Το σενάριο της δημιουργίας μιας ταινίας γύρω από τον εμβληματικό comic χαρακτήρα της Wonder Woman αράχνιαζε στα συρτάρια της Warner Bros για κάτι παραπάνω από δυο δεκαετίες. Η σχέση δε της Patty Jenkins με το project αποδείχθηκε πέρα για πέρα καρμική. Μολονότι βρέθηκε ένα βήμα πριν την σκηνοθεσία του “Thor: Dark World” ήταν εκείνη που, ενάντια στις αμέτρητες μη ευνοϊκές συγκυρίες, το πίστεψε και το κυνήγησε περισσότερο σε βάθος χρόνου παίρνοντας εν τέλει το χρίσμα.
Το “Wonder Woman” ανήκει από πλευράς ατμόσφαιρας και διακύμανσης στην ίδια κατηγορία με το “Logan” και το “Batman Begins”. Στηρίζει μεν την αφήγηση του στην διαδρομή της Αμαζόνας πριγκίπισσας Diana από το προστατευτικό περιβάλλον της παραδεισένιας Themyscira μέχρι τα χαρακώματα και το πεδίο μάχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αντλώντας στοιχεία τόσο από την comic δεξαμενή του χαρακτήρα και δη από την (αμφιλεγόμενης ποιότητας εδώ που τα λέμε) σειρά “The New 52” όσο και από άλλες ταινίες του είδους, πάνω απ’ όλα όμως πρόκειται για μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος που, παρά τα οπτικά της εφέ, αποστασιοποιείται από το τετριμμένο superhero μοτίβο της ασυγκράτητης δράσης και των ξύλινων χαρακτήρων.
Τα στοιχεία που κάνουν την διαφορά στην σκηνοθετική προσέγγιση της Jenkins είναι ομολογουμένως δυο. Από τη μια πλευρά, ο επικός τόνος που περιβάλλει το film καταφέρνει να ταυτιστεί πλήρως με την θαρραλέα, ευγενική, αισιόδοξη όσο και άκρως συναισθηματική υπόσταση της Wonder Woman, χωρίς να σπρώχνει την ταινία στην παγίδα της υπερβολικά σκοτεινής και μελοδραματικής σοβαροφάνειας. Από την άλλη, η πλοκή ξεδιπλώνεται με υπομονή, δίχως να τα προσφέρει όλα στο πιάτο από την αρχή αλλά και ούτε να τρώει υπερβολικά σκαλώματα όταν μπαίνουν στο παιχνίδι οι ανατροπές, δημιουργώντας έτσι ένα ισορροπημένο κινηματογραφικό κοκτέιλ με άριστα κατανεμημένες δόσεις δράσης, χιούμορ χωρίς κολλήματα σε παλαβιάρικα κλισέ και φυσικά έξυπνες στιχομυθίες.
Κατά τ’ άλλα, η Gal Gadot προφανέστατα και συγκεντρώνει πάνω της όλο το ενδιαφέρον. Δεδομένα δεν παραδίδει ρεσιτάλ υποκριτικής, καταφέρνει εντούτοις να εισχωρήσει στο πετσί της Diana Prince, σκιαγραφώντας με καρδιά και χάρη τον εσωτερικό της κόσμο όσο και την μετάβαση της από το στάδιο της αρχικής αφέλειας στο αντίστοιχο της superhero μεταμόρφωσης. Συν τοις άλλοις, η χημεία και το ρομάντσο που αναπτύσσει με τον Chris Pine είναι εκπληκτική. Ο Steve Trevor του Chris Pine μοιάζει ίδια ακριβώς περίπτωση με τον Hal Jordan/Green Lantern. Αντιπροσωπεύει μεν την πολεμική οπτική της ταινίας και την λεπτή γραμμή που χωρίζει την ηθική από το καθήκον, συγχρόνως όμως φροντίζει να δώσει έναν πιο ανάλαφρο τόνο στις στιγμές όπου η ταινία βαραίνει ατμοσφαιρικά. Παράλληλα, το στίγμα τους στην ταινία αφήνουν επίσης ο David Thewlis με την Connie Nielsen, ενώ θα προτιμούσα να μην είχε καεί από το πρώτο κιόλας μισάωρο το χαρτί της Robin Wright.
Εν κατακλείδι, το “Wonder Woman” είναι μια superhero ταινία που βασίζει την ποιότητα της περισσότερο στο καλογραμμένο σενάριο και την δομή των χαρακτήρων της και λιγότερο στα βαρετά και εν πολλοίς ενοχλητικά κλισέ των περισσότερων blockbusters. Έστω κι αν σε καμία περίπτωση δεν συνιστά συγκρίσιμο μέγεθος με το “Dark Knight”, όπως έσπευσαν αρκετοί να την χαρακτηρίσουν, η σημασία της όμως δεν παύει να είναι διττή. Αφενός μεν ανοίγει τον δρόμο ώστε να ακολουθήσουν και άλλες ταινίες με πιο φεμινιστική χροιά στο προσεχές μέλλον. Η comic ιστορία βρίθει, άλλωστε, από γυναικείους χαρακτήρες που δεν γράφουν στο γυαλί μόνο για την σωματική τους διάπλαση, αλλά επειδή έχουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία και προσωπικότητα να ξεδιπλώσουν στην μεγάλη οθόνη. Αφετέρου δε, χαρίζει επιτέλους την πολυπόθητη δυναμική και την ευχέρεια στο κινηματογραφικό σύμπαν της DC, προκειμένου να αναπτύξει χωρίς φόβο τις επόμενες του ταινίες, και γιατί όχι να χτίσει ένα νέο franchise γύρω από την Wonder Woman, εστιάζοντας περισσότερο την πιο badass πλευρά της.
Η ταινία θα προβάλλεται από την Πέμπτη 8/6 στους κινηματογράφους από την Tanweer.
Υ.Γ.: Όσοι έχετε μανία με τα soundtracks αποκλείεται να μην λατρέψετε και το συγκεκριμένο που φέρει την υπογραφή του Rupert-Gregson Williams.
Πάνος Δρόλιας