
ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “Theatre of pain” – MÖTLEY CRÜE
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1985
ΕΤΑΙΡΙΑ: Elektra Records
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Tom Werman
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Vince Neil
Κιθάρες – Mick Mars
Mπάσο – Nikki Sixx
Τύμπανα – Tommy Lee
Η διετία 1983-1985 θα μπορούσε να είναι μία πολύ καλή περίοδος για τα κακά παιδιά της Sunset Strip, τους glam metal αλητάμπουρες MÖTLEY CRÜE. Έχοντας εμφανιστεί στο περίφημο “US Festival” τον Μάϊο του 1983 και κυκλοφορώντας το “Shout at the devil” τον Σεπτέμβρη του 1983, κατάφεραν να καθιερωθούν ως η πιο δυνατή glam metal μπάντα των ΗΠΑ, ακολουθώντας τον δρόμο που άνοιξαν οι DEF LEPPARD και οι QUIET RIOT στην αρχή της χρονιάς, με τα αριστουργηματικά “Pyromania” και “Metal health”, αντίστοιχα. To “Shout at the devil”, ένα εκρηκτικό μίγμα από heavy metal μουσικές, punk νοοτροπία, σκοτεινά ερμαφρόδιτα look, προκλητικούς στίχους και μία πεντάλφα να εμφανίζεται εδώ κι εκεί, μάζεψε όλα τα κλισέ της εποχής σε μία δουλειά, που μέχρι και σήμερα θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη τους, ενώ εκτός από το παραδοσιακό εφηβικό αγορίστικο metal κοινό, κατάφεραν να βάλουν και τα κορίτσια στο παιχνίδι, ως ανδρόγυνα poster boys, όπως οι glam rockers στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην Βρετανία. Ο κόσμος ήταν επιτέλους έτοιμος για τους MÖTLEY CRÜE και για τα νέα επίπεδα αμαρτωλού ηδονισμού στους οποίους θα κήρυσσε παθιασμένα το συγκρότημα. Με το “Shout at the Devil” είχαν κάνει τόσο μεγάλη αίσθηση, που έφτασαν άνετα στο αμερικάνικο top-20 (νο.17 – 60 θέσεις πιο πάνω από το ντεμπούτο τους), πούλησαν κοντά 4 εκ. δίσκους μόνο στην χώρα τους, ενώ τα τρία single του άλμπουμ μπήκαν όλα στο top-30 του Billboard US Mainstream Rock chart. Έλα όμως που η Μοίρα, την οποία, η αλήθεια είναι, προκαλούσαν ολοένα και περισσότερο, τους επεφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις.
Η μπάντα έσπερνε τον όλεθρο στο πέρασμα της, χάρη στην αγάπη που είχαν στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Και υπήρχαν στιγμές που το παρατραβούσαν, με συνέπειες εξαιρετικά αρνητικές και αμφιλεγόμενες. Χαρακτηριστικά ήταν τα σκηνικά που έλαβαν χώρα στο Monsters of Rock του 1984, στο Donington της Αγγλίας. Οι MÖTLEY CRÜE , που εμφανίζονταν πρώτοι εκείνη την μέρα, φρόντισαν να προκαλέσουν ανοιχτά τα μεγάλα συγκροτήματα εκείνης της ημέρας, τους VAN HALEN και τους AC/DC. Ο τραγουδιστής των CRÜE, Vince Neil, δάγκωσε τον Eddie Van Halen κατά την διάρκεια ενός γεύματος (πεινούσε πολύ φαίνεται), ενώ το ίδιο έκανε ο ντράμερ Vince Neil στον Malcolm Young. O Lee δεν σταμάτησε εκεί, αλλά πλακώθηκε στο ξύλο και με τον frontman των VAN HALEN, David Lee Roth. Τόσο οι VAN HALEN, όσο και οι AC/DC απαίτησαν εν εξάλλω την απομάκρυνση των MÖTLEY CRÜE από το φεστιβάλ, ενώ τους πέταξαν έξω και από το ξενοδοχείο που έμεναν, λόγω των γεγονότων. Γενικά, στα ξενοδοχεία έβγαζαν τα απωθημένα τους οι φίλοι μας, σε σημείο που ο μάνατζερ τους, ο διαβόητος Doc McGhee, πλήρωνε προκαταβολή 40 χιλ. σημερινά Ευρώ, για ό,τι ζημιά μπορούσαν να κάνουν τα μέλη του συγκροτήματος. Ήταν, και με την βούλα πλέον, η πιο επικίνδυνη μπάντα της Αμερικής.
Η έμφυτη τάση τους για καταχρήσεις και φασαρίες δεν είχε καλό τέλος. Τον Δεκέμβριο του 1984, στη μέση ενός ακόμα οργιαστικού πάρτι, ο Vince Neil μπήκε στο αυτοκίνητο του με συνοδηγό τον φίλο του και ντράμερ των HANOI ROCKS, Nicholas “Razzle” Dingley, για να πεταχτούν στην κοντινότερη κάβα για να πάρουν κι άλλα ποτά. Όντας τέρμα σουρωμένος, ο Neil ανέπτυξε ταχύτητα και έπεσε πάνω σε ένα άλλο αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Razzle, ενώ τραυματίστηκαν σοβαρά και οι δύο επιβάτες του άλλο οχήματος, εκ των οποίων μία δεκαοχτάχρονη κοπέλα που έπεσε σε κώμα ένα μήνα. Μέσα σε μία νύχτα, ο τραγουδιστής των MÖTLEY CRÜE βρέθηκε κατηγορούμενος για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και φόνο εξ αμελείας σε τροχαίο. Από τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων, προέκυψε ότι το αλκοόλ στο αίμα του ήταν περίπου δύο φορές επάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Τελικά την γλύτωσε με ποινή-χάδι, πέντε χρόνια με αναστολή, τελικά καταδικασμένος σε 30 μέρες φυλάκιση (από τις οποίες έμεινε μόνο τις 15), αποζημίωση 2,6 εκ. δολαρίων (σε σημερινά χρήματα 7,2 εκ. Ευρώ) στις οικογένειες των θυμάτων και 200 ώρες κοινωνικής εργασίας. Ταυτόχρονα, έβαλε μπρος και την πτώση των ανερχόμενων, τότε, HANOI ROCKS, οι οποίοι σοκαρίστηκαν τόσο πολύ με τον θάνατο του ντράμερ τους, που δεν ανέκαμψαν ποτέ.
Εκτός από τις περιπέτειες του Neil, οι MÖTLEY CRÜE είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλες προκλήσεις. Κάποια στιγμή, μετά την κυκλοφορία του “Shout at the Devil”, οι τρεις νεότεροι του συγκροτήματος σκέφτηκαν να αντικαταστήσουν τον αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία κιθαρίστα τους, Mick Mars, με κάποιον πιο νέο και τεχνικό shredder, όπως ο Yngwie Malmsteen ή ο Jake E. Lee. Δεν προχώρησαν σε κάτι τέτοιο, καθώς ο βετεράνος Mars τους έκοψε την φόρα μονομιάς. Από την άλλη, o μπασίστας και σχεδόν αποκλειστικός συνθέτης της μπάντας, Nikki Sixx, είχε βυθιστεί στην κινούμενη άμμο της ηρωίνης, χάνοντας σταδιακά κάθε έλεγχο πάνω στην εξάρτησή του.
Μέσα σε αυτό το δυσάρεστο κλίμα, το συγκρότημα έπρεπε να μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει ένα ακόμη άλμπουμ. Μπορεί να ήταν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα (όχι με την καλή έννοια) και επιτυχημένα νέα συγκροτήματα, όμως η πραγματικότητα τους είχε χτυπήσει κατάμουτρα και τίποτα δεν εγγυόταν την συνέχεια σε αυτό το καταστροφικό σήριαλ. Η ορμή από το “Shout at the Devil” δεν έπρεπε να χαθεί με τίποτα, όλα κρέμονταν από μια κλωστή.
Το project θα το αναλάμβανε ο Tom Werman, πρώην στέλεχος της Epic Records που ξεκίνησε να κάνει παραγωγή σε άλμπουμ το 1983. Το “Shout at the Devil” ήταν από τις πρώτες του δουλειές, ενώ το 1984 ανέλαβε την παραγωγή των πασίγνωστων “Stay hungry” (TWISTED SISTER) και του “Tooth and nail” (DOKKEN). Τον Ιανουάριο του 1985 κλήθηκε να βάλει μία τάξη στο χάος των MÖTLEY CRÜE και, έτσι, τους μάζεψε στα Pasha Studios (στουντιακό σπίτι των QUIET RIOT) στην Λεωφόρο του Melrose. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν υπό τον τίτλο εργασίας “Entertainment or Death”, αρκετά διαφωτιστικός για την διάθεση της μπάντας εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τον Greg Leon, πρώτο κιθαρίστα των MÖTLEY, πριν έρθει ο Mars στο προσκήνιο, ο Nikki Sixx δεν έπαιξε ούτε μία νότα στο στούντιο. Κατά τα λεγόμενά του, ήταν παρών στις ηχογραφήσεις και έκπληκτος βρήκε κάποιον άλλο μπασίστα (που δεν κατονόμασε) στη θέση του Sixx, ο οποίος, δεν ήταν σε θέση να παίξει, σύμφωνα με τον Werman. Από την πλευρά του Sixx, βέβαια, προκύπτει μία κόντρα μεταξύ του μπασίστα και του παραγωγού που κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο για κακή συνεργασία. O μπασίστας, στο βιογραφικό “The heroin diaries” του 2007 είπε πως ο Werman δεν μπορούσε να τους κουμαντάρει για να κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα μετά το “Shout at the Devil”, ενώ ο παραγωγός τον αντέκρουσε λίγο καιρό αργότερα, λέγοντας πως ο Sixx αποφεύγοντας να αναλάβει τις ευθύνες του, τις μετέθετε στον ίδιο, που ήταν ο εύκολος στόχος.
Από όλη αυτή την δύσκολη διαδικασία, βγήκαν δέκα τραγούδια για την νέα κυκλοφορία. Το δυναμικό “City boy blues” ανοίγει το άλμπουμ επιτυχημένα, ενώ το σύντομο αλλά περιεκτικό “Louder than hell” ακούγεται λες και βγήκε από το προηγούμενο άλμπουμ τους και αυτό γιατί…όντως ήταν ένα τραγούδι που ξέμεινε από το “Shout at the Devil”, με τίτλο “Hotter than hell”. Στο “Keep your eye on the money”, o Sixx μιλάει για το πόσο σημαντικό είναι να μην χάνει κάποιος την στοχοπροσήλωσή του, προσπαθώντας ίσως να ξορκίσει τις δικές τους κακές συνήθειες που τους κρατούσαν πίσω.

Πολύ καλό και το “Tonight (We need a lover)” που μαγνητίζει με το riff και τον ρυθμό του, με άκρως σεξουαλικά προκλητικό στίχο. Για μένα, είναι από τις δυνατότερες στιγμές του άλμπουμ. Το “Use it or lose it” έχει ένα riff που για κάποιο λόγο μου θυμίζει κάτι από το “Child of the damned” των WARLORD (!) και σπιντάρει αρκετά, παίζοντας πολύ στον ρυθμό του “Red hot” από το προηγούμενο άλμπουμ τους. Από την άλλη, το Sabbath-ικό “Save our souls” είναι, μάλλον, μία έμμεση έκκληση του Sixx για σωτηρία από την ηρωίνη και όλο το καταστροφικό lifestyle τους. Για τους fans των θρίλερ, το τραγούδι υπάρχει και στο soundtrack του “Demons”, του πρωτοπόρου Dario Argento. Το ανάλαφρο “Raise your hands to rock” μπλέκει λίγο BAD COMPANY με ρεφρέν από TWISTED SISTER, όμως το πολιτικής χροιάς “Fight for your rights” έχει σίγουρα κάτι από τον ύμνο “Balls to the wall” των ACCEPT, τόσο μουσικά όσο και θεματικά. Ίσως το καλύτερο κλείσιμο για το άλμπουμ.
Φυσικά, τα δυο τραγούδια που έμελλε να σημαδέψουν το άλμπουμ ήταν τα δύο κύρια single του. Πρώτο εξ αυτών, η διασκεδαστική glam διασκευή στο “Smokin’ in the boys room” των BROWNSVILLE STATION, ενός αμερικάνικου συγκροτήματος των 70s που είχαν κάνει αυτή την μία και μοναδική επιτυχία. Η ιδέα να το διασκευάσουν ήρθε από τον Vince Neil, πάνω στην απαίτηση να ηχογραφήσουν ένα hit single άμεσα. Το γνώριζαν καλά τούτο το τραγούδι, αφού είχαν προσπαθήσει να το εντάξουν στο ρεπερτόριό τους με κάποιο τρόπο όταν πρωτοέπαιξαν μαζί, αλλά τότε δεν τους έκατσε και πολύ καλά. Μετά από λίγα χρόνια όμως είπαν να το ξαναδοκιμάσουν και δικαιώθηκαν. Το “Smokin’ in the boys room” έγινε το πρώτο επιτυχημένο τους single στις ΗΠΑ, φτάνοντας στο νο. 16 του Billboard Hot 100. Η αλήθεια είναι πως βοήθησε πολύ και το video clip, που διαδραματίζεται σε ένα σχολείο (όπως και τα “We’re not gonna take it” και “I wanna rock” των TWISTED SISTER, ένα χρόνο πριν) με τον γνωστό από τα 80s ηθοποιό Michael Berryman στον ρόλο του αυστηρού διευθυντή! Να σημειωθεί πως αυτό το video clip, που έπαιζε κατά κόρον στο MTV, δεν γλύτωσε από το άγρυπνο βλέμμα της πουριτανικής οργάνωσης PMRC, η οποία έκανε γνωστά κάμποσα metal τραγούδια μέσω των αρνητικών συστάσεων της.
Αναμφίβολα, όμως, το πιο γνωστό τραγούδι του άλμπουμ και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος, ήταν το “Home sweet home”. Αυτή θα ίσως η πιο αναπάντεχη στροφή των MÖTLEY CRÜE στο ευρύ κοινό και επέβαλλε την power ballad ως το όπλο που θα έφερνε την σκληρή μουσική στις μάζες τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό που έκαναν οι REO SPEEDWAGON με το “Keep on loving you”, οι JOURNEY με τα “Open arms” και “Faithfully”, και φυσικά οι τεράστιοι SCORPIONS με το “Still loving you” (μεταξύ άλλων), το δοκίμασαν και οι MÖTLEY CRÜE το ‘85, με επιτυχία. Κάποιοι έκραξαν το συγκρότημα για χλιαρότητα και ξεπούλημα, με τον Sixx να απαντάει «στην αρχή μας θεωρούσαν δολοφόνους λόγω του “Helter Skelter”, μετά μας είπαν σατανιστές και τώρα μας λένε ξενέρωτους!».
Το “Home sweet home” έγινε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια των 80s, με το video clip να είναι στην κορυφή των πιο περιζήτητων τραγουδιών στο MTV για … ένα τρίμηνο (με το ίδιο το κανάλι να αλλάζει τους κανόνες του εξαιτίας τους και να κρατάει μόνο ένα μήνα τις top παραγγελιές). Επιπλέον, επέβαλλε ως άτυπο κανόνα, την συμπερίληψη ενός τέτοιου τραγουδιού σε κάθε glam metal (και όχι μόνο) άλμπουμ, με αποτέλεσμα να διεισδύσει το είδος ακόμα περισσότερο στο mainstream, στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα. Το “Home sweet home”, έφτασε μέχρι το νο. 89 στα αμερικάνικα charts όταν κυκλοφόρησε, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε ακόμη ψηλότερα, στο νο. 51. Το συγκρότημα το επανηχογράφησε για τους σκοπούς της συλλογής του “Decade of decadence” (1991), όπου σημείωσε ακόμα μεγαλύτερο επιτυχία, αγγίζοντας το νο. 37 στις ΗΠΑ.
Το νέο άλμπουμ βαφτίστηκε “Theatre of pain”, χρησιμοποιώντας τον τίτλο που φύλαγαν για την δεύτερη δουλειά τους πριν τελικά την ονομάσουν “Shout at the Devil”. Στο εξώφυλλο δύο θεατρικές μάσκες, που δείχνουν την κωμωδία (της Μούσας Θάλειας) και την τραγωδία (της Μούσας Μελπομένης), με την τραγική μάσκα, ωστόσο, που φέρει την πεντάλφα, να δακρύζει αίμα, συνειρμικό, πιθανόν, με το δράμα που οι ίδιοι, μέσω των τύψεων και των ανεξέλεγκτων καταχρήσεων, είχαν προκαλέσει στους εαυτούς τους.
Το αφιέρωσαν στην μνήμη του εκλιπόντος και αδικοχαμένου φίλου τους, του Razzle και ήταν ακόμα μία μεγάλη επιτυχία, πηγαίνοντας ακόμα πιο ψηλά στα αμερικάνικα charts και μέσα στο top-10, στο νο. 7, ενώ πούλησε και αυτό πάνω από 4 εκ. αντίτυπα, όσο και το προηγούμενό τους. To “Theatre of pain” έγινε, επίσης, η πρώτη τους κυκλοφορία που μπήκε στα βρετανικά chart, στο νο. 36., ενώ στον Καναδά έγινε τρεις φορές πλατινένιο. Και, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε τον λόγο που πολλά σχήματα στο metal άρχισαν να ενδιαφέρονται λίγο παραπάνω με την φροντίδα και την κυκλοφορία δυνατών singles. Με αυτά τα εφόδια, οι MÖTLEY CRÜE βγήκαν σε παγκόσμια περιοδεία, σαρώνοντας την Ιαπωνία και κλείνοντας στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1986.
Παρά την αδιαμφισβήτητη εμπορική επιτυχία του, το “Theatre of pain” δεν έχει πάρει πολλή αγάπη σε σχέση με τα υπόλοιπα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι CRÜE, τόσο από τους fans, όσο και από την ίδια την μπάντα. Οι πρώτοι το θεωρούσαν κάπως γλυκανάλατο, πολύ «ποζεράδικο» και χωρίς έμπνευση και πρωτοτυπία. Το συγκρότημα μπορεί να είχε κακές αναμνήσεις από την συγκεκριμένη περίοδο ή ίσως να μετάνιωσαν που φαίνονταν πιο glam και ακουγόντουσαν λιγότερο metal σε σχέση με τα δύο πρώτα. Κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει καλύτερα και σίγουρα κάποια άλλα πιο δυσάρεστα να είχαν αποφευχθεί. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως τέσσερις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, το “Theatre of pain” σίγουρα αξίζει μία φρέσκια ακρόαση.
Κώστας Τσιρανίδης














![A day to remember…01/12 [AC/DC]](https://rockhard.gr/wp-content/uploads/2025/12/ACDC-tnt-front-218x150.jpg)
![A day to remember… 30/11 [WATCHTOWER] Watchtower](https://rockhard.gr/wp-content/uploads/2025/11/Watchtower-energetic-front-218x150.jpg)