
“G.O.A.T.”
Το τελευταίο άλμπουμ των λατρεμένων μου Δανών, VOLBEAT, με τίτλο “God of angels trust”, δεν είναι από τις αγαπημένες μου δουλειές τους. Παρόλα αυτά, μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα σχήματα των τελευταίων είκοσι ετών και ποτέ δεν χάνεις την ευκαιρία να μιλήσεις μαζί τους. Έτσι, κάποια στιγμή, είχαμε μιλήσει με τον μπασίστα του σχήματος, Kaspar Boye Larsen (δυστυχώς δίχως το δικαίωμα να αναδημοσιεύσουμε το video της συνέντευξης) για το άλμπουμ και το τι συμβαίνει γενικότερα με το γκρουπ και ξαφνικά διαπίστωσα ότι ποτέ δεν είχε ανέβει!!! Κάλλιο αργά, παρά ποτέ, όπως λέμε…
Πρέπει να πω ότι οι VOLBEAT είναι μία από τις αγαπημένες μου μπάντες όλων των εποχών. Και όπως έχω πει αρκετές φορές στον Michael στο παρελθόν, ένας από τους λόγους ήταν ότι, ακούγοντας το τραγούδι “Radio Girl” ξανά και ξανά, όντας ραδιοφωνικός παραγωγός, αποφάσισα να παντρευτώ τη νυν σύζυγό μου. Αυτό έγινε πριν από 16 ή 17 χρόνια. Οπότε μπορώ να πω ότι είμαι παλιός οπαδός των VOLBEAT.
Θυμάμαι ότι έκανα μια περιοδεία με το συγκρότημα το 2006, ως stand-in, γιατί δεν ήμουν τότε μέλος της μπάντας. Και στην τελευταία συναυλία επρόκειτο να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ. Το άκουγα και το “Radio Girl” ήταν… αγαπώ αυτό το κομμάτι, αλλά ο δίσκος δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα, οπότε δεν μπορούσαμε να το παίξουμε. Αλλά την τελευταία μέρα της περιοδείας, το παίξαμε πολύ πριν κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Πλέον δεν το παίζουμε τόσο συχνά.
Οι VOLBEAT είχαν πάντα ένα μοναδικό στυλ. Πώς θα λέγατε ότι αυτό το άλμπουμ το εξελίσσει ακόμη περισσότερο;
Υπάρχουν κάποια κομμάτια όπου προσπάθησα να φανταστώ ότι παίζω κοντραμπάσο. Οι μπασογραμμές μου είναι βασισμένες στο τι θα έκανα αν είχα ένα upright bass. Κυρίως στα πιο rockabilly τραγούδια. Σε μερικά γρήγορα κομμάτια, αν δεν το έκανα αυτό, θα ακούγονταν περισσότερο punk rock. Αλλά αυτό είναι μάλλον στο μυαλό μου – μπορεί κανείς άλλος να μην προσέχει το μπάσο. Χαχα. Προσπάθησα πάντως να ενσωματώσω αυτή τη rockabilly/psychobilly λογική. Ο Michael απλώς γράφει όπως πάντα. Σε αυτόν τον δίσκο έχει κομμάτια που κοιτούν πίσω, στις πρώτες δουλειές, αλλά και άλλα που κοιτούν μπροστά.

Στο δελτίο τύπου αναφέρεται ότι δεν ακολουθήσατε την παραδοσιακή δομή κουπλέ-ρεφρέν. Ήταν πρόκληση για εσένα να προσαρμοστείς σε τραγούδια που δεν ακολουθούν αυτό το κλασικό μοτίβο;
Το τραγούδι που αποκαλούμε “The Goat” (σ.σ. μιλάμε για το “In the Barn of the Goat Giving Birth to Satan’s Spawn in a Dying World of Doom”), με τον πολύ-πολύ μακρύ τίτλο… όταν το έφερε ο Michael, είπα: είναι υπέροχο, αλλά πού είναι το ρεφρέν; Δεν έχει ρεφρέν. Κι εκείνος είπε: ναι, δεν είναι ωραίο; Και σε άλλα κομμάτια νόμιζα ότι πηγαίναμε για κλασικό verse–chorus–verse–C part. Και δεν ήταν καθόλου έτσι. Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω, γιατί είναι κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Βέβαια στα παλιά τραγούδια, όπως στο “Pool of Booze”, δεν υπάρχει παραδοσιακή δομή. Ακολουθούσαμε απλώς ό,τι ακουγόταν καλό. Αυτή ήταν και η λογική του Michael στη σύνθεση τώρα.
Η επέμβαση στον λαιμό του Michael επηρέασε το συγκρότημα και τον δίσκο;
Ειλικρινά, νομίζω ότι αυτή είναι μία από τις καλύτερες ηχογραφήσεις που έχει κάνει. Η φωνή του ακούγεται υπέροχη. Ήταν καλή και πριν, αλλά δεν ακούω καμία αρνητική αλλαγή. Φυσικά μας επηρέασε το ότι δεν μπορούσαμε να προβάρουμε για μήνες. Προσπαθήσαμε λίγο χωρίς φωνητικά, αλλά η φωνή είναι μεγάλο μέρος των VOLBEAT, οπότε ήταν κάπως περίεργο.
Πιστεύεις ότι η ενασχόληση του Michael με τους AsInHell έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δημιουργική διαδικασία του “God Of Angels Trust”;
Ναι, πιστεύω πως ναι. Όταν έγραφε AsInHell, ήταν μέσα σε αυτό το death metal mindset, πίσω στις ρίζες. Και πραγματικά πιστεύω ότι έμεινε σε αυτή τη νοοτροπία. Τα πρώτα 5–6 κομμάτια του νέου VOLBEAT είναι πιο heavy, πιο μη παραδοσιακά στη δομή τους. Μετά από εκεί, επέστρεψε σε αυτό το ύφος με τα μεγάλα ρεφρέν. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στους AsInHell. Χωρίς αυτούς, το άλμπουμ δεν θα ακουγόταν έτσι.
Το “God Of Angels Trust” μπορεί να ακουστεί και ως “g.o.a.t.”. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος; Παντού εμφανίζεται μια κατσίκα — στο εξώφυλλο, στο lyric video… Τι γίνεται με τις κατσίκες;
Δεν τον έχω ρωτήσει ευθέως, αλλά νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι η κατσίκα είναι ανέκαθεν ο outsider, το «μαύρο πρόβατο». Είναι επίσης και στη σφαίρα του heavy metal, παίζοντας λίγο με αυτά τα στοιχεία. Νομίζω ότι έχει και μια δόση χιούμορ. Να μην το παίρνουμε πολύ σοβαρά. Δεν είμαστε σατανιστικό συγκρότημα.
Και έχετε και αυτό το τραγούδι… «In the barn of the goat, giving birth to Satan spawn in the dying doom dying bird of doom». Ένας τίτλος που ξεχνιέται με ευκολία… Γιατί ένας τόσο μακρύς τίτλος, τύπου BAL–SAGOTH;
Αυτό είναι το κομμάτι που έλεγα ότι δεν έχει ρεφρέν.
Ναι, αλλά ο τίτλος;
Δεν έχω ιδέα πώς το σκεφτήκαμε. Όταν μας είπε: «Αυτός είναι ο τίτλος», νόμιζα ότι μας έκανε πλάκα. Πώς θα το θυμάμαι; Αλλά είναι, ας πούμε, η κορύφωση του τραγουδιού. Αυτό που τραγουδάει στο σημείο εκείνο. Αυτό είναι ίσως το «ρεφρέν». Χαχα.
Το “By a Monster’s Hand” μιλάει για έναν serial killer. Στο τέλος του δίσκου υπάρχει το δεύτερο μέρος, “Enlightening the Disorder”. Θα υπάρξει και συνέχεια σε βίντεο; Το πρώτο ήταν φανταστικό.
Όχι, δεν υπάρχει κάτι προγραμματισμένο. Αλλά και εγώ αγαπώ το βίντεο. Είναι κάπως τρομακτικό.
Θα τα παίξετε συνεχόμενα στις συναυλίες σας;
Δεν νομίζω. Στο setlist που προβάρουμε τώρα θα παίξουμε μόνο το πρώτο μέρος. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Στο δίσκο κάνετε πολύ «genre hopping». Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Ποιο τραγούδι απολαύσατε περισσότερο να παίξετε;
Το “Better Be Fuelled”. Και στην πρόβα, και στο στούντιο. Έχει το walking bass, το rockabilly feeling. Λατρεύω να το παίζω. Το προβάρουμε σήμερα και όλοι γελούσαμε και περνούσαμε τέλεια. Είναι up-tempo, σχεδόν χορευτικό, ιδανικό για μπίρες. Ανυπομονώ να το παίξουμε live.
Οι VOLBEAT έχουν τεράστια παγκόσμια επιτυχία. Νιώθεις περισσότερη πίεση ή περισσότερη ελευθερία μπαίνοντας στο στούντιο;
Δεν νιώθω πίεση — πέρα από το ότι πρέπει να παίξω καλά. Δεν αισθάνομαι πίεση από τον Τύπο ή τους οπαδούς. Αυτή έρχεται μετά, όταν αρχίζουν οι κριτικές και ιδιαίτερα όταν παίζουμε live. Εκεί είναι αγχωτικό, γιατί θέλεις ο κόσμος να αγαπήσει αμέσως τα νέα κομμάτια — κάτι που φυσικά δεν γίνεται ποτέ αμέσως.
Πιστεύω όμως ότι έχετε τόσο πιασάρικα τραγούδια σε κάθε δίσκο, που μπορείτε να αρπάξετε το κοινό από την πρώτη εκτέλεση. Έχετε φανατικό κοινό και νομίζω ότι είστε πλέον σε θέση να έχετε 4–5 crowd pleasers και 5–6 τραγούδια πιο πειραματικά. Αυτό νιώθω ακούγοντας το νέο άλμπουμ: μια μπάντα που κάνει ό,τι θέλει.
Χαίρομαι πολύ που το λες. Πράγματι, υπάρχουν κάποια τραγούδια που πρέπει να παίζουμε κάθε βράδυ. Αλλά υπάρχει και ένα κομμάτι του set όπου μπορούμε να βάλουμε νέο υλικό. Αυτά τα 5–6 νέα τραγούδια θα εναλλάσσονται, ώστε μέχρι το τέλος της περιοδείας να έχουμε παίξει όλο το άλμπουμ. Αλλά όσο περνούν τα χρόνια, το setlist γίνεται πιο δύσκολο. Έχεις περισσότερους δίσκους, περισσότερα «απαραίτητα» τραγούδια. Πρέπει να παίζουμε όλο και περισσότερη ώρα. Γι’ αυτό ο Bruce Springsteen παίζει τρεισήμισι ώρες. Μακάρι να είχαμε κι εμείς τη φυσική κατάσταση, αλλά δεν την έχουμε.
Σάκης Φράγκος















