“Σάμγουερ in ‘80sland”, Παναγιώτης Παπαϊωάννου (2022, ΙΩΛΚΟΣ) – βιβλιοπαρουσίαση

0
924

Ο συγγραφέας του “Σάμγουερ in ‘80sland”, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, είναι εγκληματολόγος που ειδικεύεται στο ποινικό δίκαιο. Αυτό βέβαια λίγο έως καθόλου θα σας ενδιαφέρει αν και όταν πέσει στα χέρια σας το τελευταίο του και ογκώδες σύγγραμμα, καθώς το περιεχόμενο του έχει γραφτεί από έναν αφοσιωμένο φίλο της μουσικής και όχι άνθρωπο των δικαστηρίων. Πολύ συχνά, οι φίλοι της μουσικής (όπως και του κινηματογράφου και του θεάτρου) γνωρίζουν περισσότερα και τρέφουν μεγαλύτερη αγάπη και θαυμασμό για την εκάστοτε τέχνη από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Αυτό ήταν κάτι που, μεταξύ πολλών άλλων, συμπέρανα διαβάζοντας το “Σάμγουερ in ‘80sland”. Το βιβλίο τούτο, ένα άτυπο αν θέλετε ημερολόγιο αναμνήσεων, στιγμιοτύπων και βιωμάτων ενός γνήσιου τέκνου της χρυσής δεκαετίας της hard rock και metal μουσικής, είναι ακριβώς αυτό που ήλπιζα: ένα ανεπιτήδευτο, φιλικό προς τον αναγνώστη βιβλίο και μια τρυφερή, όσο και χιουμοριστική επιστολή προς τη δεκαετία που διαμόρφωσε εκατομμύρια οπαδών. Ως τέτοιο, το βιβλίο διαβάζεται πραγματικά «νεράκι» και προτού το καταλάβεις, οι 500 σελίδες του έχουν περάσει.

Προτού όμως μπω σε λεπτομέρειες, οφείλω πρώτα να διατυπώσω μια δήλωση αποποίησης: σε αντίθεση με τον συγγραφέα, δεν ήμουν παιδί των 80s και έτσι οι αναμνήσεις του είναι σχεδόν εντελώς αποκομμένες από τα δικά μου βιώματα. Όπως δηλώνει ο ίδιος στις πρώτες αράδες του βιβλίου, για τη δική του γενιά, η δεκαετία τούτη ήταν τα δικά του 60s, μια δεκαετία στην οποία ήρθε σε επαφή με, ομολογουμένως, τα μεγαλύτερα hard rock και heavy metal συγκροτήματα της ιστορίας, χωρίς «ιδεολογικά φορτία». Μια ανόθευτη δηλαδή επαφή με τη μουσική και τον καλλιτέχνη. Αν λοιπόν ο αναγνώστης του “Σάμγουερ in ‘80sland” ήταν εκκολαπτόμενος έφηβος στα μέσα των 80s, όπως και ο Παπαϊωάννου, τότε το βιβλίο του θα αγγίξει ευαίσθητες χορδές που συνδέονται σίγουρα με τη νοσταλγία που αυξάνεται ολοένα και περισσότερο από τα 2010s και μετά. Θα επαναφέρει κοινές αναμνήσεις, θα συγκινήσει και θα λειτουργήσει σαν ένας φίλος που είχε, ή ενδεχομένως και όχι, και έψαχνε στα δισκάδικα, στη συναυλία και, ακόμα πιο σίγουρα, στο σχολείο (το σχολείο παίζει σημαίνοντα ρόλο στην ιστορία ενηλικίωσης του Παπαϊωάννου). Αν όμως, καλή ώρα, τα δικά σου 60s ήταν τα 90s ή 00s, τότε το “Σάμγουερ in ‘80sland” θα είναι κάτι σαν ένα μουσικό και εν γένει πολιτισμικό, ιστορικό εγχειρίδιο το οποίο θα σε απορροφήσει με τη μία με την ποιότητα της αφήγησης και τις ιστορίες ενός μεγαλύτερου (όχι όμως μπούμερ που κοιτάει αφ’ υψηλού) που σε ταξιδεύουν εκεί που οι SAXON έπαιξαν για πρώτη φορά στη χώρα μας («η μεγαλύτερη συναυλία χέβυ μέταλ που έχει γίνει στην Ελλάδα»), κάτι που εγώ ούτε θα μπορούσα να φανταστώ πως ήταν. Για έναν γεννημένο λοιπόν στα 80s, ξεφυλλίζοντας τις 500 και σελίδες του “Σάμγουερ in ‘80sland”, ένιωσα σαν να ακούω τις ιστορίες του πατέρα μου από το στρατό (όπως τις διανθίζει ο ίδιος με χιούμορ και προσωπικό συναίσθημα) ή, όντως, πως ήταν σε μια άλλη εποχή από τη δική μου, οι συναυλίες και, προ πάντων, η πρώτη γνωριμία με μια μπάντα. Από όποια δεκαετία και αν προέρχεσαι λοιπόν, το πρόσφατο σύγγραμμα του Παναγιώτη Παπαϊωάννου θα σε αγγίξει και, κυριολεχτικά θα έλεγα, ταξιδέψει.

Το βιβλίο δεν χωρίζεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες ούτε ακολουθεί κάποια συγκεκριμένη και σαφή δομή. Αντ’ αυτού, η ιστορία του νεαρού και της γνωριμίας του με την μουσική που όλοι εδώ αγαπάμε ξεδιπλώνεται με γνώμονα τη μνήμη και το ασύνδετο της μνήμης που δεν ακολουθεί απαραίτητα μια συγκεκριμένη και ξεκάθαρη λογική. Ο μόνος άξονας είναι η πορεία από την πρώτη γυμνασίου και πάνω, η ενηλικίωση και όσα έρχονται μ’ αυτήν. Έτσι λοιπόν, ακολουθούμε τον νεαρό Παναγιώτη, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όταν γνωρίζεται με τους THE CARS την ίδια στιγμή που βιώνει μια πρώτη ερωτική γνωριμία με μια κοπέλα, όταν ανακαλύπτει τον Bruce Springsteen και έπειτα τη πρώτη εκείνη μεγαλειώδη συναυλία των SAXON στη Ριζούπολη. Ξαναλέω, το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί σαν ένα ημερολόγιο, μ’ ένα προσωπικό και άμεσο ύφος, χωρίς καμία επιτήδευση. Ωστόσο, ο Παπαϊωάννου επικαλείται τις μουσικές του αναμνήσεις σε συνάρτηση με σημαντικά πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, επικαλούμενος συχνά τα «χρόνια της Αλλαγής», αλλά και σε συνάρτηση με αθλητικά γεγονότα, μικρά και κοσμοϊστορικά για τον εκάστοτε οπαδό του οποίου η ενηλικίωση «παιζόταν» στο βινύλιο, τα γήπεδα και αλλού, ερήμην του. Έχουμε λοιπόν έτσι το γνωστό σχήμα της μεγάλης ιστορίας, του έθνους, αλλά και την μικρή ιστορία, του μικρού άσημου ήρωα για τον οποίο κοσμοϊστορικό γεγονός δεν είναι η αγορά F16 από την κυβέρνηση (ένα «σκάνδαλο» όπως γράφει), αλλά το νέο άλμπουμ των SCORPIONS ή των IRON MAIDEN, εκείνα που ένας σαν και εμένα ανακάλυψε ετεροχρονισμένα, τουλάχιστον μια δεκαετία αργότερα. Διαβάζοντας όλες αυτές τις σύντομες ιστορίες γύρω από έναν δίσκο, μια συναυλία, ένα mix tape που έγραψε για μια κοπέλα (όσοι λατρέψατε το “High fidelity” θα καταλάβετε) ομολογώ πως ένιωσα μια συγκίνηση, ειδικά επειδή για όλους μας η πρώτη γνωριμία μ ένα τραγούδι που μας έκανε να χαμογελάσουμε είναι όντως μια γλυκιά ανάμνηση. Ειδικότερα γιατί πλέον μεγαλώσαμε και δεν είμαστε παιδιά που ανακαλύπτουν είδωλα. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας «Όσο είναι αλήθεια ότι στην ενήλικη ζωή συχνά προσπαθούμε να επιστρέψουμε νοερά στην ξενοιασιά που έχουν διπλωμένη στην κρύπτη της μνήμης οι ανήλικες εποχές […], η μουσική θα παραμένει ένα αλάθητο μονοπάτι προς τα εκεί (167)».

Το άλλο που με κέρδισε στο “Σάμγουερ in ‘80sland” είναι η ικανότητα του Παπαϊωάννου να συλλαμβάνει, εκεί που χρειάζεται και χωρίς να κουράζει, το βαθύτερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό στίγμα ενός καλλιτέχνη ή ενός δίσκου. Είναι όντως πολύ ωραίο και συγκινητικό ακόμα όταν ανακαλύπτεις εκ νέου, μαζί με τον νεαρό πρωταγωνιστή, την hard rock και metal μουσική. Είναι όμως και σημαντικό να έχουμε υπόψη μας και το “bigger picture”. Απ’ αυτή την άποψη, επιστρέφω επανειλημμένως στο κεφάλαιο με τον λιτό τίτλο “Μεγαλώνοντας στη μέση του ‘80”, όπου διαβάζουμε για τον Bruce Springsteen. Σημειωτέον πως μιλάμε για έναν καλλιτέχνη τον οποίο σέβομαι απεριόριστα αλλά που ποτέ δεν με άγγιξε. Το κεφάλαιο ωστόσο για τον Αμερικάνο γίγαντα είναι μάλλον το highlight του βιβλίου για μένα, όπου μιλάει για την μοναδική ικανότητα του Springsteen να ενσαρκώσει τον ψυχισμό της αμερικάνικης εργατικής τάξης, των blue collar workers. Και ύστερα έγινε το αναπόφευκτο: ο blue collar songwriter έκανε εκατομμύρια πωλήσεις και αποστασιοποιήθηκε από την περσόνα του λαϊκού ροκ καλλιτέχνη. Αλλά τελικά είναι ένας γίγαντας για λόγους που ξεπερνάνε τίτλους και ακόμα και πωλήσεις. Όλη αυτή τη πορεία και το στίγμα του Springsteen στις ΗΠΑ και έξω συλλαμβάνει ο Παπαϊωάννου, ως αποστασιοποιημένος ενήλικας και έφηβος παράλληλα που ακούει το “Born in the USA” το 1984, όταν ΠτΔ ήταν ο Σαρτζετάκης και ο Γκορμπατσώφ έκανε την παρθενική του ομιλία ως Γενικός Γραμματέας του ΚΚ.

Τέλος, σε ότι αφορά τις λίγες κοινές αναμνήσεις, δεν μπορώ να αρνηθώ τον παράγοντα νοσταλγία και πόσο σημαντική είναι στο να κρατάει τον ενδιαφέρον του αναγνώστη, όπως ενός θεατή στο σινεμά βλέποντας το “Almost famous”, για να δώσω ένα παρόμοιο κινηματογραφικό παράδειγμα (παραδόξως, ο αφελής ενθουσιασμός του νεαρού πρωταγωνιστή της ταινίας είναι κάτι που συναντά κανείς και στο “80sland”, ένας ενθουσιασμός που τείνει να εξαφανιστεί στην εποχή που διανύουμε). Διαβάζοντας για παράδειγμα για τον νεαρό που ψάχνει αν έχει απομείνει κανένα εισιτήριο για τη συναυλία SAXON στο Happening στην Ομόνοια, χαμογέλασα με μια πικρία. Γεννημένος το 1983, το θυμάμαι το εν λόγω δισκάδικο, τι έχω ψωνίσει εκεί και πως σήμερα απομένουν λίγα τέτοια δισκοπωλεία. Ο Παπαϊωάννου περιγράφει με αμεσότητα επίσης σκηνές όπου η μουσική «καταναλώνεται» σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο, με φίλους και συμμαθητές σαν μια εμπειρία που μοιράζεσαι. Αυτό δεν γίνεται να μην σε βάλει σε σκέψεις για τον κορεσμό που έχει επέλθει σήμερα στην ψηφιακή εποχή που η μουσική ακούγεται συχνά από ένα κινητό, στο δρόμο και σαν μια αποκλειστικά ατομική εμπειρία (ακόμα και στις συναυλίες έχει χαθεί η αίσθηση της κοινότητας με τη χρήση κινητών τηλεφώνων). Το πιο συγκινητικό σημείο είναι μάλλον η γνωριμία με την Μαίρη στην οποία χάρισε μια κασέτα CARS που περιείχε το χιτάκι “Drive”. Η Μαίρη τελικά εξαφανίστηκε και έγινε ένας “perfect stranger” για την οποία μιλάμε πάνω στον άνεμο όπως λέει και το τραγούδι των DEEP PURPLE. Στο τέλος όμως έμειναν οι CARS, έμεινε η μουσική σαν μια σταθερή αναλλοίωτη αξία μέσα στο χρόνο. Άραγε, έχει μείνει κάτι από την αθωότητα και αφέλεια εκείνης της εποχής;

Αναζητήστε λοιπόν το Σάμγουερ in ‘80sland” του Παναγιώτη Παπαϊωάννου. Θα σας ταξιδέψει, θυμίσει, συγκινήσει και, ακόμα και αν δεν είστε νοσταλγικός οπαδός των 80s, το βιβλίο θα σας ψυχαγωγήσει με την αμεσότητα και απλότητα του.

Φίλιππος Φίλης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here