Ο Βρετανικός εκδοτικός οίκος “Cult never dies”, γιορτάζει τη 10η επέτειό του αυτόν το Νοέμβριο με την κυκλοφορία του βιβλίου του Dayal Patterson, “Black Metal: Evolution of the cult – The Restored, Expanded & Definitive Edition”.
Με την αυθεντική έκδοση του βιβλίου να μην είναι πλέον διαθέσιμη, το “Black Metal: Evolution of the Cult”, θεωρείται ως το πιο γνωστό βιβλίο στην ιστορία του black metal και το μοναδικό που συστήνουν όσοι αναμίχθηκαν στη δημιουργία του είδους.
Το βιβλίο έχει περίπου 340.000 λέξεις, περιέχοντας 130.000 λέξεις με νέο περιεχόμενο, 23 νέα κεφάλαια και 50 μεγαλύτερα και ενημερωμένα κεφάλαια. Περιλαμβάνει 150 αποκλειστικές συνεντεύξεις με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του είδους, όπως τους: VENOM, MERCYFUL FATE, BATHORY, HELLHAMMER, CELTIC FROST, BLASPHEMY, DARKTHRONE, BEHEMOTH, ROTTING CHRIST, MAYHEM και πολλούς άλλους. Ο συγγραφέας, επίσης, συμπεριέλαβε πάνω από 70 ολοκαίνουργιες ή μέχρι τώρα μη δημοσιευμένες συνεντεύξεις με γκρουπ όπως οι NECROMANTIA, ARCTURUS, IMMORTAL, AGALLOCH, DESTRUCTION, MYSTIFIER, PROFANATICA και WINTERFYLLETH.
Το “Evolution of the Cult”, έχει πολύ βελτιωμένο εξώφυλλο, που φιλοτέχνησε ο David Thiérrée (BEHEMOTH, GORGOROTH, MORTIIS), ο οποίος δουλεύει πολλά χρόνια για την Cult Never Dies και περιέχει 650 φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες είναι αδημοσίευτες κι έχει κι ένα photo gallery 80 σελίδων με έγχρωμες και γυαλιστερές φωτογραφίες.
Το ελληνικό Rock Hard, έχει την τιμή να δημοσιεύσει ένα από τα ακυκλοφόρητα μέρη του βιβλίου, πριν κυκλοφορήσει, αποκλειστικά για τη χώρα μας και μπορείτε να το διαβάσετε ακριβώς από κάτω:
Με τα χρόνια, η νορβηγική black metal σκηνή της δεκαετίας του 1990 έχει αιχμαλωτίσει τη φαντασία πολλών ανθρώπων, που γιορτάζεται όχι μόνο για τη μουσική που χάρισε στον κόσμο, αλλά και για τους αξέχαστους πρωταγωνιστές και τη γεωγραφία της. Τα δισκοπωλεία, τα μπαρ και τα στούντιο ηχογράφησης που προσφέρουν ένα σκηνικό για τις ιστορίες που θα εξερευνήσουμε σε αυτό το βιβλίο. Δεδομένης της περιορισμένης προσοχής λόγω του λιγότερο αμφιλεγόμενου χαρακτήρα της, η ελληνική black metal σκηνή εκείνης της δεκαετίας αξίζει αναμφισβήτητα παρόμοια ευλάβεια, καθώς παρήγαγε επίσης διαχρονική μουσική και καυχιόταν για πληθώρα συγκροτημάτων, μουσικών, στούντιο ηχογράφησης, δισκοπωλείων, δισκογραφικών εταιριών, fanzines και οπαδών. Οι δημιουργικές εκδηλώσεις θα ήταν ποικίλες, αλλά θα μοιράζονταν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, δημιουργώντας ένα νέο πρόσωπο του είδους και απαθανατίζοντας έναν ήχο και μία αισθητική διαφορετική από αυτή της Σκανδιναβίας.
Η Ελλάδα των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ήταν φυσικά ένα ριζικά διαφορετικό μέρος από, ας πούμε, τη Νορβηγία ή τη Σουηδία. Ο Σάκης Τόλης έχει συγκρίνει την Ελλάδα των παιδικών του χρόνων με τη Βραζιλία και η σύγκριση δεν είναι άστοχη. Εκτός από τις προφανείς ομοιότητες στο κλίμα, και οι δύο χώρες είχαν πρόσφατες στρατιωτικές δικτατορίες και η φτώχεια ήταν ευρέως διαδεδομένη. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δημοτικότητα της rock μουσικής γενικά, οδήγησε στην εμφάνιση μιας ισχυρής punk/hardcore σκηνής και στα δύο έθνη, και, όπως στη Βραζιλία, η metal σκηνή που εμφανίστηκε στην Ελλάδα είχε χαρακτήρα εργατικής τάξης και σίγουρα anti-rock star. Δυστυχώς, η φυλετική βία ήταν επίσης εξίσου συχνή, με τους punks και τους μεταλλάδες μερικές φορές να τσακώνονται μεταξύ τους, αλλά πιο συχνά να μάχονται με skinhead, νεοναζί και αστυνομία.
Αν επιστρέψουμε στη νορβηγική μας σύγκριση, οι ROTTING CHRIST ήταν σε μεγάλο βαθμό οι MAYHEM της ελληνικής ιστορίας του black metal. Όχι μόνο ήταν το πρώτο black metal συγκρότημα που δημιουργήθηκε και γνώρισε διεθνή επιτυχία, αλλά επίσης ενέπνευσαν και συνεργάστηκαν με μια λεγεώνα άλλων συγκροτημάτων, βοηθώντας στη δημιουργία μιας ενοποιημένης σκηνής, κυρίως με βάση την πρωτεύουσα. Από πολλές απόψεις, η Αθήνα ήταν μια πόλη καλά προετοιμασμένη για ένα τέτοιο φαινόμενο, με έναν εντυπωσιακό αριθμό δισκοπωλείων που διέθετε δίσκους rock και metal, δημιουργώντας έτσι τόπους συνάντησης για μια γενιά νέων μουσικών και δημιουργικών.
«Ήμασταν εκεί σχεδόν κάθε Σάββατο», θυμάται ο Eskarth, γνωστός για τη δουλειά του στους AGATUS, ZEMIAL και KAWIR. «Πολλοί άνθρωποι μαζεύονταν μπροστά σε ένα δισκοπωλείο που ονομαζόταν Rock City, το οποίο ήταν ένας από τους μεγαλύτερους διανομείς metal μουσικής στην Αθήνα. Υπήρχαν πολλές μπάντες εκεί πέρα, μιλούσαν, ανταλλάσσονταν πολλές κασέτες και ‘zine, αρκετοί άνθρωποι είχαν διανομές, υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι από μπάντες όπως οι SEPTIC FLESH, SEPTICEMIA, ROTTING CHRIST, THOU ART LORD, ο Ευθύμης Καραδήμας από τους NIGHTFALL κι EPIDEMIC… ήταν ένα πολύ δημοφιλές σημείο. Θα έκανες τις συναλλαγές σου, θα μιλούσες και μετά θα πήγαινες να φας ή έναν καφέ».
«Κάθε Σάββατο αυτά τα χρόνια η metal κοινότητα συναντιόταν στο Rock City ή στο κατάστημα Molon Lave», επιβεβαιώνει ο Σάκης Τόλης. «Ήμασταν ίσως 40 ή 50 συνολικά».
«Όλα τα ελληνικά συγκροτήματα ήταν εκεί σε αυτές τις συναντήσεις», προσθέτει ο αδερφός του, Θέμης. «Η σκηνή του heavy metal στην Ελλάδα ήταν μια διαφορετική σκηνή τότε, δεν ήθελαν να συναναστραφούν με εμάς, αυτούς τους κακούς οπαδούς του black metal».
«Ήταν πολύ ενωμένο και σφιχτό», σχολιάζει ο Magus των NECROMANTIA. «Ήμασταν τόσο λίγοι που θα ήταν ανόητο για κάποιον να έχει εγωισμούς ή κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα συγκροτήματα γνώριζαν ο ένας τον άλλον και δεν ήμασταν τόσοι πολλοί τότε, οπότε κάναμε παρέα στα ίδια μέρη και όλοι προσπαθούσαν να προσθέσουν τον δικό τους ήχο και να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ».
«Ήταν διαφορετική νοοτροπία», θεωρεί ο Σάκης. «H νοοτροπία των ανθρώπων στη Νότια Ευρώπη είναι διαφορετική όπως και τώρα και η σκηνή βασίστηκε στη νοοτροπία των ανθρώπων. Δεν προσποιηθήκαμε πολύ, δεν είχαμε πολύ corpsepaint, δεν είχαμε πολλά να αποδείξουμε στους άλλους».
Η προαναφερθείσα Molon Lave (ή «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» όπως ήταν αρχικά γραμμένη, που σημαίνει «έλα να τα πάρεις» στα αρχαία ελληνικά) ήταν μια εταιρία που δημιουργήθηκε από έναν ντόπιο Γιουγκοσλάβο ονόματι George Osmak, ο οποίος έπαιζε επίσης σε ένα synth/hard rock συγκρότημα που ονομαζόταν DIVORCE, με (ειρωνικά) τη σύζυγό του Johanna Gian. Με έδρα τα Εξάρχεια, η εταιρεία ήταν ένα πολυκέφαλο θηρίο και περιλάμβανε μια δισκογραφική, ένα στούντιο ηχογράφησης και ένα μαγαζί στο υπόγειο του ίδιου κτιρίου που ονομαζόταν Go Underground – το τελευταίο ονομαζόταν αρκετά έξυπνα, αφού έπρεπε να πάει κανείς κυριολεκτικά “underground” για να μπουν, χρησιμοποιώντας και τα αρχικά του ιδιοκτήτη G.O.
Ως δισκογραφική, η Molon Lave ήταν αναμφισβήτητα προσανατολισμένη στο metal και έγινε εξαιρετικά δραστήρια το 1993 καθώς η underground metal σκηνή εξερράγη, κυκλοφορώντας 7-ιντσα άλμπουμ από αξιόλογες εγχώριες μπάντες όπως οι VORPHALACK, NIGHTFALL, SADISTIC NOISE και THOU ART LORD, αυτοί οι δίσκοι συχνά περιείχαν υλικό που ηχογραφήθηκε στο στούντιο της δισκογραφικής. Αν και η δισκογραφική θα παρέμενε ενεργή μέχρι το 1995, όταν ο George μετακόμισε στις ΗΠΑ, το 1993 είδε την εταιρεία να πουλά το στούντιο σε μέλη των ROTTING CHRIST, που το μετονόμασαν σε Storm Studio. Αν μη τι άλλο, η μετάβαση το έκανε απλώς μια πιο δημοφιλή τοποθεσία, που δεν προκαλεί έκπληξη αν σκεφτεί κανείς ότι οι ROTTING CHRIST θεωρούνταν ήδη ήρωες της ελληνικής metal σκηνής.
«Οι καλύτερες μέρες μου ήταν από εκεί, οι καλύτερες αναμνήσεις μου από το συγκρότημα», θυμάται ο Σάκης. «Πολλοί φίλοι πηγαινοέρχονταν, φέρνοντας μερικές φορές ναρκωτικά, φέρνοντας λίγο αλκοόλ και περάσαμε καλά. Δεν είχαμε προθεσμίες. ήταν το δικό μας στούντιο, οπότε είχαμε αρκετό χρόνο να δουλέψουμε. Τα κάναμε όλα για την ιδέα, για τη σκηνή, για να νιώσουμε καλά, όχι για να πούμε, «Εντάξει, ας δημιουργήσουμε μια τοπική σκηνή που θα είναι πολύ δυνατή παγκοσμίως» ή κάτι τέτοιο… όλοι κάναμε παρέα στις ίδιες pub κτλ.”
«Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή μου», λέει ο Magus, που ήταν στους ROTTING CHRIST τότε, ο οποίος έγινε ο κύριος μηχανικός ήχου για το Storm. «Είναι πάντα σαν μια παράξενη ανάμνηση για μένα… που με ακολούθησε στα χρόνια που ακολούθησαν, με σημάδεψε. Μου άρεσε γιατί ήταν δημιουργικό, έκανα πράγματα, δεν ήταν μόνο δουλειά. Αφορούσε τη δημιουργία και την τέχνη και είχα λιγότερες ανησυχίες απ’ ό,τι τώρα, ήμουν πιο ήρεμος και είχα περισσότερο χρόνο να εξερευνήσω τα πράγματα. Οπότε πάντα αγαπώ εκείνη την εποχή».
«Όταν αγόρασαν οι ROTTING CHRIST το Storm Studio, ήμουν η προφανής επιλογή», συνεχίζει. «Ήταν δύσκολο όμως. το στούντιο ήταν μόνο 40 τετραγωνικά μέτρα με αναλογικό 16-track και αναλογικό 2-track, χωρίς DAT. Επίσης, δεν είχαμε ένα πραγματικό drum set στο Storm. Είχαμε drum pad set. Αν ένα συγκρότημα ήθελε ένα πραγματικό drum set, έπρεπε να νοικιάσει ένα μόνο του και να το φέρει στο στούντιο. Τις περισσότερες φορές οι μπάντες χρησιμοποιούσαν drum sequencer, που σημαίνει προγραμματισμένο drumming, σαν drum machine. Με τους ROTTING CHRIST χρησιμοποιήσαμε triggered drums, δηλαδή πραγματικό παίξιμο αλλά με ψηφιακά δείγματα. Δεν θυμάμαι το κιτ που χρησιμοποιούσαμε, αλλά ήταν ένα ηλεκτρονικό drum kit – pads – και φυσικά πιατίνια. Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με την παραγωγή, πάντα ήθελα να υπογραμμίσω το στιχουργικό κομμάτι της μουσικής, που ήταν η μελωδία και η ατμόσφαιρα, το μοναδικό χαρακτηριστικό των ελληνικών συγκροτημάτων. Βλέπετε, στην Ελλάδα η μουσική ήταν πάντα πιο φορτισμένη συναισθηματικά από τις άλλες σκηνές. Είναι στην ελληνική ψυχή… Το αστείο είναι ότι ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήσαμε ήταν αρκετά φθηνός αφού δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα και δοκιμάζαμε πολλές συνταγές και πειράματα μέχρι να πετύχουμε έναν αξιοπρεπή ήχο. Συνδυασμοί διαφόρων ενισχυτών, ακριβά μικρόφωνα, φθηνά μικρόφωνα και τα δύο συνδυασμένα και πολλά άλλα. Έπρεπε να είμαστε εφευρετικοί και δημιουργικοί!».
Το Storm Studio θα χρησιμοποιούσε σχεδόν κάθε αξιοσημείωτο συγκρότημα της εποχής, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι μόνο, των: ROTTING CHRIST, VARATHRON, DARKEST OATH, KAWIR, THOU ART LORD, NERGAL, MEDIEVAL DEMON, VORPHALACK, THE ELYSIAN FIELDS, DISHARMONY, AGATUS και ZEMIAL. Η έντονη χρήση του Molon Lave/Storm Studio είναι σίγουρα μέρος της αιτίας που μια συγκεκριμένη ενότητα έκφρασης βγήκε από την Ελλάδα αυτή την περίοδο. Μπάντες όπως αυτές που αναφέρθηκαν – και άλλες, συμπεριλαμβανομένων των DEVISER, MACABRE OMEN και ASTARTE, για να αναφέρουμε μερικές – πρόσφεραν ξεχωριστές ερμηνείες, αλλά μοιράστηκαν πολλά σε ήθος και συναισθήματα. Σχηματιζόταν ένας αναγνωρίσιμος ελληνικός ήχος, που έρχεται σε αντίθεση με την παγερή κακία των σκανδιναβικών σκηνών με τον πιο ζεστό, και πιο αρχαϊκό και σκοτεινό ήχο του…
Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο του «Black Metal: Evolution of the Cult – The Restored, Expanded and Definitive Edition». Είναι διαθέσιμο από:
Cult Never Dies main store (https://cultneverdies.myshopify.com)
Cult Never Dies Europe (https://cultneverdies-eu.travelling-merchant.com/)
Decibel Books (https://store.decibelmagazine.com/collections/books/products/black-metal-evolution-of-the-cult-decibel-books-edition)