Οι PIG DESTROYER είναι η ιδανική μπάντα για κάποιον που είναι περίεργος – αλλά και θέλει – να τσεκάρει το «level σαπίλας» των αυτιών του, ώστε να κάνει την αρχή σε πιο ακραία ιδιώματα όπως το grindcore… Το οποίο grindcore πολλοί λατρεύουν φανατικά, αλλά ακόμη περισσότεροι λατρεύουν να μισούν, μιας και η ηχητική υπερβολή – «υπερπληροφόρηση» (και στον ελάχιστο δυνατό χρόνο συνήθως) που το χαρακτηρίζει, κυνικά αποκαλείται ως σαματάς! WRONG! Απόδειξη τούτου οι εν λόγω κύριοι, οι οποίοι με δίσκους – κορυφές του είδους (“Terrifyer”, “Phantom Limb”), κατάφεραν με μάγ(κ)ικό τρόπο να μπολιάσουν στη βαρβαρότητά τους τις thrash, hardcore, sludge, ακόμη και heavy metal επιρροές τους και να γίνουν προσβάσιμοι σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Ως γνωστόν, ανήκουν στις μπάντες που δε βιάζονται και μας δίνουν υλικό όποτε ΟΝΤΩΣ έχουν κάτι καλό να πουν και γι’ αυτό δε μας έχουν απογοητεύσει ως τώρα. Μάλιστα αυτή τη φορά, το σύνηθες τριετές κενό από δίσκο σε δίσκο έγινε πενταετία, κάνοντάς μας να περιμένουμε σαν πεινασμένες ύαινες που έχουν μέρες να δουν καμιά αντιλόπη και έχουν λυσσάξει για φρέσκια σάρκα!
Τα πέντε αυτά χρόνια μπορεί να φάνηκαν πολλά, αλλά αν η σάρκα είναι τόσο νόστιμη, χαλάλι τους! Οι μυημένοι υποχθόνια γελούσαν με το που έσκασε το νέο για καινούριο δίσκο, οι δε νέοπες αποκτούν άλλη μία αφορμή για να κάνουν την πολυπόθητη αρχή… Γιατί οι PIG DESTROYER για ακόμη μία φορά δεν απογοητεύουν. Αντιθέτως, μας βάζουν πάλι τα μυαλά στο μπλέντερ, τα ανακατεύουν καλά και μας τα σερβίρουν σε δίσκο (με σεμεδάκι πάντα, sic)! Όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους αμερικάνους και λατρεύουμε, είναι εδώ… Κυριολεκτική βροχή με τέρμα πωρωτικά riffs από τον Scott Hull (λίγοι δίσκοι του 2012 έχουν τόσα πολλά και καλά), beatdowns μέρη που σπάνε μέσες, πελώριο groove, άρρωστα φωνητικά από τον J.R. Hayes, που συνοδεύεται επάξια σε μερικές συνθέσεις από τους Jason Netherton (MISERY INDEX), Richard Johnson και Katherine Katz (both AGORAPHOBIC NOSEBLEED όπως και ο Hull), και Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΟ drumming από τη νέα μεταγραφή Adam Jarvis (MISERY INDEX επίσης). Το groove του “The American’s Head”, το συγκλονιστικό “Eve” με την Katherine να σκίζει το λαρύγγι της σα να μην υπάρχει αύριο, το «πόσα riffs χωράνε σε ένα κομμάτι» “The Diplomat”, το «δε σε αφήνω αν δεν πάθεις αυχενικό» “Valley of the Geysers”, και για να μη καταλήξω σε μια βαρετή track to track ανάλυση, το καλύτερο SLAYER riff που δεν έγραψαν οι SLAYER για φέτος στο τελευταίο “Permanent Funeral”, μας δίνουν εύκολα έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.
Αυτή η μπάντα έχει φτιαχτεί για να προκαλεί και να αυτοπροκαλείται… Η ίδια το δηλώνει άλλωστε! Έδειξε το δρόμο στον ακραίο ήχο στα 00’s αλλά δείχνει πως δεν επαναπαύεται σε αυτό. Για να είμαστε ξεκάθαροι, εδώ δεν κάνουν την υπέρβαση για τρίτη συνεχή φορά, αλλά τη δύσκολη δουλειά τους (που είναι να παραμείνουν στην κορυφή) την καταφέρνουν και με το παραπάνω. Δίσκος τίγκα στην πώρωση, που σου μεταδίδει την ενέργειά του, με πιο “good and clean” παραγωγή σε σχέση με τον πιο «βρώμικο» ήχο του παρελθόντος (κάτι που προσωπικά δε με ξενίζει) και ίσως με λιγότερα ηλεκτρονικά μέρη και samples από τον Blake Harrison (η φωνή στην αρχή του “The Bug” είναι αυτή του Larry King, που διαβάζει ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Tropic of Cancer” του Henry Miller). Με λίγα λόγια μιλάμε για δίσκαρο ολκής, ένα κλικ κατώτερος από τους προκατόχους του, αλλά πολλά κλικ ανώτερος από το 90% των αντίστοιχων κυκλοφοριών εκεί έξω για φέτος! Και στην τελική, μπάντα χωρίς μπάσο που παράλληλα βγάζει τέτοιον μπετόν – αρμέ, groov – άτο ήχο, του κιαρατά ρε φίλε, κάτι παραπάνω έχει για να το καταφέρνει! Παλιοί επενδύστε άφοβα, νέοι αφήστε τους ενδοιασμούς and go for it…
8,5 / 10
Βασίλης Γκορόγιας