Αφιέρωμα στο 90s metal – 1995 part 2

0
473

Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο 1995, με το δεύτερο μέρος του (θυμίζουμε πάντα, ότι το παρουσιάζουμε με αλφαβητική σειρά). Δίσκοι από συγκροτήματα που ξεκινούσαν την καριέρα τους, από συγκροτήματα που πειραματίζονταν, από συγκροτήματα που δεν βρίσκονταν στην πιο δημιουργική περίοδό τους, αλλά και από συγκροτήματα που βρίσκονταν στο peak τους. Όλα αυτά, στις επόμενες γραμμές, με το ενδεικτικό Spotify Playlist να ακολουθεί.

HADES – “Exist to resist” (Brainstorm Division)

Τους HADES δεν τους ξέρει πολύς κόσμος και τους κατέχει ακόμη λιγότερος. Και όσοι τους ξέρουν, τους ξέρουν κυρίως λόγω του Alan Tecchio, τραγουδιστή των WATCHTOWER στο θεϊκό “Control and resistance”. Κακώς αν με ρωτάς, αλλά δεν είμαι εδώ για να κρίνω τον κόσμο, τα γούστα του και κυρίως αν αυτός ζει μπροστά από το πρόσωπο του Θεού ή πίσω από αυτό. Το 1995 λοιπόν και μετά από δύο σαρωτικούς δίσκους τεχνικότατου, τσιριδάτου thrash (“Resisting success” και “If at first you don’t succeed”) η μπάντα από το New Jersey, δείχνει επηρεασμένη από όλα όσα γίνονται γύρω τις στις Η.Π.Α (γιατί η Ευρώπη ήταν πάντα άλλου παπά ευαγγέλιο) και αλλάζει. Κουρδίζονται πιο χαμηλά οι κιθάρες, γίνεται πιο «κοφτό» το rhythm section, o Tecchio «προσγειώνεται» στο έδαφος και κυριαρχούν επιρροές από ύστερους METALLICA και METAL CHURCH, το alternative και από τη νέα (τότε) μεταλλική σκηνή των Η.Π.Α, τους PANTERA και συναφή συγκροτήματα. Πιθανολογώ πως για κάποιον που έζησε in real time, που λένε και στα χωριά, τους τρεις πρώτους δίσκους του group, το “Exist to resist” μάλλον δεν έκανε και τόσο καλή εντύπωση ή έστω η αρχική υποδοχή έκρυβε ένα μούδιασμα. Βλέπεις τότε ήμασταν και αρκετά πιο «κλειστοί» ως ακροατές (ο καθένας στο δικό του ποσοστό, βάζω και μένα μέσα) και κάποια πράγματα δεν τα δεχόμασταν εύκολα. Πάντως, με καθαρότερη ματιά και πολύ πιο ανοικτούς ορίζοντες, το “Exist…” είναι, γι’ αυτό που είναι, ένας καλός δίσκος. Έχει αξιόλογες συνθέσεις, ωραία ατμόσφαιρα (βιομηχανική, «κλειστοφοβική») και πολύ καλά παιξίματα. Έχει και επανηχογραφημένο τον ύμνο “The leaders?” ως “The leaders ‘95”… γενικά, όλα καλά!

Δημήτρης Τσέλλος

 

HAREM SCAREM – “Voice of reason” (WEA)

Πως ξεπερνάς δύο πετυχημένους δίσκους που μπορεί να μην πούλησαν εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο αλλά απέσπασαν απολύτως θετικές κριτικές και δικαίως σήμερα θεωρούνται κλασικοί στους κύκλους των hard rock fans; Είναι ένα ερώτημα που αντιμετώπισαν πολλά συγκροτήματα στο παρελθόν. Κάποια τα κατάφεραν, κάποια πάλι, όχι. Οι HAREM SCAREM ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Ύστερα από δύο πετυχημένα άλμπουμ έπρεπε είτε να ακολουθήσουν την πεπατημένη οδό είτε να επιδιώξουν μία μάλλον αταίριαστη προσαρμογή στα νέα μουσικά δεδομένα του 1995. Η πίεση από τη WEA ήταν μεγάλη και έτσι το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των περιστάσεων αλλά και των αδιαμφισβήτητων δυνατοτήτων της μπάντας.

Πάντως, κάποια μηνύματα είχαμε ήδη λάβει από το “Mood swings” το οποίο όμως διατηρούσε ανέπαφη τη μουσική ταυτότητα των Καναδών. Αντίθετα με το “Voice of reason” οι HAREM SCAREM επιδιώκουν μία ακόμη πιο σκοτεινή στροφή υιοθετώντας παράλληλα μία πιο μοντέρνα προσέγγιση στην παραγωγή. Ταυτόχρονα οι συνθέσεις γίνονται σε σημεία progressive (!) με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η hard rock αισθητική του δίσκου. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το “Voice of reason” θέλει πολλά ακούσματα για να εκτιμηθεί. Δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Προσωπικά, θεωρώ ότι οι HAREM SCAREM δεν ήξεραν καν τι ήθελαν να πετύχουν με το συγκεκριμένο δίσκο και το τελικό αποτέλεσμα είναι στην καλύτερη ατυχές και ανέμπνευστο. Οι Καναδοί αξίζουν πολλά περισσότερα πράγματα και το έχουν αποδείξει. Δυστυχώς, τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 δεν ήταν ευνοϊκά για πολλές hard rock μπάντες και οι HAREM SCAREM δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.

Σάκης Νίκας

HELSTAR – “Multiples of black” (Massacre Records)

Καημένο μου “Multiples of black”… πού πας; Το ξέρει η μανούλα σου; Τί έχεις μπροστά σου, βλέπεις; “Burning star”, “Remnants of war”, “A distant thunder”, “Nosferatu”… πως να τα συναγωνιστείς; Κι όμως, έβαλες τα δυνατά σου, αυτό στο αναγνωρίζω. Δεν έχεις άσχημα τραγούδια, κάθε άλλο. Στα χνάρια των μεγαλυτέρων «αδερφών» τους βαδίζουν, θέλουν να τους μοιάσουν. Μπορεί να μην είναι στο ίδιο επίπεδο, αλλά είναι «κάτι σαν». Και αυτό το «κάτι σαν» των HELSTAR, ισοδυναμεί με όνειρο απατηλό για πολύ κόσμο εκεί έξω. Ο Rivera ήταν εκεί, όπως και ο Jerry Abarca. Οι Aaron Garza και D. Michael Heald (παίζει και βιολί-τσέλο) είχαν να πατήσουν σε πολύ μεγάλα παπούτσια, το έκαναν όμως, χώρεσαν, περπάτησαν. Ο Russel DeLeon αποκαλύφθηκε ως ένα νέο next big thing στον χώρο. Και μέσα σε κάποια πραγματικά καλά τραγούδια (“No second chance”, “Will I catch it again”, “When we only bleed”, “A good day to die”), ακούσαμε ένα “Black silhouette skies” που έγινε με τη πρώτη ακρόαση κλασσικό HELSTAR κομμάτι και μια διασκευή στο “Beyond the realms of Death” που όριζε τον χαρακτηρισμό. Αλλά τι να το κάνεις, όταν δέχτηκες τόσα αυτογκόλ από την ίδια σου την ομάδα; Αυτή σε χαντάκωσε. Όταν η παραγωγή έχει μηδαμινό budget και εμπλέκονται σε αυτή τόσοι, μοιραία το αποτέλεσμα θα είναι δύο ταχυτήτων. Έτσι, εκεί που ο David Ellefson προσπαθούσε να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, έρχονταν κάποιοι άλλοι και τα έκαναν μαντάρα. Τρεις παραγωγούς και τρεις μηχανικούς ήχου είχες καψερό μου “Multiples…”, πώς να πας μπροστά; Έτσι, από τη μία λόγω του χάλια ήχου, από την άλλη λόγω του 1995 το οποίο ήταν σχεδόν απαγορευτική χρονιά για τεχνοκρατικό power metal όπως μόνον τα παιδιά του Θείου Sam ξέρουν να παίζουν, έφτασες να θεωρείσαι guilty pleasure, collector’s item και να πρέπει να πάρει κανείς Π.Α.Σ.Ο.Κ-ικό δάνειο για να σε αποκτήσει. Κρίμα… Εγώ πάντως, σε μνημονεύω σε κάθε HELSTAR best of που σκαρώνω. Να το ξέρεις.

Δημήτρης Τσέλλος

 

ICED EARTH – “Burnt offerings” (Century Media)

Μπορεί οι Αμερικάνοι να είχαν αφήσει καλές εντυπώσεις με τα δύο πρώτα τους άλμπουμ και να είχαμε ακούσει δείγματα των δυνατοτήτων τους, όμως τόσο η απουσία των τριών χρόνων, όσο και η αλλαγή στην σύνθεση της μπάντας δεν είχαν δημιουργήσει προσδοκίες. Το συγκρότημα έφτασε στο χείλος του γκρεμού, από τις αντιξοότητες που αντιμετώπιζε. Έτσι όταν έσκασε το “Burnt offerings” το Πάσχα του 1995, μας έπιασε αδιάβαστους. Ο Jon Schaffer, ο οποίος έφερε το μεγαλύτερο βάρος της σύνθεσης του δίσκου, είχε δουλέψει πολύ κι εμφανίστηκε πιο έμπειρος. Η αυτοπεποίθησή του αντανακλάται τόσο στα μεγάλα τραγούδια που επέλεξε να ηχογραφήσει, όσο και στην σκοτεινή θεματολογία. Το “Burnt offerings” πατά στις thrash βάσεις που είχαν χτίσει, όμως προσφέρει περισσότερες mid tempo στιγμές, ακουστικές κιθάρες, πλήκτρα και ατμοσφαιρικά περάσματα. Προσθέτουμε σε όλα αυτά τον νεοαφιχθέντα τραγουδιστή Matt Barlow με την ζεστή κι επική του χροιά και το αποτέλεσμα ήταν συναρπαστικό. Οι ταχύτητες έδωσαν την θέση τους στην σκοτεινή ατμόσφαιρα και δίχως εκπτώσεις στην επιθετικότητα, το άλμπουμ εκτόξευσε την φήμη των ICED EARTH. Τραγουδάρες όπως το “Burning oasis”, το “Last December” και το “Creator failure” σαγηνεύουν με τον τρόπο που συνδυάζουν σκοτεινές μελωδίες, επιθετικό riffing, ατμοσφαιρικά μέρη και την καθαρή φωνή του Barlow. Για πρώτη φορά τα σόλο έχουν τόση ουσία και ο επίσης νέος Randall Shawyer αξίζει τα εύσημα. Το επικών διαστάσεων “Dante’s inferno” με τα 16 λεπτά διάρκειας, ξεδιπλώνει όλες τις αρετές των ICED EARTH και είναι αντάξιο του οράματος του Ιταλού ποιητή. Το άλμπουμ αυτό έβαλε για τα καλά στον Ευρωπαϊκό χάρτη το όνομα των ICED EARTH που έδειξαν τις εξελικτικές τους τάσεις που μετέπειτα θα τους γιγάντωναν. Συναυλιακά, οι Αμερικάνοι περιόδευσαν με τους έτερους δισκογραφικούς συγκάτοικους, NEVERMORE και ξαναέγιναν συγκρότημα με όραμα και μέλλον. Τότε που έδειχναν όρεξη για καθιέρωση και δίψα για επιτυχία.

Γιώργος “Brainwashed” Κουκουλάκης

 

IMMORTAL – “Battles in the north” (Osmose Productions)

Έχουμε φτάσει ήδη στο 1995 και τα ποιο εμβληματικά albums του black metal έχουν δει ήδη το φως της ημέρας. Ακόμα και οι ίδιοι οι IMMORTAL είχαν προλάβει να βγάλουν ένα ντεμπούτο που κερδίζει επάξια τον χαρακτηρισμό «κάλτ» και ένα δεύτερο δίσκο που ακόμα και σήμερα θεωρείται η κορυφαία δισκογραφική τους δουλειά. Μακριά από τις “κακοτοπιές” της Νορβηγικής σκηνής, οι IMMORTAL προτιμούσαν να “μιλούν” με μουσικούς όρους, τη στιγμή που άλλοι δημιουργούσαν “θόρυβο” με άλλα καμώματα…

To “Battles in the north” κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1995 και έμελλε για κάποιους να είναι ένας από τους θρυλικότερους δίσκους του συγκροτήματος και για κάποιους άλλους ένα μεγάλο πισωγύρισμα σε σχέση με το διαμάντι “Pure holocaust”. Το μόνο σίγουρο είναι πως πρόκειται για τον πιο γρήγορο και ακραίο τους δίσκο. Η συντριπτική πλειοψηφία των κομματιών κινείται σε υπερηχητικές ταχύτητες και τα riffs είναι τραχύτερα και πιο μονότονα σε σχέση με το παρελθόν. Η δημιουργία της αίσθησης του ψύχους του της τραχύτητας του χειμώνα πίσω τη σύνθεση των κομματιών, ήταν η κύρια πρόθεση του συγκροτήματος, πράγμα που φαίνεται και από τη θεματολογία των στίχων. Εδώ γίνεται για πρώτη φορά η χρήση του concept του Blashyrkh, του μυθικού παγωμένου βασιλείου, με τα τα χειμωνιάτικα τοπία, τα βουνά, τα δάση και το σκοτάδι, να αποτυπώνονται στιχουργικά.

Ο ήχος και η παραγωγή ήταν για αρκετούς το μεγάλο αγκάθι του δίσκου. Η πιο lo-fi προσέγγιση συγκριτικά με το “Pure holocaust” (γιατί αν συγκρίνουμε σε σχέση με άλλους ομοεθνείς συναδέρφους τους, είναι η μέρα με τη νύχτα…) δίχασε και συνεχίζει να διχάζει κόσμο. Τα drums και τα φωνητικά είναι πολύ πιο μπροστά από τα άλλα όργανα, το μπάσο με δυσκολία ακούγεται σε σημεία του δίσκου και οι κιθάρες αναμφίβολα θα μπορούσαν σίγουρα να ακούγονται πιο πάνω. Υπάρχουν όμως και αυτοί που ξεπερνούν τα παραπάνω με μεγάλη ευκολία, προσκυνώντας το “Battles in the north” ως μια από τις καλύτερες στιγμές των Νορβηγών.

Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει για το ανυπέρβλητο “Blashyrkh (Mighty Ravendark)” που κλείνει το δίσκο. Δικαιωματικά είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια (αν όχι το καλύτερο), που έχουν γράψει τα “Bergen-o-παιδα” και αναμφίβολα το πιο αγαπημένο στις τάξεις των οπαδών της μπάντας. Έντονο ήταν το επικό του στοιχείο, πράγμα που μετέπειτα βγήκε περισσότερο στην επιφάνεια και στα κομμάτια του εκπληκτικού “At the heart of winter”. Μυθικό πλέον είναι και το video clip που είχε γυρίσει η μπάντα για το κομμάτι, ένα από τα τρία που είχε ήδη γυρίσει η μπάντα μέχρι το 1995, όταν το ευρύτερο black metal πρωτομάθαινε την υπόθεση video clip.

Θανάσης Μπόγρης

IN THE WOODS… – “Heart of the ages” (Misanthropy)

Το “Isle of men” demo είχε κάνει αίσθηση στο underground το 1993, παρουσιάζοντας μια μπάντα της Νορβηγίας να ακολουθεί μοναχικό δρόμο στο χώρο του black metal. Η απόληξη της πρώτης εποχής τους ήταν το ντεμπούτο τους που δύο χρόνια μετά, έχοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που το καθιστούσαν ιδιότυπο. Εκτεταμένα κομμάτια με πάρα πολλές αλλαγές ανάμεσα σε ατμοσφαιρικά μέρη και μαυρομεταλλικά ξεσπάσματα. Με αυτό το δίσκο σφραγίστηκε η δεύτερη γενιά του νορβηγικού black metal που ήθελε να πάει ένα βήμα παραπέρα τον ήχο των πρώτων συγκροτημάτων της σκηνής. Στα σημεία που είναι αργόσυρτα η ατμόσφαιρα ξεχειλίζει με τα υμνικά φωνητικά και τις απαγγελίες να είναι σημείο αναφοράς μαζί με τα γυναικεία φωνητικά όπου εμφανίζονται. Στα αμιγώς black metal μέρη καταφέρνουν να έχουν την ένταση που αρμόζει και τις ατμόσφαιρες που τα συνοδεύουν να καθιστούν το “Heart of the ages” ως το δίσκο που όρισε τον όρο «pagan black metal» και λόγω της θεματολογίας των στίχων του. Για την ομάδα που τους αποτελούσαν δεν ξέραμε απολύτως τίποτα, κάτι που κράτησαν κρυφό μέχρι τις τελευταίες τους μέρες, έχοντας φωτογραφήσεις από τη φύση και όλους γύρω από μια φωτιά στο δάσος. Μάλιστα το Terrorizer δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα τους έκανε εκτενή αναφορά χωρίς να υπάρχει μια «κανονική» φωτογράφηση στο κείμενό του γι’ αυτούς. Για τους ίδιους, το ντεμπούτο τους ήταν η ολοκλήρωση της ταυτότητας της πρώτης εποχής και ήδη είχαν ξεκινήσει τη δημιουργία του επόμενου album τους, “Omnio”, στο οποίο θα έβρισκαν την ταυτότητα του ατμοσφαιρικού ήχου που τους ταίριαζε απόλυτα. Αναμφίβολα το 1995 σφραγίστηκε από την κυκλοφορία του και είναι υπεύθυνο για τη διεύρυνση του black metal στην παγανιστική θεματολογία, στην εκτεταμένη χρήση των ατμοσφαιρικών μερών και των καθαρών φωνητικών ακόμα και με απαγγελίες.

Λευτέρης Τσουρέας

 

IRON MAIDEN – “The X-Factor” (EMI)

Γίνομαι ξεκάθαρος από την αρχή. Σε τούτο εδώ το κείμενο δεν πρόκειται να αναλύσουμε τους λόγους τους οποίους οι IRON MAIDEΝ κυκλοφόρησαν το “The X-Factor”, ούτε τους λόγους για τους οποίους επιλέχτηκε ο Bayley Cook ή όπως τον μάθαμε σαν Blaze Bayley. Σε τούτο εδώ το κείμενο θα διαβάσετε μία εντελώς ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ προσέγγιση, με δόσεις αντικειμενικότητας και με αρκετή δόση αλήθειας!

Είναι το “The X-Factor” κακός δίσκος; Ούτε για αστείο. Είναι το λιγότερο καλό άλμπουμ της μπάντας; Εδώ γελάνε οι μυροφόρες. Είναι το λιγότερο καλό σε σχέση με ότι είχαν κυκλοφορήσει μέχρι το 1995; Σίγουρα Ναι! Θα μπορούσε να είναι καλύτερο; Ενδεχομένως ναι. Θα μπορούσε να είναι χειρότερο; Θα μπορούσε. Τι ακριβώς είναι όμως το “The X-Factor”;

Είναι το πιο σκοτεινό και πιο απροσδόκητο IRON MAIDEN άλμπουμ του συγκροτήματος. Είναι το πιο μυστηριώδες. Ο δίσκος που κανείς δεν ήξερε τι να περιμένει. Το άλμπουμ που έκανε τον κόσμο να έχει τεράστια προσμονή για το πώς θα ηχεί η μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, η οποία σε αντικειμενικούς όρους, μέχρι τότε είχε 8 διαμάντια σε 9 κυκλοφορίες!

Το “The X-Factor” είναι το “Sign of the cross”. To εναρκτήριο τραγούδι που σου λέει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πως «Κοίτα μεγάλε, έφυγε ο Αυτοκράτορας αλλά η αυτοκρατορία είναι εδώ. Θα σιγάσει για λίγο αλλά θα επανέλθει». Διότι αν δεν είσαι Αυτοκρατορία, δεν γράφεις ένα τέτοιο έπος. Το “The X-Factor” είναι τα “Lord of the flies”, “Man on the edge” και “Judgment of Heaven”. Αυτά τα τετράλεπτα τραγούδια που τόσο μα τόσο λείπουν από τις τελευταίες κυκλοφορίες των Βρετανών Θεών! Είναι αμεσότητα, είναι η νοσταλγία, είναι τραγούδια μίας συγκεκριμένης εποχής. Της εποχής με την οποία ασχολούμαστε! 1995.

Το “The X-Factor” είναι τα “The aftermath”, “Fortunes of war”, “Blood on the world’s hands” και “The unbeliever”. Tα “progressive” μονοπάτια που αρχίζει να καθιερώνει ο Αρχηγός, δείχνοντας την κατεύθυνση του μέλλοντος η οποία ναι μεν άργησε να έρθει αλλά ήρθε (2006 – “Α matter of life and death”). To “The X-Factor” είναι ένα άλμπουμ το οποίο λοιδορήθηκε αλλά πλέον χαίρει εκτίμησης από πάρα μα πάρα πολύ κόσμο εκεί έξω. Τώρα καλώς ή κακώς, ο καθένας μπορεί να αραδιάσει τα επιχειρήματά του και να γίνει ο σχετικός διάλογος. Το “The X-Factor” είναι το πρώτο IRON MAIDEN άλμπουμ που άκουσα σε real time και το αγόρασα.  Το “The X-Factor” είναι δισκάρα διότι #MONO_MAIDEN !!!!

Ντίνος Γανίτης

 

JOE SATRIANI – “Joe Satriani” (Relativity)

Τον Οκτώβριο του 1995 ο Joe Satriani κυκλοφόρησε τον έκτο σόλο δίσκο του με τον ομώνυμο τίτλο. Μέχρι τότε, ο “Satch” είχε καταφέρει να επαναπροσδιορίσει την ροκ μουσική και την ηλεκτρική κιθάρα ορμώμενος από τις στιλιστικές και ηχητικές καινοτομίες του Jimi Hendrix και του Eddie Van Halen. Για όσους ίσως δεν το γνωρίζουν, τα πρώτα άλμπουμ του Satriani, με κορυφαίο φυσικά το θρυλικό “Surfing with the alien” του 1987, είναι μνημεία της instrumental ροκ μουσικής και δη για τους απανταχού κιθαρίστες και λάτρεις γενικά της εξάχορδης. Με τον έκτο δίσκο του ήθελε να ρίξει λίγο τους τόνους και το βιρτουόζικο παίξιμο και να κοιτάξει κάπως προς τις ρίζες του που είναι, δίχως αμφιβολία, τα μπλουζ μουσική και ειδικά η κατά Hendrix ερμηνεία του Delta Blues του Μισσισσιππή. Για τις ανάγκες του δίσκου, ο Satriani είπε να μην αναλάβει ο ίδιος τη παραγωγή αυτή τη φορά και να κάνει μεταγραφή τον Glyn Johns που είχε κάνει στο παρελθόν παραγωγές για μεγαθήρια όπως THE WHO, LED ZEPPELIN και ROLLING STONES. Μαζί του έχει επίσης τρομερούς και ισάξιους μουσικούς όπως τον Matt Bissonette στο μπάσο και τον Γάλλο ντράμερ Manu Katche. Το τελικό αποτέλεσμα είναι όντως ένας πιο μεστός δίσκος με ξεκάθαρες αναφορές στα μπλουζ, όπως με την διασκευή στο “Down down down” του Freddy King (ένας εκ των King μαζί με τον Albert και τον BB King) ή το “Look my way” που ακούγεται σαν να γράφτηκε σ ένα παλιό κασετόφωνο κάπου στον Αμερικάνικο νότο. Το καταπληκτικό “Cool #9” που ανοίγει το δίσκο, κομμάτι που φανερώνει και τις πιο jazz/fusion καταβολές του Satriani, πρωταγωνίστησε για αρκετά μεγάλο διάστημα στα live setlist και ήταν ίσως το μόνο χιτάκι από έναν δίσκο που πέρασε κάπως απαρατήρητος και που μέχρι σήμερα δεν μνημονεύεται από οπαδούς, ίσως επειδή σπάει την παράδοση που ο Satriani δημιούργησε με τους πρώτους δίσκους. Το εν λόγω κομμάτι επίσης ανοίγει το setlist του Satch για το πρώτο G3 in concert το 1996 με τους Steve Vai και Eric Johnson στο οποίο επίσης τζάμαραν και οι τρεις πάνω στο “Down down down”. Προσωπικά δεν συγκαταλέγω το “Joe satriani” στα αγαπημένα μου μόνο επειδή προηγούνται τόσοι τεράστιοι δίσκοι που αναπόφευκτα έχουν προτεραιότητα. Κατά τα άλλα όμως, μιλάμε για έναν υπέροχο δίσκο τίγκα στη μελωδία και μια μειλίχια διάθεση που τέμνει τα μπλουζ και τη ροκ μουσική όπως μόνο ο Satch ξέρει. Να αναφέρω τέλος πως ο δίσκος ήταν και ο τελευταίος του Satriani με μαλλιά!

Φίλιππος Φίλης

 

KAMELOT – “Eternity” (Noise Records)

Το όνομα KAMELOT έχει συνδεθεί, καλώς ή κακώς, με την symphonic power metal μπάντα που είχε αρχικά τραγουδιστή τον Roy Khan και εσχάτως τον Tommy Karevik. Με αυτό το είδος της μουσικής και αυτούς τους τραγουδιστές η μπάντα έγινε παγκοσμίως γνωστή και περιόδευσε σε όλη την υφήλιο, όποτε είναι απολύτως λογικό η πλειοψηφία των οπαδών τους να γνωρίζει μόνο αυτή την «έκδοση» του γκρουπ. Κι όμως υπήρχε ζωή στον «πλανήτη» KAMELOT και πριν τον Khan! Οι KAMELOT είχαν κυκλοφορήσει άλλους 2 δίσκους με άλλο τραγουδιστή, τον Mark Vanderbilt, (και άλλα μέλη εκτός των Youngblood, Barry) όπου έπαιζαν ατόφιο US power metal!

Το “Eternity”, με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν αφιέρωμα, είναι το δισκογραφικό τους ντεμπούτο, το οποίο βαδίζει στα χνάρια των QUEENSRYCHE του “The warning”, των CRIMSON GLORY και των πρώιμων FATES WARNING. Εκτός αυτών υπάρχουν εμφανείς επιρροές και από άλλες μπάντες όπως οι IRON MAIDEN (ιδιαίτερα στο “The gleeman”). Όσον αφορά τα φωνητικά, τον Mark Vanderbilt θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε σαν έναν κλώνο του Geoff Tate! Ο τρόπος που τραγουδάει, ο τόνος του, οι μελωδικές γραμμές θυμίζουν έντονα τον θεό Geoff, ενώ όταν δοκιμάζει τις πιο ψηλές οκτάβες θυμίζει κάτι από Midnight. Βέβαια δε πλησιάζει το μεγαλείο αυτών των δύο ιερών τεράτων της metal μουσικής, αλλά επ’ ουδενί δε θα τον χαρακτηρίζαμε ως κακό τραγουδιστή. Αντιθέτως καταφέρνει μια χαρά να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτής της μουσικής.

Μουσικά ο δίσκος είναι άρτιος. Είναι αυτό που οι αγγλόφωνοι χαρακτηρίζουν σαν “solid”. Όλες οι συνθέσεις του δίσκου είναι σε πολύ καλό επίπεδο, με τις mid-tempo συνθέσεις να κυριαρχούν. Σίγουρα ξεχωρίζουν τα “Call of the sea”, “Proud nomad”, “Red Sands”, “Fire Within” και “What about me”, αλλά όλος ο δίσκος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα US power metal διαμάντι. Ο Thomas Youngblood  έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στα κιθαριστικά riff και το rhythm section και  πλήκτρα είναι όπως πρέπει.

Οι οπαδοί του US power το λατρεύουν και όσοι δεν το έχει «τύχει» να το ακούσουν ακόμα, θα πρέπει να σπεύσουν να το κάνουν. Οι μετέπειτα οπαδοί της μπάντας, που τους έμαθαν με τον Roy Khan, ίσως ξενιστούν από το συγκεκριμένο στυλ μουσικής, αλλά αν έχουν αρκετά ανοιχτό «μυαλό» δεν θα το απορρίψουν εντελώς. Στην τελευταία κατηγορία ανήκω και εγώ. Πριν 20 χρόνια, έχοντας γνωρίσει την μπάντα με το “The fourth legacy”, δε μπορώ να πω ότι ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με αυτό που άκουγα σε αυτό τον δίσκο. 20 χρόνια μετά, ακούγοντάς τον ξανά υπό διαφορετικό πρίσμα, πραγματικά εκτίμησα την αξία του για το US power ιδίωμα.

Άλλωστε δε πρέπει να ξεχνάμε ότι κυκλοφόρησε περίπου μια δεκαετία από τότε που το είδος μεσουρανούσε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, την εποχή που η λαίλαπα του grunge είχε σαρώσει τα πάντα. Εξαιρετικά τολμηρή επιλογή για τον Thomas και την παρέα του, που δε ξέρουμε που θα κατέληγε αν ο Mark Vanderbilt δεν επέλεγε να φύγει από την μπάντα. Τα υπόλοιπα βέβαια είναι ιστορία και η ιστορία έχει ήδη καταγράψει το “Eternity” σαν ένα από τα πιο ελπιδοφόρα US power ντεμπούτα στην ιστορία.

Γιώργος Βογιατζής

 

KING DIAMOND – “The spider’s lullabye” (Massacre)

Εκτός από την ιστορική αναδρομή και τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τα άρθρα αυτά ξυπνάνε αναμνήσεις. Όπως όταν έλαβα το picture βινύλιο αυτού του δίσκου, που περίμενα με τόση ανυπομονησία. Ήρθε μετά το “The eye” και το “Conspiracy” σ’ ένα σερί συγκινητικών κυκλοφοριών από τον Βασιλιά και δεν περίμενα τίποτα λιγότερα από τελειότητα. Το αποτέλεσμα με άφησε λίγο απογοητευμένο βέβαια, τόσο λόγω της θαμπής παραγωγής αλλά και της κατωτερότητάς του σε σχέση με τα προηγούμενα. Παρόλ’ αυτά, το “The spider’s lullabye” έχει όχι μία ιστορία τρόμου, αλλά πολλά αυτοτελή επεισόδια βγαλμένα από το άρρωστο μυαλό του King, δοσμένες με το κλασικό και τεχνικό του heavy/power, στην πρώτη πλευρά, ενώ η δεύτερη αφιερώνεται σε μια άλλη ιστορία. Ιδιαίτερα κάποιες συνθέσεις είναι πιο power metal από ποτέ, με ελάχιστες παρεκκλίσεις. Τόσο το “From the other side” όσο και το “Eastmann’s cure” ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Κάποια, όπως το ανατριχιαστικό “The poltergeist” θυμίζουν περισσότερο το πρόσφατο παρελθόν του, όπως και το harpsichord που επιστρέφει στο “Room 17” το οκτάλεπτο έπος με την σκοτεινή εισαγωγή και το κολλητικό ρεφραίν. H δισκογραφική αποχή των KING DIAMOND για μια πενταετία, ήταν μόνο εικονική, αφού σε αυτό το διάστημα είχαν επανασυνδεθεί οι MERCYFUL FATE και με 2 άλμπουμ κι ένα ΕΡ, είχαν γεμίσει το χρόνο του τραγουδιστή. Όμως αυτό είχε στοιχήσει στα υπόλοιπα μέλη και ο King με τον πιστό του κιθαρίστα Andy LaRoque κλήθηκαν να βρουν τρεις αντικαταστάτες που ήρθαν από μια τοπική μπάντα στο Τέξας, τους άγνωστους MINDSTORM. Έτσι επανεκκίνησε τους KING DIAMOND εκείνη την εποχή και δίχως να εκσυγχρονίζει τον ήχο τους, πρσπάθησε να συντηρήσει και τα δύο συγκροτήματα παράλληλα. Παρόλο που δεν έκαναν τις κορυφαίες τους δουλειές αυτή την περίοδο, παρέμεναν πολύ παραγωγικοί και συνεπείς προς τους οπαδούς τους.

Γιώργος “The Poltergeist” Κουκουλάκης

 

KONKHRA – “Spit or swallow” (Progress Records)

Έχοντας ήδη στις παρακαταθήκες τους ένα πολύ καλό ντεμπούτο, το “Sexual affective disorder” που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν, οι Δανοί death metallers KONKHRA εξαπέλυσαν με την δύναμη ενός καταπέλτη το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο “Spit or swallow” τον Απρίλιο του 1995. Ένας προκλητικός, από κάθε άποψη δίσκος, από τον τίτλο και το εξώφυλλο, μέχρι το περιεχόμενο. Και τι περιεχόμενο είναι αυτό! Το “Spit or swallow” βρίσκει τους KONKHRA σε κατάσταση αμόκ, καθώς ακούγονται ακόμη πιο τραχείς και επιθετικοί από το ντεμπούτο τους.  Φοβερά τσαμπουκαλεμένες συνθέσεις, ιδανικές για μακελειό σε mosh pit, γεμάτες ενέργεια και δύναμη. Απίστευτα ογκώδεις κιθάρες με έναν ήχο οδοστρωτήρα, αποτέλεσμα της παραγωγής του ντράμερ των DISMEMBER, Fred Estby. Για να πω την αμαρτία μου, ποτέ δεν ήμουν φίλος του groove, οι KONKHRA όμως σε αυτόν τον δίσκο με έχουν υποχρεώσει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Όλα τα κομμάτια είναι φανταστικά, έχω την πεποίθηση όμως ότι το δεύτερο μισό του δίσκου, και συγκεκριμένα από το φρενιασμένο “Facelift” και έπειτα, υπερτερεί λίγο περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοώ τις πέντε πρώτες κομματάρες, και ιδίως το ομώνυμο και το “Hail the body, burden the spirit”. Απλά είναι αυτό το συναίσθημα που σου αφήνει η ακρόαση του δίσκου αυτού. Ξέρετε, αυτό το συναίσθημα αυξανόμενης οργής, μιας οργής που εξελίσσεται κλιμακωτά ξεκινώντας από το εναρκτήριο “Centuries”όπου αρχίζει και υποβόσκει η ένταση,  μέχρι το τελειωτικό χτύπημα του “Hold another level” που αφήνει συντρίμμια στο πέρασμα του. Ναι, τα groove στοιχεία είναι έντονα και ενδεχομένως αυτό να ξενίζει τους πιο παραδοσιακούς οπαδούς. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι το αποτέλεσμα είναι ατόφιο death metal.  Πιο μοντέρνο, αλλά σίγουρα death metal.  Εξάλλου, τα ενδεικτικώς προαναφερθέντα κομμάτια επιβεβαιώνουν περίτρανα του λόγου το αληθές, καθώς υπάρχουν στιγμές που εκπλήσσουν με την ωμότητα τους.  Προφανέστατα κάποια από τα καλύτερα κομμάτια των KONKHRA βρίσκονται εδώ, με το “Facelift” να ξεχωρίζει, καθώς δεν είναι μόνο το καλύτερο τραγούδι του δίσκου αλλά αποτελεί το highlight της καριέρας τους γενικότερα. Θεωρώ ότι το “Spit or swallow” έχει αφήσει τα διαπιστευτήρια του στο πέρασμα του χρόνου και εκτιμώ ότι δεν μιλάμε απλά για έναν καλό δίσκο, αλλά, ίσως, και για τον καλύτερο των KONKHRA, καθώς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η μεταγενέστερη δισκογραφία τους, αν και πολύ καλή, δεν κατάφερε να προσεγγίσει την ποιότητα του συγκεκριμένου άλμπουμ.  Αν θέλετε έναν και μόνο δίσκο των Δανών για τη συλλογή σας, η προφανής επιλογή είναι το “Spit or swallow”, ένας εκπληκτικός δίσκος που πραγματικά αξίζει την προσοχή σας.

Θοδωρής Κλώνης

  

KREATOR – “Cause for conflict” (G.U.N.)

Το έχω πει άπειρες φορές και δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να το επαναλάβω όσες φορές χρειαστεί. Τα άλμπουμ που παραδοσιακά με απογοητεύουν, δεν είναι αυτά στα οποία τα συγκροτήματα πειραματίζονται, αλλά εκείνα που μετά από έναν εμπορικά αποτυχημένο μουσικό πειραματισμό, προσπαθούν να επανέλθουν στον παλιότερο ήχο τους, αλλά το κάνουν υπό πίεση και σχετικά επιτηδευμένα. Από τη μία δηλαδή, δεν τους βγαίνει αβίαστα αυτός ο ήχος, από την άλλη όμως, πρέπει να παίξουν έτσι, διότι η βάση των οπαδών τους θέλει την επιστροφή στον παλιότερο ήχο και πιθανότατα και η εταιρία του επιθυμεί το ίδιο (αφού το επιθυμεί και η βάση των οπαδών. Καταλαβαίνετε!!!). Για να το δώσω με παράδειγμα, ποτέ δεν με ενόχλησε το “Host” των PARADISE LOST, από την άλλη όμως, πάντα μ’ ενοχλούσε αφόρητα το “Believe in nothing” που ακολούθησε.

Πάμε στο δια ταύτα, επειδή η πολλή θεωρία βλάπτει. Έχουμε τους KREATOR, οι οποίοι έχουν βγάλει λίγα χρόνια πριν, το “Renewal”, έναν αξιοπρεπέστατο έως και αρκετά καλό δίσκο (για να μην το χοντραίνουμε και βγάζουμε δισκάρες οτιδήποτε κυκλοφορεί ένα αγαπημένο μας συγκρότημα), με στοιχεία που ξένισαν τους οπαδούς, ιδιαίτερα στις πιο industrial στιγμές του, στην παραγωγή, στα φωνητικά κτλ. Έτσι όμως ήταν το thrash τη δεκαετία του ’90. Όσα συγκροτήματα δεν διαλύθηκαν, πειραματίστηκαν με διάφορους τρόπους (μην ξεχνάμε τους SLAYER, τους TESTAMENT και τόσους άλλους) και οι KREATOR το έκαναν με αρκετούς ποικίλους τρόπους. Το “Cause for conflict”, είναι ο μοναδικός δίσκος που δεν παίζει ο Ventor ντραμς. Αντικαταστάτης του, είναι ο Joe Cangelosi, από τους WHIPLASH. Αν με ρωτάτε, τον Ventor, όλοι οι οπαδοί των KREATOR τον έχουμε στην καρδιά μας, αλλά ο Cangelosi ήταν σαφώς πολύ καλύτερος ντράμερ. Τελευταίος δίσκος για τον Frank “Blackfire” Gosdzik και πρώτος για τον μπασίστα Christian Giesler. Άρα είχαμε πολλές ανακατατάξεις πριν και μετά το δίσκο.

Μουσικά, έχω την εντύπωση ότι ο Mille προσπάθησε να συνδυάσει τον ήχο του “Renewal”, με πιο hardcore ήχο, κάτι κοντά σε αυτό που είχαν δοκιμάσει και οι SLAYER στο “Divine intervention”, βάζοντας και μία πινελιά από παλιότερους KREATOR. Το άλμπουμ βαράει. Άσχημα κιόλας. Και; Αν γουστάρετε απλά να ακούτε 40-45 λεπτά μουσικής για να κάνετε headbanging, χωρίς να σας απασχολεί οτιδήποτε άλλο, μπορείτε να βρείτε χιλιάδες δίσκους εκεί έξω. Σας χαλάω εγώ χατίρι; Αν ψάχνετε να βρείτε όμως 40-45 λεπτά ποιοτικής μουσικής, βγαλμένης από την ψυχή, απευθυνόμενη σε ακροατές που δεν τους ενδιαφέρει μόνο το κλωτσομπουνίδι στις συναυλίες, θα πρέπει να απευθυνθείτε κάπου αλλού. Η δισκογραφία των KREATOR, έχει εκπληκτικούς δίσκους που μπορούν να σας καλύψουν. Διότι, κατ’ εμέ πάντα (αλλά και για τον ίδιο τον Mille, που δεν έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση το άλμπουμ αυτό), μοναδικές αξιόλογες στιγμές του είναι το εναρκτήριο “Prevail”, το “Lost” (που είναι ένα από τα ελάχιστα τραγούδια που άντεξαν σε ύστερες περιοδείες), άντε να πω και το “Catholic despot”. Το “Isolation” που κλείνει το δίσκο, έδειχνε την πορεία που θα ακολουθούσαν στο “Outcast” (το οποίο μου αρέσει πάρα πολύ), αλλά αυτή η χαζομάρα με το hidden track που ακούγονται κάτι συγκεχυμένοι θόρυβοι και κρατάει πάνω από 11 λεπτά, πολύ κούρασε ρε παιδάκι μου… Αγαπάω τους KREATOR όσο λίγα σχήματα, το “Cause for conflict” όμως, είναι ο 13ος αγαπημένος δίσκος μου από τους 14 που έχουν βγάλει και σίγουρα ο πιο απογοητευτικός για τους λόγους που εξήγησα παραπάνω. Αν εσείς τον ακούτε και θέλετε να τα σπάσετε όλα, είναι ένα κεφάλαιο, με το οποίο δεν θα ήθελα να ασχοληθώ περαιτέρω… Μπορείτε κάλλιστα να το κάνετε, απλά να ξέρετε ότι έχουμε εκ διαμέτρου αντίθετη οπτική και άποψη!

Σάκης Φράγκος

 

KRISIUN – “Black force domain” (Dynamo Records)

Η ιστορία μας είναι καθαρά οικογενειακή ετούτη τη φορά. Και γιατί αυτό; Διότι μας γυρίζει σε μια εποχή, όπου τρία αδέρφια από τη Βραζιλία (Alex Camargo, Max Kolesne, Moyses Kolesne – ο πρώτος, χρησιμοποιεί το επίθετο του πατέρα τους, ενώ οι έτεροι δύο της μητέρας τους), στα 1990 ξεκίνησαν το όνειρο τους, να παίξουν ασυμβίβαστο και βάναυσο death metal. Ο λόγος για τους σπουδαίους KRISIUN. Μετά από 3 demo ως τετράδα (με τον Mauricio Nogueira να παίζει επίσης κιθάρα), οι Βραζιλιάνοι υπογράφουν στην Dynamo Records. Υπό τη σκέπη της, κυκλοφορούν το πρώτο EP “Unmerciful order” (τελευταία κυκλοφορία ως τετράδα), το οποίο μοιράζει θάνατο με το χαοτικό ύφος τους. Θα έλεγα ότι ήταν πολύ κοντά στους πρώιμους DEICIDE αλλά με το Λατινοαμερικάνικο τσαμπουκά μπαντών όπως οι πρώιμοι SEPULTURA ή οι SARCOFAGO.

Είχε έρθει όμως η ώρα για τη πρώτη full-length κυκλοφορία. Έτσι, μεταξύ Μαρτίου-Απριλίου 1995, θα ηχογραφήσουν αυτό ακριβώς, στα Army studios στο Sao Paolo. Στις 14 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, κυκλοφορεί το “Black force domain”. Άνοιγμα με το ομώνυμο ύμνο, και όπως λέει και το άσμα “αυτό το ξύλο το Μπραζιλέιρο μου δίνει κέφι, μου δίνει στυλ, και Λατινοκάφρο, με κάνει βέρο, αυτό το ξύλο από τη Μπραζίλ”. Τι να πιάσεις τι να αφήσεις εδώ μέσα που να με πάρει….”Messiah of the double cross”, “Blind possession”, και η μπάντα να μοιράζει κομμένα κεφάλια δεξιά και αριστερά, ο drummer να έχει καταπιεί γερή ποσότητα κηροζίνης αναμεμειγμένης με caipirinha και να διαλύει ό,τι βρίσκει στο πέρασμα του. Το “Hunter of souls” κατεβάζει ελαφρώς της ταχύτητες με το SLAYER-ικό riff να το πηγαίνει σε λίγο πιο thrash μοτίβο. Στεκόμαστε στο “Evil mastermind” ξεχωριστά, που με το μισού λεπτού εισαγωγικό drum solo, αποδεικνύει πως ΌΝΤΩΣ, κάτι αναζωογονητικό τον τάισαν στο στούντιο εκείνη τη νύχτα με φεγγάρι που ηχογραφούσε! Επίσης, το MALMSTEEN-ικό ιντερλούδιο του “Infamous glory” που διακόπτει τα 40 λεπτά φάπας, δείχνει μια μπάντα που ξέρει να παίζει, και όχι μόνο να δέρνει!

Αυτό ήταν το πρώτο τεράστιο βήμα για τους Βραζιλιάνους, που ενώ θα περνούσαν οι δίσκοι, θα γίνονταν καλύτεροι παίκτες, θα παρέμεναν βάρβαροι, και καλύτεροι συνθέτες, προς τέρψιν κάθε σωστού deathster που σέβεται τον εαυτό του. Δύο χρόνια μετά, θα τους βρει στην Ευρώπη, να ανοίγουν συναυλίες των KREATOR/DIMMU BORGIR, μοιράζοντας πτώματα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, η επανέκδοση του 2012 έχει δύο διασκευές – φόνους: “Nuclear winter” από SODOM και “Total death” από KREATOR. Viva Brazil!

Γιάννης Σαββίδης

 

KYUSS – “…and the circus leaves town” (Electra Records)

Τα πάντα (σχεδόν) σε αυτή τη ζωή είναι θέμα χημείας. Αν προσθέσεις στο νερό τριοξίδειο του θείου, μετατρέπεται αυτομάτως σε θειικό οξύ, δηλαδή βιτριόλι. Κατ’ αντιστοιχία αν αφαιρέσεις από ένα συγκρότημα τον συνθετικό του πυλώνα και ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, ο κανόνας λέει ότι αλλάζει αυτομάτως όλη η χημεία προς το χειρότερο με συχνά ανυπολόγιστες διαστάσεις. Οι αγεφύρωτες δημιουργικές (και μη) διαφορές ανάμεσα στον Josh Homme και τον Brant Bjork που είχαν ως συνέπεια την αποχώρηση του τελευταίου στα μέσα του 1994, έμμελαν να βάλουν τους KYUSS σε αυτό το επικίνδυνο τριπάκι, επιφέροντας ραγδαίους τριγμούς σε μια εποχή όπου το μουσικό τους οικοδόμημα έμοιαζε να πατάει σε πιο γερά θεμέλια από ποτέ, χάρη στο τρομερό μομέντουμ που είχε δημιουργήσει το υπέρλαμπρο “Welcome to sky valley”.

O διακριτικός αέρας ανανέωσης που έφερε η προσθήκη του Alfredo Hernández πίσω από το drum-kit σε συνδυασμό με τον συναυλιακό κύκλο για την προώθηση του “Welcome του sky valley” έμοιαζαν να καμουφλάρουν μόνο προσωρινά την όλη κατάσταση. Με το συνθετικό βάρος να μετατοπίζεται πλέον στα χέρια του John Garcia και Josh Homme, η ένταση δεν άργησε να χτυπήσει κόκκινο όταν τον Μάρτιο του 1995 το συγκρότημα μπήκε στα θρυλικά Sound City Studios του Van Nuys της Καλιφόρνια για να ηχογραφήσει μαζί με τον Chris Goss το επόμενο του δίσκο. Εκ των υστέρων, ο Garcia έκανε λόγο για έναν «φρικτό δίσκο» ως προς την δημιουργία του ένεκα των δημιουργικών του διαξιφισμών με τον Homme ενώ και ο Scott Reeder για ένα ιδιαίτερα αγχώδες σκηνικό που όπως αποδείχθηκε, ουσιαστικά προοιώνιζε την αρχή του τέλους για την διαδρομή της μπάντας.

Παρά τον οχετό αρνητικής ενέργειας που συνόδευσε την ολοκλήρωση του, το “…and the circus leaves town” αποτέλεσε ένα ακόμη δισκογραφικό ορόσημο για τους KYUSS. Μπορεί να απείχε αρκετά από το να θεωρηθεί φυσική συνέχεια του “Welcome to sky valley” ή να μην διέθετε τις φουριόζικες desert περγαμηνές του “Blues for the red sun”, πίσω όμως το πέπλο μελαγχολίας, εξουθένωσης και καταπιεσμένου θυμού που απλωνόταν σε κάθε σπιθαμή του, κρύβονταν μια σειρά από μνημειώδη κομμάτια σπάνιας ομορφιάς. Το “One inch man” είναι δικαίως το hit single του δίσκου με ένα εξόχως κολλητικό refrain και ένα καταιγιστικό κιθαριστικό ξέσπασμα στο κλείσιμο του, ενώ τα instrumental “Thee Ool’ boozeroony” και “Jumbo blimp jumbo» υπενθυμίζουν ξανά τις πλούσιες οργανικές αρετές της μπάντας.

Από και και πέρα, οι τόνοι ανεβαίνουν αισθητά με το “Gloria Lewis” να υπακούει σε ένα πλήρως SABBATH-ικό μοτίβο, το πανέμορφο “Phototropic” να ανοίγει με ένα μελωδικό intro και στη συνέχεια να κάνει γενναίο σάλτο μορτάλε σε μια ναρκωτική βαρύτητα μέχρι το υπερκλασσικό πλέον “El Rodeo” να προσφέρει την υπέρτατη ωδή στο ασίγαστο θυμικό του Garcia. Έπειτα και το “Catamaran” (διασκευή σε ακυκλοφόρητο μέχρι τότε κομμάτι των YAWNING MAN) το πέσιμο της αυλαίας είναι πλήρως καθαρτικό καθώς το επικό “Spaceship Landing” βυθίζεται αργά και ηδονικά σε ένα fuzzy ντελίριο διαγαλαξιακών διαστάσεων (περιέχει και δυο hidden tracks με το δεύτερο να είναι αφιερωμένο στα εναπομείναντα μέλη των NIRVANA μετά την αυτοκτονία του Kurt Cobain).

Αντισυμβατικό μέχρι και εκεί που δεν πήγαινε σε σχέση με τους προκατόχους του αλλά συνάμα και 101% ατόφιο KYUSS, το “…and the circus leaves town” σηματοδότησε το κύκνειο άσμα του καλιφορνέζικου σχήματος, αφού μετά από μια σύντομη περιοδεία σε Ευρώπη και Αμερική αποφάσισε να διαλυθεί τον Οκτώβριο του 1995. Από το καλούπι του προέκυψαν ένα σωρό πανέμορφα κομμάτια, δίσκοι και σχήματα. Κάποια πιο mainstream, κάποια άλλα πιο underground. Κανένα όμως δεν κατάφερε να επισκιάσει το πνεύμα και την βαριά του κληρονομιά.

Πάνος Δρόλιας

 

LAKE OF TEARS – “Headstones” (Black Mark Production)

Εδώ σοβαρεύουμε, καθώς μιλάμε για έναν από τους κορυφαίους 90s δίσκους στον χώρο του gothic metal, doom/gothic, άντε πάλι με τις ονομασίες, ξέρετε καλά για ποιο είδος μιλάμε.

Το δεύτερο άλμπουμ των LAKE OF TEARS, της μπάντας-όραμα του Daniel Brennare (ο οποίος κατέληξε να είναι μόνος του στη μπάντα, αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία που δεν μας ενδιαφέρει τώρα), με τίτλο “Headstones”, είναι από τους δίσκους που ήταν “μπροστά” εκείνη την εποχή.

Προερχόμενοι από το doom-doom/death ντεμπούτο τους, “Greater art”, στο “Headstones”, πραγματοποιούν την πρώτη, από τις πολλές είναι η αλήθεια, αλλαγή στον ήχο τους. Και όχι μόνο τον εμπλουτίζουν, αλλά το κάνουν τόσο καλά, που το αποτέλεσμα είναι απλά εξαιρετικό! Κρατώντας το doom riffing σαν βάση, προσθέτουν σε αυτό περισσότερη “βρωμιά”, προσθέτουν την ψυχεδέλεια, βάζουν μέσα τη λυρικότητα της εποχής όπως έκαναν και μπάντες σαν τους PARADISE LOST, τους TIAMAT, τους CEMETARY, ακόμα και τους EVEREVE στα πιο gothic περάσματα, έχουν τα πλήκτρα σαν συνοδεία εκεί που πρέπει και μόνο, χωρίς να είναι αυτά που καθορίζουν τον ήχο τους, ενώ η φωνή του Daniel, αλλαγμένη προς το καλύτερο, τόσο σε χροιά, όσο και σε μελωδικές, δίνει τον διαφορετικό τόνο του δίσκου και δημιουργεί μία ισορροπία μεταξύ ετερόκλητων ίσως επιρροών, αλλά πολύ ταιριαστών όπως το έκαναν αυτοί εδώ οι Σουηδοί. Πέραν της φωνής του Daniel, ο τόνος της κιθάρας είναι φανταστικός, τόσο βρώμικος όσο χρειάζεται και αλατοπίπερο του άλμπουμ. Αρκεί το εισαγωγικό riff του εναρκτήριου “A foreign road” για να νομίζετε για παράδειγμα ότι ακούτε κάποια desert μπάντα ή κάποιο ξεχασμένο κομμάτι KYUSS ή DOWN ή CORROSION OF CONFORMITY ή ότι άλλο θέλετε. Από την άλλη πχ, έχεις το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, ένα ακουστικό groove-άτο άσμα, ή το “Raven land”, το κλασικό χιτ και βίντεο του άλμπουμ και πιο κάτω βρίσκεις και το “Burn fire burn”, up tempo, straight και groove-άτο. Μήπως το ρεφρέν του “Twilight” δεν είναι άξιο αναφοράς; Και αυτό είναι παράδειγμα της ποικιλίας στον ήχο του “Headstones” και του πόσο μπροστά ήταν για την εποχή του. Αυτή η ποικιλία και η ισορροπία μεταξύ ειδών και ήχων, είναι που κάνει αυτό το άλμπουμ τόσο μοναδικό.

Η παραγωγή είναι super για αυτό που ήθελε να παίξει η μπάντα, από τα χέρια του Ulf Petterson, ο οποίος πέραν του ότι έχει αναλάβει τα όποια πλήκτρα στο δίσκο, είχε τότε αποτελέσει παραγωγός και των MORGANA LEFAY και TAD MOROSE (με τριγυρνάει αυτός ο τύπος στα 90s, με άλμπουμ που παρουσιάζω). Το κλασικό, της εποχής, εξώφυλλο του (να το ξαναπώ) πολυαγαπημένου ειδικά τότε Kristian Wahlin, έρχεται και δένει υπέροχα τόσο με την ατμόσφαιρα του δίσκου, όσο και με το στιχουργικό του υπόβαθρο, το οποίο έχει να κάνει με τη φύση.

Μόνη “παραφωνία” στην τελειότητα αυτού του δίσκου, είναι ίσως το τελευταίο κομμάτι του, το αχρείαστα, για να τα λέμε όπως είναι, δεκατριαμισάλεπτο “The Path Of The Gods (Upon The Highest Mountain, Part 2)”, που είναι η συνέχεια του “Upon the highest mountain” από το ντεμπούτο τους. Και πάλι βέβαια, δεν μπορεί ένα κομμάτι να μετριάσει την τελειότητα αυτού του δίσκου. Δίσκου που δεν ξέρω ποιο κομμάτι να διαλέξω. Πραγματικά. Αλλά θα βάλω στη λίστα το “Raven land”, ελέω βίντεο και επειδή είναι το κλασικό κλασικό του άλμπουμ.

Οι LAKE OF TEARS στα 90s είναι γκρουπάρα! Και ειδικά σε αυτό το παρακλάδι θα έπρεπε να είχαν ακόμη μεγαλύτερη αναγνώριση. Και αυτό γιατί δεν είναι μόνο το “Headstones”, αλλά ειναι και τα “A crimson cosmos” και “Forever autumn” που ακολουθούν. Πολύ πολύ ωραία μπάντα, φανταστικός δίσκος.

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

LORDIAN GUARD – “Lordian Guard/Woe to the inhabitants of the earth” (Hellion Records)

Υπάρχουν δίσκοι που τα λόγια είναι πολύ φτωχά για να αποτυπώσουν το μεγαλείο τους. Όλα είναι θέμα προσωπικού γούστου και φαντάζομαι ότι όλοι όσοι είναι παθιασμένοι με τη μουσική έχουν δοκιμάσει το ίδιο ακριβώς συναίσθημα με μένα. Οι δύο δίσκοι του Τσάμη με τους LORDIAN GUARD (και φυσικά ό,τι έχει κάνει με τους WARLORD) αποτελούν για τον γράφοντα αψεγάδιαστα πονήματα που αγγίζουν την τελειότητα. Υπερβολή ή όχι, αυτή ήταν πάντα η άποψη μου και το ομώνυμο ντεμπούτο των LORDIAN GUARD αντανακλά σε υπερθετικό βαθμό όλα τα παραπάνω!

Οι LORDIAN GUARD δεν ήταν ποτέ ένα κανονικό συγκρότημα αλλά το project του Πατριάρχη με τη γυναίκα του, Vidonne. O Τσάμης παίζει όλα τα όργανα, προγραμματίζει το drum machine και μέσα από μία λιτή παραγωγή μας μεταφέρει στον μαγικό κόσμο του True Medieval Epic Metal! Όταν κυκλοφόρησε το ομώνυμο άλμπουμ των LORDIAN GUARD δεν πήρε καλές κριτικές. Ο λόγος; Από τη μία η παραγωγή και από την άλλη η…θεατρική φωνή της Vidonne. Όμως, αν κάποιος έκανε μία χάρη στον εαυτό του και αφιέρωνε 2-3 προσεκτικές ακροάσεις, τότε θα συλλάμβανε πλήρως το όραμα του Τσάμη και θα «χανόταν» στο μεταφυσικό/θεολογικό σύμπαν των LORDIAN GUARD. Επιρροές από το έργο του Milton “Paradise lost”, αφηγήσεις από εδάφια της Βίβλου και μία μουσική πανδαισία συνθέτουν το αριστούργημα αυτού του δίσκου. Ο Τσάμης προσαρμόζει σε μία πιο rock αισθητική τις ιδέες του από τις προηγούμενες αναζητήσεις του (LORDIAN WINDS, Sea of tranquility) και η φωνή της Vidonne ταιριάζει γάντι με την όλη αισθητική του δίσκου.

Δεν θα αναφέρω ξεχωριστά τραγούδια…μιλάμε για ένα ολοκληρωμένο έργο που θα πρέπει να ακούγεται αυτούσιο και στην ολοκληρωμένη του μορφή. Ίσως κάποιοι να πρόσεξαν ότι χρησιμοποίησα και τους δύο τίτλους (αρχική έκδοση της Hellion και επανέκδοση της High Roller με πλήθος bonus υλικό). Κάντε μία χάρη και αγοράστε όποια έκδοση βρείτε…ακόμη και την πρώτη έκδοση (παρά το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν ήταν ικανοποιημένος με την αρχική μίξη). Πιστέψτε με, θα σας αποζημιώσει…αρκεί να του δώσετε μία ευκαιρία. Κατά την προσωπική μου άποψη, στα έργα των LORDIAN GUARD και στο Sea of tranquility project γνωρίζουμε πραγματικά και ουσιαστικά τον Βασίλη Τσάμη. R.I.P., William και Vidonne…

Σάκης Νίκας

MAD SEASON – “Above” (Columbia)

Όλα ξεκίνησαν όταν ο κιθαρίστας Mike McCready (PEARL JAM) θα βρεθεί για ένα διάστημα στο κέντρο αποτοξίνωσης στην Minneapolis για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα από το αλκοόλ και τις υπόλοιπες καταχρήσεις. Εκεί θα γνωρίσει τον μπασίστα John Baker Saunders που ειδικευόταν στα blues και είχε πολλές συμμετοχές με μπάντες και μουσικούς αυτού του είδους.

Όταν και οι δύο γύρισαν στο Seattle, αποφάσισαν να τζαμάρουν παρέα και αμέσως στην μπάντα θα προστεθεί ο ντράμερ των SCREAMING TREES, Barrett Martin. Aμέσως σχεδόν, το super αυτό trio αρχίζει να γράφει συνθέσεις (τα “Wake up” και “River of deceit” ήταν οι πρώτες συνθέσεις που προέκυψαν χωρίς να έχουν ακόμα αποφασίσει για τραγουδιστή).

Ο McCready ήταν αυτός που σκέφθηκε να προσκαλέσει τον φίλο του Layne Staley να αναλάβει τα φωνητικά, πιστεύοντας επίσης ότι η συναναστροφή του με “καθαρούς” μουσικούς που μόλις είχαν βγει από την αποτοξίνωση θα έκανε καλό και σε εκείνον.

Με το line up μόλις συμπληρωμένο και χωρίς ακόμα όνομα, θα εμφανιστούν ξαφνικά στην σκηνή του Crocodile Café του Seattle τον Οκτώβριο του 1994 , μπροστά σε ένα κοινό που δεν γνώριζε καν το σχήμα αλλά γνώριζε όλους αυτούς τους superstars που είχε μπροστά του και τις διάσημες μπάντες τους. Πράγματι η επιτυχία αυτού του event έδωσε πνοή και στο σχήμα και μάλιστα το κομμάτι “Artificial red” προέκυψε από ένα τζαμάρισμα εκείνης  της βραδιάς.

Άλλες δύο βραδιές θα κλειστούν τον επόμενο μήνα στον ίδιο χώρο (μάλιστα το όνομά τους σε αυτά τα shows ήταν το THE GACY BUNCH) και ο επόμενος στόχος ήταν η ηχογράφηση ενός δίσκου. Με το όνομα πλέον ΜΑD SEASON να έχει κλειδώσει (αγγλικός ιδιωματισμός όταν το μανιτάρι βρίσκεται σε πλήρη άνθηση) θα “κλειστούν» και οι ίδιοι στα Βad Animals studios (ιδιοκτησίας των αδελφών Ann και Νancy Wilson των θρυλικών ΗΕΑRT) στα οποία μέσα σε επτά ημέρες θα ολοκληρώσουν τον δίσκο, με τα φωνητικά να παίρνουν λίγες ημέρες παραπάνω. Ο Staley εκτός από την φωνή του, εδώ έγραψε όλους τους στίχους και επίσης ήταν υπεύθυνος και για την εικονογράφηση του εξωφύλλου.

Επίσης, σε δύο κομμάτια (“ I’m above” και “Long gone day”) συμμετέχει και ο έτερος SCREAMING TREES τότε Mark Lanegan στα φωνητικά, ενώ κάποια κομμάτια που συνέθεσε ο ίδιος θα κυκλοφορήσουν τα επόμενα χρόνια σαν bonus tracks. O δίσκος εκτός από καλλιτεχνική επιτυχία έλαβε και την ανάλογη εμπορική καταξίωση, έγινε χρυσός όταν κυκλοφόρησε και έφτασε στο # 23 των billboard album charts. Tρία singles βγουν από τον δίσκο (“River of deceit”, “I don’t know anything” και “Long gone day”) που αγκαλιάσθηκαν απ’ όλους όσους άκουγαν rock στα μέσα των 90s ια αγαπούσαν υπερβολικά τις μπάντες από όπου είχαν προέλθει τα μέλη τους.

O ορισμός του project είναι το αποτέλεσμα αυτού του δίσκου, μια συνεργασία με νόημα που δημιούργησε ένα αποτέλεσμα μοναδικό, μακριά από τον ήχο του εκάστοτε σχήματος του κάθε διάσημου μέλους. Με βάση το blues στοιχείο, κάθε μέλος του σχήματος προσέφερε και αποτύπωσε στα αυλάκια του δίσκου ένα διαφορετικό στοιχείο της καλλιτεχνικής του έκφρασης και μουσικής ανησυχίας. Ένα αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζει την ψυχολογική κατάσταση των μελών αλλά συνάμα απαντά με τον πιο εύστοχο τρόπο στην ερώτηση του πως θα έπρεπε να λειτουργούν και να δημιουργούν όλα τα ανάλογα projects.

Tέλος, στην έκδοση του βινυλίου τα τραγούδια καλύπτουν τις τρεις πλευρές του δίσκου. Στην τελευταία υπάρχει χαραγμένο το όνομα του σχήματος πάνω στον δίσκο. Επίσης, εκτός από τον Layne Staley(1967-2002)  και ο John Baker Saunders(1954-1999) θα φύγει από τον κόσμο μας από υπερβολική δόση.

Γιάννης Παπαευθυμίου

MALEVOLENT CREATION – “Eternal” (Pavement Music)

Άσχημη περίοδος αυτή που προηγήθηκε και ακολούθησε το “Stillborn”, τρίτο άλμπουμ των MALEVOLENT CREATION. H Roadrunner αρνείται να τους δώσει το απαραίτητο μπάτζετ ώστε να μπορέσουν να δουλέψουν με τον Scott Burns και ο δίσκος θα κυκλοφορήσει με μεγάλες προστριβές εκατέρωθεν και έναν ήχο σχεδόν ξύλινο που δεν το κολακεύει σε καμία περίπτωση και δεν φτάνει το μεγαλείο των δυο πρώτων δίσκων τους (“The ten commandments”, “Retribution”, 1991 και 1992 αντίστοιχα). Το ίδιο μάλιστα ακριβώς την ίδια χρονιά (1993) έκανε και με τους SUFFOCATION η αγαπητή μας Roadrunner, με την διαφορά ότι αυτούς τους κράτησε στο δυναμικό της κι έτσι μπόρεσαν εν έτει 1995 να κυκλοφορήσουν το κορυφαίο τους full-length, “Pierced from within”, με το μπάτζετ που έπρεπε και τον ήχο που ενδεικνυόταν. Αντίθετα οι MALEVOLENT CREATION έφαγαν συνολικό γείωμα καθώς αποτέλεσαν παρελθόν από την εταιρεία και η φυγή αυτή οδήγησε και σε ανακατατάξεις στη σύνθεση, καθώς ήταν η πρώτη (από τις πολλές) φορά που ο τραγουδιστής Brett Hoffman θα αποχωρούσε από το σχήμα, ενώ μαζί του την άγουσα πήρε κι ο ντράμερ Alex Marquez, έτσι το συγκρότημα αλλάζει λογική και θα πορευτεί σαν κουαρτέτο, καθώς ο μπασίστας Jason Blachowicz θα αναλάβει με πολύ μεγάλη –η αλήθεια να λέγεται- επιτυχία και τα φωνητικά.

Η μεγάλη μεταγραφή έρχεται όμως στο πρόσωπο του ΦΟΝΙΑ Dave Culross στα τύμπανα, ο οποίος δίνει μια απίστευτη ώθηση στο συγκρότημα και το αποτέλεσμα του τέταρτου δίσκου –ονόματι “Eternal”- είναι ένα ολόφρεσκο άλμπουμ, με τσίτα δύναμη κι έντονο το thrash στοιχείο, περισσότερο από ποτέ από την εποχή του ντεμπούτου τους. Στο μεγαλύτερο σε διάρκεια άλμπουμ της ως τότε καριέρας τους (και τρίτο μεγαλύτερο συνολικά καθώς ξεπεράστηκε αρχικά από το “Doomsday X” και στη συνέχεια από το πρόσφατο “The 13th beast”), οι MALEVOLENT CREATION μαζεύουν τα κομμάτια τους και κυκλοφορούν μια ασύλληπτη για την εποχή δισκάρα, με τον Culross να παραδίδει μαθήματα τυμπάνων και με κομμάτια όπως το απίστευτο “Blood brothers” που σιγοντάρεται από ανίερους ύμνους τύπου “No salvation”, “Living in fear” και “Tasteful agony” να περνάνε τους MALEVOLENT CREATION αλώβητους από την διαδικασία προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Μάλιστα φάνηκε να τους δίνει γερή κλωτσιά στο να γίνουν και πιο δημιουργικά ακραίοι και κάθε άλμπουμ που ακολουθούσε, με αρχή το επόμενο «αδερφό» δίσκο “In cold blood”, να προσθέτει έξτρα δόσεις τσίτας και πειραματισμού ήχων που κράτησαν το μεγάλο τους όνομα άφθαρτο. Ένα πολύ κρίσιμο άλμπουμ στην καριέρα τους που αρκετοί οπαδοί τους αγαπάνε πολύ και μάλιστα αρκετοί θεωρούν ότι καλύτερο κάνανε από το 1992 και μετά.

Άγγελος Κατσούρας

YNGWIE MALMSTEEN – “Magnum opus” (Music For Nations)

Αν οποιοσδήποτε άλλος έβγαζε δίσκο και τον ονόμαζε “Magnum opus”, θα κάγχαζα. Τον έβγαλε όμως ο Yngwie Malmsteen, οπότε όλα ακούγονται φυσιολογικά. Εντάξει, σίγουρα δεν είναι το magnum opus του, αντιλέγει κανείς όμως, ότι είναι ένας πολύ καλός δίσκος; Εντάξει, πανομοιότυπος με τον προκάτοχό του, το “Seventh sign”, αλλά δεν με πειράζει όταν ένας δίσκος μοιάζει με κάποιον άλλο που μου αρέσει!!! Οι «παλαίουρες», μας έχουν πρήξει τον έρωτα για τον Malmsteen στα 80s, αλλά προφανώς δεν έχουν ξανακούσει δίσκο μετά το “Painkiller”, οπότε που να φτάσουν μέχρι το 1995 να ακούσουν κι αυτό εδώ.

Ξεκίνημα με το “Vengeance” (εντάξει, ομολογώ, μοιάζει πολύ με το “Never die” που άνοιγε το “The seventh sign”). Δυναμίτης. Κομματάρες όπως το “Voodoo”, το “No love lost” (που συνεχίζει την παράδοση των τραγουδιών που βρίσκονται στη δεύτερη θέση του tracklisting, να είναι λίγο πιο «ερωτικά»), το επικό “Time will tell”, με τον Malmsteen να παίζει σιτάρ, το σούπερ, neoclassical “Fire in the sky” (που κοίτα να δεις σύμπτωση, είναι προτελευταίο στο tracklisting και πανομοιότυπο με το ΕΠΟΣ “Crash and burn” του προηγούμενου δίσκου). Υπάρχουν τα κλασικά του instrumental, ο Vescera για μία ακόμη φορά πολύ καλός στα φωνητικά, ο συγχωρεμένος πληκτράς, Mats Olausson, αποδεικνύει για ποιον λόγο έπαιξε σε τόσους δίσκους του Σουηδού γητευτή της εξάχορδης, ενώ στα ντραμς βρίσκεται ο «σεσημασμένος» σε δίσκους βιρτουόζων κιθαριστών, Shane Gaalaas και στο μπάσο ο Barry Sparks.

Αν γουστάρεις το ύφος του Malmsteen, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις ευχαριστηθεί το “Magnum opus”. Σε αντίθετη περίπτωση, μάλλον δεν το έχεις ακούσει προσεχτικά, διότι ο Σουηδός έχει βγάλει πολύ περισσότερους καλούς δίσκους απ’ όσους πιστεύει μερικός κόσμος. Αν δεν αρέσει σε κάποιον η συμπεριφορά του, θυμηθείτε. Δεν θα τον παντρέψετε με την κόρη σας. Την μουσική του ακούτε και καλό θα ήταν να τον κρίνουμε κάτω από αυτό το πρίσμα.

Σάκης Φράγκος

MESHUGGAH – “Destroy erase improve” (Nuclear Blast)  

Με το ντεμπούτο τους “Contradiction collapse” οι MESHUGGAH από την Umeå της Σουηδίας αποστραγγίζουν τις παραδοσιακές thrash metal επιρροές τους και με την κυκλοφορία του “None” EP (1994) το οποίο και λειτουργεί ως μανιφέστο για ότι θα ακολουθούσε αποσαφηνίζουν τη θέση τους στη metal σκηνή. Με τον γνώριμο του drummer Tomas Haake από τους BAROPHOBIA, Mårten Hagström, να αναλαμβάνει τη δεύτερη κιθάρα μιας και ο Jens Kidman αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη φωνή και με κανένα απολύτως κριτήριο στο πως πρέπει να ακούγονται, οι MESHUGGAH διατηρούν κάποια από τα γνώριμα στοιχεία τους όπως το περίπλοκο παίξιμο και τα επιθετικά gang vocals αλλά ακούγονται πλέον αρκετά πιο heavy, έχοντας επαναπροσδιορίσει το μουσικό τους ύφος, με το τελικό αποτέλεσμα να μην θυμίζει τίποτα απ’ότι έχει συμβεί στη μεταλλική κοινότητα στο παρελθόν. Ξεπερνώντας ατυχίες όπως το παραλίγο Iommi-κό ατύχημα του κιθαρίστα Fredrik Thordendal ενώ δούλευε ως μαραγκός και του Tomas Haake σε τόρνο καθώς και την καταστροφή του εξοπλισμού τους μετά από πλημύρα, οι MESHUGGAH καταφέρνουν και μπαίνουν το Φεβρουάριο του 1995 στα Soundfront Studios στην Uppsala με παραγωγό τον Daniel Bergstrand (FACE DOWN, IN FLAMES, SYL) και δημιουργούν ένα άλμπουμ πραγματική κοσμογονία. Το μηχανικό και συντονισμένο παίξιμο, οι στακάτες ρυθμικές κιθάρες και το γρεζάτο μπάσο του Peter Nordin, τα εξωφρενικά Holdsworth-ικά κιθαριστικά lead του Fredrik Thordendal, τα εμμονικά και θηριώδη φωνητικά του Jens Kidman και η παραγωγή-εφαλτήριο για αρκετούς συμπατριώτες τους, αποτέλεσαν μονάχα μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του “Destroy erase improve”. Ενός άλμπουμ που έμελλε να εμπνεύσει μία ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων και αποτελεί πρόσφορο έδαφος αποδίδοντας καρπούς μέχρι και σήμερα. Από τις πρώτες δυσαρμονικές νότες του “Future breed machine”, με το εκπληκτικό solo και χρήση breath controller από τον Thordendal, μιμούμενος τη χροιά του σαξοφώνου μέχρι και το κλείσιμο του “Sublevels” με τις KING CRIMSON νευρικές απολήξεις, βομβαρδίζεσαι από το πολυρρυθμικό drumming του Haake και τα περίεργα μέτρα, με την τεχνική αυτή πλευρά τους να μην αποτελεί αυτοσκοπός μιας και τους βγαίνει ενστικτωδώς, με 100% metal απόδοση και με ύμνους όπως τα “Suffer in truth”, “Terminal Illusions” και “Soul burn”. Ακολούθησε ευρωπαϊκή περιοδεία με τους ανερχόμενους τότε MACHINE HEAD και τους MARY BEATS JANE του Peter Dolving (THE HAUNTED) και αργότερα με τους συμπατριώτες τους CLAWFINGER και HYPOCRISY με τα καλύτερα για τους ίδιους να μην έχουν έρθει ακόμη.

Κώστας Αλατάς

MONSTER MAGNET – “Dopes to infinity” (A&M Records)

Η μπάντα άρχισε να δισκογραφεί  με την αυγή της δεκαετίας του ‘90 και από την άσημη και ανεξάρτητη Caroline Records θα βρεθεί στην πολυεθνική A&M records, στην οποία θα κυκλοφορήσει το δεύτερο δίσκο τους “Superjudge”. Ο πολύ αξιόλογος αυτός δίσκος δεν κατάφερε όμως να τους αποφέρει και την κατάλληλη εμπορική αναγνώριση. Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘90 με τον εναλλακτικό σκληρό ήχο και το grunge να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία στο νεανικό κοινό.

Έμελε όμως ένα τραγούδι να τα αλλάξει όλα αυτά! Και να τα αλλάξει δραστικά, εν μια νυκτί.  Και αυτό δεν ήταν άλλο από το “Negasonic Teenage warhead”. To κομμάτι αυτό κατάφερε να παίζεται σε heavy rotation από το MTV και ήταν αυτό που έστρεψε για τα καλά τα φώτα πάνω σε αυτό το σχήμα από τo Νew Jersey. Μπορεί ο δίσκος εμπορικά να μην κατάφερε να εκτοξευθεί, καλλιτεχνικά όμως ήταν το κάτι άλλο. Για πρώτη φορά από την εποχή των HAWKWIND της δεκαετίας του ‘70, ο όρος space rock αποκτούσε και πάλι το πραγματικό του νόημα. Στα έμπειρα χέρια του Dave Wyndorf και της συμμορίας του όλη η μουσική των late 60’s και early 70’ς , ξαναγεννάται και ξανασυστήνεται στις νέες γενιές.

H απόλυτη αρμονία, η απόλυτη συμμετρία όλων των συστατικών που απαρτίζουν τον ήχο των ΜΟNSTER MAGNET βρίσκεται στις συνθέσεις του “Dopes to infinity”.  Το hard rock, το space rock και το garage rock, τα συστατικά που διαμόρφωσαν και σχημάτισαν τον ήχο της μπάντας ,εδώ αλληλοσυμπληρώνονται  και υποστηρίζουν το ένα το άλλο προς χάριν της σύνθεσης αλλά και της συνολικής ηχητικής ταυτότητας που οφείλει να διαθέτει ένα άρτιο album. Και εδώ έχουμε ένα τέτοιο album!

Κομμάτια σαν τα “Dopes to Infinity”, “Look to your orb for the warning”, “Ego, the living planet”, “Third alternative”, “Theme from masterburner”, “King of Mars”, “Dead Christmas” τα βρίσκουμε όλα εδώ.  O δίσκος κυκλοφόρησε τις 21 Μαρτίου και αμέσως βγήκαν σε περιοδεία με τους CORROSION OF CONFORMITY, εμφανίστηκαν στα καλοκαιρινά festivals όπως τα Lowlands και Reading και περιόδευσαν εκτεταμένα στην πατρίδα τους για όλη την χρονιά μαζί με τους ΚΟRN.

Το “Dopes to infinity” παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο άρτιο και το πιο ποικίλο album των ΜΟΝSTER ΜΑGNET. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι τους οι φανατικοί οπαδοί το θεωρούν τον κορυφαίο τους ή έναν από τους τρεις καλύτερους στην πλούσια δισκογραφία τους αν θέλετε. Ο Wyndorf θα καθιερώσει το όνομα MONSTER MAGNET  με τον δίσκο αυτόν και μία από τις χώρες που τον λάτρεψε και τον λατρεύει υπερβολικά από τότε είναι και η Ελλάδα. Είναι άλλωστε πάρα πολλές οι φορές που μας έχει επισκεφτεί για συναυλίες στα μέρη μας, και πάντα η ανταπόκριση είναι θερμή.

Γιάννης Παπαευθυμίου

MOONSPELL – “Wolfheart” (Centrury Media)

Στο πάλαι ποτέ Rock City, κάποια ψυχή είχε χαρακτηρίσει το συγκεκριμένο album ως “βαμπιράτο metal”. Δεν ξέρω πόσο αιμοβόρο μπορεί να είναι το “Wolfheart”, εκείνο που ξέρω όμως είναι ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά albums στην ιστορία του gothic metal. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του “Under the Moonspell” EP, η (τότε) εξάδα από τη Λισαβόνα κατάφερε να υπογράψει με τη Century Media για έξι albums και, εννοείται, κλείστηκαν στα κλασικά Woodhouse Studios και με παραγωγό, όπως πάντα, τον Waldemar Sorychta. Μιλάμε λοιπόν για μια 90s συνταγή που ήταν αδύνατο να αποτύχει. Βέβαια, κάποιες κακές γλώσσες της εποχής και ένας αστικός μύθος λένε ότι όλα τα όργανα τα έπαιξε ο ίδιος ο Sorychta, ελέω χαμηλών μουσικών ικανοτήτων, αλλά εννοείται ότι τα παραβλέπουμε. Γιατί πολύ απλά μιλάμε για μια δουλειά που είναι άρτια από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ίδιο το συγκρότημα έχει αποφασίσει τα τελευταία χρόνια να παίζει ολόκληρο το album στις εκάστοτε συναυλίες του. Το “Wolfheart” είναι αυτό που τους έκανε παγκοσμίως γνωστούς, που τους εξασφάλισε μια θέση ως support των MORBID ANGEL, που εδραίωσε το gothic metal ως ένα από τα πιο trademark μουσικά είδη τη συγκεκριμένη δεκαετία. “Vampiria”, “Alma mater” “Love crimes”, ακόμη κι εκείνο το ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ bonus track “Ataegina”. Μιλάμε για έναν ΑΨΟΓΟ δίσκο από την πρώτη νότα μέχρι και την τελευταία.

Οι φίλοι που είχαν αποκτήσει από τις πρώιμες ημέρες τους, σίγουρα παραξενεύτηκαν από αυτό το μαλάκωμα του ήχου τους. Η πλειοψηφία των οπαδών τους, θεωρεί το “Irreligious” ως την καλύτερη δουλειά τους. Όμως, όλοι μαζί, παραδέχονται ότι αν δεν υπήρχε το “Wolfheart”, οι MOONSPELL δεν θα είχαν για κανένα λόγο την περίοπτη θέση που κατέχουν μέχρι και σήμερα.

Γιώργος Κόης

MORBID ANGEL – “Domination” (Earache Records)

Η επιτυχία του “Covenant” ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να επαναληφθεί για τους MORBID ANGEL, συνθετικά, αισθητικά και ειδικά όσον αφορά τις πωλήσεις. Αυτό όμως λίγο φάνηκε να τους νοιάζει εκείνη την εποχή, καθώς παίρνουν μια γενναία απόφαση ύστερα από τις εξαντλητικές περιοδείες, αρχικά πλάι στους BLACK SABBATH/MOTORHEAD (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1994) και στη συνέχεια μαζί με τους KREATOR/PARADISE LOST (Αμερική) και GRAVE/DISMEMBER (Ευρώπη). Ο νέος τέταρτος δίσκος τους θα κινούταν σε πιο αργές και ατμοσφαιρικές φόρμες σε σχέση με τους προκατόχους του και έτσι το τιτάνιο “Domination” κυκλοφορεί στις 9 Μαΐου του 1995, βάζοντας ταφόπλακα στην ουσία σε ότι ακολούθησε στο είδος. Το θέτω πάντα ως σημείο μηδέν καθώς σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής που το είδος μεγαλούργησε και όσο κι αν θέλουν πολλοί να με πείσουν, κανένα άλμπουμ καμίας μπάντας από τότε κι έπειτα στο death metal, δεν ακούστηκε τόσο μεγαλεπήβολο όπως το “Domination” (κι έχουν βγει εκατοντάδες δεκάρια στο είδος από τότε σημειωτέον. Σ. Σάκη Φράγκου: μόνο εκατοντάδες; Τρισεκατομμύρια να λες και είσαι μέσα!). Το “Domination” για πρώτη φορά θα εισήγαγε στο συγκρότημα τον Erik Rutan, ο οποίος ήδη είχε ενταχθεί στο συγκρότημα για την περιοδεία του “Covenant” και πρόλαβε να δώσει κι αυτός το στίγμα του στο δίσκο, γράφοντας κομματάρες όπως τα “Nothing but fear”, “This means war”, “Hatework” και το ορχηστρικό “Melting”.

Eπίσης συνευπέγραψε το κορυφαίο “Eyes to see, ears to hear” με τον Trey Azagthoth, ο οποίος έκτοτε έχει αρχίσει να εισάγει όλο και περισσότερο τις 7χορδες κιθάρες στον ήχο τους, έναν ήχο που έγινε συμπαγής όσο ποτέ και αυτή η αργή και έρπουσα λογική μαζί με τα ξεσπάσματα ταχύτητας που δεδομένα υπάρχουν (το εναρκτήριο “Dominate” δεν αφήνει αμφιβολία για το αν και πόσο αφεντικά ένιωθαν εκείνη την εποχή), δημιούργησαν τον επονομαζόμενο όρο «πρασινίλα», για να δηλώσουν το βαλτώδες του υλικού, ενώ πολλοί το αναφέρουν βάσει του εξώφυλλου κι ότι για πρώτη φορά είχαν πράσινο λογότυπο. Ο David Vincent ηγεμονικός και πάλι, συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε στο “Covenant” με αυτή τη βαθιά ερμηνευτική προσέγγιση, ενώ τα πόδια του Pete Sandoval δε σταματάνε λεπτό, λες κι έχει μπει σε μηχάνημα να παραβγεί τον εαυτό του, καθώς δεν υπήρχε αντίπαλο δέος. Οι κιθάρες ηχούν πραγματικά πελώριες, στρώματα από ριφφ και δυσνόητα θέματα κάνουν συνεχώς την εμφάνιση τους, ενώ και τα σόλο προκαλούν σοκ και δέος, με το συγκεκριμένο του “Where the slime live” να αφιερώνεται από τον ίδιο τον Trey Azagthoth στον «δάσκαλο» του στην κιθάρα, Eddie Van Halen, ως ύψιστος φόρος τιμής στο παίξιμο του κι ως αληθινό έργο τέχνης όπως δήλωνε τότε.

Το “Domination” περιέχει και το ίσως τελευταίο τεράστιο κομμάτι του είδους, κι ο λόγος γίνεται για το “Dawn of the angry”, το οποίο ξεκινάει και επαναλαμβάνει ένα ριφφ το οποίο δεν μπορώ να σταματήσω να τραγουδάω κάθε μέρα εδώ και 26 χρόνια. Μάλιστα το εν λόγω κομμάτι άλλαξε στιχουργικά την τελευταία στιγμή, καθώς φήμες αναφέρουν ότι ένας στίχος ανέφερε “White finger on the trigger”, με τη λογική να πρυτανεύει και να απορρίπτεται για να μην ξεσηκώσει θύελλα ρατσισμού. Οι στίχοι γενικά του δίσκου που παρέκκλιναν ιδιαίτερα από το σατανικό/αποκρυφιστικό στυλ του συγκροτήματος, καθώς και το γεγονός ότι κατά την περιοδεία του δίσκου οι σχέσεις ήταν τεταμένες μεταξύ των μελών, οδήγησαν τον Vincent στην έξοδο με το συγκρότημα όσο και να το αγαπάμε, και παρά την επιστροφή του Evil D το 2004, να μην είναι (και ηχεί) ποτέ ξανά ίδιο. Το “Domination” κλείνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το συγκρότημα και για όλο το death metal και παραμένει ένα αδιαμφισβήτητο μνημείο παικτικότητας, αισθητικής και πολυδιαστατικότητας, από ένα συγκρότημα που ακόμα και οι πιο κολλημένοι τύπου «οι μπάντες πρέπει να βγάζουν 2 άντε 3 δίσκους και να διαλύουν» να αναφέρουν «οι MORBID ANGEL κατάφεραν το αδύνατο, είναι η μόνη μπάντα με 4 άλμπουμ».

Υ.Γ.: Το βινύλιο κυκλοφόρησε με διαφορετικό εξώφυλλο, το περίφημο με τα αγάλματα στην έρημο, ενώ οι αρχικές κόπιες βινυλίου είχαν ένα πρασινωπό σχεδόν lime χρώμα, όπως και οι αρχικές κόπιες του CD κυκλοφόρησαν σε πράσινη διάφανη θήκη. Τέλος, στην ιστορία έμεινε το λεγόμενο slime-pack, μια συσκευασία που ποτέ δεν είδε το φως τελικά, καθώς αρκετά slime-packs διέρρευσαν πριν την κυκλοφορία και το υλικό της συσκευασίας απεδείχθη… τοξικό! Παρόλα αυτά, η συλλεκτικότητα των ελάχιστων αντιτύπων που διέρρευσαν το έχουν κάνει αντικείμενο λατρευτικής έρευνας, με τους επίδοξους αγοραστές να είναι έτοιμοι να δώσουν μια περιουσία αν χρειαστεί, αρκεί να το βρουν. Ο κόσμος δεν πάει καλά, αλλά σε αυτόν τον κόσμο, οι τότε MORBID ANGEL βασίλευαν άνευ αμφισβήτησης.

Άγγελος Κατσούρας

MORGANA LEFAY – “Sanctified” (Black Mark Production)

Τα είχαμε πει για τους τόσο αγαπημένους MORGANA LEFAY και στο αφιέρωμα για το 1993, τότε, με το δεύτερο άλμπουμ τους, “Knowing just as I”. Ήρθε η ώρα για την τρίτη και μία από τις πλέον εμβληματικές δουλειές τους, το “Sanctified”. Το οποίο μόνο και μόνο που έχει αυτόν τον τεράστιο ΥΜΝΟ που ακούει στον τίτλο “To Isengard”, αρκεί για να μείνει στην ιστορία αυτής της δεκαετίας της σκληρής μουσικής.

Εδώ, οι Σουηδοί ανοίγουν πολύ τους ορίζοντές τους και δημιουργούν έναν ποικιλόμορφο δίσκο, οποίος τότε, είχε προκαλέσει διχαστικές αντιδράσεις, καθώς υπήρχε μέρος κόσμου που δεν του άρεσε αυτή η αλλαγή στην κατεύθυνση της μπάντας. Όχι ότι έκαναν κάποιο έγκλημα οι άνθρωποι. Ευρωπαίοι μεν, πολύ Αμερικανιά δε στον ήχο, με τους SAVATAGE να είναι εκεί, οι CRIMSON GLORY, οι SANCTUARY, κάτι ψιλά METALLICA διάσπαρτα (βάλτε λίγο τη φωνή του Hetfield στο “Time is God” για παράδειγμα) και αυτός ο δικός τους συνδυασμός doom, heavy, thrash και US power με το σκοτεινό ηχόχρωμα, που λειτουργούσε πάντα ελκυστικότατος στα αυτιά μου. Και η δύναμη του δίσκου, είναι αυτή η ποικιλία που έχει στα τραγούδια του. Από το doom ΕΠΟΣ “To Isengard”, στο mid thrashy “Time is God”, στο πανέμορφο μπαλαντοειδές “Why”, στο up tempo και heavy “In the court of the Crimson King” (όχι, δεν είναι διασκευή στο κομμάτι των KING CRIMSON), στο οκταμισάλεπτο “Sorrow calls” με τα φανταστικά ακουστικά ατμοσφαιρικά περάσματα, στο alternive-άτο μέταλο του “Shadows of God”, ο δίσκος έχει ποικιλία και δείχνει μία μπάντα όχι απλά με ταλέντο, αλλά και με δίψα για σύνθεση χωρίς στεγανά. Το κλείσιμο με το “Gil-Galad” (με στίχους του μέγα Tolkien), φανερώνει ακόμη μία φορά την αγάπη τους για το έργο του συγγραφέα της νιότης μας και κλείνει με τη μυσταγωγία του ιδανικά αυτόν το δίσκο. Βασικά, θα τον έκλεινε, αλλά αν δεν το έχετε κάνει, προχωρήστε λίγο παρακάτω, γιατί υπάρχει hidden track που είναι medley των “Just can’t get enough” και “Rastafari song” των DEPECHE MODE, με τους MORGANA να κάνουν την πλάκα τους και να περνάνε καλά. Η αλήθεια είναι ότι ακούγοντάς το μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης του άλμπουμ, είναι τόσο μα τόσο ξένο σε ατμόσφαιρα που δεν κολλάει από τη μία, αλλά αποτελεί ευχάριστη και ευπρόσδεκτη νότα από την άλλη. Ειδικά το “Rastafari song”. Πάντως, την ίδια χρονιά, είχαν κυκλοφορήσει κανονικά και δύο διασκευές (αγαπημένο τους άθλημα εκείνη την περίοδο) στη συλλογή “Past, present and future” (είπαμε, η Black Mark τους πίστευε και απόδειξη οι 3 κυκλοφορίες, δίσκος, συλλογή, split την ίδια χρονιά), με τη μία να είναι στο “Lost reflection” των CRIMSON GLORY (πιο κοντά σε επανεκτέλεση) και την άλλη στο “Voulez vouz” (α-χα) των θεών πάντων των Σουηδών, των ABBA. Και το split λοιπόν, ήταν μαζί με τους CEMETARY, MEMENTO MORI και TAD MOROSE (φυσικά… τα “ξαδερφάκια” τους), κάτι που δείχνει ότι η Black Mark Production είχε αυτές τις μπάντες πολύ ψηλά και προσπάθησε, στο βαθμό που μπορούσε, να τις αναδείξει. Τα αποτελέσματα σε αυτό το κομμάτι είναι πλέον γνωστά, αυτό όμως δεν αναιρεί την ουσία και την αξία του σχήματος και των σχημάτων αυτών. Είναι επίσης ο δίσκος από τον οποίο έβγαλαν και δύο video clip, τα πρώτα τους, για τα “To Isengard” (ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ) και “In the court of the Crimson King”.

Παραγωγή και εξώφυλλο ανήκουν στο κλασικό δίδυμο της εποχής για την Black Mark και ειδικά αυτού του είδους τις μπάντες της, τους Ulf Peterson και Kristian Wahlin αντίστοιχα, και είναι στα επίπεδα που πρέπει.

To “Sanctified” είναι ο ένας από τους δύο δίσκους των 90s των MORGANA LEFAY, που αποδεικνύουν το πόσο σπουδαία μπάντα ήτανε. Ο δεύτερος, κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά και θα τον δούμε όταν έρθει η ώρα. Στα 00s, υπάρχει φυσικά και το magnum opus τους ίσως, το “Grand materia”. Κλασική περίπτωση μπάντας της εποχής που μπορούσε υπό συνθήκες να είναι μεγαλύτερη, αλλά…

Φραγκίσκος Σαμοΐλης

MOTORHEAD – “Sacrifice” (SPV/Steamhammer)

Αυτό είναι το άλμπουμ που απείλησε με διακοπή την ραδιοφωνική μου εκπομπή “Metal mass”, στα πρώτα της τότε βήματα. Ένας δίσκος αιμοβόρικος, επιθετικός με εξώφυλλο που αντικατοπτρίζει πλήρως την βίαιη στροφή στην μουσική του κουαρτέτου των Kilmister, Dee, Campbell με τον Würzel μετά το πιο εμπορικό κι επιτυχημένο “Bastards”. Για την νέα τους δισκογραφική εταιρεία, την SPV, το “Sacrifice” ήταν μια ακριβή παραγωγή και το να αποσπάσουν την υπογραφή του συγκροτήματος ήταν μεγάλη υπόθεση, κάτι που δεν είχε άμεση απόσβεση, ιδιαίτερα μετά από αυτή την στροφή στον ήχο τους σε πιο σκληρά μονοπάτια. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο επιδραστικές δουλειές των MOTÖRHEAD όμως η βαρβατίλα του ομώνυμου έπους, το απερίγραπτο “Sex & death” και το απρόβλεπτο “Over your shoulder” είναι εντυπωσιακά. Τραγούδια όπως το “War for war” ή το “Sacrifice” είναι στο όριο του progressive-MOTOR-roll. Μπορεί το συγκρότημα να μην ακολούθησε ποτέ μόδες και τάσεις, όμως σίγουρα ο πιο γυαλισμένος και καθαρός ήχος που είχαν τα τελευταία χρόνια, έδειχνε να μεταλλάσεται. Η σκοτεινή πλευρά της μουσικής βιομηχανίας, είχε σίγουρα επικρατήσει το 1995 όμως περισσότερο αποδίδω την στροφή στους ίδιους και την όρεξη που είχαν να κάνουν ένα σκληρό δίσκο. Εδώ βρίσκουμε άλλες δυό κομματάρες, το “Don’t waste your time” και το “Order/Fade to black” που είναι κλασικά MOTORHEAD και τρανά παραδείγματα τραγουδιών που δεν έχουν αναδειχθεί από τους δίσκους τους, όσο καλά κι αν είναι. Η ποικιλία του είναι αριστουργηματική με κάτι “Make ‘em blind” και “In another time” να θυμίζουν άλλες εποχές, το πρώτο ως φόρος τιμής στο rock n’ roll και το δεύτερο στις παλαιότερες μέρες του συγκροτήματος. Με λίγα λόγια, το “Sacrifice” είναι ό,τι σκληρότερο μπορούσε να δώσει η παρέα του Lemmy σε μια εποχή που ο κόσμος είχε αποστροφή προς το metal και είναι μια μπουνιά στο στομάχι σε όλους. Τότε έστρεψαν και περισσότερο το ενδιαφέρον τους προς την Ευρωπαϊκή σκηνή που έδειχνε να είναι πιο πιστή στο συγκρότημα, σε σχέση με την αποστροφή που υπήρχε στις ΗΠΑ. Αυτό θα ήταν και το έκτο και τελευταίο άλμπουμ για τον Würzel ο οποίος είχε χάσει την όρεξή του, με τον Lemmy να δηλώνει πως τον είχαν επηρεάσει κάποιοι τρίτοι (εκτός συγκροτήματος). Αυτή ήταν και η χρονιά που ο Lemmy συμπλήρωνε τα 50 χρόνια του και στον εορτασμό των γενεθλίων του εμφανίστηκαν οι METALLICA παίζοντας διασκευές τραγουδιών του ως THE LEMMY’S.

Γιώργος “Dog-face boy” Κουκουλάκης

MR. BUNGLE – “Disco volante” (Warner)

Τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν οι MR. BUNGLE για να κυκλοφορήσουν το δεύτερό τους άλμπουμ “Disco volante”, τίτλος τον οποίο δανείστηκαν από το ομώνυμο γιοτ του Emilio Largo στην ταινία “Thunderball” της γνωστής σειράς ταινιών δράσης με βασικό ήρωα τον James Bond και το αντίστοιχο μοντέλο της Alfa Romeo. Με τον τραγουδιστή τους, Mike Patton, να γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και πλήρως απασχολημένο με τους FAITH NO MORE, τα υπόλοιπα μέλη των MR. BUNGLE και κυρίως οι Trey Spruance (κιθάρα, πλήκτρα), Trevor Dunn (μπάσο) και Danny Heifetz (τύμπανα) χρειάστηκαν να περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία τους περιοδεία για να βρεθούν στον ίδιο χώρο και να παίξουν ξανά μουσική. Με ανοιχτό μουσικό προσανατολισμό και πιο συνειδητοποιημένοι ως συνθέτες, το νέο υλικό προήλθε κυρίως από ιδέες που είχε ήδη ο καθένας τους για κάθε τραγούδι και στη συνέχεια καθοδηγούσε και τους υπόλοιπους παρά από μεταξύ τους τζαμαρίσματα, με τους Theo Lengyel  και Clinton Mckinnon να συνεισφέρουν με πνευστά όπως σαξόφωνο, κλαρινέτο κλπ. Τα ακούσματά τους είχαν τόσο εύρος και ξέφευγαν από τις rock νόρμες, όπως jazz, tango, surf rock, cabaret και μεσο-ανατολίτικες επιρροές μέχρι death metal και ατονική μουσική και τεχνικές σύνθεσης όπως ο δωδεκαφθογγισμός, σειραϊσμός κλπ. Όλα τα παραπάνω συντελούν στη δημιουργία ενός avant-garde έργου, απόλυτα δομημένο και τέλεια ενορχηστρωμένο, σε παραγωγή από τους ίδιους μετά από συμβουλή του Jon Zorn παρότι είχε αναλάβει την παραγωγή στο ομώνυμο ντεμπούτο τους, με τον Billy Anderson (SLEEP, NEUROSIS, MELVINS) ως μηχανικό ήχου και υπεύθυνο για την τελική μίξη.

Οι ska/funk επιρροές και ο καρναβαλιστικός χαρακτήρας του “Mr. Bungle” έχει εξαλειφθεί και πλέον έχουμε μία πιο κινηματογραφική, σχεδόν David Lynch προσέγγιση που σε αφήνει μετέωρο καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης του άλμπουμ χωρίς να έχεις την παραμικρή ιδέα του τι θα επακολουθήσει αφήνοντας σε στο τέλος αποσβολωμένο.  Η εμμονή του Mike Patton με τα soundtrack από τα 60’s-70’s καθώς και ο πιο crooning και scatt singing τρόπος ερμηνείας αναδεικνύουν τον πολυσχιδή χαρακτήρα του, ο οποίος λίγους μήνες πριν είχε κυκλοφορήσει με τους FAITH NO MORE το εκπληκτικό “King for a day… Fool for a lifetime” με τον Trey Spruance να ηχογραφεί τις κιθάρες αντικαθιστώντας τον εκδιωχθέντα Jim Martin. Ο Spruance είναι υπεύθυνος για δύο από τα πιο σαλεμένα τραγούδια του άλμπουμ, το “Desert search for techno Allah” με έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία, beats και ψαλμωδίες με αραβικό άρωμα  και το “Ma meeshka mow skwoz” ενώ ο Trevor Dunn ολοκληρώνει την “Sleep” τριλογία που είχε ξεκινήσει με το “Slowly growing deaf” στο προηγούμενο άλμπουμ με τα “Carry stress in the Jaw” και “Phlegmatics” με το πρώτο να αποτελεί ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα τραγούδια των MR. BUNGLE. Σε αυτό αναδύονται σχεδόν όλες οι εκφάνσεις τους ήχου τους, από τις thrash εκρήξεις που θυμίζουν τις demo εποχές του “The raging wrath of the easter bunny” (1986), το συγχρονισμένο stand-up μπάσο με το σαξόφωνο και φυσικά το σημείο που ακούγεται η φωνή ενός ηλικιωμένου το οποίο εσφαλμένα πιστεύουν αρκετοί πως αποτελεί συνέχεια του ίδιου τραγουδιού και είναι γνωστό ως “The secret song”. Αρχικά το συγκεκριμένο τραγούδι είχε ηχογραφηθεί από τους Spruance, Patton και Bär κρυφά από τους υπόλοιπους με τον Trevor Dunn να ανακαλύπτει ένα DAT με rough mix του τραγουδιού και τον ίδιο να ηχογραφεί τα φωνητικά μιμούμενος έναν ηλικιωμένο και στίχους που απευθύνονται στα υπόλοιπα μέλη σχετικά με την αποτυχία να κρατηθεί κρυφή η φάρσα. Στην έκδοση του βινυλίου μάλιστα έπρεπε να τοποθετήσεις τη βελόνα σε συγκεκριμένο σημείο πάνω στο δίσκο ώστε να το ακούσεις ενώ οι DREAM THEATER το χρησιμοποιούσαν ως intro για τις συναυλίες τους στην περιοδεία του “Six degrees of inner turbulence”.

Στο “Platypus”, τραγούδι που προέρχεται από τις ζωντανές εμφανίσεις του 1991, δείχνουν πόσο έχουν επηρεάσει συγκροτήματα σαν THE DILLINGER ESCAPE PLAN και γενικότερα την πειραματική ακραία σκηνή που αναπτύχθηκε τα επόμενα χρόνια.  Το “Disco volante” είναι ένα δυσκολοχώνευτο άλμπουμ, που υποστηρίχθηκε από μία δισκογραφική-κολοσσό όπως η Warner λόγω της δημοτικότητας του Mike Patton προσφέροντάς σε έξι τύπους πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία και κάλυψη από τον μουσικό Τύπο και αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί σε καμία άλλη δεκαετία εκτός από τα 90s που αποτέλεσαν γόνιμο έδαφος για τέτοιες απόπειρες.

Κώστας Αλατάς

MY DYING BRIDE – “The angel and the dark river” (Peaceville Records)

Έχω αναφέρει πολλές φορές στο παρελθόν, σε όλα τα άρθρα που είχαν να κάνουν με τους MY DYING BRIDE ότι την τριάδα αυτή δεν μπορώ να τη διαχωρίσω. “Turn Loose The Swans”, “The Angel And The Dark River” και “Like Gods Of The Sun” την αντιμετωπίζω, την ακούω και την αγαπάω σαν ένα ενιαίο πράγμα. Ένα σώμα. Η πλειοψηφία θα έλεγε ότι το “The Angel And The Dark River” είναι ίσως ο κορυφαίος δίσκος των MY DYING BRIDE. Ίσως και να έχουν δίκιο. Συνεχίζοντας τον συνθετικό οργασμό οι μίζεροι αυτοί τύποι από το Halifax της Αγγλίας κυκλοφορούν τον Μάιο του 1995 τον 3ο δίσκο τους. Αν υποθέσουμε ότι δεν είχα ακούσει νότα από αυτούς και μου έδιναν ένα CD με αυτόν τον τίτλο, είμαι σίγουρος ότι θα το λάτρευα πριν καν πατήσω το play.

Τι ακριβώς συνέβη όμως εδώ πέρα; Ας τα πάρουμε από την αρχή.

Ο Aaron αφήνει κατά μέρος τα growl φωνητικά του και δεν θα τα χρησιμοποιήσει ούτε στους 2 επόμενους δίσκους. Οι στίχοι του έχουν να κάνουν κυρίως με τις (καταραμένες) ανθρώπινες σχέσεις αλλά και με θρησκευτικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτόν τον δίσκο έδωσε την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία του απ’ όλες τις απόψεις, όχι ότι υστερούσε ποτέ, αλλά εδώ ήταν αψεγάδιαστος.

Για πρώτη φορά επίσης όλες οι συνθέσεις είναι εξ’ ολοκλήρου από το μυαλό και τα χεράκια του Andrew, με τον ίδιο να αναφέρει ότι αρκετά από τα riff και τα σημεία των τραγουδιών γράφτηκαν και κόλλησαν με τα υπόλοιπα τελευταία στιγμή, ακόμα και κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων.

Βασικός πρωταγωνιστής κλέβοντας την παράσταση είναι, όμως, ο Martin, ο οποίος με το βιολί και το πιάνο έκανε όχι απλώς θαύματα, έγραψε μελωδίες και σημεία που θα μνημονεύονται στον αιώνα τον άπαντα. Θα έδινα κάποια highlights για παράδειγμα, αλλά θα ήταν αδικία για τα υπόλοιπα.

Εδώ επίσης κατά τη γνώμη μου βρίσκονται και τα αγαπημένα μου τύμπανα όλης της δισκογραφίας των MY DYING BRIDE. Έχω ακούσει τον δίσκο εκατομμύρια φορές και ειλικρινά, χωρίς να είμαι drummer, αν με αφήσεις μπροστά σε ένα set, έχοντας απομνημονεύσει κάθε χτύπημα του Rick, πιστεύω θα τα πήγαινα αξιοπρεπέστατα.

Οι διάρκειες των τραγουδιών είναι οι κλασικές MY DYING BRIDE, από 6μιση, 8 παρά, 9 και, ως και 12φεύγα λεπτά, κι όμως, κάθε δευτερόλεπτο έχει τη σημασία του και ο δίσκος δεν κουράζει ούτε για πλάκα. Ο δίσκος είναι μουντός, μίζερος, πνιγηρός, όπως ακριβώς ο καιρός της Αγγλίας και η μπάντα λέει ότι “τα βλέπουμε κάθε μέρα, βρέχει συνέχεια, είναι όλα μίζερα εδώ γύρω, τα τοπία, ο καιρός, η ατμόσφαιρα, οπότε ήταν φυσικό επακόλουθο να γράψουμε μουσική που θα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά.

Πατώντας το play, το πρώτο πράγμα που ακούς είναι το σήμα κατατεθέν πλέον riff του “The cry of mankind”, το οποίο κάθε κιθαρίστας που πέρασε από τη μπάντα παίζει με διαφορετικό τρόπο. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε τύμπανα, μπάσο και κιθάρες, ωστόσο καταφέρνει να είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά κομμάτια των MDB. Γυρίστηκε και video clip για αυτό, αλλά δεν το βλέπω ποτέ, δεν αντέχω, γιατί είναι πετσοκομμένο, λείπουν αρκετά σημεία για να γίνει TV friendly και φτάνει τα OCD μου να βαράνε κόκκινα που με βγάζει από τη ρέγουλά μου. “From darkest skies”, και με επιφύλαξη, ίσως να είναι το αγαπημένο μου τραγούδι ever από MY DYING BRIDE. Με μια μικρή παραλλαγή δάνεισε τον τίτλο και στην ζωντανή εμφάνιση στην Κρακοβία που κυκλοφόρησε αργότερα, ονόματι “For Darkest Eyes”, στην οποία παρεμπιπτόντως παίζουν τα 5 από τα 6 τραγούδια του δίσκου. “Be mine tonight, the sight of your eyes, I’ll breathe in you, I’m a fool just for you…” είπε ο Aaron στο ρεφρέν και εγώ το έχω κάνει τατουάζ στην καρδιά μου. (Αλ.)

Θα μπορούσα να γράψω για κάθε ένα κομμάτι από ένα τετράδιο λέξεις, οπότε φρενάρω λίγο, αξίζει να αναφερθεί όμως ότι το “Two winters only” είναι το αγαπημένο τραγούδι του ίδιου του Aaron, ο δίσκος είναι από τους αγαπημένους του Steve Harris και ήταν η αφορμή για να πάρει ο ίδιος τηλέφωνο τον Andrew και να προσκαλέσει τους MY DYING BRIDE σε περιοδεία με τους IRON MAIDEN, έγινε χρυσός πρόσφατα στην Ευρώπη ξεπερνώντας τις 75.000 πωλήσεις και επανακυκλοφόρησε με μαύρο εξώφυλλο αντί του κλασικού λευκού με ένα κομμάτι επιπλέον, το “The sexuality of bereavement” και με κάποια live κομμάτια από μια εμφάνιση στο Dynamo festival.

Από τους πιο αγαπημένους δίσκους της ζωής μου, ακούγεται αποκλειστικά ολόκληρος, ναι, ακόμα και τα 5μιση λεπτά σουρεαλιστικών θορύβων στο τέλος του “The cry of mankind”. Φιλική συμβουλή προς όλους : Αν αγαπάς κάποιον, βάλτον να ακούσει το “The Angel And The Dark River”. Είναι ικανό να αλλάξει κοσμοθεωρίες και συνειδήσεις.

Μίμης Καναβιτσάδος

 

MYSTIC FORCE – “A step beyond” (Rising Sun)

Πολλαπλάσια του ενός τα κέρδη του να καταπιάνεσαι εκ νέου με υλικό που λάτρεψες στα ντουζένια της νιότης σου… Εμβαθύνεις στην μουσική που λάτρεψες με μεγαλύτερη ωριμότητα. Και είτε δικαιώνεσαι για τις επιλογές στήριξης , είτε απορείς με τα παρελθοντικά σου κριτήρια του για το τι αξίζει πραγματικά και τι όχι… MYSTIC FORCE… Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας, είναι σίγουρο πως οι Αμερικανοί διέθεταν το προνόμιο να έχουν στις τάξεις τους εξαιρετικά ταλαντούχους μουσικούς. Εν αρχή, ο μπασίστας και ιθύνων νους του κουαρτέτου Keith Menser, το όραμα του οποίου ήταν η σύνθεση μουσικής που θα εξελίσσεται με την πάροδο των χρόνων και δεν θα επαφίεται σε δάνεια άλλων. Η επιτυχημένες επιλογές συνοδοιπόρων στα πρόσωπα των Rich Davis (κιθάρα), Chris Lambach (τύμπανα) και στο αηδόνι Bobby Hicks, αποδεικνύει το αυτονόητο. Ή τέλος πάντων, αυτό που θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο αλλά λόγω των ιδιαιτεροτήτων που επικρατούσαν στα 90s για το US heavy metal, δεν κατέστη ποτέ δυνατό να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του underground. Η πρώιμη περίοδος τους, εκεί στα τέλη των 80s, δεν θα μπορούσε να είχε διαφορετικό ηχητικό εφαλτήριο από εκείνο των συμπατριωτών τους , όλα όμως φαίνεται πως άλλαξαν με την ηχογράφηση του μνημειώδους εκείνου “The eternal quest” του 1993, που τους χάρισε το cult status που απολαμβάνουν ακόμα και στις ημέρες μας. Το λυρικό, τεχνικό, ευφάνταστο power metal μόλις είχε καλωσόρισε στις αγκάλες του, ένα σχήμα που –δεν θα βαρεθώ ποτέ να υποστηρίζω- δεν πήρε σχεδόν τίποτα σχετικά με αυτά που προσέφερε.

Δύο χρόνια αργότερα και με την ίδια σύνθεση πάντα, κυκλοφορούν από την Rising Sun το “A step beyond”. Εμφανώς με μεγαλύτερη διάθεση εξέλιξης και συνθέσεις που “γέρνουν” περισσότερο από ποτέ άλλοτε στην προοδευτική μεριά του metal, οι MYSTIC FORCE χαρίζουν στους ανυποψίαστους ακροατές ένα ακόμα υπέροχο άλμπουμ. Με διαυγέστατη παραγωγή, που δίνει την δυνατότητα στα όργανα να ακούγονται όπως πρέπει. Με τα ακουστικά θέματα που εξαπολύει συχνά πυκνά ο Davis να προκαλούν ρίγη συγκίνησης και να έρχονται σε αγαστή αρμονία με τα heavy riffs και solos του. Με την φαντασία του Lambach πίσω από το drum kit να μοιάζει αστείρευτη και έναν Menser να στέκεται με αξιοζήλευτη σταθερότητα κουμαντάροντας το καράβι ως ιδανικός καπετάνιος. Για την ερμηνεία του αδικοχαμένου Hicks (R.I.P. 2013) τα λόγια φαντάζουν πάμφτωχα για να εκφράσουμε όσα νιώθουμε σε άψυχες λέξεις. Ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές της γενιάς του, που βίωνε κάθε στίχο που τραγουδούσε, μία υπέρλαμπρη φωνή, ένας πραγματικός  βάρδος της ψυχής. Μέσα στα 60 περίπου λεπτά του “A step beyond”, τα συναισθήματα είναι εντονότατα, οι εναλλαγές ατμόσφαιρας είναι δομημένες με τέτοιο τρόπο ώστε το συνολικό δισκογράφημα να αποπνέει την δέουσα σοβαρότητα και στιβαρότητα. Σταχυολογώντας τα “Closer to the truth”, “A step beyond”, “Far away”, “Love hates loves desire” ως τις υψηλότερες κορφές του δίσκου, αποτελεί μονόδρομο η παραδοχή πως οι ήχοι και οι εικόνες που έρχονται ενώπιον μας παραμένουν ανέγγιχτα μετά από 26 σχεδόν χρόνια. Ανείπωτη μαγεία!

Γρηγόρης Μπαξεβανίδης

 

N.A.O.S. – “The final harvest” (Itsemurha Arts)

Magus Wampyr Daoloth ή κατά κόσμον Γιώργος Ζαχαρόπουλος, πάντα ήταν «ανήσυχο πνεύμα» μουσικά και έχει δημιουργήσει ή συμμετάσχει σε διάφορα project, κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του στη μουσική. ROTTING CHRIST, NECROMANTIA, THOU ART LORD και YOTH IRIA είναι μόνο μερικά από αυτά. Ένα όμως από τα πιο ιδιαίτερα projects του ήταν οι Ν.Α.Ο.S. (aka New Age of Satan). Τι και αν ήταν ενεργοί για μία μόνο πενταετία, πρόλαβαν και έβγαλαν τρεις δίσκους, οι οποίοι έκαναν αίσθηση στους οπαδούς του Magus, παρόλο που δεν είχαν καμία σχέση με το metal. Η αρχή έγινε το 1995 με το “The final harvest”, ένα gothic/darkwave άλμπουμ με αρκετές occult αναφορές, κυρίως στιχουργικά. Προσωπικά, τη μπάντα την έμαθα 5 χρόνια μετά, ψάχνοντας μουσικές δουλειές μελών αγαπημένων μπαντών. Παρόλο που δεν άνηκε όπως προείπα στο μεταλλικό ιδίωμα, μπορούσα από την αρχή να καταλάβω ότι αυτό ήταν δημιούργημα του Magus, αφού είχε τον χαρακτηριστικό ήχο που χρησιμοποιούσε στα πλήκτρα τότε, καθώς και τον τρόπο που απήγγειλε τους στίχους. Στιχουργικά, φυσικά ασχολούνταν κυρίως με τον αποκρυφισμό, κάτι που εκείνη την εποχή δίεπε σχεδόν όλες του της μουσικές «εξορμήσεις». Όπως είναι λοιπόν λογικό, ήταν ένας αρκετά σκοτεινός slow/mid tempo δίσκος, σαν μια μυστικιστική λειτουργία, με μερικές επιρροές από ανατολίτικους ήχος στα πλήκτρα, όπως για παράδειγμα στο “Black opal” και κατά το πλείστον απαγγελίες στίχων. Αγαπημένο κομμάτι, ίσως το πιο διαφορετικό του δίσκου, ένα retrogoth και ρυθμικό τραγούδι, “The sorrows of Satan”.

Γιώργος Δρογγίτης

NECROMANTIA – “Scarlet evil witching black” (Osmose Productions)

Η αναφορά και μόνο στο όνομα των NECROMANTIA προκαλεί αυτόματα δέος και σεβασμό. Μιλάμε άλλωστε για μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες στον χώρο του black metal, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Το δεύτερο άλμπουμ τους με τίτλο “Scarlet evil witching black” κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1995 και ενώ ακόμα ο κόσμος δεν είχε συνέλθει ακόμα από το σοκ του ντεμπούτου τους, το διαβόητο “Crossing the fiery path”. Ακόμη πιο ατμοσφαιρικό και πολυδιάστατο από το πρώτο τους άλμπουμ, το “Scarlet evil witching black” είναι ένα μυστικιστικό αριστούργημα. Απίστευτες συνθέσεις, με τα πλήκτρα να προσθέτουν μια occult ατμόσφαιρα που σαγηνεύει. Όλο το φάσμα του black metal είναι εδώ. Πότε majestic, πότε brutal αλλά και επικό, το άλμπουμ είναι τέλειο από την αρχή μέχρι το τέλος του. Προσωπικές μου αδυναμίες είναι τα επικά  “Black mirror” και το δεύτερο μέρος του “Pretender to the throne” με τα “Devilskin” και “The serpent and the pentagram” να ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα κομμάτια υστερούν. Άρτια δομημένες συνθέσεις, με αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο του μπάσου, που πλέον θεωρείται σήμα κατατεθέν της μπάντας, ενώ δεν λείπουν και οι στιγμές πειραματισμού όπως για παράδειγμα στο “ The arcane light of Hecate” όπου ακούμε μεταξύ άλλων και σαξόφωνο, δείχνοντας πόσο μπροστά από την εποχή τους αλλά και πόσο οξυδερκείς ήταν οι NECROMANTIA. Πάνω απ’ όλα όμως είναι αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ακρόαση του άλμπουμ, η αίσθηση ότι ακούς το soundtrack μιας γοτθικής ταινίας τρόμου, και οι εκπληκτικοί στίχοι, ποιητικοί αλλά και βλάσφημοι, διηγούνται σκοτεινές ιστορίες που ενισχύουν αυτό το συναίσθημα. Το “Scarlet evil witching black” δεν είναι απλά το δεύτερο άλμπουμ των NECROMANTIA. Είναι ο δίσκος που τους εδραίωσε για τα καλά στην παγκόσμια black metal σκηνή και επηρέασε άπειρες μπάντες, αν και κατά την ταπεινή μου άποψη, κανείς δεν κατάφερε να ακουστεί σαν αυτούς. Ακόμα και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, στέκεται αγέρωχο και επιβλητικό, προκαλώντας ανατριχίλα στον ακροατή, είτε έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του, είτε για χιλιοστή.  Δεν είναι τυχαίο που πολλοί θεωρούν ότι είναι το καλύτερο άλμπουμ των NECROMANTIA, και, μεταξύ μας, μάλλον έχουν δίκιο.

Θοδωρής Κλώνης

NERGAL – “The wizard of Nerath” (Unisound Records)

Ελληνικού black metal το ανάγνωσμα. Πάμε λίγο πιο βαθιά από ότι συνήθως. Σε μπάντες – εργάτες της σκηνής. Τα αστεράτα ονόματα τα διαβάζουμε, τα ξαναδιαβάζουμε. Ουδόλως μας χαλάει, αλλά καλό είναι να πέφτει φως και στους άλλους, που δρουν υπογείως ως και τις μέρες μας (από επιλογή;, από τις συνθήκες; Μικρή σημασία έχει!). Μια τέτοια μπάντα, είναι οι NERGAL, οι οποίοι ανάμεσα στην αναμπουμπούλα της ελληνικής black metal σκηνής στα 90s, όπου αιχμή του δόρατος, ήταν οι ROTTING CHRIST και οι NECROMANTIA, Ιδρυθέντες το 1990, κινήθηκαν όπως όλες οι μπάντες του ιδιώματος μέσω demos που κυκλοφόρησαν οι ίδιοι, το συμβόλαιο με την Unisound του Τζανετάτου, ήρθε και το ‘93 έβγαλαν το “De vermis mysteriis” EP, ηχογραφημένο στα Molon Lave studios. Μετά από ένα split με τους FUNERAL URN, το 1995, κυκλοφόρησαν επιτέλους το πρώτο τους άλμπουμ “The wizard of Nerath”

Το ύφος, είναι αυτό το κλασσικό μυστικιστικό του ελληνικού black metal. Χαρακτηριστικό του οποίου, είναι τα έντονα πλήκτρα και οι κλασσικές heavy metal αναφορές σε πρώιμους MANOWAR και IRON MAIDEN! Εξυπακούεται ηχογραφήθηκε στα Storm studios (κέντρο διερχομένων τότε!). Η ταχύτητα δε λείπει, με τα τύμπανα να λυσσομανούν πραγματικά όταν χρειάζεται, όπως στο ”My soul, blood, will be dripping”. Έντονη ατμόσφαιρα προσθέτουν τα εκτεταμένα περάσματα αλλά και ολόκληρα κομμάτια όπως το “The wind of hate”, όπου πρωταγωνιστούν μόνο τα πλήκτρα. Το “Ljus mörker” επαναφέρει τα γκάζια, με πιο “Νορβηγικό” αέρα στο riffing του. Αξίζουν να σημειωθούν κομμάτια με έντονο ανατολίτικο συναίσθημα όπως το “6 κατάρες” (το δεύτερο κομμάτι με ελληνικό τίτλο, μαζί με το κλείσιμο “Sparagmos”), που προσθέτουν μια ακόμα σημαντική πινελιά στο δίσκο.

Εν κατακλείδι, στα 48 λεπτά που διαρκεί το “The wizard of Nerath” δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας όπως οι NECROMANTIA, ή ηγετικές τάσεις στο ύφος όπως οι ROTTING CHRIST/VARATHRON, ούτε καν τις ιδιαιτερότητες συγκροτημάτων όπως οι KAWIR, ή οι ZEMIAL. Ωστόσο, παραμένει ένα πολύ καλό και τίμιο άλμπουμ από ένα συγκρότημα, που έχει κερδίσει τη θέση του στις καρδιές των θιασωτών του είδους. Και αν το κενό 10 ετών από τα πράγματα (1996-2006) τους στέρησε κεκτημένη ταχύτητα, η έκτοτε πορεία τους, μαρτυρά συνέπεια και ποιότητα.

Υ.Γ.: Το διάστημα ‘92 – ‘94, υπό το φως των γεγονότων με τους Σατανιστές στη Παλλήνη, τα μέλη των NERGAL είχαν συλληφθεί από τις αρχές, όπως μας είχαν αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξη. Μια και όπως είναι επόμενο, ουδεμία σχέση είχε η μουσική τους ενασχόληση με εγκληματική δραστηριότητα (όπως δήλωναν οι εμπλεκόμενοι της άνωθεν υπόθεσης), οι μουσικοί αφέθηκαν ελεύθεροι.

Γιάννης Σαββίδης

NEVERMORE – “Nevermore” (Century Media)

Του αγίου Βαλεντίνου κυκλοφόρησαν οι NEVERMORE το ομώνυμο ντεμπούτο τους. Η ιστορία τότε λίγο πολύ γνωστή. Με τη γιγάντωση της grunge σκηνής στο Seattle, οι δισκογραφικές εταιρείες πέφτουν με τα μούτρα στο νέο ρεύμα. O Warrel και ο Jim δέχονται εξαιρετικές πιέσεις να κατευθύνουν τους SANCTUARY προς τα εκεί, αλλά ουρούν τους πάντες στα μούτρα και διαλύουν την μπάντα. Και φτιάχνουν τους NEVERMORE. Ευτυχώς η Century Media αντιλήφθηκε τις δυνατότητες που είχαν και μπορεί να υπερηφανεύεται για την κορωνίδα του ρόστερ της αφού μαζί ήταν στην κορυφή του μετάλλου από την αρχή ως το τέλος της μπάντας.

Το “Nevermore” μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι είναι ιδέες του Warrel κυρίως, αλλά και του Jim και του Jeff (που ακολουθούσε τους SANCTUARY στα tours) που θα γίνονταν τραγούδια για τους SANCTUARY. Απλά βάζοντας το χεράκι τους τόσο ο Jeff όσο και ο Van (που ΔΕΝ έπαιξε τα τύμπανα σε όλα τα κομμάτια του δίσκου), πήρε την ογκολιθική μορφή που ξέρουμε. 8 χαστούκια για τραγούδια έχει, εννοείται χωρίς κανένα filler. Το χρίσμα του παραγωγού παίρνει ο Neil Kernon (εγγύηση). Γυρίστηκε video clip για το opening track του δίσκου, το “What tomorrow knows”, το οποίο επίσης δεν μπορώ να δω λόγω πετσοκόμματος (αν διάβασες όλο το αφιέρωμα, ξέρεις τι εννοώ). Chrome black future, γνωστότερο ως “C.B.F.”, με σεμιναριακό rhythm section και ερμηνειάρα του Ξανθού (βασικά σε όλο το δίσκο ισχύουν αυτά…) και παροξυσμό καθ’ όλη τη διάρκεια, “The sanity assassin” με διάθεση για μπαλάντα αλλά το σκίζουν στην πορεία, “Garden of gray” ίσως το αγαπημένο μου εδώ, το πρώτο κομμάτι NEVERMORE που άκουσα στη ζωή μου, θυμάμαι ακριβώς που στεκόμουν, το είχα ακούσει στην εκπομπή του Ράδιο Ουτοπία τότε και πήρα τηλέφωνο τον Άκη να το ξαναβάλει για να το γράψω σε κασέτα. Παρανοϊκό “Sea of possibilities”, σχεδόν doom “The hurting words”, από τα πιο low tempo των NEVERMORE, “Timothy Leary” τεράστια πηγή έμπνευσης του Warrel που χρησιμοποίησε αρκετές φορές και φυσικά “Godmoney” για φινάλε, ξεμπροστιάζοντας όλους τους παραλογισμούς της θρησκείας γενικότερα.

Επανακυκλοφόρησε το 2006 με 5 επιπλέον κομμάτια από παλιά demo.

Κάπως έτσι έγινε η αρχή της αγαπημένης μου μπάντας, ελπίζω να σε κάλυψα.

Μίμης Καναβιτσάδος

NIGHTFALL – “Athenian echoes” (Holy)

Στο τρίτο τους full length album τους οι Αθηναίοι έκαναν το άλμα που χρειαζόταν για να αποκτήσουν την ιδιότυπη ταυτότητα, για την οποία είναι αναγνωρίσιμοι μέχρι και σήμερα. Το βασικό στοιχείο που διαπνέει το δίσκο είναι οι χαρακτηριστικές κιθαριστικές μελωδίες του Μιχάλη Γαλιάτσου που «σπάνε» την ένταση των γρήγορων μερών των συνθέσεων. Σε αυτό το στοιχείο δένει άψογα η πολυδιάστατη ατμόσφαιρα ανάμεσα στα μέρη του, αλλά και μέσα στις συνθέσεις όπως τα “Armada”, “Ishtar (Celebrate your beauty)” και “My red, red moon (Emma O)”, στα οποία το μελωδικό extreme metal πήρε και ελληνική ταυτότητα στα mid 90s. Πρέπει να είναι ο μοναδικός δίσκος στην ιστορία που οι στίχοι δεν είναι οδηγός έκφρασης, μιας και ο ηγέτης τους, Ευθύμης Καραδήμας, δεν τραγουδάει τους στίχους αλλά ακολουθεί έναν άναρχο τρόπο ερμηνείας πάνω σε φωνητικές γραμμές. Η σημασία του είναι έντονη και πέρα από την ελληνική σκηνή, σφραγίζοντας στα mid 90s τον όρο ατμόσφαιρα στον ακραίο ήχο. Και πώς να μη γίνει αυτό όταν η διαπλοκή των ήχων ακόμα και μιας λατέρνας, ηλεκτρονικών μέρων και εκκλησιαστικού οργάνου είναι στοιχεία που δείχνουν το πόσο πειραματίζονταν εκείνη την εποχή οι NIGHTFALL! Όσοι έζησαν την κυκλοφορία του θυμούνται τον μεγάλο αντίκτυπο που προέκυψε και είναι μέχρι και σήμερα την κορυφαία δημιουργία τους.

Λευτέρης Τσουρέας

NIGHTINGALE – “The breathing shadow” (Black Mark Production)

Το πρώτο πράγμα που λέμε πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι να μην συγχέουμε τους NIGHTINGALE του Dan Swano, με τους NIGHT IN GALES που παίζουν death metal. Πάμε παρακάτω λοιπόν. Ντεμπούτο το  “The breathing shadow”, από ένα σχήμα-έκπληξη, αφού κανείς δεν περίμενε ότι ο ηγέτης των EDGE OF SANITY, θα έπαιζε τέτοια μουσική. Μάλιστα, η συνέχεια του σχήματος θα ήταν πολύ πιο prog από το ντεμπούτο τους, αλλά αυτό θα το εξετάσουμε στις επόμενες δουλειές τους. Το θέμα είναι ότι το δισκάκι αυτό, είναι απλά συμπαθητικό και ο λόγος είναι απλός: Το drum machine είναι «εκκωφαντικό» και τσακίζει κόκαλα όταν το ακούς πάλι, εν έτει 2021, ενώ έχω πολλά θέματα με την παραγωγή που σε σημεία οι κιθάρες είναι πιο πάνω από τα φωνητικά. Στο “The breathing shadow”, ο Dan Swano τα κάνει σχεδόν, όλα (παίζει όλα τα όργανα, τραγουδά, κάνει παραγωγή, ηχογράφηση, μίξη) και βγάζει έξω έναν πιο gothic εαυτό, απ’ ότι στις επόμενες δουλειές του. Αν όμως ακούσετε το εναρκτήριο “Nightfall overture”, στην επανεκτέλεσή του, που έγινε το 2005, θα διαπιστώσετε ότι ως σύλληψη και σύνθεση, ήταν εκπληκτικό (ένα από τα καλύτερα τραγούδια του σχήματος), αλλά σε όλα τα υπόλοιπα, χώλαινε αφόρητα. Με κανονικούς παίχτες, τραγουδιστή (και) τον αδερφό του και παραγωγή πιο σύγχρονη, ακούγεται το μεγαλείο της σύνθεσης. Με αυτά και με αυτά, μου ακούγεται ως ένα καλό demo και τίποτα παραπάνω κι ως έτσι το βλέπω μέχρι σήμερα. Ευτυχώς δεν το είχα ακούσει όταν είχε βγει, παρά μόνο κάποια χρόνια αργότερα, αλλιώς η πολύ καλή άποψη που έχω για το γκρουπ, μπορεί και να ήταν διαφορετική.

Σάκης Φράγκος

NIGHT RANGER – “Feeding off the mojo” (Drive Archive)

Δεν θα σας πω ψέματα… Ποτέ δεν έδωσα μία δίκαιη ευκαιρία στο συγκεκριμένο άλμπουμ. Βλέπετε, για μένα δεν υπάρχουν οι NIGHT RANGER χωρίς τον Jack Blades. Μπορώ να δεχτώ το αγαπημένο μου συγκρότημα χωρίς τους Watson και Fitzerald αλλά με τίποτα χωρίς τον Blades. Παρόλα αυτά, το “Mojo” δεν είναι ένα κακό άλμπουμ…το αντίθετο, μάλιστα. Είναι ένα αξιοπρεπέστατος hard rock δίσκος που βασίζεται στην κιθαριστική μαεστρία του μεγάλου Brad Gillis και στη σταθερή αξία του Kelly Keagy. Συγχωρέστε με που δεν μπορώ να εκφραστώ με εξίσου κολακευτικά λόγια για τον Gary Moon ο οποίος τα πηγαίνει μια χαρά αλλά δυστυχώς δεν μπορεί με τίποτα να αντικαταστήσει τον Blades.

Η ουσία είναι ότι ο δίσκος πέρασε και δεν άγγιξε πολύ κόσμο και σίγουρα δεν ήταν και το καλύτερο comeback των RANGER. Αυτό θα γινόταν δύο χρόνια μετά με το reunion της original σύνθεσης της μπάντας και το εξαιρετικό “Neverland”. Ωστόσο, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι το “Mojo” περιέχει και μερικά πολύ όμορφα τραγούδια που υπό κάποιες άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να αποτελέσουν και κλασικές στιγμές για τους RANGER. Αναφέρομαι στα “Last chance” και “Precious time” που πιάνουν το trademark vibe της μπάντας. Συνολικά πάντως προτιμώ το “Mojo” από το “Hole in the sun” και ας συμμετέχει σε αυτό ο Blades.

Σάκης Νίκας

 

 

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here