Κάθε φορά που βγάζουν δίσκο οι IN FLAMES και οι DARK TRANQUILLITY, σκέφτομαι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ότι στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους, θεωρούσα πάντα ότι οι DARK TRANQUILLITY, είχαν πολύ περισσότερα περιθώρια πειραματισμού στη μουσική τους, παρόλα αυτά, τελικά νομίζω ότι οι IN FLAMES έκαναν πιο ρηξικέλευθες κινήσεις στον ήχο τους (είτε για καλό είτε για κακό, αυτό εναπόκειται στα γούστα του καθενός). Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι η επιτυχία των IN FLAMES, εδώ και πολλά χρόνια δεν συγκρίνεται με κανένα από τα γκρουπ αυτού που ονομάζουμε Σουηδικό melodeath, αφού ήταν το πρώτο από αυτά τα σχήματα που έκανε το breakthrough στην αμερικάνικη αγορά κι επηρέασε πάρα πολύ ένα σωρό metalcore σχήματα κι όχι μόνο.
Μετά από πολλά χρόνια στη Nuclear Blast, πήγαν στη Century Media και με πολύ μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι πήγαν στην πολυεθνική Sony γι’ αυτό, το ενδέκατο άλμπουμ τους και βαθιά μέσα μου πίστευα ότι δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος που έκαναν κι άλλα σχήματα που έφυγαν από ανεξάρτητες εταιρίες και πήγαν σε πολυεθνικές. Μιλάω για τους PARADISE LOST που φεύγοντας από την Music For Nations έβγαλαν το “Host” στην EMI, σε εντελώς διαφορετικό ύφος, αλλά και οι CRADLE OF FILTH που και αυτοί από τη Music For Nations πήγαν στην επίσης πολυεθνική Sony, κυκλοφορώντας το “Damnation and a day”. Κοινός παρονομαστής; Η εμπορική αποτυχία και το χάσιμο των παραδοσιακών, παλιών οπαδών τους και η σταδιακή επιστροφή στον παλιό κλασικό τους ήχο (τουλάχιστον στο σημείο που μπορούν). Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη των καλλιτεχνών να εκφράσουν τις ανησυχίες τους, οι οποίες πάρα πολλές φορές, δεν είναι ίδιες με τις ανησυχίες των οπαδών τους. Δεν μπορούν όλοι να είναι AC/DC ή MOTORHEAD και στην περίπτωσή μας, οι IN FLAMES εδώ και πολλά χρόνια μας δείχνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να βγάλουν ένα νέο “Whoracle” ή ένα νέο “Colony”, άσχετα αν οι παλιοί οπαδοί τους το αποζητούν μετά μανίας. Το θέμα μου είναι όμως τι συμβαίνει τελικά όταν εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι το συγκρότημα δεν «το έχει» αυτό το στυλ που προσπαθεί να «εγκαινιάσει» ως ένα βαθμό (γιατί το “Songs of a playground fading” εμπεριείχε πολλά από τα στοιχεία που υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό στο “Siren charms”).
Το κύριο θέμα που έχω με το “Siren charms”, δεν είναι το κλασικό που μπορεί να ακούσει κανείς σχετικά με το ότι δεν είναι αρκετά “metal”, πόσο μάλλον “death metal”. Μου είναι παντελώς αδιάφορο τι στυλ παίζει το κάθε συγκρότημα, εφόσον το παίζει καλά, με ποιότητα και σεβασμό. Οι IN FLAMES, έχουν κάποια τραγούδια που θυμίζουν το (όχι πολύ μακρινό) παρελθόν τους, όπως το εναρκτήριο “In plain view” (που έχει και βασικό riff που θυμίζει DREAM THEATER των πρώτων δίσκων τους στη Roadrunner) ή το “Monsters in the ballroom”, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, πειραματίζονται ακόμα και με το gothic (ακούστε πχ τα φωνητικά σε μεγάλο μέρος του “Everything’s gone”). Ιδιαίτερα το “Through oblivion”, το δεύτερο κομμάτι που διέρρευσαν οι IN FLAMES, πάγωσε τον κόσμο και είναι ενδεικτικό του ύφους του “Siren charms”, όχι σε ότι έχει να κάνει με την «σκληράδα» του ήχου, αλλά με τη διάθεση πειραματισμού. Στο “When the world explodes”, για παράδειγμα, υπάρχουν γυναικεία φωνητικά από τη Σουηδέζα σοπράνο, Emilia Feldt (που η αλήθεια είναι ότι δεν με εντυπωσίασαν κιόλας), υπάρχει αρκετά μεγάλη χρήση πλήκτρων και σαφής προσπάθεια για groove και ρεφρέν που μένουν στο μυαλό. Αφήνω στην άκρη τη χορωδία από οπαδούς των IN FLAMES στο πρώτο single, “Rusted nail”, γιατί για εμένα, είναι περισσότερο κίνηση εντυπωσιασμού, παρά ουσίας (αφού θα μπορούσαν να έκαναν μόνοι τους αυτά τα φωνητικά). Ιδιαίτερα αυτή η τελευταία κίνηση, θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως ότι προσπαθούν να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, ώστε να δουν με καλύτερο μάτι τη νέα τους, ενδέκατη δουλειά.
Βασικό μειονέκτημα του δίσκου, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι τα φωνητικά του Anders Friden, τον οποίο θεωρώ ότι είναι και ο βασικός υπεύθυνος για την στροφή στον ήχο των IN FLAMES. Ο λόγος είναι απλός: προσπαθεί να κάνει καθαρά, μελωδικά φωνητικά χωρίς σε καμία των περιπτώσεων να μπορεί να τα αποδώσει όπως πρέπει. Άλλο οι γκαρίλες, άλλο τα μελωδικά φωνητικά. Προσπαθεί να βάλει έκφραση στη φωνή του, το αποτέλεσμα όμως είναι τουλάχιστον μέτριο, below standard που λένε και στο χωριό μου. Το γεγονός ότι στο στούντιο που πήγαν, ηχογράφησαν μεγάλοι τραγουδιστές/ερμηνευτές όπως ο David Bowie, δεν σημαίνει ότι μπορεί κι εκείνος να τραγουδήσει με παρόμοιο τρόπο… Κάτι ακόμα που με ξενίζει, είναι η απουσία του “Jester Head” είτε από κάποιον τίτλο κομματιού αλλά βασικά από το εξώφυλλο, κάτι που πιθανώς δείχνει ότι αποστασιοποιούνται από το παρελθόν τους, χωρίς να υπολογίζουν ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των αναλόγων περιπτώσεων, η επόμενη κίνηση είναι η άτακτη υποχώρηση. Θυμηθείτε για παράδειγμα το “Risk” ή το “Super collider” των MEDAGETH, που και αυτά δεν είχαν τον Vic Rattlehead. Βλέπω λοιπόν, ότι ακολουθούν την πεπατημένη, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα παρομοίων κινήσεων. Οφείλω να ομολογήσω ότι σε γενικές γραμμές, ιδιαίτερα από μουσικής άποψης, βρίσκω το “Siren charms” αρκετά καλό, με το “Dead eyes”, να το θεωρώ από τα καλύτερα τραγούδια της –σπουδαίας- καριέρας τους. Η φωνή του Friden όμως, ρίχνει αισθητά το επίπεδο σε πολλά σημεία που προσπαθεί να κάνει καθαρά φωνητικά.
Ελπίζω να μείνουν σταθεροί στο πλάνο τους και στα μουσικά τους σχέδια, κάνοντας αυτό που πραγματικά γουστάρουν. Η ιστορία έχει δείξει ότι σε όποιες περιπτώσεις κάποια γκρουπ άλλαξαν δραστικά το ύφος τους, έχασαν πολλούς παλιούς τους οπαδούς και δεν κατάφεραν να προσελκύσουν ισάριθμο νέο κοινό, με συνέπεια τη σταδιακή επιστροφή τους στον ήχο που τους καθιέρωσε. Το μόνο που θα ήθελα να συστήσω, είναι να ακούσετε το δίσκο πέρα από προκαταλήψεις του τύπου «δεν είναι αρκετά metal» ή «δεν μοιάζει με τα παλιά τους άλμπουμ». Μόνο έτσι θα μπορέσετε να βγάλετε ασφαλή συμπεράσματα, όποια και να είναι αυτά.
5 / 10
Σάκης Φράγκος