ΜΑSTODON – “Hushed and grim” (Reprise)

0
253

Αν μιλήσουμε με στοιχεία και όχι με συζητήσεις “καφενείου”, αν παρακολουθούμε τα σύγχρονα πράγματα και δεν περιμένουμε το αγαπημένο μας σχήμα να νεκραναστηθεί, αν γνωρίζουμε, έχουμε ακούσει ουσιαστικά και διαθέτουμε επαρκή γνώση πάνω στα 50 χρόνια του μεταλλικού ήχου και μπορούμε να καταλάβουμε την εξέλιξη του είδους ανά τα χρόνια, τότε δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε τους MASTODON ως ένα από τα πιο σπουδαία σχήματα της τελευταίας εικοσαετίας.

Η πορεία τους που είναι αξιοθαύμαστη πραγματικά ξεκίνησε πίσω στο 2001, όμως αυτό το σχήμα είχε μέσα του μια ιδιαίτερη φλόγα και μια συλλογικότητα, γεγονός που τους επέτρεψε να κυκλοφορήσουν τα επόμενα χρόνια δίσκους ανεπανάληπτους δίσκους σαν το “Crack the skye”, το “Bloοd Mountain” ή και το “Once more ‘round the sun” (μερικά μόνο από τα αριστουργήματα τους), με το τελευταίο θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε (2014) να καταφέρνει να κερδίσει την αποδοχή και αρκετών που μέχρι τότε αντιστέκονταν και ήταν κατά κάποιο τρόπο επιφυλακτικοί απέναντι στην μουσική τους.

Κοιτώντας την πορεία τους το μόνο σίγουρο είναι ότι η μπάντα δεν επαναπαύθηκε ούτε για μια στιγμή όλα αυτά τα χρόνια, ακόμα και όταν τα πράγματα είχαν πάρει τον δρόμο τους. Ο πειραματισμός πάντα στα πλαίσια του ήχου τους ήταν αυτό που κάθε φορά προέτασσαν σαν σχήμα και η αλήθεια είναι ότι από το ξεκίνημα τους έχτισαν το ήχο τους σκαλί σκαλί με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τον δικό τους ξεχωριστό προσωπικό ήχο. Δεν υπάρχουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολλά σχήματα που μπορούν να περηφανεύονται κάτι ανάλογο, όμως το κουαρτέτο από την Atlanta τα κατάφερε με θαυμαστά αποτελέσματα είναι η αλήθεια.

Στα τέσσερα χρόνια της δισκογραφικής απουσίας τους πολλά πράγματα συνέβησαν στον κόσμο αλλά στο δικό τους περιβάλλον το πιο σημαντικό και καθοριστικό ήταν ο θάνατος του manager τους και φίλου τους όλα αυτά τα χρόνια Nick John από καρκίνο. Είναι γνωστό ότι κάθε τραγικό συμβάν στο φιλικό περιβάλλον του σχήματος, τους επηρεάζει βαθύτητα και στο καλλιτεχνικό τους έργο. Το έχουν κάνει κι άλλες φορές το παρελθόν στα albums “Crack the Skye”, “Hunter” και “Emperor of sand”, το πράττουν και τώρα. Κοιτώντας το εξώφυλλο βλέπουμε την φιγούρα του Nick John στο κέντρο του δέντρου στο οποίο-σύμφωνα με την μπάντα, μαζεύεται κάθε ψυχή που φεύγει από τον κόσμο μας. Το concept πίσω λοιπόν από τους στίχους θα επηρεασθεί από αυτή την απώλεια και αυτό που γίνεται εμφανές από την πρώτη κιόλας ακρόαση είναι ότι ο όγδοος κατά σειρά studio δίσκος τους, είναι ο πιο μελαγχολικός που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής στην καριέρα τους.

Για πρώτη φορά ο δίσκος είναι διπλός, σε παραγωγή αυτήν την φορά από τον David Bottrill (TOOL, MUSE κ.α) και αποτελείται από δεκαπέντε κομμάτια, τα περισσότερα από τα οποία ξεπερνούν τα έξι λεπτά διάρκειας και συνολικά εδώ έχουμε μιάμιση ώρα μουσικής. Η αλήθεια είναι ότι μόλις διάβασα ότι ο δίσκος θα είναι διπλός, είχα εξαρχής μια δυσπιστία. Το ερώτημα ήταν αν και αυτή την φορά η μπάντα θα καταφέρει να φτάσει ξανά στο πολύ υψηλό επίπεδο που μας έχει συνηθίσει. Ας τα δούμε όμως πιο αναλυτικά:

Oh my dear, look what we’ve done here…

Το εναρκτήριο “Pain with an anchor” είναι τυπικό ΜΑSTODON κομμάτι, με την εξαιρετική εισαγωγή τυμπάνων και τις χαρακτηριστικές αναγνωρίσιμες κιθάρες τους, μας βάζει για τα καλά μέσα στο κλίμα τους. Το τεχνικό/λυρικό “The crux” φέρει αυτό το μελαγχολικό πέπλο που πλανάται καθ’ όλη την διάρκεια του δίσκου και θα δώσει την σκυτάλη στο φανταστικό “Sickle and peace”. Eνα κομμάτι που επιλέχθηκε ως το τρίτο επίσημο δείγμα που θα εκπροσωπήσει τον δίσκο, αλλά το πιο σπουδαίο από τα τρία, κατά την άποψή μου. Ένα κομμάτι που αρχίζει σαν ακουστικό, διαθέτει στην συνέχεια και τα heavy/prog του ξεσπάσματα, με απλά λόγια είναι μια μοναδική σύνθεση που ξεδιπλώνει όλες τις αρετές και τις ικανότητες της μπάντας. Η μπαλάντα “Skeleton of splendor” με τα space synths είναι τόσο φορτισμένη συναισθηματικά και είναι από τα πιο αγαπημένα μου στον δίσκο και έρχεται όμως να δέσει υπέροχα τόσο με το “Teardrinker” όσο και με το “Pushing the tides” που ακολουθούν (και τα δυο είχαν κυκλοφορήσει σαν clips για να μας προϊδεάσουν για τον δίσκο εδώ και λίγο καιρό)

Κάθε κομμάτι διαθέτει τον δικό του χαρακτήρα και αισθητά διαφέρει από το επόμενο, έτσι δεν(θα έπρεπε να) προκαλεί έκπληξη στον υποψιασμένο και ανοιχτόμυαλο ακροατή που μετά το mid tempo heavy ala METALLICA “More than I could ever chew” ακολουθεί country ballad ala MASTODON στο “The beast”. Εντάξει όχι ακριβώς για να είμαστε ακριβείς, στα δυο πρώτα λεπτά υπάρχει αυτή η τάση γιατί μετά ακολουθεί το prog μοτίβο που βάζει ξανά την mastodon βάρκα στα γνώριμα νερά της.

Ο δεύτερος δίσκος ξεκινά με ένα “τυπικό” prog κομμάτι όπως είναι το “Peace and tranquility” που διαθέτει μια πιο αισιόδοξη ατμόσφαιρα και ανοίγει ωραία το δεύτερο κεφάλαιο του “Hushed and grim”. To πειραματικό/ψυχεδελικό “Dagger” και η μπαλάντα “Had it all” είναι δύο από τις πιο ενδιαφέρουσες και κορυφαίες συνθέσεις εδώ μέσα κατά την ταπεινή μου άποψη. Το πρώτο με τα tribal κρουστά του και τον ανατολίτικο ρυθμό του σε κεντρίζει και το δεύτερο είναι ένα άκρως μαγευτικό και συναισθηματικό κομμάτι που η συμμετοχή του Kim Thayil (SOUNDGARDEN) έρχεται να το εκτοξεύσει. Αλλαγή ταχυτήτων μιας και το “Savage lands” θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος και έως power/progressive metal.Eντυπωσιακό αν μι τι άλλο, μου χαλάει όμως κάπως την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί και συνεχίζεται αμέσως παρακάτω. H “άτυπη” κατ εμέ τριλογία που ξεκινά με το “Gobblers of dregs” συνεχίζεται με το “Eyes of the serpent” και ρίχνει την αυλαία με το “Gigantium” είναι από τις πιο σπουδαίες, ενδιαφέρουσες μουσικά και εν τέλει κορυφαίες στιγμές του δίσκου. Το πρώτο είναι ένα οκτάλεπτο (και το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου) mid tempo doomy κομμάτι που φαίνεται να έχει δύο μέρη, η μαεστρία της μπάντας εδώ να φτιάχνει ατμόσφαιρα αλλά και να σε παρασέρνει στα δικά της groovy μονοπάτια όταν θέλει και όπως θέλει δεν περιγράφεται με λόγια. Τσεκάρετε το κομμάτι και νοιώστε το μεγαλείο τους. Το δεύτερo διαθέτει μερικά από το πιο ωραία solos (το solos είναι εξαιρετικά πραγματικά καθόλη την διάρκεια του δίσκου) ενώ το επικό κλείσιμο με το τελευταίο έρχεται να μας δώσει την ευφορία που αναζητούμε. Ότι καλύτερο για ένα τόσο φορτισμένο συναισθηματικά δίσκο.

…my love so strong
the mountains we made in the distance
those will stay with us

Γενικότερα είναι σκληρό και εν μέρει άδικο να περιμένουμε από μια μπάντα που δισκογραφεί εδώ και είκοσι χρόνια να ανακαλύψει νέους δρόμους. Εδώ οι ΜΑSTODON δείχνουν όμως ότι καταφέρνουν να παραμείνουν για άλλη μια φορά φρέσκοι και δημιουργικοί, πατώντας σταθερά πάνω στις φόρμες του ήχου τους αλλά και στον αντίποδα δεν διστάζουν να προσθέσουν στοιχεία ώστε να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα τόσο για την σύνθεση όσο και για το επιθυμητό concept του δίσκου. Για αυτή τους την τόλμη νομίζω ότι πρέπει να τους βγάλουμε για άλλη μια φορά το καπέλο, όχι μόνο για την προσπάθεια τους αλλά κυρίως για το όραμα τους και πως καταφέρνουν να το υλοποιήσουν όλο αυτό δίχως καμία έκπτωση σε κανέναν τομέα. Και εννοείτε ότι παραμένουν στην κορυφή. Για μια ακόμα φορά!

9 / 10

Γιάννης Παπαευθυμίου

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here