UP THE HAMMERS FESTIVAL XIV 14-15-16/3/2019

0
270












To festival – θεσμός όσον αφορά τον underground metal χώρο στη χώρα μας, άνοιξε και φέτος τις πύλες του με ένα billing που παρόλες τις ατυχίες (αναβολή των θρύλων του US metal HEIR APPARENT και των τρομερών Γερμανών thrashers PARADOX), ήταν από τα καλύτερα που είχαμε ποτέ παρακολουθήσει όλα αυτά τα χρόνια (την θέση των πρώτων πήραν οι επίσης τεράστιοι LIEGE LORD, ενώ τους δεύτερους αντικατέστησαν επάξια οι IRON ANGEL). Έτσι, με τις καλύτερες των προθέσεων και με θετική ψυχολογία, ξεκινήσαμε τον 3ήμερο «μαραθώνιο» από το An club των Εξαρχείων, όπου θα κάναμε την «προθέρμανσή» μας πριν τον κυρίως διήμερο «αγώνα». Πάμε να δούμε μαζί τι… «παίχτηκε».

Warm up show @ An club, 14/3/2019


Την βραδιά «άνοιξαν» ακριβώς στις 18:05, σύμφωνα με το πρόγραμμα, οι «δικοί μας» SABOTER. Τους είχα παρακολουθήσει πρόσφατα μαζί με τους SACRAL RAGE σε εκείνο το live του Temple και είχα φύγει με τις καλύτερες των εντυπώσεων. Τώρα θα τους έβλεπα ξανά με νέο μέλος στο μπάσο, τον Χρήστο Ζούκα στη θέση του Νίκου Μαρκουτσάκη. Όταν θες να παίξεις US metal με μεγάλη δόση θεατρικότητας, πρέπει να είσαι πρώτον καλός μουσικός και δεύτερον «να το λέει η καρδιά σου». Τα παιδιά λοιπόν έχουν και τα δύο αυτά στοιχεία. Το “Architects of evil” είναι δισκάρα, το ξέρω και το ξέρετε. Το ντεμπούτο “Mankind is damned” είναι ένας από τους καλύτερους φόρους τιμής στη μεγαλύτερη metal μπάντα όλων των εποχών που έχω ακούσει ποτέ (ερωτήσεις για το ποια είναι δεν χρειάζονται) και το παρθενικό ομώνυμο EP περιέχει όλη την ΚΑΨΑ του κόσμου, όπως του την έδωσαν παρακαταθήκη ηγέτες σαν τους METAL CHURCH. Την Πέμπτη παρουσίασαν όπως ήταν αναμενόμενο ένα set που στηρίχτηκε στο “Architects…” το οποίο και δικαιολογημένα, έτυχε πολλών και εντόνων επιδοκιμασιών από ένα κοινό που έδειχνε να ξέρει τα τραγούδια του καλά. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το γεγονός πως μπορεί οι υπόλοιποι να είναι σταθεροί (χωρίς να χάνουν σε ύφος και attitude), αλλά ο τραγουδιστής Αντώνης Βάιλας έμοιαζε να ασφυκτιά στη μικρή σκηνή του AN. Θεωρώ σίγουρο πως θα τους δούμε και σε μεγαλύτερες σκηνές πολύ σύντομα, οπότε εκεί σίγουρα θα απλώσουν όλα τους τα ατού στο «τραπέζι». Καλύτερες στιγμές το “HELSTAR meets KING DIAMOND” έπος του “The Temple of R’lyeh”, το υμνικό “Rose red” και το “Sword of the guardian”. Ιδανική η έναρξη, με τους SABOTER να μας γραπώνουν από τα μαλλιά και με μια τρομερή εμφάνιση να μας κάνουν πάσα στους…


MEGA COLOSSUS. Με ένα άλμπουμ και ένα EP ως τώρα (“HyperGlaive” και “V” αντίστοιχα) και θεματολογία που έχει να κάνει με τον χώρο του φανταστικού και κυρίως το “Dune” του Frank Herbert, οι metallers από το Raleigh είναι μερικοί ακόμη μαθητές της «μεγάλης του Mike Scalzi σχολής». Δηλαδή, οι επιρροές από πρώιμους IRON MAIDEN και THIN LIZZY (χορτάσαμε δισολία) ενώνονται με προοδευτικό στυλ και ύφος, όπως μας το έμαθε ο ιδιαίτερος αυτός μουσικός με τους SLOUGH FEG και στους HAMMERS OF MISFORTUNE. Οι Αμερικανοί στο άκουσμα του υλικού τους μου είχαν δημιουργήσει πολλές προσδοκίες, που όλες ευτυχώς βγήκαν αληθινές. Πάρα πολύ καλοί στη σκηνή, γεμάτοι ενέργεια και με τα κομμάτια τους να αποδίδονται ίσως και καλύτερα από τα CD, ο Κολοσσός κέρδισε με ευκολία τις εντυπώσεις και ο κόσμος που είχε δώσει δυναμικό «παρών» στους SABOTER έκανε και εδώ εξαιρετικό σαματά, αφού έδειξε πως γνωρίζει και τα πλέον πρόσφατα τραγούδια τους. Μπράβο τους. 2/2 ως τώρα, η βραδιά ρολάρει όμορφα.


EVIL – LΫΝ 
για την συνέχεια. Μια ακόμη μπάντα από τις τόσες πολλές που τα τελευταία δεκαπέντε κυρίως χρόνια, έχουν «ανέβει στο άρμα» του NWOTHM, δηλαδή της «αναβίωσης» του κλασσικού, παραδοσιακού heavy metal ήχου. Εδώ, ήρθε η πρώτη «κρυάδα». Έχεις έναν δίσκο να προωθήσεις (“Disciple of steel”), η προηγούμενη εταιρεία σου είναι ελληνική (Iron on Iron), η τωρινή το ίδιο (No Remorse), έρχεσαι «εντός έδρας» και βγαίνεις σε αυτή τη κατάσταση; Θέλω να πιστεύω πως υπήρχε πολύ μεγάλο τρακ και εμφανίστηκαν έτσι οι Φιλανδοί, γιατί αλλιώς αυτό μου δείχνει μπάντα που απλά είναι studio – based και τίποτα περισσότερο… αφιέρωσαν μεταξύ άλλων το “Iron on iron” στην προηγούμενη εταιρεία τους και το “Disciple of steel” στη τωρινή και έκλεισαν με μια διασκευή στο “Necropolis” των MANILLA ROAD εις μνήμην του Mark Shelton, η οποία δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει ιδιαίτερα το κλίμα προς το καλύτερο, με συνέπεια ο κόσμος να αρχίσει να «σπάει» αρκετά. Όχι, περίμενα πολλά περισσότερα.


Μετά τους Φιλανδούς, τη σκυτάλη πήραν οι Αυστραλοί RAVEN BLACK NIGHT. Ήμουν πολύ περίεργος να δω τουλάχιστον πως θα είναι πάνω στη σκηνή, καθώς τα τραγούδια του “Barbarian winter” δεν μου αρέσουν. Υπάρχουν ξέρετε κάποιες φορές που μια μπάντα κερδίζει κάποια θετικά σχόλια ως και αλλάζει το κλίμα υπέρ της, με τις ζωντανές της εμφανίσεις. Λοιπόν, εδώ έγινε το ακριβώς αντίθετο: το συγκρότημα ζωντανά είναι ακόμη χειρότερο του δίσκου. Πραγματικά, αυτή μάλλον είναι η χειρότερη εμφάνιση μπάντας τα τελευταία χρόνια, χειρότερη και από τους TYRANT και τους ATTIKA που απογοήτευσαν πρόσφατα. Απροβάριστοι, λειψοί (ήρθαν οι μισοί), εμφανέστατα «κομμάτια», σε κακή κατάσταση, ένα αίσχος… Κρίμα πραγματικά για τους δύο μουσικούς που έτρεξαν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα την τελευταία στιγμή, τον Νίκο Παπακώστα (CONVIXION, STRIKELIGHT) και τον Βασίλη Μπάλδο (GROOVE SYNDICATE, GAUNTLET, LOWERCUT).


Μετά τους RAVEN BLACK NIGHT, οι REFLECTION έμοιαζαν με METALLICA εποχής «Master of puppets”. Γι’ αυτήν την μπάντα δεν μπορώ, και δεν χρειάζεται να πω πολλά. Μιλάμε για μια από τις ιστορικότερες εγχώριες metal «περιπτώσεις», με δίσκους που έχουν μείνει πια κλασικοί όσον αφορά τα δικά μας δεδομένα, έχουν μεγάλο cult status στο εξωτερικό και τα τραγούδια τους αποτελούν τα κομμάτια ενός εξαιρετικού puzzle – setlist. Αν κρίνω από τις αντιδράσεις του κόσμου, ο πάταγος του τελευταίου τους, μεγαλειώδους άλμπουμ “Bleed Babylon bleed” (μακράν ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν ως τώρα), δεν έχει ακόμη κατακάτσει. To εναρκτήριο “Glorious victory” έθεσε από την αρχή πολύ ψηλά τα standards της εμφάνισής τους, standards που όχι μόνο δεν «χαμήλωσαν», αλλά όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο ανέβαιναν. “Glorious victory”, “The iron tower”, “Fire”, απανωτά τα χαστούκια. Στο “Stormbringer” ένα μεγάλο σπαθί έκανε την εμφάνισή του στα χέρια ενός οπαδού στην πρώτη σειρά, στο “The forbidden seed” είχαμε τα πρώτα δυνατά sing alongs και στην δυάδα “When immortals die”/”Ruler of my own land”, έγινε το «σώσε», καθώς και τα δύο έχουν περάσει πια στο πάνθεον των μεγαλύτερων metal ύμνων που «γέννησε» τούτος ο τόπος. Δεν έχω να πω κάτι άλλο, η μπάντα διανύει τις καλύτερες μέρες της και δείχνει ακμαιότατη! Πραγματική εγγύηση ζωντανά, που θα μπορούσε να βρίσκεται στο κυρίως διήμερο, όπως άκουσα να σχολιάζει πολύς κόσμος. Οι REFLECTION αποχωρούν μέσα σε αποθέωση για να δώσουν τη θέση τους στους headliners της βραδιάς, τους…


DARK QUARTERER. Εδώ και αν ήμουν περίεργος, να δω πως αυτό το ηχητικό κράμα μπορεί να αποδοθεί επί σκηνής. Οι DARK QUARTERER είναι ένα μείγμα WARLORD, MANILLA ROAD, THUNDER RIDER και πολύ πρώιμων FATES WARNING μέσα σε ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ progressive πλαίσιο γεμάτο 70’s επιρροές. Μαζί με τους ADRAMELCH, μάλλον ό,τι πιο «φεύγα» έχει βγάλει η Ιταλία στον τομέα αυτόν. Ακούγοντας τους, άκουγες επίσης και τις επιρροές συγκροτημάτων όπως οι DOMINE και καταλάβαινες πόσο μεγάλη και επιδραστική μπάντα υπήρξαν για το underground αυτοί οι σεβάσμιοι κύριοι που έβλεπες στην σκηνή. Μουσικά άψογοι (βελτιώθηκε και ο ήχος σχετικά), με ιδέες εντελώς “out of the box” σε σημεία, λυρισμό και επικό συναίσθημα, οι τέσσερεις Ιταλοί έπαιξαν ένα σετ διάρκειας δύο (!) ωρών, ξεκινώντας με πιο progressive και ατμοσφαιρικές συνθέσεις όπως τα “Escape” και “Nostalgia” από το πρόσφατο “Ithaca”, και περνώντας στις πλέον επικές τους στιγμές όσο περνούσε η ώρα. “Devil stroke”, “Gates of Hell”, “Colossus of argil”, “Red hot gloves”… Ζήσαμε μεγάλες στιγμές η αλήθεια είναι, στα όρια του ολοκληρωτικού χασίματος κάποιες φορές… Ετοιμάζονται και για νέον δίσκο, για να δούμε. O ευγενέστατος αρχηγός Gianni Nepi, συνεσταλμένος, ταπεινός, χαμηλών τόνων και σε ανάρρωση από κρύωμα παρακαλώ, κέρδισε τις εντυπώσεις μαζί με το alter ego του τον Paolo Ninci, όντας οι δύο άνθρωποι που «τρέχουν» την μπάντα από το 1980. Αλλά και οι δύο Francesco που τους πλαισιώνουν, δεν πήγαν πίσω. Ήταν εντυπωσιακή (ναι, εντυπωσιακή) η εμφάνιση λοιπόν των DARK QUARTERER, που θα τη θυμόμαστε για καιρό.

Απολογισμός: Σε γενικές γραμμές, το warm up ήταν επιτυχημένο. Επειδή όμως πρέπει να λέμε και τα στραβά, είναι κρίμα να ακούς έναν τέτοιον άσχημο ήχο που να χαντακώνει τα συγκροτήματα, σε βραδιές όπως αυτή. Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται για αυτό, δεν είμαι ειδικός να το εξετάσω ούτε πορίσματα βγάζω, αλλά ο ήχος ήταν κακός, σε όλη τη διάρκεια του event πλην ελαχίστων στιγμών και αδίκησε πρωτίστως τις ίδιες τις μπάντες. SABOTER, MEGA COLOSSUS, REFLECTION, DARK QUARTERER αποζημίωσαν τον κόσμο με το παραπάνω, οι EVIL – LΫΝ να μπουν στο προβάδικο ΑΜΕΣΑ και οι RAVEN BLACK NIGHT από την Αυστραλία είναι, να ασχοληθούν με κάποια φάρμα, έχει πολλές εκεί. Συνεχίζουμε.

 

Day 1 @ Gagarin 205, 15/3/2019

Η πρώτη μέρα του κυρίως fest μας βρήκε όλους όσους είχαμε παραβρεθεί στο warm up αλλά και όλους όσους δεν έδωσαν το «παρών», με ψυχολογία στα ύψη και περισσή ανυπομονησία για το διήμερο που θα ακολουθούσε. Ο λόγος; Πέραν των καλών υπολοίπων ονομάτων, κοιτάξτε τα δύο συγκροτήματα (co – headliner και headliner) που θα έκλειναν το show κάθε μέρας, και θα καταλάβετε. Φύγαμε.


First in line, οι AIR RAID, οι οποίοι ξεκίνησαν γεμάτοι όρεξη, ωραία τραγούδια, ιδανικό στήσιμο στη σκηνή και ναι, από την αρχή, η βραδιά φάνηκε πως θα είχε πολύ καλό ήχο. Μπάσιμο με το “Hold the flame” και όλα δείχνουν να πηγαίνουν πρίμα! Οι Σουηδοί τίμησαν τη θέση του opening act (που μόνο υποτιμητική δεν είναι, καθώς η αρχή είναι το ήμισυ του παντός) και το πρόσφατο εξαιρετικό “Across the line” με κομμάτια σαν το “Aiming for the sky”, “Hell and back”, “Line of danger”, το παρελθόν τους με τον ύμνο “A blade in the dark” και κέρδισαν τον κόσμο που είχε μαζευτεί από νωρίς σε ικανοποιητικούς αριθμούς. Μεταλλάδες και ποζεράδες όσο πρέπει, σε «πηγαδάκια» μετά το live διαπίστωσα πως κέρδισαν και νέους οπαδούς. Ωραία και η διασκευή στο super ultra classic “Rising force”, η οποία εκτός του ότι μας χάρισε μια ακόμη καλή στιγμή, μας μεγάλωσε την απογοήτευση και την τσαντίλα για την κατάντια του δημιουργού του. Αφήνουμε τους AIR RAID και περνάμε στις…


LIZZIES, οι οποίες ερχόμενες από το «Εσπάνια» ήταν αποκάλυψη! Η Elena (φωνή), η Patricia (κιθάρα), η Marina (μπάσο) και ο Dani (τύμπανα), με δύο δίσκους (“Good luck” και “On thin ice”) και έναν ήχο κάπου μεταξύ GIRLSCHOOL, GIRLSCHOOL και GIRLSCHOOL (με ολίγη από MOTORHEAD και NWOBHM), αποτέλεσαν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη! Μουσική ευχάριστη, απλή, εύστοχη, χωρίς πολλά – πολλά, έκανε το 45λεπτο που τους αναλογούσε να περάσει «νεράκι»! Εκτός από τα δικά τους κομμάτια, μεταξύ των οποίων ακούσαμε όπως ήταν αναμενόμενο όλα τους τα singles (“666 miles”, “No law city”, “Viper”, “Rosa Maria”, “Speed on the road”), ακούσαμε και μια διασκευή στο “Kick out the jams” των MC5. Ιδιαίτερη μνεία στην Elena, που έδειχνε να ζει το δικό της όνειρο λίγο περισσότερο από τα υπόλοιπα μέλη. Να σημειωθεί εδώ πως το όνομα αποτελεί φόρο τιμής σε μια κλασσική ταινία (“Warriors”), καθώς “Lizzies” λεγόταν η γνωστή all female συμμορία. Μπράβο κορίτσια και αγόρι. Μπράβο!


Οι AIRGED L’AMH είναι ιστορική μπάντα για τα εγχώρια δεδομένα και σεβαστό όνομα στον ευρύτερο underground επικό ήχο. Είχαν όμως να εμφανιστούν χρόνια σε συναυλιακό περιβάλλον λόγω «παύσης εργασιών» και περίμενα να δω πως θα ανταπεξέλθουν.  Είδα με μεγάλη μου χαρά μια καθ’ όλα αξιόλογη εμφάνιση, κατά την οποία υπήρχε μεν συστολή δικαιολογημένη λόγω της αποχής, αλλά όσο περνούσε η ώρα, τα μέλη του γκρουπ «λύνονταν» και απέδιδαν διαρκώς και καλύτερα. Μόνο ένα πράγμα έχω να σημειώσω, με κάθε καλή διάθεση: γνώμη μου είναι πως σε τέτοιες συναυλίες, μετά από τόσα χρόνια, δεν χρειάζεται να παρουσιάσεις νέο υλικό. Άστο για «δική» σου εμφάνιση, όπου θα σου αναλογεί πολύ περισσότερος χρόνος. Δισκάρες έχεις, τίμησε τα κομμάτια τους. Τα καινούργια τραγούδια ήταν συγκεκριμένα τα “Two ravens” και “Death on Stamford bridge”, αμφότερα εξαιρετικά, ειδικά το πρώτο. Κατά τα λοιπά, με κομματάρες σαν τα “Endomain”, “Ragnarok”, “Fate of the king” (έπος αγαπημένο) και “Hunter’s path” (o Conan σε νότες), η μπάντα δεν ήθελε και πολύ για να κερδίσει τον κόσμο. Πολύ καλή εμφάνιση, που όμως τελείωσε ένα τέταρτο νωρίτερα και δεν ξέρω που οφείλεται αυτό. Κρίμα, θέλαμε περισσότερο. Σε γενικές πάντως γραμμές, μιλάμε για ένα show το οποίο σαφώς και αξιολογείται θετικότατα. Ωραία κίνηση να ανέβουν παλαιά μέλη στη σκηνή στο “Silver arm” (Γιάννης Τσιμάς στο μπάσο και Γιώργος Σοφικίτης στη κιθάρα), έδωσε έναν διαφορετικό, νοσταλγικό τόνο στο ήδη «ρομαντικό» show. Αναμένω λοιπόν τα νεότερα. Θέλω αυτή η μπάντα να είναι ζωντανή και ακμαία και να με απασχολήσει ευχάριστα στο μέλλον!


Οι MAJESTIC RYTE λυπάμαι, αλλά δεν μου είπαν τίποτα απολύτως. Θεωρώ το ομώνυμο EP τους απλά ένα από τα χιλιάδες EP που βγήκαν στις ΗΠΑ στα 80’s και τίποτα περισσότερο. Σκηνική παρουσία χλιαρότατη, φωνή «άστοχη» σε πολλά σημεία… Κάποιοι φίλοι μου είπαν πως είναι ιδιαίτερη μπάντα όσο και τα κομμάτια τους τα οποία είναι «δύσκολα», εγώ αυτό δεν το είδα, ούτε το άκουσα και για να είμαι ειλικρινής δεν είχα καμία προσδοκία για κάτι καλό. Τι να πω… Αν ήταν κακοί, θα ήταν καλύτερα, θα είχαμε να λέγαμε, να «θάψουμε», να γελάσουμε. Ήταν αφόρητα ΒΑΡΕΤΟΙ. Πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αυτό. Οι Γερμανοί βέβαια που ακολούθησαν, μόνο βαρετοί δεν ήταν.


Για όσους δεν ξέρουν, οι IRON ANGEL είναι μια κλασσική γερμανική speed metal μπάντα των early προς mid 80’s. «Σατανίλα», «κακία», «μοχθηρία», όλα αυτά με ένα ειλικρινέστατο χιουμοριστικό περιτύλιγμα, όπως ΠΡΕΠΕΙ να είναι αυτές οι μπάντες. Έκλεινες τα μάτια και τους φανταζόσουν σε περιοδεία με τους πρώιμους RUNNING WILD του “Gates…” και του “Branded…” και τους HELLOWEEN του ep και του “Walls…”… Πόσο έπος θα ήταν άραγε! Πριν το live, η αλήθεια ήταν πως τους φοβόμουν λιγάκι, μήπως δούμε κάποια «φόλα» τύπου TYRANT. Αλλά ευτυχώς, δεν βγήκα αληθινός. Ο Dirk Schröder, ο μοναδικός από την αυθεντική σύνθεση, έδινε το δικό του show με συνεχείς γκριμάτσες και πειράγματα, τραγούδησε μέσα στο κοινό και ένιωθε σαν στο σπίτι του, με την υπόλοιπη μπάντα να αποδίδει τα μέγιστα και έναν μπασίστα – δίδυμο αδερφό του Peavy των RAGE να παίζει μπάσο ανάποδα, στραβά και διαγώνια. “The metallian”, “Legions of evil”, “Stronger than steel”, “Heavy metal soldiers” και το κλέψιμο της παράστασης, ήταν γεγονός! Ταξιδέψαμε πίσω στον χρόνο, όταν ακόμη υπήρχε τείχος στο Βερολίνο, όλοι οι Γερμανοί μεταλλάδες είχαν μύστακα και η ΕΣΣΔ ήταν το αντίπαλον δέος της Αστερόεσσας. Ξέρετε τι είναι να ακυρώνουν οι PARADOX και να μην το σκέφτεται κανείς μετά από το show των IRON ANGEL; Θεοί οι τύποι, οδοστρωτήρες! Όποιος δεν τους ξέρει, τον προτρέπω να τους ακούσει!


Οι ETERNAL CHAMPION ως co-headliners… Ποιος θα το έλεγε όταν το 2016 κυκλοφορούσε το “The armor of ire”, πως θα έκανε τέτοιον πάταγο και θα τους οδηγούσε εδώ! Δικαιολογημένα, αν με ρωτάτε. Αυτό που απέμενε τώρα, ήταν να δούμε αν μπορούσαν οι Αμερικανοί να αποδώσουν ανάλογα και στη σκηνή. Έναρξη με το “Retaliator” αλλά η φωνή του επιβλητικού το δέμας Jason Tarpey στο πρώτο σχεδόν μισό του set δεν ακουγόταν όπως έπρεπε. “The armor of ire”, “The last king of Pictdom” (ο τελευταίος Πίκτης βασιλεύς Bran Mak Morn θα ένιωθε υπερήφανος για αυτό το έπος), “The cold sword”, “Sing a last song of Valdese”, οι ύμνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον, η φωνή ακούγεται πολύ καλύτερα αλλά και πάλι, κάπου αρχίζω και μπερδεύομαι. Θέλω κάτι περισσότερο, ίσως σε αυτό να παίζει ρόλο η τελειότητα του δίσκου τους… Ιντερλούδιο με το “Anvil of Crom” του Βασίλη Πολυδούρη και το “Awakened by the dawn” των MYSTIC FORCE να ακολουθεί, σε μια τρομερή εκτέλεση που μας έριξε όλους (όσους το ξέραμε) στο καναβάτσο… ο Jason, με το σπαθί στο χέρι (όχι, δεν είναι μεταφορά) κράτησε την υπόσχεσή του τελικά. Και όχι μόνον αυτό, αλλά εκεί που περίμενες το δεύτερο κομμάτι του “Parallel of death” ep, δηλαδή το “From the fjords” των LEGEND, τελικά άκουσες το “The veils of negative existence” των MANILLA ROAD. Ένα “The veils…” που ήρθε μετά από το φύσημα του κέρατος και την ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ εκτέλεση του ήδη κλασσικού “I am the hammer”, όπου έβλεπες όλα μα ΟΛΑ τα κεφάλια να πηγαίνουν πάνω κάτω, τον κόσμο να ξελαρυγγιάζεται και τον Tarpey να φαντάζει πραγματικός κολοσσός. Έπος. Να, κάτι τέτοιο περίμενα σε όλη τη διάρκεια του set. Φέρνοντας στο νου μου λοιπόν την απόδοση του γκρουπ με μια πιο «ψυχρή» ματιά τώρα, θεωρώ πως για «νιούφηδες» (δεν έχει σημασία που ο δίσκος είναι ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ, νέοι και άπειροι είναι ακόμη), τα πήγαν καλά, αλλά θα προτιμούσα να τους δω σε ένα χώρο σαν το Κύτταρο για αρχή, μόνους. Το μέλλον τους ανήκει, και είμαι σίγουρος πως αν όλα πάνε καλά, θα αφήσουν εποχή. Επίσης θα πρέπει να τονιστεί πως ο Jason είναι μέγας οπαδός της ελληνικής επικής σκηνής, όπως θα διαβάσατε και στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.


Μετά την μεγάλη ελπίδα του κλασσικού επικού μετάλλου, ώρα για το ένδοξο παρελθόν και το επίσης ένδοξο παρόν. ARMORED SAINT. Δύο λέξεις. Τέλος. Δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω να ειπωθεί, αλλά επειδή πρέπει αυτές οι γραμμές να συμπληρωθούν, ας τα πιάσουμε από την αρχή. Οι ARMORED SAINT δεν είναι μπάντα από το «πρώτο ράφι». Δεν είναι JUDAS PRIEST, IRON MAIDEN, METALLICA, SAXON. Είναι όμως μπάντα από το δεύτερο. Και συγκαταλέγονται σε αυτές που ανήκουν σε αυτό, ενώ η πραγματική τους θέση είναι στο πρώτο. Περίπτωση ίδια με τους RIOT, SAVATAGE, FATES WARNING… Κάπου εδώ να μπει παρακαλώ στην εξίσωση και ένας ακόμη παράγοντας. Όπως είπε πολύ εύστοχα ένας καλός φίλος, μπάντα η οποία έρχεται από τα 80’s και επέζησε σε καλή κατάσταση, δεν έχει αντίπαλο. Και οι ARMORED SAINT απλά ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ. Ο Λευτέρης Τσουρέας που τους είχε μπροστά από τον φακό του, «τρόμαξε» με το που τους είδε να παίρνουν θέση. Τον είδα να γυρίζει και να με κοιτά, λες και είχε δει φάντασμα… Οι υπόλοιποι, «τρομάξαμε» όταν ακούσαμε τις πρώτες νότες του “Win hands down”, να παίζονται μια ταχύτητα επάνω. Κάπου εκεί, κατάλαβε και ο τελευταίος πως η μπάντα είχε βγει με σκοπό να μαζέψει σκαλπ. “March of the saint”, o John Bush με το σπαθί στο χέρι και αυτός (“courtesy of the Greek gods” όπως είπε), οι υπόλοιποι να ξερνούν ατσάλι, χαμός από τη πρώτη σειρά ως το τελευταίο σημείο του club. “Long before I die”, “Raising fear”… μπαλάκι ο κόσμος. Τα πρώτα δάκρυα γίνονται κλάμα, στόματα ανοικτά, τα σαγόνια φτάνουν στο πάτωμα, παρατηρώ κόσμο να κοιτάζει τη παρέα του και να αναρωτιέται χωρίς λόγια «ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ;». Ακόμη και σε συνθέσεις όπως «That was then, way back when”, “Left hook from right field”, “After me, the flood” και “Mess”, η ένταση δεν έπεσε ούτε στο ελάχιστο! Μπράβο στη μπάντα που τιμά την ιστορία της και δεν ήρθε να παίξει το ντεμπούτο και το EP και να φύγει.


Όλοι μνημονεύουμε ακόμη τη συναυλία στο An, αλλά προσωπικά αναλογιζόμενος τα σχεδόν 20 χρόνια που πέρασαν και αυτό που έβλεπα και άκουγα την ώρα εκείνη, το ακατόρθωτο κατορθώθηκε. Οι ARMORED SAINT του 2019 είναι ανώτεροι! “Last train home”, “Symbol of salvation”, «έλεος, λυπηθείτε μας!» φωνάζει το κοινό, «όχι, εδώ θα σας διαλύσουμε απόψε!», απαντά η μπάντα. Ο πρόλογος του “Aftermath” και μόνο φτάνει να σε κάνει να ανατριχιάσεις, φανταστείτε τι έγινε στο άκουσμα εκείνου του έπους. Ο Bush εξυμνεί από μικροφώνου την πατρίδα μας και την αρχαία ελληνική ιστορία, στέλνει το δικό του οικολογικό μήνυμα και είναι ένας από μας… Εκεί όμως που το Gagarin μετακινήθηκε και έφτασε στον Κολωνό, ήταν στην κατα(π)ληκτική τριάδα των “Reign of fire” – “Can you deliver” – “Madhouse”. Λόγια να περιγράψει κανείς αυτό που έγινε, δεν υπάρχουν. Οι μισοί όρθιοι και οι άλλοι μισοί ανάποδα, από τον εξώστη ήμασταν έτοιμοι για ελεύθερη πτώση. Όπως δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψεις καθέναν «Άγιο» ξεχωριστά. Τα αδέρφια Sandoval (με τον Gonzo να διαλύει τα πάντα και τον τεχνικό να βιδώνει το σετ όλη την ώρα «εν κινήσει»), τον Duncan, τον Vera που έφυγε από την περιοδεία των FATES WARNING για να παίξει σ’ αυτό και μόνο το show [και τον Bush να του τη «λέει» που παρατάει τη γυναίκα του (AS) για την ερωμένη του (FW)], και φυσικά έναν από τους δέκα (10) καλύτερους frontmen όλων των εποχών. Με τη φωνάρα του, τον αεικίνητο χαρακτήρα του, το σκαρφάλωμα στους ενισχυτές, το crowd surfing, το τραγούδι αγκαλιά με τον κόσμο, το κάθισμα οκλαδόν στη μέση της αρένας και ένα outfit που ναι μεν ταίριαζε σε skate-ά rapper αλλά σε μεταλλοσύνη βάζει κάτω 5.000 μαζεμένους τρουμέταλλους. Τιμή και δόξα στο πιο METAL πουκάμισο όλων των εποχών. Η πρώτη μέρα έληξε όπως έπρεπε, με τον Οπλισμένο Άγιο να παρελαύνει ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΑ και όλους εμάς να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ προ του παρελαύνοντος, ο οποίος έδωσε το καλύτερο show στην ιστορία του θεσμού και ίσως το καλύτερο γενικά σε κλειστό χώρο τα τελευταία 15, μπορεί και παραπάνω, χρόνια.

Αυτά έγιναν την πρώτη μέρα. Μαζεύοντας τα κομμάτια μας από τον όλεθρο της προηγούμενης, πίνοντας 17 καφέδες για να σταθούμε στα πόδια μας και τρώγοντας 22 σοκολάτες, δώσαμε ραντεβού ξανά στο Gagarin για την δεύτερη μέρα του festival, η οποία «με το μάτι», φαινόταν ακόμη πιο συμπαγής και δυνατή. Ήταν έτσι όμως;

Day 2 @ Gagarin 205, 15/3/2019


Χωρίς περιττούς προλόγους. Την αγάπη που έχω σε αυτή τη μπάντα τη ξέρετε. Οι SANHEDRIN έχουν δημιουργήσει προσδοκίες, μεγάλες προσδοκίες με τα δύο καταπληκτικά τους άλμπουμ. Παικτικά ήταν άψογοι, δεν το συζητώ. H Erica σε φωνή και μπάσο, ο Jeremy στην κιθάρα και ο Nathan στα τύμπανα ήταν τρεις, έμοιαζαν όμως δεκατρείς. Σοβαροί μουσικοί, τί να λέμε τώρα… Αλλά σε έναν πιο μικρό χώρο, που θα υπήρχε και η κατάλληλη ατμόσφαιρα να ενισχύσει τον, σε κάποιες στιγμές, σχεδόν μυσταγωγικό τους χαρακτήρα, θα ήταν τέλειοι. Oι μεγάλες σκηνές δεν τους είναι τόσο ταιριαστές, για την ώρα. Όπως και να’χει, σε συνθέσεις όπως “Meditation”, “Riding on the dawn”, “Demoness” και “No religion” φάνηκε πως αυτή η μπάντα μπορεί να δημιουργήσει τη δική της λαμπρή ιστορία, και υπήρξε πολύς κόσμος που τους επευφημούσε και είχε μαζευτεί από νωρίς όχι για τη φάση, αλλά για να τους δει. Από τραγούδια μου έλειψε το “Collateral damage” αλλά είμαι σίγουρος πως θα το ακούσω την επόμενη φορά. Γιατί αποκλείεται να μην υπάρξει επόμενη φορά.


Οι GATEKEEPER τώρα από την χώρα του πλατανόφυλλου είναι ένα τυπικό NWOTHM σχήμα, το οποίο σημαίνει πως δεν παίζουν τίποτα το νεωτεριστικό, αλλά ακούγονται ευχάριστα. Είναι γεγονός πως live περίμενα να δω πραγματάκια, τα οποία και δεν είδα. Έμειναν σε μια καλή σκηνική παρουσία, που σε συνδυασμό με τα αξιόλογα (ως εκεί) κομμάτια τους, δεν τρέλαναν κανέναν, αλλά και δεν έκαναν κανέναν να βαρεθεί. “Tale of twins” και “Grey maiden” ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα από την υπόλοιπη λίστα, το “Blades of Cimmeria” θα μείνει must σε όλα τους τα shows, αλλά τελικά δεν είναι και για να τρελαίνεσαι. Παρατήρησα και κάτι ακόμη: Η αισθητή βελτίωση του Jean-Pierre Abboud στα φωνητικά, μέσα σε πολύ μικρό διάστημα στο πρόσφατο EP και στους TRAVELER, δεν φάνηκε ζωντανά και αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Επιπροσθέτως η διασκευή στο “Chains of fire” των VIRGIN STEELE δεν έβαλε περισσότερο στη πρίζα το κοινό. Καλή εμφάνιση, ναι, αλλά νομίζω πάντως πως θα έπρεπε αυτοί να είχαν ανοίξει την δεύτερη μέρα, απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς.


Πολύ ευχάριστη έκπληξη οι OLD SEASON. Και λέω ευχάριστη όχι γιατί τους θεωρώ κακούς, αλλά γιατί δεν τους περίμενα ΤΟΣΟ καλούς! Επικολυρικό metal για όποιον θέλει να μάθει τι και πως, με τον νέο τραγουδιστή να θυμίζει μικρογραφία Messiah Marcolin στο σουλούπι και να κερδίζει τις εντυπώσεις και το θερμότατο χειροκρότημα ενός κοινού το οποίο, αναλογιζόμενο τον προκάτοχό του (φωνάρα…), ήξερε πως η θέση πίσω από το μικρόφωνο ήταν δύσκολο να καλυφθεί. Και όμως, τα κατάφερε. Η υπόλοιπη μπάντα καλοπροβαρισμένη, δεμένη, έδωσε βάρος στο πρόσφατο άλμπουμ “Beyond the black” αλλά απέδωσε ικανοποιητικότατα και τραγούδια επιβλητικά από την υπόλοιπη δισκογραφία της (“Meet me on the battlefield” το μεγάλο highlight) και ανέβασε το επίπεδο αισθητά. Εν κατακλείδι, η εμφάνιση των Ιρλανδών οι οποίοι είχαν και το λογικότατο τρακ, κρίνεται πολύ άνω του μέσου όρου. Εύγε! Με το καλό και ο νέος δίσκος.


SOLSTICE 
για τη συνέχεια, ή αλλιώς, η ΚΡΥΑΔΑ του festival. Έχεις στη δισκογραφία σου τρία ΕΠΗ, και ένα εξίσου τρομερό EP. Μπορείς να κάνεις τον κόσμο να γονατίσει. Αντ’ αυτού τι κάνεις; Εμφανίζεσαι με μέτριο ήχο (άγνωστο πως το κατάφερες) και έναν τραγουδιστή οποίος δεν «πάτησε» σωστά σε μία (1) νότα. Μην ακούσω τώρα σχόλια περί «ιδιαίτερου στυλ τραγουδιού», «ξεχωριστής ερμηνείας» κλπ, δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Δεν μιλάμε για τον Shelton ή τον Quorthon. Μιλάμε για έναν τραγουδιστή που υπονομεύει με αυτόν τον τρόπο ύμνους σαν τα “To sol a thane”, “Cimmerian codex” και “Cromlech” και φτάνει έναν φανατικό οπαδό να πει «πρέπει να γίνουν instrumental μπάντα και να τραγουδά τις μελωδίες το κοινό, θα είναι έπος!», μια χαρακτηριστικά εύστοχη ατάκα που άκουσα στο νιοστό «στραβοπάτημα» του Paul Kerns (το όνομά του). Τελικά όλοι στο studio ακούγονται σαν τον Dickinson. Δεν χρειάζεται να βρεθεί κάτι το ιδιαίτερο, ας βρουν έναν με στεντόρεια, σωστή φωνή και αυτό φτάνει. Σε κακή μέρα και ο αρχηγός Rich Walker, με την υπόλοιπη μπάντα να παίζει καλά αλλά τι να το κάνεις… Δεν χρειάζονται άλλα λόγια. Αυτοί σίγουρα δεν ήταν οι Βρετανοί που λατρεύω. Πριν το live ήμασταν λες είχαμε πάρει 5 viagra ο καθένας, μετά τα πρώτα δύο λεπτά αισθανόμασταν ευνούχοι.


Μετά την απογοητευτική σε βαθμό τσαντίλας εμφάνιση των SOLSTICE, η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των τίμιων θρύλων του underground James Schumacher, Jack Hays και Bob Wright, οι οποίοι όλοι μαζί ακούν στο όνομα BROCAS HELM. Μετά το κάζο των SOLSTICE, ήταν λες και βλέπαμε το “Livecrime”! Πήρε φωτιά η Καλαμαριά, τόσο διασκεδαστικοί! Με κιθάρα δανεική ο τραγουδιστής, με μουστάκλες, καπέλα, νύχι σιδερένιο αντί για πένα, έναν θεούλη drummer (ο Τάκης Τσουκαλάς πρωτοξάδερφος του Robert Garven) με τη φαλτσαδούρα την ωραία (όχι των SOLSTICE) που περνάει το τεστ αβίαστα, χαβαλέ, τζερτζελέ, αλλά αν το πάμε με το γράμμα του νόμου, από καλαισθησία… αμπελαλέ. Βέβαια αν ψάχνει κάποιος ποιοτικό και απαστράπτον U.S metal στους BROCAS HELM, καλό θα είναι να σταματήσει το ψάξιμο όσο είναι ακόμη νωρίς. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατσαπλιάδικη εκδοχή πρωτόλειων αρχών. IRON MAIDEN ντεμπούτου, RIOT “Fire down under” και 70’s JUDAS PRIEST. Γέλασα με την ψυχή μου όταν είδα την μισή (και κάτι παραπάνω) αρένα σε σκηνές απείρου κάλλους και στα πίσω σημεία όσο και στον εξώστη να κοιτάζονται όλοι σε φάση «μα, τι δεν καταλαβαίνω;». “Into battle”, “Dark rider”, “Defender of the crown”, χαμός από κάτω, “Cry of the Banshee”, “Ghost story”, “Skullfucker”, υστερία από κάτω. Τελικά, ούτε εγώ καταλαβαίνω! Συμπέρασμα; Οι BROCAS HELM ήταν σαφέστατα μια θετικότατη προσθήκη στο billing και έδωσαν ένα show αντάξιο των δυνατοτήτων τους. Αυτών που έχουν, τέλος πάντων. Ο κόσμος ομίλησε. Χρήσιμη (;) σημείωση, για το τελικό συμπέρασμα: σε δικό τους show δεν θα τους έβλεπα ξανά, αλλά στα πλαίσια festival ή «πακέτου», άνετα.


HITTMAN ένα βήμα πριν το τέλος και το επίπεδο ανέβηκε κατακόρυφα, με την πρώτη νότα. Μιλώντας με τον Jim Bacchi την προηγούμενη μέρα, εκδηλώνοντας τον θαυμασμό του για το φεστιβάλ και το κοινό μου είχε πει πως θα τα δώσουν όλα. Το έκαναν. “The crowd in the arena screamed for metal sports”, αυτό έγινε! Μπορεί να μην ακούσαμε καθόλου φωνητικά στο πρώτο μισό του “Metal sports” (θα ήθελα να ξαναπαιχτεί το κομμάτι στο τέλος όπως είχε γίνει μια φορά με το “Fight or fall” σε εμφάνιση των RIOT) λόγω τεχνικών προβλημάτων, αλλά στην πορεία όσο προχωρούσε το live ήταν ηλίου φαεινότερο πως οι τύποι έχουν λόγο ύπαρξης και το reunion δεν έγινε για λεφτά, βίτσιο ή απωθημένο και πως το ομότιτλο άλμπουμ τους εξακολουθεί και μαγεύει. Ακούσαμε το στακάτο “Breakout”, τον μελωδικό ύμνο “Will you be there” και το QUEENSRYCHE-ικό “Behind the lines”, παρέα με τις κομματάρες “Dead on arrival” και “Backstreet rebels” που θα ήθελαν πολλοί να τις έχουν συνθέσει, συν το “Secret agent man” του Johnny Rivers που θα είναι για πάντα μια από τις καλύτερες διασκευές όλων των εποχών. Ακούσαμε και καινούργιο υλικό, με το “No time to die” να είναι τρομερό, λες και άκουγες JUDAS PRIEST του “Stained class” με US metal νοοτροπία και σύγχρονη παραγωγή! Από την άλλη δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον ακριβώς λόγο ο Kennedy κρατούσε τόσο μακριά το μικρόφωνο, με αποτέλεσμα να «χάνεται» σε σημεία η φωνή του, αυτό ήταν το μόνο μειονέκτημά του, καθώς κατά τα λοιπά η απόδοσή του όπως και αυτή όλων των μελών ήταν εξαιρετική! Το πόσο ανυπομονώ για το νέο τους άλμπουμ, δεν λέγεται! Δυστυχώς όμως έπαιξαν λιγότερο από τους BROCAS HELM, άσε που μας φάνηκε να κυλά ο χρόνος νεράκι… ας είναι. Την επόμενη φορά. Έλα να ετοιμαζόμαστε για τον headliner σιγά σιγά…


Πολλοί μου έλεγαν πως δύσκολα οι LIEGE LORD θα ξεπερνούσαν την σαρωτική εμφάνιση του 2014. Προσωπικά περίμενα μια ισάξια. Όχι. Δεν μας την έδωσαν. Μας έδωσαν κάτι άλλο: ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ. Καλύτεροι του 2014; Ναι. Οπωσδήποτε! Εν πολλοίς αυτό οφείλεται ΚΑΙ στον ασυγκράτητο Van Williams (NEVERMORE κανείς;) πίσω από τα τύμπανα, ο οποίος έσπασε δύο μπαγκέτες όσο έπαιζε και έδωσε απίστευτη ταχυδύναμη στο group. Η ιδανική επιλογή για αντικαταστάτης του Frank Gilchrist (RIOT). Το “Fear itself”, όνομα και πράγμα, σκόρπισε τρόμο με τα πρώτα ακόρντα του και το “Eye of the storm” (μέγας ύμνος και το αγαπημένο κομμάτι του Κατσούρα ο οποίος στο άκουσμά του γίνεται ίδιος με το robot του εξωφύλλου του δίσκου που το φιλοξενεί) που ακολούθησε, παρουσίασε μια θρυλική μπάντα σε όλο της το μεγαλείο. Οι LIEGE LORD για όσους δεν έχουν επαφή με το αντικείμενο, έχουν να επιδείξουν δύο κλασσικότατους δίσκους (“Freedom’s rise”, “Burn to my touch”) και ένα από τα 10-15 καλύτερα power metal albums που βγήκαν ποτέ από τις Η.Π.Α, το “Master control”. Καταλαβαίνετε το μέγεθος; Δεν μιλάμε για underground cult μεγάλο όνομα, μιλάμε για ΜΕΓΑΛΟ όνομα! Ωραία; Προχωράμε…


“Cast out”, “Dark tale”, “Transgressor”, οι Αμερικανοί μοιάζουν πυρηνοκίνητοι… ή μήπως είναι τελικά; Ο Joe Comeau είναι ΤΕΡΑΣΤΙΑ μορφή, φωνή, σκηνική παρουσία, επικοινωνία με τον κόσμο, 10/10 σε όλα του. Την ίδια βαθμολογία παίρνουν αβίαστα και οι υπόλοιποι. “Rapture” (μας έφυγε το κεφάλι), “Feel the blade”, για να έρθει η ώρα του “Rage of angels”. Περιττό να πω πως θύμιζε πεδίο μάχης ο χώρος, καθώς το συγκεκριμένο τραγούδι είναι, όπως απεδείχθη για μια ακόμη φορά, το δεύτερο πιο αγαπημένο των οπαδών. Κοιτάζω γύρω μου, το Gagarin δείχνει ετοιμόρροπο! Το group δεν «φρενάρει» ούτε στο “Speed of sound”, ούτε στο “Vials of wrath”, ούτε στις διασκευές του ”Cold sweat” των THIN LIZZY και του “Kill the king” των RAINBOW (πώς και γιατί να το έκανε θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο), για να φτάσουμε στο τέλος και στο πλέον αγαπημένο κομμάτι του κόσμου: “Master control”. “Pulse of pure metal, infinity, master control, machinery!” και όλα τούμπα. Encore αναμενόμενο με τα “Prodigy/Wielding iron fists” (ΦΡΕΖΑ) και “Fallout”, για να κλείσει οριστικά η βραδιά με την δεύτερη εκτέλεση του “Master control”, κατόπιν «ψηφοφορίας διά βοής» ώστε να τηρηθεί το «έθιμο» που θέλει τον headliner να παίζει δεύτερη φορά ένα κομμάτι του. Η εμφάνιση των Αμερικανών ήταν μια ωδή στο ατόφιο 80s ατσάλι, βγαλμένη από τα καλύτερά μας όνειρα. Το Gagarin έγινε σαν δρόμος που περνάνε καλώδια (© Αθηνόδωρος Προύσαλης, circa 1968).

Η «σούμα» τώρα, επιγραμματικά…

Στα θετικά του festival συγκαταλέγονται η ΑΨΟΓΗ οργάνωση (όλα όπως πρέπει, στην ώρα τους, χωρίς προβλήματα, ευχαριστηθήκαμε με τη ψυχή μας επαγγελματισμό), οι ευχάριστες εκπλήξεις των MEGA COLOSSUS, IRON ANGEL, OLD SEASON, οι αποδόσεις των «δικών μας» παιδιών, τα μεγάλα ονόματα που δικαίωσαν, άλλα λιγότερο άλλα περισσότερο, τη φήμη τους και τις προσδοκίες μας και τέλος, η ατμόσφαιρα εντός του Gagarin, το οποίο δεν θύμιζε τεκέ από την τσιγαρίλα και την μπαφίλα. Μπράβο στη διοργάνωση που το τόλμησε με τους ARMORED SAINT, μακάρι αυτή να είναι η αρχή και να δούμε και άλλους τέτοιους καλλιτέχνες στο μέλλον, που να «ανοίγουν τη βεντάλια» εκτός ορίων underground. Τέτοιες κινήσεις θα μεγαλώσουν και τον θεσμό, μη το ξεχνάμε αυτό. Στα αρνητικά, πέραν των απογοητεύσεων που μας έδωσαν κάποιες μπάντες και του κακού ήχου στο warm up, δεν είχαμε κάτι.

Και του χρόνου λοιπόν, με υγεία, να είμαστε καλά να ξανασμίξουμε.

Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας
Κείμενο: Δημήτρης Τσέλλος