Είναι ένα από τα συγκροτήματα που προκαλούν ενδιαφέρον ακόμα και από το όνομα τους. Στα νορβηγικά VED BUENS ENDE σημαίνει «στην άκρη του τόξου», που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το πόσο ιδιότυπη μπάντα είναι. Μπορούν να παινεύονται ότι είναι το πιο καλά κρυμμένο διαμάντι της νορβηγικής extreme metal σκηνής και μας επισκέπτονται την Παρασκευή 6 Μαρτίου στο Fuzz club της Αθήνας και την επόμενη μέρα στο Eightball της Θεσσαλονίκης.
Αφήνοντας πίσω τους τις πρωτόλειες μέρες των MANES του “Pro-gnosis-diabolis του 1993, οι VED BUENS ENDE έδωσαν ένα χρόνο μετά τη δική τους τοποθέτηση απέναντι στο black metal των mid 90s. Το “Those who caress the pale” demo ήταν προσεγμένο σε όλα τα επίπεδα, έχοντας εξώφυλλο ένα χαρακτικό του συμπατριώτη τους Edvard Munch. Ουσιαστικά ήταν ένα promo tape από την Ancient Lore creations με εξαιρετικό ήχο, μακριά από τη lo-fi αντίληψη που είχαν οι μαυρομέταλλοι συμπατριώτες τους. Σήμα κατατεθέν τους είναι τα καθαρά φωνητικά του ηγέτη τους, Carl-Michael Eide, που ήταν και ο drummer τους, κάτι εντελώς πρωτοποριακό για το 1994 που κυκλοφόρησε. Φυσικά στις μεγαλύτερες ταχύτητες εμφανίζονται και τα ακραία φωνητικά από τον έταιρο της μπάντας,Yusaf Parvez (aka Vicotnic), υπεύθυνο για τις κιθάρες. Οι δυσαρμονίες και το αλλόκοτο παίξιμο τους επιτείνεται από το μπάσο του καλύτερου μπασίστα της Νορβηγίας, ο Hugh Stephen James Mingay (aka Skoll). Χωρίς ίχνος υπερβολής μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι είναι το καλύτερο demo της νορβηγικής σκηνής των 90s, γεγονός που ισχυροποιείται από τις αλλεπάλληλες επανακυκλοφορίες του σε βινύλιο και CD μέχρι και το 2012 από την ελληνική Kyrch productions.
Όλη η μαγεία τους, όμως, είναι και το διπλό full length album τους, “Written in waters”, που κυκλοφόρησε το 1995 από την αγγλική Misanthropy records. Με την ηχογράφηση αυτή δώσανε στον όρο avant garde black metal καινούρια υπόσταση, πηγαίνοντας την δυσαρμονική νοοτροπία του demo τους χιλιόμετρα μακριά. Στο δίσκο αυτό τα black metal μέρη είναι «διαλείμματα» στις εξαιρετικές δυσαρμονίες τους με όλα τα όργανα να πρωταγωνιστούν, διαμορφώνοντας ένα ηχητικό τοπίο που όμοιο του δεν είχε ξανακουστεί. Ακόμα και κομμάτια από το demo όπως το εναρκτήριο “I sang for the swans” απέκτησαν νέα μορφή, επικυρώνοντας την πρόθεση τους να επανατοποθετηθούν απέναντι στην πρωτόλεια ηχογράφηση τους. Τα φωνητικά του Carl-Michael Eide σε αυτή την ηχογράφηση είναι ακόμα πιο εκφραστικά και κολλάνε άψογα είτε ως ψίθυροι, είτε ως κραυγή απόγνωσης. Κάθε κομμάτι του album είναι αυτοτελές με το “Remembrance of Things Past” να παραμένει για εμένα μετά από 25 χρόνια το αποκορύφωμα τους ως συνθέτες. Και μετά από αυτό η εσωτερική τους ένταση επιτείνεται με τον ερασιτεχνικό ήχο του “To Swarm Deserted Away”. Μελαγχολία στο έπακρο με το πιάνο του και τα φωνητικά τους. Ακόμα και η προσεγμένη χρήση των φωνητικών της Lill Kathrine Stensrud είναι ένα μια δική τους πρόταση για το πώς πρέπει να αξιοποιούνται σε μια ηχογράφηση. Πώς να περιγράψει κανείς με λόγια το ασύλληπτο “Autumn leaves”;
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο τους είναι και οι στίχοι, που είναι ποιητικοί και απομακρυσμένοι από το σατανιστικό στοιχείο που είχε η πλειονότητα των black metal σχημάτων εκείνη την εποχή. Συχνά διφορούμενοι και άκρως προσωπικοί, καταφέρνουν με την αφήγηση τους να βγάλουν ένα αποτέλεσμα που εικονοποιήθηκε αριστοτεχνικά στο εξώφυλλο του album – το promo cd του album είναι σαν blueprint!
Αίσθηση είχε προκαλέσει τότε και μια φωτογράφιση τους με ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο πάνω στο χέρι τους. Ήταν η εποχή που δεν «επιτρεπόταν» στη Νορβηγία να είσαι blackster και να είσαι χαμογελαστός και ήθελαν να το σχολιάσουν, κάτι που το έκαναν τρομερά πετυχημένα.
Ο απόηχος του “Written in waters” στο underground ήταν τεράστιος στα mid 90s και τους έφερε να δίνουν ελάχιστες συναυλίες. Για καλή μας τύχη κάποιος ηχογράφησε μια από τις εμφανίσεις τους επί αγγλικού εδάφους το 1995, όταν έπαιζαν ως support στους IMPALED NAZARENE. Καθαρά φωνητικά ανέλαβε ο Simen Heastnes (aka Vortex) που τότε ήταν παντελώς άσημος με τους LAMENTED SOULS και πλήκτρα ο Sverd των ARCTURUS. Αξίζει να ακούσετε το bootleg, “Coiled in obscurity” και να θαυμάσετε – όσο είναι αυτό δυνατόν από την ποιότητα της ηχογράφησης – πόσο μοναδικά απέδιδαν live τις απαιτητικές τους συνθέσεις παρά το νεαρό της ηλικίας τους. Και αξίζει να ακούσετε και το ακυκλοφόρητο “Strange calm”, που δεν μπήκε στο “Written in waters”.
Κι εκεί που όλα φαίνονταν ευοίωνα, ανακοινώνουν ότι διαλύονται, σκορπίζοντας την απογοήτευση στους οπαδούς τους. Αν και είχαν μπει στη διαδικασία να ηχογραφήσουν νέο υλικό, προέκυψε διαφωνία ανάμεσα στον Carl Michael και στον Vicotnic για τον προσανατολισμό του νέου τους υλικού. Ο πρώτος ήθελε να είναι λιγότερο metal ενώ ο ηγέτης και των DODHEIMSGARD ήθελε να κινηθεί σε πιο metal προσανατολισμό. Το “Half visible presence” EP δεν κυκλοφόρησε ποτέ και οι οπαδοί των VED BUENS ENDE ακολούθησαν πιστά τους VIRUS, την μπάντα που συνέχισε στο ίδιο ο ύφος ο Carl Michael. Όσο, όμως, κι αν ξεδίψασαν με το ντεμπούτο τους,“Carheart” του 2003, η κάψα τους για νέο VED BUENS ENDE album δεν είχε φύγει. Το 2005 στην πρώτη συναυλία των ARCTURUS στη Θεσσαλονίκη, ο Skoll μου είχε αποκαλύψει ότι συζητούσαν για επανένωση των VED BUENS ENDE, κάτι που έγινε ένα χρόνο μετά. Μόνο που τα drums πλέον δεν θα τα έπαιζε ο Carl Michael, λόγω ενός ατυχήματος που είχε και τον άφησε σε μεγάλο βαθμό ανάπηρο και στα δύο πόδια. Το αποτέλεσμα είναι ένα rehearsal 6 κομματιών του Ιουλίου με τον Einar Sjursø και τον Plenum των VIRUS στα drums και μπάσο αντίστοιχα. Χωρίς να εκπλήσσεται κανείς και αυτό μπήκε στα συρτάρια τους και ξαναδιαλύθηκαν το 2007, δημιουργώντας την αίσθηση ότι το κεφάλαιο VED BUENS ENDE έχει τελειώσει για το δίδυμο.
Όμως η διάλυση των VIRUS το 2018 άναψε φωτιές στους fans των VED BUENS ENDE, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο: Μια σειρά συναυλιών, πολλές εκ των οποίων σε festivals. Ναι είναι εδώ μετά από 25 και πλέον χρόνια για να παρουσιάσουν το πόσο ιδιαίτερη μπάντα είναι! Η μουσική τους είναι ωδή στη δυσαρμονία, την μελαγχολία, την εσωτερική ένταση και την ακρότητα με έναν δικό τους τρόπο. Σας προτρέπω να τους δείτε και για έναν ακόμα λόγο: Είναι τόσο αθεόφοβοι που μπορεί να ξαναδιαλυθούν και μετά να κλαίτε που δεν είχατε ευκαιρία να τους δείτε live! Η μεταφορά της συναυλίας από το Temple στο Fuzz club, αποδεικνύει ότι όχι απλώς δεν τους έχουμε ξεχάσει, αλλά τους αποζητούμε ακόμα περισσότερο σήμερα που όρος avant garde στο black metal αποτελούσε καλλιτεχνική πρόταση και όχι ταμπέλα, στην οποία έμπαινε ο οποιοσδήποτε προσπαθούσε να πειραματιστεί. Μην τους χάσετε!
Λευτέρης Τσουρέας