELOT και αποστασιοποιήθηκε για κάποιο διάστημα από τη μουσική βιομηχανία. Όταν φτάνεις στα όριά σου, όταν κινδυνεύεις να «καείς», πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα. Σαν αυτά που πήρε ο ίδιος, αλλάζοντας «σελίδα», μέχρι να νιώσει και πάλι έτοιμος. Αρνούμενος οτιδήποτε είχε σχέση με το metal, ασχολούμενος με τη ψαλτική και όντας υπεύθυνος για τη νεολαία του τοπικού ναού στο Moss της Νορβηγίας.
Έναν Khan αναγεννημένο, με φωνή υπέροχη, με τη θεόσταλτη χροιά του να ζωντανεύει τις πιο αθώες, αγνές και όμορφες εποχές μας. Έναν απόλυτο επαγγελματία, όσο και άνθρωπο δοτικό και ευπροσήγορο, που μιλούσε με το κοινό, βγάζοντας μια τόσο θετική και γαλήνια αύρα. Παράδειγμα στο “Sundance”, όπου και απευθύνθηκε σε ένα ζευγάρι στην πρώτη σειρά, λέγοντάς του πως είναι πολύ χαρούμενος που τελικά, το ότι χόρεψαν το κομμάτι αυτό στον γάμο τους, τους «έδεσε» και είναι ακόμη μαζί. Και δεν ήταν κάποιου είδους χιούμορ αυτό. Το έβλεπες πως ο άνθρωπος το εννοούσε αυτό που έλεγε.
Δεύτερη όψη: Οι CONCEPTION δίνουν βάρος στη νέα τους φάση και καλά κάνουν. Δε θέλουν να έχουν «δεινοσαυρική» αντίληψη και πράττουν το σωστό, αφού είναι όλοι τους ακμαίοι ως καλλιτέχνες. Η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών τους προερχόταν από τις δύο τελευταίες κυκλοφορίες τους, το “My dark symphony” EP και το “State of deception”. Από τη μια μπράβο τους, έχουν πίστη στο υλικό τους και θέλουν να ποντάρουν πολλά στην τωρινή τους φάση. Μάλιστα, τα κομμάτια αυτά ακούγονται ΠΟΛΥ καλύτερα «ζωντανά», σε σημείο που θέλησα να ξανακούσω και τις δύο αυτές κυκλοφορίες για να δω μήπως κάτι δεν αξιολόγησα σωστά. Κι όμως, δεν έκανα λάθος! Στο studio, «χάνουν» κατά κράτος! Πως κατάφερε κάτι τέτοιο η μπάντα, μόνον αυτή ξέρει…
Ταυτόχρονα όμως, έπαιζαν πρώτη φορά σε μια χώρα, όπου ο κόσμος λατρεύει συγκεκριμένες κυκλοφορίες τους και έδειχναν πως μάλλον δεν κατάλαβαν υπό ποιες συνθήκες ήρθαν. Έτσι, έδωσαν ένα δικό τους live, ξεκομμένο και αποστασιοποιημένο από την ιδιοσυγκρασία του κοινού το οποίο, κατά πλειοψηφία, τους παρακολουθούσε την ώρα εκείνη. Ο «άλλος πλανήτης», που λέγαμε. Η (όποια) λογική επομένως, ίσως ήθελε να βάλουν λίγο «νερό στο κρασί τους» και τουλάχιστον να «σπάσουν» το set στη μέση, μοιράζοντάς το δίκαια ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο τους «πρόσωπο». Δεν το έκαναν, έπαιξαν ελάχιστες παλαιές συνθέσεις, κι αυτές υπό νέα μορφή (το ακουστικό “Silent crying” πάντως ήταν ΤΟ highlight του set) με αποτέλεσμα να δείχνουν ως «αερόλιθος» που έπεσε στο Gagarin συγκεκριμένη μέρα και έδωσε ένα, άψογο βέβαια, αλλά εντελώς ξένο και άκυρο, προς όλα τα άλλα, show. Μα το ξέραμε, δεν το ξέραμε; Αυτή είναι η νέα CONCEPTION φιλοσοφία, μ’ αυτή πορεύονται πλέον και όσοι περίμεναν ένα εξ ολοκλήρου “old school set” με εναρκτήριο άσμα φερ’ επείν το “Water confines”, μάλλον έκαναν τα δικά τους όνειρα.
Αν μπερδεύτηκες με όσα διάβασες, να σου πω πως το τελικό συμπέρασμά μου, είναι όχι απλά θετικό, αλλά βγήκα από το Gagarin ενθουσιασμένος. Και δεν ήμουν ο μόνος, αφού με όσους μίλησα και δεν ήταν και λίγοι, είχαν και αυτοί αφήσει το δικό τους «θαύμα». Οι παραπάνω σκέψεις ήταν προϊόν επιπλέον δικής μου ανάλυσης και δεν έπεται πώς πρέπει να τις ασπαστείς. Ξέρεις μόνο τι θα ήθελα; Να τους δω σε ένα θέατρο. Όχι σε live venue. Η μουσική τους και όλη τους η εμφάνιση αγγίζουν τα όρια του θεατρικού/κινηματογραφικού, σε σημείο που ακόμη και το “Roll the fire”, αντί να βάλει τον κόσμο στην «πρίζα», μάλλον τον έκανε να τους θαυμάζει, αποσβολωμένος, ακόμη περισσότερο. Οι CONCEPTION δεν είναι tribute του εαυτού τους, έχουν παρόν, μέλλον και όποιος θέλει, τους ακολουθεί.
SETLIST: “Grand again”, “A virtual lovestory”, “Waywardly broken”, “No rewind”, “The mansion”, “A million gods”, “Quite alright”, “Silent crying”, “Sundance”, “Gethsemane”, “Feather moves”, “By the blues”, “She dragoon”, “My dark symphony”, “Roll the fire”
Τηρουμένων των αναλογιών, το UP THE HAMMERS XVI ήταν τελικά επιτυχημένο. ATLANTEAN KODEX και SKYCLAD «χτύπησαν πρωτιά», MIRROR, SACRAL RAGE και SOLITARY SABRED ξεχώρισαν με άνεση. Οι CONCEPTION παίζουν εκτός συναγωνισμού, δε μπαίνουν καν στην εξίσωση. Η οργάνωση ήταν άψογη, οι χρόνοι διατηρήθηκαν στο ακέραιο, ο ήχος πάρα πολύ καλός, οι συνθήκες εντός του venue ήταν πολύ καλές από άποψη ζέστης (σίγουρα όμως προτιμώ τέτοιες εκδηλώσεις να γίνονται χειμώνα) και ως αποφώνηση, θεωρώ πως πρέπει να κάνω μόνον την παρακάτω ευχή: Να μην είναι αυτό το τελευταίο UP THE HAMMERS. Κι αν μικρύνει, κι αν αλλάξει εικόνα, αυτές είναι παροδικές δυσκολίες που με τον α’ ή β’ τρόπο θα ξεπεραστούν σε βάθος χρόνου. Αλλά για τον άνθρωπο που έγραψε κοντά 8.000 λέξεις (αν τις διάβασες είσαι ήρωας), η κοινωνική ευημερία και ομαλότητα, είναι κάτι το πολύ σημαντικό και τμήμα της είναι εννοείται και ο χώρος του Θεάματος. Είτε μιλάμε για μια συναυλία των IRON MAIDEN με 30.000 λαού, είτε για ένα live μιας μικρούλας μπάντας που τώρα κάνει τα πρώτα της βήματα, μπροστά σε 80 άτομα. Οπότε… και του χρόνου, να ’μαστε καλά!
Κείμενο: Δημήτρης Τσέλλος
Φωτογραφίες: Έλενα Βασιλάκη
Φωτογραφίες White Tower : Sandro Buti – Loud and Proud Italy – Rock Hard Italy