80’s heavy metal – 1989 Part 1

0
549

Πήρε καιρό να φτάσουμε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80, για να παρουσιάσουμε τα άλμπουμ που βγήκαν εκείνη τη δεκαετία, αισίως όμως φτάσαμε στο 1989 και πιο συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος του αφιερώματος για τους δίσκους που βγήκαν εκείνη τη χρονιά. Οι δίσκοι είναι με αλφαβητική σειρά και πιο συγκεκριμένα είναι 40 τον αριθμό, συμπεριλαμβανόμενων και μερικών μνημείων της μουσικής μας. Αράξτε και απολαύστε!

220 VOLT – “Eye to eye” (Epic Records)
«220 volt νιώθω στο κορμί να με χτυπούν» τραγούδησε το μακρινό 1991 ο David Coverdale της Ελλάδος, Γιάννης Πάριος. Και η μπάντα δεν πάει πίσω. Αν και ξεκίνησε σαν αμιγώς heavy metal συγκρότημα, σταδιακά άλλαξε τον ήχο της για να μετατραπεί σε μια hard ‘n’ heavy μηχανή. Το “Eye to eye” έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας για τη δεκαετία του ’80, καθώς μετά διαλύθηκαν για να τους βρούμε πάλι μπροστά μας δισκογραφικά το 1997 και το 2014! Τέλος πάντων. Όσοι αγαπάτε τους DEF LEPPARD του “Pyromania” και τους IRON MAIDEN τους “Somewhere in time”, τους DOKKEN του “Back for the attack” και τους KINGDOME COME του “…in your face”, σε αυτό το άλμπουμ θα βρείτε την υγειά σας. Οι Σουηδοί τα πάντρεψαν όλα περίφημα και μας τα σέρβιραν σε 11 τραγούδια που ακούγονται «νεράκι» ακόμα και 29 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους. Δεν έχετε παρά να πατήσετε το «play» και να αρχίσει η μαγεία να βγαίνει από τα ηχεία σας. Ότι σας λέω παιδιά!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

ACCEPT – “Eat the heat” (Epic)
Το 1989 βρίσκει τους ACCEPT να απολαμβάνουν την τεράστια επιτυχία που είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι δίσκοι τους αφού είναι αυτοί που μέχρι και σήμερα αποτελούν το σημείο αναφοράς του σχήματος. Ο Udo Dirkschneider, τραγουδιστής που είχε (έχει) συνδέσει το όνομα του με όλα τα τεράστια hits του συγκροτήματος δεν θα κρατούσε το μικρόφωνο της νέας τότε όγδοης προσπάθεια τους “Eat The Heat”. Θέλοντας μάλλον να «μπουν σε μεγαλύτερα σαλόνια» προσλαμβάνουν τον πρωτοεμφανιζόμενο David Reece στα φωνητικά και το αποτέλεσμα είναι μάλλον ότι «χειρότερο/περίεργο» έχει το λογότυπο των ACCEPT σε εξώφυλλο δίσκου. Όλο το album ηχεί σαν Αμερικάνικο hard rock με σαφείς αναφορές στην τότε άκρως ανεπτυγμένη glam σκηνή της δεκαετίας του ‘80. Αν το δεις σαν μια μεμονωμένη δουλειά, και φυσικά αρέσκεσαι στο εν λόγω ύφος, δεν θα απογοητευτείς αφού οι συνθέσεις άσχημες δεν είναι. Τουναντίον, είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που άλλοι «έχτισαν» καριέρα με αυτά και μνημονεύονται μέχρι και σήμερα. Απλά όταν τα τραγούδια σε όλο το δίσκο φέρνουν στο μυαλό σχήματα όπως οι QUIET RIOT, CINDERELLA, MOTLEY CRUE, RATT κλπ δεν θέλει και πολύ σκέψη ότι δεν έχεις συνηθίσει κάτι τέτοιο από τους ACCEPT και απορείς εν μέρη για το όλο εγχείρημα. Το album μάλλον ήταν μια πολύ «ηχηρή σφαλιάρα» για το σχήμα αφού μεσολάβησαν 4 χρόνια (διάστημα πολύ μεγάλο αν δει κανείς την συχνότητα που υπήρχε μεταξύ των προηγούμενων δίσκων) μέχρι την επομένη δουλειά τους, το 1993, όπου ο Udo ξανά ανέλαβε το μικρόφωνο και οι συνθέσεις επανήλθαν στο γνώριμο “heavy metal to the bone” ύφος του σχήματος. Από ότι φάνηκε το “Eat The Heat” ήταν μια πολύ μικρή άτυχης παρένθεση στην πλούσια δισκογραφία του σχήματος.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

ACID REIGN – “The fear” (Under One Flag)
Πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν το thrash metal παρουσίαζε άνθηση κυρίως στην Αμερική και τη Γερμανία, η Μ. Βρετανία πάσχιζε να αποδείξει ότι είχε κι αυτή ακραία σκηνή, η αλήθεια είναι όμως ότι σχεδόν από την εποχή των VENOM και των ONSLAUGHT είχε να μας παρουσιάσει κάτι πραγματικά σπουδαίο και μεγάλο. Κάπου εκεί, ξεπετάχτηκαν οι SABBAT (των Martin Walkyier και Andy Sneap), οι XENTRIX και κατά δεύτερο λόγο οι SACRILEGE, οι ΡΕ-ΑΝΙΜΑΤΟΡ και οι CEREBRAL FIX. Μέσα σ’ αυτήν τη φούρια, είχαμε και την άφιξη των ACID REIGN. Με διαφημίσεις σε όλα τα περιοδικά του κόσμο για το EP του 1988, με τίτλο “Moshkinstein”, προσπάθησαν να παίξουν ένα crossover thrash, που έφερνε στους ANTHRAX, κάνοντας και μία μασκότ που έμοιαζε με τον “Not”. To “Goddess” από εκείνο το EP ξεχώριζε μακράν, χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο ιδιαίτερο. Το ντεμπούτο τους, “The fear”, ήταν ένα πραγματικά μέτριο άλμπουμ, πιο μέτριο κι από τον φρέντο εσπρέσο που πίνω. Τιγκαρισμένο στα κλισέ της εποχής, από τους στίχους, μέχρι και το χιούμορ (το “You never know” που ανοίγει τον δίσκο, έχει το γκρουπ να γκαρίζει “You never know where the nipples will strike” και μετά ακούγονται ρεψίματα και γέλια!!!) και από μουσική, τίποτα το ιδιαίτερο, λίγο ANTHRAX, λίγο S.O.D., λίγο D.R.I., πολύ μετριότητα. Μη μασάτε. Δεν ήταν όλα τα thrash γκρουπ που βγήκαν στα 80’s αξιόλογα. Υπήρξε και αρκετή σαβούρα και καλό θα ήταν, όσοι αγοράζετε ακόμα, να μείνετε μακριά.
Σάκης Φράγκος

 

AEROSMITH – “Pump” (Geffen)
“Λένε ότι από την στιγμή που ξεκινάς τα ναρκωτικά, μέχρι να τα σταματήσεις, είναι χρόνια που σαν να σβήνονται από την ζωή σου, σαν να μην μετράνε. Οπότε στην δική μου περίπτωση, όντας 42 χρονών και 3 χρόνια απεξαρτοποιημένος, αν σβήσω τα χρόνια του εθισμού, είμαι μόνο 19 χρονών!” λέει κάποια στιγμή ο Steven Tyler σε μια συνέντευξη της εποχής του δίσκου. Σε αυτή την ηλικία λοιπόν, τόσο αυτός, όσο και οι υπόλοιποι είναι γεμάτοι ενέργεια (συνθετικά, σεξουαλικά, καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά) και αυτό είναι έκδηλο στον τίτλο του “Pump” και σε καθένα από τα 10 τραγούδια του.
Είμαστε στο 1989, οι AEROSMITH έχουν καθαρίσει, έχουν πίσω τους ήδη μια επιτυχημένη κυκλοφορία του “Permanent vacation”, έχουν ωριμάσει ώστε να είναι πιο ανοιχτοί στην κριτική που οι ίδιοι ασκούν μεταξύ τους και αυτή η ωριμότητα, έτυχε να συνάδει με την μόδα της μουσικής βιομηχανίας για hard rock και γυαλισμένη παραγωγή. Το “Pump” ήταν μια συνταγή δουλεμένη, ταιριαστή αλλά έμελλε να είναι και διαχρονική επειδή έχει μέσα της ποιότητα και απίστευτες ερμηνείες.
Οι AEROSMITH και ιδιαίτερα ο Steven Tyler δεν γνωρίζουν την λέξη μετριοφροσύνη κι επειδή η αλαζονεία με την αυτοεκτίμηση μπορεί να απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους, πιστεύω πως σε αυτό το άλμπουμ κατάφεραν να φτάσουν την κορυφή τους λόγω της δικής τους αυτοπεποίθησης και της αποφασιστικότητάς τους. Τραγούδια όπως το “Young lust”, “F.I.N.E” ή “Love in an elevator” ευθέως εξωτερικεύουν την σεξουαλικότητα της μπάντας, με τόσο σιρόπι που να μην ξεκολλήσεις ποτέ. Από την άλλη όμως, υπάρχει το “Janie’s got a gun”, ένα από τα αριστουργήματά τους, που αναφέρεται στην οπλοκατοχή και παράλληλα είναι άκρως εμπορικό. Διαλέγουν να κλείσουν το άλμπουμ με την μπαλάντα “What it takes”, έτσι… επειδή μπορούν! Τέλος θα αναφερθώ στο “Monkey on my back” το τραγούδι που μιλά για την απεξάρτηση, την δική τους, αλλά και γενικότερα. Ένα θέμα, που όπως οι ίδιοι παραδέχονται, τους έφερε στην ίδια πλευρά (της καταπολέμησης δηλαδή των ναρκωτικών και του αλκοολισμού) με την κυρία Gore (πρόεδρο τότε του PMRC, που λογόκρινε δίσκους και έκανε προπαγάνδα ενάντια του rock) αλλά από την άλλη, χρησιμοποιώντας υβριστικούς στίχους, τους φέρνει και αντιμέτωπους. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση πάλης με το κατεστημένο.
Τελικά, σήμερα, 30 χρόνια μετά, το “Pump” παραμένει ένας από τους καλύτερους hard rock δίσκους, με μουσικά διαμάντια που βγήκαν στην επιφάνεια χάρη της αξίας πολλών εξαιρετικών προσωπικοτήτων τόσο εντός της μπάντας, όσο και εκτός (Mike Fraser-μίξη, Bruce Fairbairn-παραγωγή, Desmond Child, John Kalodner, Tim Collins, Jim Vallance).
Επιστρέφοντας στην συνέντευξη με την οποία ξεκίνησε το κείμενο, ο Tyler παραδέχεται “αυτό που μου έλειψε περισσότερο στα 23 χρόνια που έκανα ναρκωτικά, είναι το μυαλό μου!” Εμείς Steven το χάσαμε ακούγοντας το “Pump”
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

ALICE COOPER – “Trash” (Epic)
Πετυχημένο, πλατινένιο, ραδιοφωνικό, μοντέρνο, χλευασμένο και ό,τι άλλο θέλετε. Αυτό είναι το “Trash”. Ο δίσκος που επαναπροσδιόρισε την καριέρα του Alice Cooper. Στα 42 του χρόνια και με τον 18ο δίσκο του σε 20 χρόνια καριέρας, είναι ένα τρανό επίτευγμα να καταφέρνει να επανιδρύσει το μουσικό του ύφος, αλλά και να δημιουργήσει τις συνθήκες για έναν από τους πιο εμπορικά επιτυχημένους δίσκους του 1989.
Βέβαια σε μια ακμάζουσα μουσική βιομηχανία του rock, οι κινήσεις ήταν μελετημένες. Ο Alice Cooper και η Epic, που του είχε μόλις στρώσει αρκετά χρήματα σαν χαλί, στο νέο του συμβόλαιο, φρόντισαν για τα καλύτερα συστατικά που κυκλοφορούσαν στην αγορά εκείνη την εποχή. Με το τιμόνι της παραγωγής να ανατίθεται στον Desmond Child, τον Μίδα της εποχής εκείνης κι έναν υπέρογκο προϋπολογισμό, το μόνο που έμενε ήταν να πειστεί και ο ίδιος ο Cooper για το πείραμα.
Ο ίδιος έχει δηλώσει πως όταν έμαθε πως όλες οι επιτυχίες που έπαιζαν στο ραδιόφωνο είχαν το άγγιγμα του Desmond Child, ήξερε πως έπρεπε να συνεργαστεί μαζί του. Βλέπετε οι τελευταίες του κυκλοφορίες δεν είχαν ανάλογα αποτελέσματα και η αλήθεια είναι πώς του είχε λείψει η γλύκα της δημοτικότητας. Η MCA, που είχε προσπαθήσει να εκσυγχρονίσει τον ήχο και το image του, δεν είχε καταφέρει να δει εμπορικά το αντίκτυπο της επένδυσής της και με μόλις 2 άλμπουμ εκεί, ο Alice βρήκε νέα στέγη στην Epic, πεισμώνοντας.
Το “Trash” από τις πρώτες νότες του “Poison” που ανοίγει το άλμπουμ, μέχρι τις τελευταίες νότες του “I’m your gun” που τον ολοκληρώνει, φωνάζει glam, με ήχο που σε κάνει να γλιστράς από την γυαλάδα του και μελωδίες που ο άρχοντας του shock rock δεν φανταζόταν ποτέ πως θα τραγουδούσε. Μπορεί η φωνή να μην ήταν ποτέ το φόρτε του, αλλά ο Alice Cooper είχε πάντα τσαμπουκά, κι αυτός ελάχιστα αποτυπώθηκε στο “Trash”, σε μουσικό τομέα. Πέραν των δερμάτινων που φορούσε στο εξώφυλλο και στα βίντεο, αλλά και το μικρό μαστίγιο που αποτελούσε μόνιμο αξεσουάρ, τα τραγούδια του ήταν σκέτη ζάχαρη. Έτσι κόλλησε το MTV και μαζί του όλοι μας.
Ο Child έφερε μαζί του τους αγαπημένους του συνεργάτες εκείνης της περιόδου AEROSMITH και BON JOVI, οι οποίοι έγραψαν ή συμμετείχαν στο άλμπουμ, για να ανεβάσουν και το αγοραστικό ενδιαφέρον. Το άλμπουμ παράγει 4 επιτυχημένα singles (“Bed of nails”, “Poison”, “Only my heart talkin’” και “House of fire”), αλλά περιλαμβάνει άλλα τόσα εξίσου δυνατά ( “Spark in the dark”, “Trash”, “Hell is living without you”, “Why trust you”) με αποτέλεσμα να μιλάμε για την μοναδική τόσο ολοκληρωμένη δουλειά του Αμερικάνου θρύλου, που για την εποχή της, ακουγόταν απόλυτα σύγχρονη. Υπάρχουν πολλά trivia για το “Trash” και τελικά ο δίσκος πραγματικά δεν αντανακλά τον τίτλο του. Ακόμα και σήμερα στέκεται καλά και κάνει όλους του τους συντελεστές να τον αναπολούν.
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

ANNIHILATOR – “Alice in hell” (Roadrunner)
Οι ANNIHILATOR είναι η χαρά του πρωτοδισκάκια. Αν και από το “Set the world on fire” και μετά κυκλοφόρησαν πολλούς καλούς και αξιόλογους δίσκους, η επιτυχία των “Alice in hell” και “Never, neverland” δεν ξεπεράστηκε ποτέ, με αποτέλεσμα 29 χρόνια μετά να έχουμε ακόμα αυτούς τους δύο δίσκους ως σημεία αναφοράς για το συγκρότημα. Ειδικά για το “Alice in hell” μπορούμε να πούμε ότι είναι πιο σημαντικό άλμπουμ, γιατί είναι και ο παρθενικός δίσκος με τον οποίο μας συστήθηκε ο Jeff Waters και το συγκρότημα του.
Ένας δίσκος που από την πρώτη στιγμή εδραίωσε τον Jeff Waters ως έναν αριστουργηματικό κιθαρίστα, που γεμίζει τα τραγούδια του με τρελά leads, ατελείωτο shredding και με δυναμική ισάξια των thrash metal συγκροτημάτων, που όταν κυκλοφόρησε το “Alice in hell” το ’89, αυτά είχαν ήδη βγάλει τα άλμπουμ-σταθμούς της καριέρας τους. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο θα ήταν όταν τα “Master of puppets”, “Reign in blood”, “Peace sells.. but who’s bying?”, “Spreading the disease”, “The legacy” και “Bonded by blood” είχαν ήδη κυκλοφορήσει, να έρχεται ένα συγκρότημα από τον Καναδά, με ένα μόνο demo που έχει συζητηθεί πολύ στους κύκλους του underground, και να σκάει με αυτή την speed thrash δισκάρα και να προκαλεί πανικό!
Μία δισκάρα η οποία στιχουργικά αναφέρεται στο ανθρώπινο μυαλό και την ανισορροπία που μπορεί να πάθει αυτό. Ένα θέμα που ο Jeff Waters κατάφερε να περάσει στην μουσική του με τα μουρλά του riffs. Αρκεί να ακούσει κανείς το αρρωστημένο riff στην μέση του τραγουδιού “W.T.Y.D.” ή το εισαγωγικό riff του “Alison hell”, για να νιώσει την τρέλα και την ενέργεια που κουβαλάει μαζί του αυτό το άλμπουμ. Μακελειό βέβαια προκαλούν και τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου με τα “Wicked mystic”, “Burns like a buzzsaw blade”, “Word salad”, “Schizos (are never alone)”, “Ligeia” και τον δυναμίτη “Human insecticide”, να ξεχωρίζουν. Μόλις όμως συνειδητοποίησα ότι ανέφερα όλα τα τραγούδια του δίσκου. Ε και; Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ 10/10 με όλα τα τραγούδια να παίρνουν άριστα με τόνο!
Δημήτρης Μπούκης

 

ARTCH – “Another return” (Metal Blade)
Σε συζητήσεις με φίλους αναφέρομαι πάντα ότι όσα groups κατάγονται από την Σκανδιναβία, σε όλα τα είδη της μουσικής, είναι κάτι παραπάνω από ταλαντούχα. Ειδικά οι Σουηδοί έχουν μάλλον «το κοκαλάκι της νυχτερίδας» αφού ότι παράγουν είθισται να είναι σχεδόν τέλειο. Οι γείτονες τους, Νορβηγοί ARTCH, είναι η μεγάλη παράλειψη του αφιερώματος που κάναμε σαν Rock Hard στην προηγούμενη χρόνια το 1988, αφού τότε κυκλοφόρησε η πρώτη δουλειά τους. Έτσι σκεφτήκαμε να το βάλουμε εμβόλιμα στο 1989 αφού δεν γίνεται να λείπει αυτό το μουσικό διαμάντι από ένα αφιέρωμα.
Οι ARTCH πήραν το όνομα τους από τα αρχικά της κάθε λέξης του πρώτου τραγουδιού με τίτλο “Another Return Τo Church Hill”, της παρθενικής τους κίνησης “Another Return”. Τα μέλη που απάρτιζαν το σχήμα, γοητεύονταν από την έννοια της γενικότερης μετενσάρκωσης και πόσο οι άνθρωποι στρέφονται γύρω από την εκκλησία σε όλη την ζωή τους μέσω των βαφτίσεων, της Θειας Κοινωνίας το Πάσχα, των γάμων, των κηδειών κλπ. Σίγουρα αρκετά εύστοχη και ευφάνταστη προσέγγιση για όνομα είτε πιστεύει κάποιος είτε όχι. Οι ARTCH, αν και Σκανδιναβοί μάλλον θα είχαν ζήσει σαν μουσικοί στην προηγούμενη ζωη τους στην Αμερική. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι όλο το album θυμίζει μια Αμερικάνικη heavy/power μπάντα και όχι μια Ευρωπαϊκή. Ακούγοντας τους θα σου έρθουν άμεσα στο μυαλό groups όπως οι ARMORED SAINT, VICIOUS RUMORS, METAL CHURCH, JAG PANZER, ANVIL της πρώτης περιόδου, LIZZY BORDEN. Κατάφεραν να συνθέσουν ναι μεν mid tempo τραγούδια χωρίς γρήγορα ξεσπάσματα αλλά με στακάτα μελωδικά ριφ, ωραία θεατρική ατμόσφαιρα ανά στιγμές, μουσική εξέλιξη που δεν σε άφηνε να θες να ακούσεις το επόμενο τραγούδι χρονικά πιο γρήγορα και πολύ «τσαγανό» όπως ήταν σχεδόν όλα τα album του Αμερικανικού power metal της εποχής αλλά και της δεκαετίας. Τραγούδια όπως το προαναφερθέν εναρκτήριο, το “Metal Life” και “Shoot To Kill” δεν νομίζω ότι έλειπαν από καμία συλλογή σε κασέτα οπαδού από το 1988 και για πολλά χρόνια μετά. Δυστυχώς πέρα από άλλη μια πολύ καλή δισκογραφική δουλειά 3 χρόνια μετά, χάθηκαν και αυτοί «αφήνοντας» μας ως κληρονομιά τα albums τους, ειδικά αυτό που παρουσιάζουμε εδώ.
Θοδωρής Μηνιάτης

 


A.S.A.P. – “Silver and gold” (E.M.I.)
H “7th tour of a 7th tour” μόλις έχει τελειώσει και οι IRON MAIDEN, που ήταν πάνω στις δόξες τους, απολαμβάνουν την εξάμηνη άδεια που έχει δώσει ο αρχηγός για να γεμίσουν οι μπαταρίες και να ξαναμπούν στο στούντιο. Οι Adrian Smith και Nicko McBrain αρχίζουν να βαριούνται και αρχίζουν και τζαμάρουν με αποτέλεσμα να «γεννηθούν» τα πρώτα τραγούδια των A.S.A.P. Ο Smith αποφασίζει να κυκλοφορήσει τα τραγούδια σε μορφή κανονικής κυκλοφορίας, φτιάχνει την μπάντα εν μία νυκτί και να σου το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ. Όσοι δεν το έχετε ακούσει θα εκπλαγείτε από το ύφος των τραγουδιών που ουδεμία σχέση έχει με τους Βρετανούς Θεούς του metal. Ο Smith μας παρουσιάζει ένα καλοπαιγμένο A.O.R. βρετανικού χαρακτήρα, με τα πλήκτρα σε ρόλο background αλλά και πρωταγωνιστικό παράλληλα, λίγες και μεστές κιθάρες, μελωδίες και την υπέροχη αγριάδα στη φωνή του. Σίγουρα δεν ήταν το άλμπουμ που έκανε κρότο, σε αντίθεση με την προσπάθεια του Bruce Dickinson. Το άλμπουμ είναι πάρα πολύ καλό, «έξυπνο» και δείχνει τα διαφορετικά ακούσματα που είχαν τα μέλη της μεγαλύτερης μπάντας του πλανήτη. Τα τραγούδια είναι «ταξιδιάρικα», ορισμένα σε μελαγχολούν, άλλα σε κάνουν να χαμογελάς, άλλα σε προβληματίζουν και πάει λέγοντας. Και μη ξεχνάμε πως ήταν και η αρχή του τέλους του Adrian Smith από τους IRON MAIDEN, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 


ATHEIST – “Piece of time” (Active)
Τότε, την εποχή που όποιος είχε κανένα περίεργο demo, μαζευόμασταν και ακούγαμε ότι καινούργιο υπήρχε, ένας παλαβός φίλος είχε μία συλλογή με νέα death metal σχήματα. Εκεί έπαιζαν κάτι τυπάδες, με το όνομα XECUTIONER, όπου είχαν το “Find the arise” εκτός των άλλων (καταλάβατε ότι επρόκειτο για τους OBITUARY), κάτι τυπάδες με το όνομα SADUS (αυτό έμεινε ανέγγιχτο), αλλά το έτερο κομμάτι που ξεχώρισα, ήταν το “On they slay” από τους R.A.V.A.G.E. (Raging Atheists Vowing A Gory End). Λίγο καιρό μετά, άκουσα για ένα σχήμα, τους ATHEIST, που έπαιζαν πολύ τεχνικό death metal και ήταν από τη Florida και τότε μάζευα σχεδόν ότι έβγαινε από death metal εκείνης της περιοχής σε παραγωγή του Scott Burns. Είχε και εξώφυλλο από τον Ed Repka, η αλήθεια όμως είναι ότι το μόνο που θύμιζε την τεχνοτροπία του, ήταν το χρώμα του “Piece of time” που ήταν σαν το “Peace sells… but who’s buying?”. Και βάζω το βινύλιο. Και πάρτα στη μάπα. Τεχνικό death metal, με κάποιες thrash καταβολές κι ένα μπάσο που ΤΣΑΚΙΖΕ. Καπάκια μετά το ομώνυμο κομμάτι, το “Unholy war”. 2-0. Και η έκπληξη; 4ο τραγούδι, το “On they slay”!!! Ώπα ρε φιλαράκι, αυτοί ήταν οι R.A.V.A.G.E. που είχα ακούσει 1-2 χρόνια πριν. Μιλάμε συνολικά για έναν από τους αγαπημένους μου all-time death metal δίσκους! Ο Roger Patterson, ο μπασίστας τους, υπήρξε από τους ελάχιστους μπασίστες που έκαναν τόσο αισθητή την παρουσία τους, τόσο με τον ήχο όσο και με την απαράμιλλη τεχνική τους. Σαν κι αυτόν, μόνο ο Webster των CANNIBAL CORPSE και ο DiGiorgio. Ουδείς άλλος στον ακραίο χώρο. Τι κρίμα, που λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και χάσαμε ένα τεράστιο ταλέντο… Βέβαια, ο ηγέτης του σχήματος, ο Kelly Schaefer (κιθάρα και φωνητικά), όντας και ο βασικός συνθέτης, συνέχισε, βγάζοντας τουλάχιστον έναν ακόμα κορυφαίο δίσκο (το “Unquestionable presence”) κι ευτυχώς, είχαμε την ευκαιρία να τους δούμε (αν και με αντίξοες συνθήκες λόγω του καύσωνα που επικρατούσε στην Αθήνα εκείνη την περίοδο), οπότε βάλαμε ένα tick ακόμα στο κουτάκι με ανεκπλήρωτες επιθυμίες στο metal. Το “Piece of time”, έχει επανακυκλοφορήσει από τη Relapse, οπότε δεν χρειάζεται να δώσετε και μία περιουσία να το αποκτήσετε. Πολύ μπροστά!
Σάκης Φράγκος

 

ATTACK – “Destinies of war” (ZYX Metallic)
Θυμάμαι σαν τώρα πόσο κατά την διάρκεια της εφηβείας μου με συνέπαιρνε ένα εξώφυλλο δίσκου, και για κάποιες επιλογές που ήταν σε λογική τιμή, αποτελούσε τον πρώτο λόγο αγοράς ενός βινυλίου. Τα τότε χρόνια στο 85%+ το ύφος και στυλ του εξωφύλλου απεκάλυπτε και το είδος μουσικής του καλλιτέχνη. Οι ATTACK ήταν ένα από τα συγκροτήματα που ψάχνοντας για άλλα albums το μάτι σου δεν μπορούσε να μην «πέσει» πάνω σε ένα εξώφυλλο τους. Ευτυχώς τήρησαν τον παραπάνω άτυπο κανόνα αφού κάθε album τους διακατέχεται από υψηλό μουσικό περιεχόμενο.
Το “Destinies Of War”, ήταν η τρίτη δισκογραφική κίνηση του group, και για τον γράφοντα, η καλύτερη από όλες σε σύνολο αγαπημένων τραγουδιών, κερδίζοντας την πρωτιά στις λεπτομέρειες. Όντας άλλο ένα σχήμα από την Γερμανία, πυλώνα του μεταλλικού ήχου την δεκαετία του 1980, απλά έκανε αυτό που «ήξερε» καλύτερα. Βασισμένοι σε όλα τα κλασικά heavy metal στοιχεία που έχουν οριοθετήσει το είδος, πρόσθεσαν εντέχνως epic και πιο speed στοιχεία και δημιούργησαν συνθέσεις ωδή στο heavy metal. Τραγούδια όπως τα “Wonderland”, “Back To Attack”, “You’re Not Free”, “Live Or Die” και “Death Rider” απλά δεν ξαναγράφονται και δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν το συνθετικό μεγαλείο τους. Και αν όλα αυτά σας φαίνονται υπερβολικά ή «βαρύγδουπα» απλά ακούστε τις και θα με θυμηθείτε. Οι ATTACK, προσωπικά, θα μνημονεύονται πάντα από όλους όσους αγαπούν το καλοπαιγμένο heavy metal για δυο λόγους: για τις απίστευτα «αέρινες» κιθαριστικές μελωδίες σε όλες τις συνθέσεις, που δεν μπορούσαν παρά να σε ξεσηκώσουν και να είσαι σε μια συνεχή ψυχολογική διέγερση κατά την ακρόαση και για τον τραγουδιστή και ηγέτη του group, Ricky Van Helden, μια από τις ωραιότερες και εκφραστικότερες φωνές που έχει το ιδίωμα. Ειλικρινά είναι κρίμα που το συγκρότημα δεν έγινε ποτέ «μεγάλο», αλλά τουλάχιστον μας χάρισε μόνο ποιοτικά albums που δεν πρέπει να λείπουν από μια συλλογή ενός υγιώς σκεπτόμενου οπαδού.
Θοδωρής Μηνιάτης

 

AUTOPSY – “Severed Survival” (Peaceville Records)
Συνώνυμο του Death Metal στο λεξικό μου, οι AUTOPSY σχηματίστηκαν το 1987 από τους Chris Reifert και Eric Cutler, έπειτα από την αποχώρηση του πρώτου από τους DEATH, αφού είχε παίξει τύμπανα για το “Scream Bloody Gore”. Όντας από τις πρώτες και πιο επιδραστικές (ρωτήστε τους Σουηδούς ομοϊδεάτες τους για το πόσο ο ήχος των AUTOPSY επηρέασε την σκηνή τους) death metal μπάντες στην Αμερική, με μερικά από τα κομμάτια του “Severed Survival” να υπάρχουν ήδη σε ηχογράφηση από το 1987, ο ήχος τους ήταν ίσως ό,τι πιο heavy και σάπιο είχε ακουστεί εκείνη την εποχή στο metal underground. Ή αν όχι ό,τι πιο σάπιο τουλάχιστον έστεκε με ευκολία στην πρώτη γραμμή. Στο ντεμπούτο τους “Severed Survival”, ενώ οι επιρροές από τους DEATH είναι αδιαπραγμάτευτες όσο και λογικές, ο ήχος του ήταν μοναδικός και αναγνωρίσιμος. Τα φωνητικά ακούγονταν πιο απεγνωσμένα, το τύμπανα πιο οργανικά και άμεσα, το μπάσο (από τον παιχταρά Steve Diorgio) είχε πρωταγωνιστικό ρόλο όσο αφορά την μίξη και οι κιθάρες ηχούσαν ωμές αλλά πιασάρικες, με τα χαρακτηριστικά φρενήρη σόλο πάνω από τα γρήγορα thrash beats να είναι συνώνυμο της “παλιομεταλλικής” πώρωσης. Αυτά σε συνδυασμό με την gore θεματολογία και την αφαιρετική, άτσαλη και “in your face” λογική του punk είχαν ως αποτέλεσμα να πιάσουν το παρακμιακό feeling του είδους όσο κανείς άλλος. Και ενώ το “Severed Survival” αποτελεί ένα από τα αξεπέραστα death metal ντεμπούτα όλων των εποχών, το magnum opus τους θα ερχόταν 2 χρόνια αργότερα, όταν και βρήκαν τον πραγματικό τους ήχο, εμβαθύνοντας περισσότερο στο doom των BLACK SABBATH και των Ευαγγελιστών τους, χωρίς να θυσιάζουν σημαντικό κομμάτι από την thrashy/punky πλευρά τους.
Νίκος Χασούρας

 

BAD ENGLISH – “Bad English” (Epic)
Η επιτομή του απολύτως ραφιναρισμένου και καλογυαλισμένου AOR! Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το ντεμπούτο των BAD ENGLISH οι οποίοι στο σύντομο πέρασμά τους από τη δισκογραφία κατάφεραν και μας πρόσφεραν ένα αριστουργηματικό άλμπουμ και ένα πολύ καλό –αν και όχι ισάξιο- διάδοχο. Τα μέλη του αμερικάνικου supergroup δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις και έτσι ο Jonathan Cain επανασυνδέεται με τα φιλαράκια του από τους THE BABYS (John Waite & Ricky Phillips) ενώ οι Neal Schon & Deen Castronovo συμπληρώνουν το εντυπωσιακό line-up.
Όλες, μα όλες, οι συνθέσεις είναι αψεγάδιαστες με την παραγωγή του Richie Zito να είναι κρυστάλλινη και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα τεχνολογικά εργαλεία της εποχής (αλλά και το πλουσιοπάροχο budget της Epic). Ήταν τόσο μεγάλος ο ντόρος γύρω από το συγκρότημα ώστε το promotion της Epic ήταν σεμιναριακό με αποτέλεσμα τα 6 (!) singles που κυκλοφόρησαν να σημειώσουν όλα μεγάλη επιτυχία με προεξέχον φυσικά το “When I see you smile” που εκτοξεύτηκε στην κορυφή του Billboard.
Δεν θέλω να κάνω ειδική αναφορά στα κομμάτια γιατί όλα ήταν φανταστικά αλλά θα ήταν σίγουρα παράλειψη εάν δεν αναφέραμε ότι το “Best of what I got” συμπεριλήφθηκε στην ταινία “Tango & Cash” (έστω και στα rolling credits). Δυστυχώς η πορεία των BAD ENGLISH δεν κράτησε πολύ και το “Backlash” που ακολούθησε δεν έφερε τα ίδια νούμερα πωλήσεων με το αγοραστικό κοινό να στρέφεται στο grunge και σε πιο εναλλακτικά μουσικά μονοπάτια στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Ο Schon με τον Castronovo πήγαν στους HARDLINE, o Phillips συνέχισε τα session works, o Waite τη solo καριέρα του και ο Cain περίμενε την επανασύνδεση των JOURNEY η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά το 1996.
Σάκης Νίκας

 

BADLANDS – “Badlands” (Atlantic)
Αυτός ο κακομοίρης ο Jake E. Lee, δεν δικαιώθηκε ποτέ για το πόσο καλός κιθαρίστας είναι. Μετά από δυο εκτυφλωτικές κιθαριστικές δουλειές, απολύθηκε (ή μάλλον λυτρώθηκε;) από τον Ozzy με ένα απλό τηλεγράφημα, αφού προηγουμένως κάπου το 1982, είχε τολμήσει να απορρίψει την πρόταση του Dio να μπει στο σχήμα του. Και κατόπιν έκανε τους BADLANDS! Σήμερα με την σύνθεση που είχαν τότε, θα τους αποκαλούσαμε super group, εκείνα τα χρόνια όμως ήταν απλά οι BADLANDS και ήταν μια μπάντα που τόλμησε να μην παίξει hair metal! Πρώτα από όλα, ήταν έκπληξη το ότι έκαναν ένα πισωγύρισμα στον ήχο τους και ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη πως το άλμπουμ δεν είναι εμπορικό, δεν είναι εύκολο στο άκουσμα, δεν είναι καλογυαλισμένο. Είναι αρκούντως τσαμπουκαλεμένο seventies hard rock, με πολλές blues και southern rock επιρροές, εντελώς εκτός κλίματος το 1989. Δε τα έκανες εύκολα αυτά τα πράματα τότε, δε σε άφηναν και οι εταιρίες να τα κάνεις να λέμε και την αλήθεια. Όμως οι BADLANDS το έκαναν και το έκαναν σωστά. Στάθηκαν τυχεροί στο ξεκίνημα της καριέρας τους και αυτό είχε ξεκάθαρα να κάνει με την ποιότητα της μουσικής τους. LED ZEPPELIN, BAD COMPANY, LYNYRD SKYNYRD, ZZ TOP είναι λίγες από τις μπάντες που επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την μουσική της μπάντας, ενώ το κιθαριστικό ταλέντο του Jake E. Lee είναι παντού διάχυτο. Τα φωνητικά του Ray Gillen, δείχνουν πόσο καλός ήταν ο συγχωρεμένος και φυσικά όταν έχεις στα drums τον Eric Singer δεν θες και πολλά άλλα. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του Paul Ο’ Neil που δούλεψε στην παραγωγή του άλμπουμ. Το καλό με όλα τα άλμπουμ των BADLANDS και ειδικά το πρώτο τους για το οποίο μιλάμε εδώ, είναι ότι αντέχουν στο τεστ του χρόνου. Δεν τα ακούς και λες “Α, αυτός ο ήχος κάποτε ήταν της μόδας”, τα ακούς και πάντα είναι επίκαιρα, γιατί το κλασσικό rock δεν γερνά ποτέ. Προσωπικά τους βγάζω το καπέλο τόσο για την μουσική τους ποιότητα, όσο και την τόλμη τους να παίξουν κάτι τόσο πολύ εκτός κλίματος το 1989!
Δημήτρης Σειρηνάκης

 

BANG TANGO – “Psycho café” (MCA)
1989 και το επονομαζόμενο hard rock ή “poser” βιώνει το δικό του μεγαλείο. Τα φώτα του Sunset Strip λάμπουν σε όλο τον μεταλλικό κόσμο και κάθε λίγο και λιγάκι ξεπηδούσε και μια μπάντα. Μία από αυτές ήταν και οι BANG TANGO. Μπάντα δεύτερης έως και τρίτης ταχύτητας σε σχέση με τις άλλες που κυκλοφορούσαν στο δρόμο, έκαναν την προσπάθειά τους η οποία και δεν καρποφόρησε ιδιαίτερα. Το “Psycho café” δεν το λες κακό άλμπουμ γιατί πολύ απλά δεν είναι τέτοιο. Έχει τα ρεφραίν του, το συναίσθημά του, τα riff του, τα καλά φωνητικά του, την παραγωγή του σχεδόν γυαλισμένη όπως όριζε η εποχή. Δεν θα μπω στη διαδικασία του γιατί δεν έκαναν επιτυχία. Αυτό που μετράει είναι ο δίσκος. Ένα καλά κρυμμένο διαμάντι που αξίζει προσοχής, ιδιαίτερα για τους οπαδούς του ιδιώματος αρχικά και εν συνεχεία από αυτούς που αρέσκονται σε μπαρουτοκαπνισμένα φωνητικά, βρώμικες κιθάρες και θέλουν να ζήσουν λίγο από την αλητεία της δεκαετίας του 1980.
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

BELIEVER – “Extraction from mortality” (R.E.X. Music)
Οι BELIEVER από το Colebrook της Pensylvania ήταν από τα πρώτα extreme metal συγκροτήματα που εισήγαγαν τη χριστιανική θεματολογία στους στίχους τους, λειτουργώντας θα λέγαμε ως αντίβαρο των STRYPER που άνηκαν στον πιο heard rock / παραδοσιακό heavy metal ήχο, με το παράδειγμά τους να ακολουθούν λίγα χρόνια μετά οι TOURNIQUET από το Los Angeles και οι Αυστραλοί MORTIFICATION. Παίρνοντας το όνομά τους από το ομότιτλο τραγούδι του Ozzy Osbourne κυκλοφορούν το “The return” demo το 1987 ενώ συμμετέχουν στη συλλογή της Regency Records “East Coast metal compilation” με το τραγούδι “The chosen” και υπογράφουν στην R.E.X. Music, εταιρεία που στέγαζε συγκροτήματα που υμνούσαν τον Ύψιστο και με σταθερό line-up κυκλοφορούν από αυτήν το ντεμπούτο τους, “Extraction from mortality”. Παρά το γεγονός πως μιλάμε για την πρώτη τους δισκογραφική, οι BELIEVER ακουγόντουσαν έμπειροι με το τεχνικό τους παίξιμο στους πιο υποψιασμένους να φέρνει WATCHTOWER και CORONER συνειρμούς αν και οι επιρροές τους προέρχονταν κυρίως από την πιο ώριμη πλευρά του γερμανικού thrash και λιγότερο του Bay Area, με μελωδίες που δεν ηχούσαν πολύ μακριά από αυτό που έκανε με τους DEATH o Chuck Schuldiner. Το “Extraction of mortality” έτυχε διανομής σχεδόν αποκλειστικά από τα χριστιανικά βιβλιοπωλεία και αντίστοιχες αλυσίδες δισκοπωλείων και παρά το γεγονός πως στους στίχους τους υπήρχαν αυτούσιες αναφορές στις Γραφές οι οπαδοί δεν έδειχναν να απωθούνται αν και για να είμαστε ειλικρινείς ακούγοντας τους BELIEVER δεν αισθάνεσαι πως σου κάνουν κήρυγμα και γνώριζαν και οι ίδιοι πολύ καλά πως αυτή τους η ιδιομορφία ήταν ικανή να τους ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες metal μπάντες της εποχής. Ο προοδευτικός τους χαρακτήρας διακρινόταν αρκετά εύκολα, με φοβερά τραγούδια όπως τα “Shadows of death” και “D.O.S. (Desolation of Sodom)” και φυσικά το ομότιτλο τραγούδι με την όμορφη χρήση βιολιού και βιόλας. Το άλμπουμ κλείνει με κάπως πιο χιουμοριστική διάθεση με το τραγούδι “Stress” στο οποίο πετούν κάποιες reggae συγχορδίες αλλά στο σύνολό του το “Extraction of mortality” είναι αρκετά ορμητικό και λυσσασμένο, με αρκετά βαρύ ήχο που ακούγοντας το σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, δεν είναι τυχαίο πως την εποχή εκείνη κάποιοι τους χαρακτήρισαν ως death metal παρά το γεγονός ότι είχαν έντονο thrash metal υπόβαθρο.
Κώστας Αλατάς

 


BLACK SABBATH – “Headless Cross” (I.R.S)
Είσαι ο Tony Iommi. Το 1970 που εμφανίστηκες και τυπικά στο προσκήνιο, έδειξες σε ολόκληρο τον κόσμο της rock μουσικής πως το βασικότερο ατού σου ως μουσικός δεν είναι η απαράμιλλη τεχνική σου, αφού πολλοί συνάδελφοί σου ήταν σκάλες ανώτεροι, αλλά η δημιουργία ενός ήχου που ως τότε μπορεί μεν να υπήρχε στα σπάργανα, αλλά εσύ του έδωσες τη κλωτσιά που απαιτείτο για να βγει μπροστά. Το 1980 έδειξες μια ακόμη πτυχή του ανυπέρβλητου χαρακτήρα σου: προσάρμοσες τη μουσική της μπάντας σου στο νέο σου τραγουδιστή και δημιούργησες δύο αριστουργήματα. Ο τραγουδιστής εκείνος έφυγε για να δημιουργήσει τα δικά του πεπραγμένα που θα άφηναν εποχή, και συ βρήκες αντικαταστάτες διαφορετικού ύφους. Τι έκανες τότε; Μα, ξανά το ίδιο. Τους εκμεταλλεύτηκες στο έπακρο, τηρουμένων των αναλογιών, και τα πήγες περίφημα. Ήρθε λοιπόν ξανά η ώρα να κάνεις το ίδιο. Άλλο πρόσωπο πίσω από το μικρόφωνο, άλλη τροπή στη μουσική σου. Θα τα καταφέρεις λες; Φυσικά. Γιατί είσαι ό,τι καλύτερο είδε ποτέ το heavy metal σε αυτόν τον τομέα. Ο νεοσύλλεκτος στο “The Eternal Idol” σου έδωσε να καταλάβεις πως η κίνησή σου αυτή, να τον εμπιστευτείς, ήταν και η σωστή. Έχεις δίπλα σου και μια ομάδα που δεν θυμίζει, ΕΙΝΑΙ super group! Τι περιμένεις;
Και το έκανες. Πήρες τον ήχο του “Heaven and Hell”, τον έκανες ακόμη πιο επικό και πομπώδη, τον «στόλισες» με ένα τρομερό «σκοτάδι» που έβγαινε από τα πιο ανήλιαγα σημεία του μυαλού σου, έδωσες ελευθερία στα νέα μέλη της μπάντας σου να συνεισφέρουν και αυτοί συνθετικά και μας χάρισες τον καλύτερο δίσκο των BLACK SABBATH από την εποχή του προαναφερθέντος αριστουργήματος. Από την εποχή ακόμη του “Born again” έλεγαν οι κολλημένοι πως αυτοί δεν είναι οι BLACK SABBATH, αλλά το προσωπικό project του Iommi. Εσύ όμως τους «έγραψες» και έκανες αυτό που έπρεπε. O Tony Martin λάμπει, με μια συγκλονιστική φωνή που φανερά «προσκυνά» τον Ronnie James Dio. Ο μεγάλος Cozy Powell με μια ακόμη υποδειγματική απόδοση πίσω από τα τύμπανα, παρέα με τον Laurence Cottle στο μπάσο, για ένα ιδανικό rhythm section. O Geoff Nicholls στα πλήκτρα με αναβαθμισμένο ρόλο, να δημιουργεί τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που λέγαμε. Επτά κομμάτια πρώτης γραμμής, χωρίς ούτε μια υποψία filler, με κορυφή το εκτυφλωτικό ομότιτλο υπερ-έπος, σε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 1989. Αν γυρίσεις και δεις πίσω, τις μέρες πχ του “Master of reality”, θα διαπιστώσεις πως το μόνο κοινό εκείνης της μπάντας με τούτη, είναι ο Iommi. Αλλά μα την αλήθεια, προτιμώ το «προσωπικό project του Iommi», από τους “original” (και καλά) BLACK SABBATH!
Δημήτρης Τσέλλος

 

BLIND GUARDIAN – “Follow the blind” (No Remorse)
Τα παιδιά από τη… Γερμανία!
Οι βάρδοι μπορεί να έγιναν κυρίως γνωστοί στο ευρύτερο metal κοινό στα 90’s και ιδιαίτερα με εκείνη την ΕΠΙΚΗ τετράδα των “Tales from the twilight world”, “Somewhere far beyond”, “Imaginations from the other side” και “Nightfall in Middle Earth”, όμως η σπορά είχε ξεκινήσει στα τέλη των 80’s, δημιουργώντας ένα καλό fan base, με δύο δίσκους στους οποίους μπορεί οι Γερμανοί φίλοι μας να μην είχαν βρει ακόμη απόλυτα το δρόμο τους, όμως έδειχναν ότι κατέχουν την τέχνη της σύνθεσης.
Με το ντεμπούτο τους, “Battalions of fear” να έχει κυκλοφορήσει το 1988, χωρίς να χάσουν χρόνο, το 1989 και συγκεκριμένα στις 24 Οκτωβρίου, οι BLIND GUARDIAN κυκλοφορούν το δεύτερο άλμπουμ τους, ονόματι “Follow the blind”. Πατώντας πάνω στις ξεκάθαρες speed metal φόρμες του ντεμπούτου τους, πάνε τον ήχο τους ένα βήμα παραπέρα, προσθέτοντας thrash metal στοιχεία και εν μέρει κάνοντας τη μουσική τους πιο βαριά. Αυτά ακούγανε τότε οι άνθρωποι, αυτά επηρεάζανε τη μουσική τους (δηλωμένα οπαδός σχημάτων όπως οι TESTAMENT και οι FORBIDDEN ο Siepen). Όμως ταυτόχρονα έχουμε και τα πιο επικά σημεία, που κάνουν την εμφάνισή τους δειλά-δειλά (για παράδειγμα στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου) και θα φανούν ακόμα πιο καθαρά στο επόμενο δισκογραφικό βήμα τους. Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος που προσέφερε ένα διαχρονικά απόλυτο ύμνο της μπάντας, το “Valhalla” φυσικά και για μία κλασική ομάδα ατόμων, αποτελούν, μαζί με το ντεμπούτο τους φυσικά, τα καλύτερα άλμπουμ του σχήματος, αφού είναι τα δύο πρώτα, ντε! Να σοβαρευτούμε όμως, γιατί ότι και να λέμε, τα κορυφαία είναι τα 4 επόμενα, δημοκρατικά και χωρίς καμία συζήτηση!
Οι GUARDIAN ήταν μεγάλοι οπαδοί των HELLOWEEN τότε και επηρεάστηκαν από το speed/power ήχο τους. Έτσι, στο “Follow the blind”, βρήκαν την ευκαιρία να ζητήσουν από τον Kai Hansen (HELLOWEEN, GAMMA RAY) να συμμετάσχει στο δίσκο και να προσφέρει τα φωνητικά του στο “Valhalla”.
Μία ουσιαστική διαφορά του “Follow the blind” από το “Battalions…” είναι ότι είναι το πρώτο άλμπουμ που στη σύνθεση συνεργάστηκαν όλα τα μέλη του σχήματος μαζί και στην ουσία είναι ο πρώτος δίσκος που βρήκαν τον τρόπο που θα δούλευαν στη συνέχεια. Ενώ το ντεμπούτο τους ήταν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του δουλειά των Andre Olbrich και Hansi Kursch, αυτή τη φορά η δουλειά είναι ομαδική και οι διαφορετικές επιρροές κάνουν την εμφάνισή τους και δημιουργούν ένα ακόμη πιο ελκυστικό παζλ. Πρωτόλειο μεν, ενδεικτικό δε.
Στο δίσκο υπάρχουν και δύο διασκευές. Στην κανονική μορφή του, είναι η διασκευή στο “Barbara Ann” των BEACH BOYS και THE REGENTS (την οποία θα ξανασυναντήσουμε στο “The forgotten tales” 7 χρόνια μετά), την οποία έχουν κάνει medley με το “Long tall Sally” του LITTLE RICHARD. Υπάρχει όμως και η διασκευή στο “Don’t break the circle” των DEMON, η οποία όμως δεν υπάρχει στην πρώτη έκδοση βινυλίου, αλλά μόνο στο CD.
Στη διασκευή του “Barbara Ann”, τόσο δεύτερα όσο και πρώτα φωνητικά, έχει αναλάβει ένας κύριος ονόματι Rolf Kohler. Αυτός ο κύριος ήταν μέλος της χορωδίας των MODERN TALKING και συνεργάτης του ενός εκ των δύο βασικών μορφών της μπάντας, του Dieter Bohlen.
Επίσης, ο τότε παραγωγός τους, αλλά και παραγωγός διαφόρων άλμπουμ και EP’s, ειδικά στα τέλη 80’s και αρχές 90’s, σχημάτων όπως οι SAXON, DESTRUCTION, ANGEL DUST, GAMMA RAY, PARADOX, PESTILENCE, SIEGES EVEN, VIOLENT FORCE, ASSASIN κλπ, ονόματι Kalle Trapp, συμμετέχει σαν guest παίζοντας τη lead κιθάρα στο “Barbara Ann”, ενώ είναι και στα δεύτερα φωνητικά του δίσκου. Ο Trapp ξέρει καλά από δεύτερα φωνητικά, καθώς ήταν και μέλος συγκροτημάτων, όπως οι WONDERLAND (που λίγη σχέση είχαν πάντως με το heavy metal)
Ένα πολύ όμορφο trivia για το δίσκο, είναι ότι η Γρηγοριανή ψαλμωδία στο εισαγωγικό “Inquisition”, είναι sample από την κλασική και αγαπημένη από πάρα πολύ κόσμο ταινία “Monty Python and the Holy Grail”. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που οι Βάρδοι τίμησαν τους Monty Python, καθώς στο ντεμπούτο τους είχαν γράψει το κομμάτι “Brian” για την ταινία “Life of Brian”.
Εδώ έχουμε και την πρώτη εμφάνιση του Mathias Wiesner, του αφανή ήρωα των BLIND GUARDIAN μέχρι και το 2002, που είχε αναλάβει τα πλήκτρα και τα εφέ στα άλμπουμ τους.
Το “Follow the blind” μπορεί να μην είναι το καλύτερο άλμπουμ των BLIND GUARDIAN, όμως είναι ένας κομβικός δίσκος, μία γέφυρα για το μετά της μπάντας και η αρχή του τρόπου που θα δούλευαν από εκεί και στο εξής και θα τους μετέτρεπε σε αυτό το μοναδικό ηχητικά σχήμα που έγιναν στην πορεία. Όπως και να το κάνουμε, ιστορία. Και μην ακούσω λέξη!
Φραγκίσκος Σαμοΐλης

 

BLUE MURDER – “Blue murder” (Geffen)
Τους θυμάστε; Τους γνωρίζετε; Οι BLUE MURDER ξεκίνησαν με περγαμηνές και τεράστιες φιλοδοξίες κάπου στο 1988. Ήταν η περίοδος που ακολούθησε την αποπομπή του John Sykes από τους WHITESNAKE που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν, ορμώμενοι από την τεράστια εμπορική επιτυχία του “1987”, στο οποίο είχε συμβάλλει τα μέγιστα ο ξανθομάλλης κιθαρίστας, ακόμη κι αν δεν κατάφερε να παραμείνει ως μέλος έως την κυκλοφορία του.
Με το όνομά του στα credits τραγουδιών όπως το “Still of the night”, “Is this love”, “Give me all your love”, αλλά και τον εγωισμό του θιγμένο, ο Sykes ήθελε ένα νέο όχημα για να εκφράσει τις ιδέες του και να γίνει γνωστός στο μουσικό στερέωμα. Αφού απέτυχε να κρατήσει τον Cozy Powell, επέλεξε τον Carmine Appice, με περάσματα από VANILLA FUDGE, KING KOBRA, ιδανικό για να προσδώσει όγκο τόσο στον ήχο αλλά και στο όνομα των BLUE MURDER. Την τριάδα συμπληρώνει ο γνωστότερος άγνωστος, από τους κορυφαίους μπασίστες ο Tony Franklin. Δεν υπάρχουν πολλοί που μπορούν να περηφανευτούν πως έχουν περιοδεύσει και ηχογραφήσει με Roy Harper, David Gilmour, Jimmy Page, αλλά και μέλος των THE FIRM (Page, Rodgers, Slade, Franklin) κι όλα αυτά σε ηλικία 26 ετών παρακαλώ. Οι φήμες λένε πως οι Ray Gillen και Tony Martin δοκιμάστηκαν στα φωνητικά, αλλά τελικά η γνώμη του John Kalodner (A&R) ήταν να προχωρήσουν με τον Sykes σε διπλό ρόλο.
Έτσι, η Geffen (εταιρία των WHITESNAKE) ανέθεσε στον Bob Rock να τους κάνει γνωστούς από το ντεμπούτο τους. Το αποτέλεσμα οφείλει πολλά στους THIN LIZZY, αλλά έντονα αρωματισμένο με την γλυκάδα του Βρετανικού παρελθόντος των WHITESNAKE με κάτι λίγο από την glam μόδα της εποχής. Εγώ πάλι βλέπω πολλά κοινά με τον ήχο που είχαν οι BLACK SABBATH εκείνη την εποχή.
Σε αυτά τα θεμέλια χτίστηκε το υπέροχο ντεμπούτο τους που δυστυχώς δεν έλαβε την απαραίτητη προσοχή. Πώς άλλωστε, όταν η δισκογραφική τους έβγαζε άλλα άλμπουμ τα οποία πουλούσαν σαν ζεστό ψωμί (“Permanent vacation” και “Pump” των AEROSMITH , “Appetite for destruction” των GNR, “Outrider” του Jimmy Page, “Contagious” των Y&T, κλπ). Θα βρείτε υπέροχα τραγούδια, με ένταση και συναίσθημα να περισσεύει. Από το αγαπημένο μου “Blue murder”, το τεράστιο “Valley of the kings” και το εναρκτήριο “Riot” μέχρι το τελευταίο “Black hearted woman”.
Οι πωλήσεις δεν ήταν οι αναμενόμενες, αλλά σίγουρα οι BLUE MURDER είχαν περισσότερο την ποιότητα και λιγότερο τα σιρόπια στο νου τους. Η συνταγή δεν μπορούσε παρά να ήταν στα μέτρα τους Sykes και το άλμπουμ αυτό, το καλύτερο από την προσωπική του καριέρα, φανερώνει όλα τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν ως μουσικό. Αν και δεν είναι κορυφαίο, είναι διαχρονικό!
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης

 

BOLT THROWER – “Realm Of Chaos: Slaves To Darkness” (Earache Records)
Προσωπικό αγαπημένο στη δισκογραφία των BOLT THROWER, το δεύτερο άλμπουμ των death metal γιγάντων τους βρίσκει σ’ ένα μεταβατικό στάδιο από άποψη ηχητικού προσανατολισμού, φάση στην οποία κατά τη γνώμη μου βγαίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη μετάβαση από την ωμή (αλλά γαμιστερή) προσέγγιση του ντεμπούτου στην πιο heavy και mid-tempo πλευρά που τους χαρακτηρίζει από τις αρχές των 90’s κι έπειτα. Έτσι, στο “Realm Of Chaos” οι Βρετανοί έχουν αφήσει για τα καλά πίσω τους την ασπρόμαυρη, crust-άδικη αισθητική, χωρίς όμως να έχουν καθαρίσει τον ήχο τους στον βαθμό που αυτό θα συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα. Ταυτόχρονα έχουν ενσωματώσει περισσότερες doom επιρροές και groove στον ήχο τους (όχι σε επίπεδα War Master & The IVth Crusade ωστόσο), διατηρώντας όμως και σαφή σημεία επαφής με το “grind” παρελθόν, μιας και οι ταχύτητες είναι κατά βάση υψηλές και τα blastbeats άφθονα. Η μπάντα είναι σαφώς βελτιωμένη εκτελεστικά (αυτό συμπεριλαμβάνει και τα “βοθρέ” φωνητικά του Willets) και συνθετικά, κάτι που βγάζει μάτι στα πρωτοκλασάτα riffs και το χαρακτηριστικό drumming γεμάτο στα snare fills, ενώ η μοναδικότητα του δίσκου ενισχύεται και λόγω των δεσμών με το επιτραπέζιο παιχνίδι φαντασίας Warhammer 40k. Αυτοί οι δεσμοί δεν αφορούν μόνο μερικούς τίτλους και στίχους αλλά και το κορυφαίο artwork, δουλειά της κατασκευάστριας εταιρείας του παιχνιδιού, Games Workshop. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην παραγωγή, με τα όποια παράπονα διατυπώνονται σχετικά με αυτή να είναι τουλάχιστον αστεία, μιας και εδώ έχει επιτευχθεί ίσως ο καλύτερος ήχος κιθάρας σε death metal κυκλοφορία. Τέλος, στο “Realm Of Chaos” την πρώτη του εμφάνιση, πέρα από το εμβληματικό λογότυπο του γκρουπ, κάνει και το θέμα που χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο σχεδόν σε κάθε τους άλμπουμ στην πορεία, αναφερόμενοι φυσικά στο τελευταίο riff του “World Eater”.
Νίκος Χασούρας

 

CANDLEMASS – “Tales of creation” (Music For Nations) 
To τέταρτο album των CANDLEMASS κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1989 και ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο μήνες (Ιούνιος -Ιούλιος). Η ιδέα του δίσκου για το concept που είχε να κάνει με την απαρχή της ανθρώπινης ζωής, υπήρχε στο μυαλό του Leif Edling από τις αρχές των 80’s.
“Θυμάμαι από τις πρώτες φορές που επισκέφθηκα το διαμέρισμα του Leif για να δανειστώ κάποιους δίσκους, μου είχε αναφέρει κάποια σχέδια που είχε για την μπάντα, μέσα σε αυτά ήταν και το concept του “Τales of creation” και ένα live album για μετά. Μου έδειξε και τον πίνακα που τελικά χρησιμοποιήσαμε για τον δίσκο (ήταν o πίνακας “Τhe creation of light” του Gustave Dore), και εμείς ακόμα δεν είχαμε ηχογραφήσει το Nightfall” θυμάται ο Messiah.
Ο Leif εκτός από σχέδιο και όραμα για την μπάντα είχε και τραγούδια έτοιμα για το “Tales of creation”. Από την εποχή των NEMESIS χρησιμοποίησε τα “Under the oak” (το οποίο υπήρχε και στο “Εpicus doomicus metallicus”) και “Ιnto the Unfathomed tower” σχεδόν αυτούσια, για υπόλοιπα πήρες ιδέες που προϋπήρχαν και γράφθηκε και καινούργια μουσική.
Για την παραγωγή του δίσκου υπήρξαν αρκετές διαφωνίες, η μπάντα πιστεύει ότι ακουγόταν αρκετά για «γυαλισμένη» για τα ύφος τους και το αποδίδουν στον παραγωγό του δίσκου Mats Lindfors.
“O Mats ήταν διαθέσιμος αυτήν την φορά και εμείς είχαμε υπογράψει κατευθείαν με την Music For Nations και ξεκινήσαμε να κάνουμε έναν δίσκο με την καθοδήγησή του από την αρχή. Ήταν αυτό που ήθελαν από την αρχή αλλά μετά από μερικές εβδομάδες είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε αν τελικά ήταν καλή ιδέα… Ο Μats ήθελε μια μεγάλη παραγωγή για τον δίσκο με πολύ αέρα, γεμάτο ήχο για τα drums και μια κιθάρα που δεν θα ήταν τόσο κυρίαρχη πάνω στο ήχο… Ήταν περίεργο φυσικά, όταν μια μπάντα που ήθελε να ακούγεται σαν τους JUDAS PRIEST, ACCEPT, ANVIL και TROUBLE ξαφνικά να γίνεται να ακούγεται σαν κάποιο συγκρότημα των charts, σαν τους WHITESNAKE ή κάτι ανάλογο” θα πει αργότερα ο Leif Edling”
H πρώτη συναυλία για τον δίσκο ήταν στο θρυλικό Hammersmith Odeon του Λονδίνου τον Οκτώβριο με τους NUCLEAR ASSULT να είναι headliners που ηχογραφούσαν την συναυλία. Τα support σχήματα CANDLEMASS, DARK ANGEL και οι Βρετανοί thrashers D.A.M είχαν την δυνατότητα να ηχογραφήσουν και αυτοί το show τους που κυκλοφόρησε σαν “3- way thrash” βιντεοκασέτα αργότερα.
Οι CANDLEMASS εκτός από την συμμετοχή στην παραπάνω περιοδεία θα δώσουν και κάποιες συναυλίες σταδιακά μόνοι τους αλλά η πιο σημαντική περιοδεία για το Tales θα έρθει τον Φεβρουάριο του 1990, μιας και θα πάρουν μέρος στην περιοδεία του ΚΙΝG DIAMOND μαζί με τους SAVATAGE, την Conspiracy tour (Θεέ μου περιοδεία!!!!!!!!)
Ήταν μια καλά οργανωμένη περιοδεία, η μπάντα είχε την δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλύτερο εξοπλισμό, οι χώροι ήταν μεγαλύτεροι όπως και το κοινό που παρακολουθούσε. Επίσης είχαν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν τον τρόπο που περιόδευαν οι πιο επαγγελματικές μπάντες.
Συνολικά το “Τales of creation”τα πήγε καλά στην Ευρώπη, αλλά όσον αφορά την Αμερικάνικη αγορά όμως δεν κατάφερε να φτάσει τα νούμερα του “Αncient Dreams”. Προσωπικά τον θεωρώ έναν πάρα πολύ καλό δίσκο, αλλά ένα κλικ πιο κάτω συγκριτικά με το “Ancient dreams”, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι για την ποιότητα του και την αξία του. Δυστυχώς, αυτός θα ήταν και ο τελευταίος δίσκος για τον Messiah Marcolin με την μπάντα, μέχρι να ξαναγυρίσει το 2004 για έναν ακόμα δίσκο. Μετά το live album του 1990 θα κλίσει ο πρώτος και πιο σημαντικός κύκλος για την μπάντα.
Y.Γ.: Oι απαραίτητες πληροφορίες “αλιεύθηκαν” από το box set “Behind the wall of Doom”
Γιάννης Παπαευθυμίου

 

CARCASS – “Symphonies Of Sickness” (Earache Records)
Έχοντας κυκλοφορήσει το άλμπουμ που έμελλε ν ‘αποτελέσει τη Βίβλο του goregrind ένα χρόνο νωρίτερα, το επόμενο βήμα των CARCASS, σύμφωνα με την λογική μιας μπάντας που σκοπεύει να προοδεύει και να εξελίσσεται συνέχεια (λογική που επιβεβαιώθηκε ακόμη πιο περίτρανα κατά τη διαδρομή τους μέσα στα 90’s), τους βρίσκει ένα επίπεδο επάνω σε όλους τους τομείς. Σε σχέση με το ντεμπούτο τους, στο “Symphonies Of Sickness” πέρα από την απαραίτητη βελτίωση στην παραγωγή, υπάρχει αισθητή διαφορά και στο μουσικό κομμάτι. Έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στο κομμάτι των συνθέσεων, με το υλικό να είναι περισσότερο δομημένο παρά χαοτικό, όπως και περισσότερο original, κάτι που οφείλεται τόσο στην βελτίωση των μελών ως παίκτες, όσο και στο εύρος των επιρροών τους. Και όσο και αν το death metal στοιχείο υπήρχε ως βασικός πυλώνας από το ξεκίνημα της μπάντας, με το “Symphonies Of Sickness” είναι που οι Βρετανοί έσπειραν ουσιαστικά τους μελωδικούς σπόρους που θα βλάσταιναν στον επόμενο δίσκο τους. Όπως μάλιστα και στην περίπτωση του “Realm Of Chaos” που κυκλοφόρησε το ίδιο έτος, ενώ ακούγεται σαν ένα σκαλοπάτι προς την μετάβαση στην πιο “ώριμη” φάση του γκρουπ, και στην συγκεκριμένη, στην death metal τελειότητα του “Necroticism…”, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα αυτόνομο και αυτόφωτο έργο στην δισκογραφία του. Βέβαια το γεγονός ότι σχεδόν 30 χρόνια μετά δύσκολα κοντράρεται από τον οποιονδήποτε σε αρρώστια και κτηνωδία, μιλάει από μόνο του για την ποιότητά του.
Νίκος Χασούρας

 

CLOVEN HOOF – “A sultan’s ransom” (FM Revolver Records)
Περί NWOBHM δεν χρειάζονται πολλά λόγια στη παρούσα φάση. Σημαντικότατο κίνημα, που τροφοδότησε το metal με μεγάλα συγκροτήματα που άφησαν εποχή. Μαζί με αυτά, υπήρξαν και αρκετά άλλα που άφησαν πίσω τους εξαιρετικά άλμπουμ, αλλά δυστυχώς για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να κάνουν τη καριέρα που τους αναλογούσε και τους άξιζε. Οι CLOVEN HOOF είναι ένα από αυτά. Εμφανίστηκαν δισκογραφικά κατά τη δεύτερη NWOBHM περίοδο, και με το ντεμπούτο τους “Cloven Hoof” έδειξαν πως μπορούν να πετύχουν μεγάλα πράγματα. Την ίδια περίοδο όμως το ίδιο το κίνημα που τους ανέδειξε είχε ήδη παρακμάσει, έτσι το δεύτερό τους “Dominator” αν και τρομερό άλμπουμ, σχεδόν «φώναζε» πως πρέπει να αλλάξουν τον ήχο τους προς μια περισσότερο «σύγχρονη» κατεύθυνση. Τον έκαναν, και έδωσαν ένα ακόμη πραγματικό διαμάντι.

Αν δεν έχεις ακούσει ούτε νότα από τους CLOVEN HOOF, δεν μπορείς να φανταστείς πως αυτός εδώ ο δίσκος ανήκει σε ένα συγκρότημα που βγήκε παγανιά πριν τα mid 80’s στη Μ. Βρετανία. Θα έπαιζες το κεφάλι σου πως αυτό που ακούς είναι το πόνημα ενός αμερικανικού power metal σχήματος. Αν πάλι τους λάτρεψες στα δύο πρώτα, εδώ θα στήσεις χορό! Κύριοι υπεύθυνοι για αυτό, είναι δύο συγκεκριμένοι μουσικοί. Πρώτον ο Andy Wood, οι κιθάρες του οποίου που «καλπάζουν» με ογκώδη όσο και μελωδικά power metal riffs και δεύτερον ο Russ North (μαζί και οι δύο στους TREDEGAR), ο κατά προσωπική πάντα άποψη καλύτερος τραγουδιστής που ανέδειξε το NWOBHM, μαζί με τον Steve Grimmett (φυσικά ο Dickinson εξαιρείται ως κάτι εντελώς ξεχωριστό). Η τρομερή φωνή του δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, και ας έφερνε το παρουσιαστικό του σε glam rocker. Όσο ακούω αυτό το μεγαλούργημα, τόσο πιάνω τον εαυτό μου να απορεί πως διάολο τέτοιοι δίσκοι δεν είναι εικόνισμα από το σύνολο των οπαδών του metal. “Astral rider”, “Forgotten heroes” (ο ορισμός του ύμνου), “D.V.R”, “Jekyll and Hyde”, “Highlander” και πάνω απ’όλα το έπος “Mistress of the forest” λάμπουν σε ένα άλμπουμ που πρέπει επιτέλους να λάβει καθολική αποδοχή. Ζούμε στην εποχή της εύκολης πρόσβασης. Μπες στο You Tube και άκουσε το “A sultan’s ransom”. Αν δεν σε κερδίσει, άστο. Πήγαινε να ακούσεις Πάολα καλύτερα. Υπερβολικός; Όχι. Αντικειμενικός; Ναι.
Δημήτρης Τσέλλος

 

CORONER – “No more color” (Noise)
Είναι ο δίσκος της μετάβασης των Ελβετών από το πολύπλοκο ύφος των δύο πρώτων δίσκων στο πιο σαφές και ακριβές παίξιμο στις κιθάρες. Και φυσικά ήταν μια στρατηγική κίνηση του Tommy, δίνοντας έμφαση στο groove για το οποίο έχουν μείνει στην ιστορία οι CORONER, αλλά και γιατί ήθελε στα live τους να αποδίδουν πιστά ό,τι έχουν ηχογραφήσει στο studio! Τα “R.I.P” και “Punishment for decadence” που προηγήθηκαν είχαν πολύπλοκα layers στις κιθάρες, αγγίζοντας ακόμα και το neoclassical! Αυτό δεν ήθελε ο κιθαρίστας και mastermind τους να συνεχιστεί…
Το “No more color” είναι ο δίσκος που για πρώτη φορά πρωταγωνιστούν και τα τρία μέλη τους, δίνοντας άλλη διάσταση στον όρο techno-thrash! Πάνω σε αυτό το ύφος θα εξελιχτούν στο “Mental Vortex” και θα ξεφύγουν από όλα τα τεχνικά σχήματα με το “Grin”. Εδώ αυτή η αίσθηση υπάρχει σε κομμάτια όπως το “No need to be human” και περισσότερο στο “Last entertainment”, το οποίο ήθελε πολύ μεγάλη τόλμη να επιλεγεί ως videoclip! Όσοι θεωρούν το “No more color” ως το πληρέστερο album τους, στέκονται στο γεγονός ότι συνθετικά εδώ βρίσκονται στο απώγειο τους με κορυφαία τραγούδια όπως το “D.O.A.” και το “Read my scars”. Και δίνω έμφαση στο γεγονός ότι είναι τραγούδια, γιατί οι φωνητικές γραμμές που ήταν ευθύνη του drummer τους, Marquis Marky, είχαν δέσει καλύτερα από ποτέ με τα κιθαριστικά θέματα του Tommy T. Baron. Προσωπικά τον θεωρώ ως τον σημαντικότερο δίσκο τους, ακριβώς γιατί εδώ οραματίστηκαν πως ακριβώς θα ήθελαν να ακούγονται. Και χωρίς αυτήν την απόφαση δεν θα είχαν φτάσει στην κορυφή του “Grin” τέσσερα χρόνια μετά…
Λευτέρης Τσουρέας
 


THE CULT – “Sonic Temple” (Beggars Banquet)
Οι THE CULT με το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους “Sonic Temple” κατακτούν ολοκληρωτικά την Αμερικάνικη αγορά και τις αρένες. Οι πρώην σεμνοί γότθοι, αφήνουν τις κρυμμένες εγωπαθείς περσόνες τους να βγουν στον έξω κόσμο και να αναμιχθούν με κάθε οπαδού του Βάκχου. Αλαζόνες, αμετροεπείς, γεμάτοι από τη θρασύτητα και την αρρενωπότητα του Μάρλον Μπράντο στον «Ατίθασο». Ο δημιουργικός πυρήνας των Astbury, Duffy ουσιαστικά σηματοδοτεί την ανέλιξη τους από αντιγραφείς των AC/DC σε μια καλοκουρδισμένη μηχανή ηλεκτρικού ροκ της αρένας, που στα πιο σκοτεινά σημεία της λοξοκοιτά στο γοτθικό παρελθόν της.
Ο δίσκος είναι μια ηχητική απόλαυση με την παραγωγή του Bob Rock να του χαρίζει όγκο και επιθετικότητα. Η διαφορά με τα μεγαθήρια της εποχής τύπου GUNS N ROSES, είναι ότι οι THE CULT κουβαλάνε βαθιά ριζωμένες μέσα τους τις ηχητικές μνήμες των LED ZEPPELIN, DOORS, AC/DC περασμένες από την χλωμή Βρετανική ημέρα, γεμάτες το σκοτεινό χρώμα του βρωμερού Τάμεση των 80’s και όχι της ηλιόλουστης Καλιφόρνια και του Sunset Strip. Το επικό hard rock του “Soul asylum” συναντά τον τσαμπουκά των “Fire woman”, “Sun king”, την μελωδία και το δυναμισμό του “Sweet soul sister” αλλά και την ευαισθησία του χίπη στην ψυχή Astbury στο “Eddie”. Η τελευταία μεγάλη δουλειά της πρώτης περιόδου ως rock stars των THE CULT, Θα ακολουθηθεί από αλλαγές μελών, κούραση, υπερβολές, άλμπουμ δίχως ταυτότητα και την προσωρινή διάλυση, πριν ξαναγυρίσουν ως σαμάνοι του σκοτεινού ροκ της αρένας, συνδυάζοντας Hard rock και ψυχεδέλεια με θαυμαστά αποτελέσματα. Εκείνη τη στιγμή του χρόνου, οι THE CULT φάνταζαν σαν οι πιο γνήσιοι Ευρωπαίοι αντίζηλοι των GUNS N’ ROSES και για μια μαγική στιγμή, έφεραν το hard rock σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, χωρίς να έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους Αμερικανούς ανταγωνιστές τους.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

D.A.D. – “No fuel left for the pilgrims” (Warner)
Η Δανία μας ήταν γνωστή, μέχρι το1989 για τους MERCYFUL FATE, PRETTY MAIDS, ARTILLERY (για τους πιο ψαγμένους), τον ντράμερ μετρονόμο Lars “Napster kaputt” Ulrich και τους Βίκινγκς, για όσους είχαν ιστορικές αναζητήσεις. Τον Άντερσεν, τον ήξεραν κυρίως οι Έλληνες πολιτικοί της εποχής (βλπ Ανδρέας). Η κυκλοφορία του άλμπουμ στα Ελληνικά δισκάδικα, με την μισόγυμνη παρέα και το κεφάλι του άτυχου ζώου που είχε ξεμείνει άθαφτο την έρημο, θύμιζε Αμερικάνικο σχήμα από το L.A., μέχρι να δεις τα ονόματα των μελών. Προχωρώντας στο άκουσμα του άλμπουμ, έμεινα άναυδος, με την ποιότητα και ποικιλία μουσικά άλλα και στιχουργικά. Οι DAD, το σχήμα που υποχρέωσε την Disney να ασχοληθεί μαζί τους (τα αρχικά είναι από τη φράση Disneyland After Dark), είχε ιδέες που αντλούσαν την έμπνευση τους από τους AC/DC, DEEP PUPRLE αλλά και Iggy Pop, THE CLASH, SEX PISTOLS με μια μικρή διαφορά. Είχαν χιούμορ και έβλεπαν μακριά. Το ‘’Jihad” είναι ένα προφητικό τραγούδι, θα μπορούσε να γίνει ο ύμνος του ISIS και των καλοθρεμμένων Δυτικών αλληλέγγυων που τον στηρίζουν. To ‘’Point of view’ είναι η απάντηση του κάθε άνδρα, στην «πικραμένη» που τον χωρίζει καταλογίζοντας του τα πάντα, μετά το προπατορικό αμάρτημα. Το “Sleeping my day away” είναι ένα τραγούδι, από αυτά που μόνο τα αδέλφια Binzer ξέρουν να γράφουν, γεμάτο αλητεία, δεικτικό και μέσα από την απλότητα του τρομακτικά πιασάρικο, σαν οι KISS να συνάντησαν τους AC/DC. Τραγούδια σαν τα ‘‘Girl nation”, “Ill will’’, ‘‘True beleiver’’, κάνουν ακριβώς αυτό για το οποίο γράφτηκαν. Διασκεδάζουν τον φίλο του καλού ροκ ν ρολ. Το “No fuel left for the pilgrims” είναι από τα άλμπουμ που ακόμη ακούω με ευχαρίστηση. Με έκανε φίλο του σχήματος, που ακολουθώ όλα αυτά τα χρόνια, με έμαθε ότι το τρίχορδο μπάσο δεν είναι απαραίτητα κακό και μου δίδαξε ότι το hard rock και το Monty Pythοns χιούμορ μπορούν να συνδυαστούν. Όσοι τους είδαν στα Χανιά, ξέρουν ότι στη Δανία το καλό Hard rock έχει όνομα και δεν είναι PRETTY MAIDS.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

D.R.I. – “Thrash zone” (Metal Blade)
A ρε μεταλλομάνα Αμερική. Σε όλα τα είδη του metal έχεις να επιδείξεις μπαντάρες και δισκάρες! Τι πράγμα είναι αυτό με σένα. Οι D.R.I. ήταν μια μπάντα που φλέρταρε ανάμεσα στο thrash και στο crossover. Και το έκανε περίφημα! Το “Thrash zone” ήταν το πέμπτο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν αυτοί οι τύποι. Ακολούθησαν τα μονοπάτια του εξαιρετικού “4 of a kind” και το πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Το άλμπουμ είναι ορισμός της ανεμελιάς, της εφηβείας, της χαράς, του χαμόγελου. Είναι ένα άλμπουμ το οποίο ναι μεν ακούγεται «σφηνάκι» αλλά σε προκαλεί να το ξανακούσεις. Και το αστείο ποιο είναι; Ότι θα το ξανακούσεις γιατί είναι εξαιρετικό! Οι D.R.I. ήταν δύναμη στο χώρο τους και το απέδειξαν με τον καλύτερο τρόπο και με αυτή την κυκλοφορία. Έτοιμοι για «χορό»;
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

DANGER DANGER – “Danger Danger” (Epic)
Το 1989, το λεγόμενο hair metal, λίγο πριν μας δώσει τον επιθανάτιο ρόγχο του, ήταν ακόμα ακμαίο, δημιουργικό και πολύ δημοφιλές ειδικά στις Η.Π.Α. Το θέμα ήταν πως είχε αρχίσει να γίνεται εντελώς ανακυκλωμένο με αποτέλεσμα όλοι τα παίζουν πάνω κάτω τα ίδια και τα ίδια. Ανάμεσα στις μπάντες που διεκδίκησαν δυναμικά μερίδιο στην επιτυχία των SURVIVOR, BON JOVI, WHITE LION, CINDERELLA, WHITESNAKE κλ.π ήταν και οι DANGER DANGER που βασιζόμενοι στην μελωδία, σε εύκολους pop/rock ρυθμούς, ευκολομνημόνευτα ρεφρέν και στο ας πούμε ξέφρενο look (η αλήθεια είναι πως υπήρχαν πολύ χειρότεροι από αυτούς), εφάρμοσαν κατά γράμμα την συνταγή που οδηγούσε στην κορυφή των charts εκείνα τα χρόνια. Το πρώτο τους άλμπουμ είναι ακριβώς ότι περιμένεις να ακούσεις από μια μπάντα του 1989, που είχε κέφι έμπνευση, διάθεση για πάρτι, ξενύχτια στο Sunset Strip και την πρόθεση να κατακτήσει τον κόσμο. Οι συνθέσεις από την αρχή μέχρι το τέλος είναι καλές, απλές και εύκολες, τα ρεφρέν πάνε και έρχονται και γενικά τίποτα πολύπλοκο, τίποτα δύσκολο, όλα απλά, μελωδικά και όμορφα. Μειονέκτημα; Η παραγωγή η οποία για κάποιο ανεξήγητο λόγο αφήνει το μπάσο εκτός και η μπάντα ακούγεται σαν να μην έχει καν μπασίστα. Προφανώς ο παραγωγός Lance Quinn (ένας καλός, αλλά όχι αμιγώς rock παραγωγός) πίστευε ότι με αυτό το τρόπο οι συνθέσεις θα ακουγόντουσαν ακόμα πιο πολύ εμπορικές και αυτό θα οδηγούσε το άλμπουμ σε σίγουρη επιτυχία, πράγμα το οποίο δεν έγινε, μιας που μόλις μέχρι το νο 88 των Αμερικάνικων charts κατάφεραν να σκαρφαλώσουν. Ποιος ξέρει; Αν είχαν λίγο πιο πολύ όγκο στον ήχο τους, τα πράγματα θα ήταν πιθανόν διαφορετικά. Τώρα όμως μιλάμε για ένα άλμπουμ που είχε μεν καλές συνθέσεις, είναι καλοπαιγμένο, αλλά σίγουρα κάτι του έλειψε προκειμένου να γίνει και επιτυχημένο. Οι DANGER DANGER, ήταν και είναι ακόμα και σήμερα μια καλή μπάντα που όμως έμεινε (δικαίως για μένα) πάντα στην σκιά των BON JOVI εκείνης της περιόδου, ακόμα και των WHITE LION που θεωρητικά ήταν στην ίδια αφετηρία με αυτούς. Όσοι δεν έχετε ακούσει το ντεμπούτο άλμπουμ τους, αξίζει να το κάνετε ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Έχει στιγμές σίγουρα, όπως και αδυναμίες όπως προείπαμε.
Δημήτρης Σειρηνάκης

 

DARK ANGEL – “Leave Scars” (Combat Records)
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι οι DARK ANGEL είναι ίσως η μοναδική μπάντα που μπορεί να κοιτάξει κατάματα τους SLAYER και να τους υποχρεώσει να χαμηλώσουν πρώτα αυτοί το βλέμμα. Το τρίτο άλμπουμ των Καλιφορνέζων αναμενόταν με τεράστιο ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Τόσο το γεγονός ότι ακολουθούσε το καταιγιστικό “Darkness Descends” του 1986 όσο το ότι είχαν αποχωρήσει ο μπασίστας Rob Yahn αλλά και ο εμβληματικός τραγουδιστής Don Doty, προβλημάτιζαν τους οπαδούς κατά πόσον η μπάντα θα μπορούσε να ξεπεράσει τους σκόπελους που δημιουργήθηκαν. Ο θηριώδης ντράμερ Gene Hoglan αναλαμβάνει δράση και προτείνει για αντικαταστάτες τους τον οδοστρωτήρα Mike Gonzalez και το κτήνος Ron Reinhart αντίστοιχα. Με την παραπάνω σύνθεση συν τους “παλιούς” Jim Durkin και Eric Meyer στις κιθάρες, οι DARK ANGEL κυκλοφορούν τον Ιανουάριο του 1989 το “Leave Scars” και όποιοι ενδοιασμοί υπήρχαν για το τελικό αποτέλεσμα πάνε περίπατο. Οι DARK ANGEL για πρώτη φορά τολμούν και περιλαμβάνουν συνθέσεις που αγγίζουν ακόμα και τα 8 λεπτά σε διάρκεια, χωρίς να χάνουν ίχνος από οργή και επιθετικότητα ενώ παράλληλα ξεδιπλώνουν και τις τεχνικές τους αρετές, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι όλα τα thrash σχήματα μόνο βαβούρα και θόρυβος όπως πίστευαν κάποιοι. Συνθέσεις που από τη μία σε κολλούν στον τοίχο ανήμπορο να αντιδράσεις και από την άλλη σε κάνουν να απορείς πώς αυτή η μπαντάρα δεν έχαιρε μεγαλύτερης αναγνώρισης. Πραγματικά ποιο κομμάτι να πιάσεις και ποιο να αφήσεις. Το εναρκτήριο “ The Death Of Innocence” που σου επιτίθεται σαν γροθιά στο στομάχι; Το ανατριχιαστικό “No One Answers”; Το ασύλληπτο ομώνυμο έπος; Διάολε, ακόμα και η διασκευή στο “Immigrant Song” των LED ZEPPELIN ακούγεται απόλυτα ταιριαστή. Όλα αυτά μέσα σε μια κόλαση από riffs και solos που πραγματικά δεν περιγράφεται. Όσο για τον Reinhart, εντελώς διαφορετικός από τον Doty, τραγουδά, ουρλιάζει, φτύνει με άνεση τους στίχους του Hoglan. Και κάπου εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι οι σκοτεινοί στίχοι του Hoglan είναι κατά κάποιο τρόπο concept καθώς αναφέρονται σε λεπτά όσο και σοβαρά θέματα όπως η κακοποίηση ανηλίκων, ο βιασμός και η παιδοφιλία, από την πλευρά του θύτη, ενώ στο επόμενο άλμπουμ, το “Time Does Not Heal” του 1991, η άτυπη διλογία ολοκληρώνεται με τις ιστορίες να λέγονται από την πλευρά του θύματος. Και δύο ακόμα λεπτομέρειες για αυτόν τον thrash ογκόλιθο, προτού με κυνηγήσει ο αγαπητός αρχισυντάκτης. Το “Leave Scars” κατάφερε και μπήκε στη θέση 159 του Billboard, ενώ ο παραγωγός του άλμπουμ είναι ο Michael Monarch, κιθαρίστας των θρυλικών STEPPENWOLF. Δίσκος απαραίτητος για κάθε ενημερωμένη thrash δισκοθήκη, όπως άλλωστε και ολόκληρη η δισκογραφία τους.
Buy or Die.
Θοδωρής Κλώνης

 


DEFIANCE – “Product of society” (Roadrunner Records)
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, έφερε μια αλλαγή στο thrash. Οι μπάντες ξέφυγαν από τον κλασσικότροπο και σχεδόν χύμα τρόπο σύνθεσης, και προσπαθούσαν να γίνουν τεχνικές και προοδευτικές. Περιττό θεωρώ να αναφέρω πως υπεύθυνα αυτής της αλλαγής ήταν κυρίως δύο συγκροτήματα. Οι METALLICA και οι WATCHTOWER. Οι πρώτοι με το “Master of Puppets” (τι εννοείς λέγοντας πως το άλμπουμ αυτό δεν είναι τεχνοκρατικό και προοδευτικό;;;) και οι δεύτεροι με το “Energetic Disassembly” (τι εννοείς λέγοντας πως οι Τεξανοί δεν είναι thrash;;;). Απλά, όσοι ακολούθησαν τη πρώτη οδό, κράτησαν ένα πιο στρωτό τρόπο σύνθεσης και παιξίματος, ενώ όσοι ακολούθησαν τη δεύτερη έγιναν εντελώς «σπαστικοί» και ακραίοι.
Οι DEFIANCE ανήκουν ξεκάθαρα στους πρώτους, καθώς σε τούτο το άλμπουμ κυριαρχούν τα riffs των METALLICA και τα τραγούδια θα ήθελαν πολύ να βρίσκονται στο “Master of Puppets”. Ένα περισσότερο έμπειρο αυτί όμως, καταλαβαίνει πολλά περισσότερα. Διακρίνει τους TESTAMENT. Ακούει τους ANNIHILATOR (άλλωστε συμμετέχει παίζοντας κιθάρα σε ένα κομμάτι και ο Jeff Waters). Αντιλαμβάνεται τους FORBIDDEN και τους HEATHEN. Ξεχωρίζουν όμως στο instrumental “Tribulation”, το οποίο μα την αλήθεια αν είχε τη σπαστική, τσιριχτή φωνάρα του McMaster από πάνω, θα ορκιζόμουν πως ανήκει στους WATCHTOWER. Μιας και μιλήσαμε για φωνή, ναι, τα φωνητικά του Ken Elkington θα μπορούσαν να είναι αρκετά πιο δυναμικά, αλλά και πάλι, δεν ακούγονται ασύνδετα, ούτε αφαιρούν κάτι από τη δυναμική των συνθέσεων. Απλά ένας Russ Anderson (FORBIDDEN) για παράδειγμα, θα έδινε το κάτι παραπάνω. Για τους φίλους του μελωδικού, τεχνικού thrash, οι DEFIANCE είναι μια καλή περίπτωση. Αρχής γενομένης από αυτό το άλμπουμ, καλό θα είναι να τσεκαριστούν κυρίως τα επόμενα δύο (“Void terra firma” “Beyond recognition”). Οι οπαδοί της παρέας του Hetfield από την άλλη, πρέπει να τους κάνουν κτήμα τους.
Δημήτρης Τσέλλος

 

DREAM THEATER – “When dream and day unite” (Mechanic)
Το ντεμπούτο της κατά γενική ομολογία σπουδαιότερης prog metal μπάντας παραμένει μέχρι και σήμερα στη περιφέρεια έχοντας διχάσει και ίσως ξεχαστεί. Το 1989 λοιπόν, οι DREAM THEATER κυκλοφορούν το “When dream and day unite” – τι υπέροχος και ταιριαστός τίτλος για έναν prog δίσκο και τι άκυρο εξώφυλλο την ίδια στιγμή με το τατουάζ DT στη μασχάλη. Ένα πολύ 80’s εξώφυλλο για έναν prog metal δίσκο που μεταπήδησε από την επανάσταση του “Operation: Mindcrime” το οποίο κυκλοφόρησε μόλις ένα χρόνο πριν. Μιλάμε για τον πρώτο δίσκο της μπάντας αφού είχε μετονομαστεί από MAJESTY σε DREAM THEATER, το οποίο αποτελείται κυρίως από τα demos της μπάντας προτού αλλάξει όνομα. Μουσικά ο δίσκος ηχεί σαν ένα πιο τεχνικό ξαδερφάκι των QUEENSRYCHE με το ένα πόδι στο metal ιδίωμα, με gallop ρυθμούς στο επικό “Afterlife” και δυνατές lead κιθάρες στο “A fortune in lies”, και το άλλο πόδι στο fusion τζαζ του Al Di Meola, του Alan Holdswarth (για παράδειγμα στο αριστουργηματικό “The killing hand”) και το prog rock των 80’s RUSH του “Power windows” (βλέπε το “Status Seeker”). Πρώτος και μοναδικός δίσκος επίσης του τραγουδιστή Charlie Dominici του οποίου η φωνή ήταν απόλυτα ταιριαστή στο λυρικό progressive metal του δίσκου προτού εισαγάγουν τις αλά METALLICA lead κιθάρες και τη thrash τραχύτητα με το “Pull me under” που παραμένει το μεγαλύτερο χιτάκι της μετά-Dominici εποχής. Αλήθεια, φανταστείτε τη λυρική, ψηλή σχεδόν θηλυπρεπή φωνή του Dominici στο “Awake” – θα ήταν απλά λάθος. Γι’ αυτό και λέω αρχικά πως ο δίσκος έχει διχάσει. Υπάρχουν πολλοί οπαδοί που απ τη μία δεν έχουν ακούσει ποτέ τους το ντεμπούτο των DREAM THEATER – άντε να ξέρουν το instrumental “Ytse jam” και, ακόμα χειρότερα, υπάρχουν και ναι έχω γνωρίσει οπαδούς του 80’s prog metal, τρουμεταλλάδες που προσκυνάνε τον εν λόγω δίσκο και τον τοποθετούν πλάι στα “Rage for order” και “The warning” των QUEENSRYCE κατηγορώντας τους THEATER πως ξεπούλησαν μετά τον Dominici. Προσωπικά, θέλω να πιστεύω πως μπορείς να θεωρείς κορυφαία στιγμή της μπάντας το “Metropolis Pt.2: Scenes from a memory” και παράλληλα να προσκυνάς και το “When dream and day unite” γιατί μπορεί εμπορικά και στη συνείδηση μας να μην κατέχει τη πιο ψηλή θέση αλλά είναι εκπληκτικός δίσκος σχεδόν τριάντα χρόνια μετά.
Φίλιππος Φίλης

 


EVILDEAD – “Annihilation of Civilization” (Steamhammer Records)
Άλλο ένα αξιόλογο κεφάλαιο, αν και σύντομο, στην ιστορία του αμερικανικού thrash, είναι και οι EVILDEAD. Δημιούργημα του John Garcia (AGENT STEEL) και των Phil Flores και Mel Sanchez (ABBATOIR), κυκλοφόρησαν μέσα στο 1989 δύο δουλειές, το EP “Rise above” και το LP “Annihilation of Civilization”, το οποίο και παρουσιάζεται εδώ. Με το παρελθόν των δύο ιδρυτικών πυρήνων της μπάντας να είναι αρκετά «σεσημασμένο», τι άλλο θα μπορούσε κανείς να περιμένει από δυναμικό, ορμητικό και «τσαμπουκαλεμένο» thrash; To speed metal των προηγούμενων συγκροτημάτων της ιδρυτικής τριάδας εδώ δεν έχει θέση. Αντίθετα, ακούμε μόνο αγνό, ατόφιο thrash, με κάποια (λίγα αλλά εμφανέστατα) punk και crossover στοιχεία. Θα μπορούσα να συγκρίνω την ηχητική προσέγγιση των EVILDEAD με αυτή των SACRED REICH, καθώς οι τελευταίοι συνεργάζονται με τους D.R.I για να σας δώσω να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Ο Flores τραγουδά λες και πρόκειται να μπλεχτεί σε καυγά, οι κιθάρες είναι σαρωτικές, με τα solos να θυμίζουν φυσικά SLAYER, και το rhythm section τεχνικότατο και αρκούντως δεμένο. Ακούστε το και ετοιμαστείτε να σπάσετε τα άλατα στον αυχένα με τραγούδια όπως το μπετόν αρμέ “Future shock”, το φρεζαριστό “Living good” και τον ομώνυμο ύμνο. Αντικειμενικά το “Annihilation of Civilization” είναι ένας αρκετά καλός δίσκος. Προσωπικά θα προτιμούσα να είχε πιο πριμαριστά φωνητικά και αντί για crossover να ακούγαμε λίγο παραδοσιακό speed στο ύφος των τεράστιων AGENT STEEL, αλλά και πάλι δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ πως τα τρία αυτά κομμάτια που σας ανέφερα, τουλάχιστον, τα έχω τιμήσει και με το παραπάνω. Για τους οπαδούς όμως των NUCLEAR ASSAULT, SACRED REICH, D.R.I και γιατί όχι SUICIDAL TENDENCIES, το δισκάκι είναι must!
Δημήτρης Τσέλλος

 

EXODUS – “Fabulous disaster” (Music For Nations)
Δε νομίζω πως υπήρξε άνθρωπος που να γουστάρει το thrash, να άκουσε το τιτανοτεράστιο “Bonded By Blood” (1985) των Καλιφορνέζων EXODUS και να έμεινε ασυγκίνητος. Η επιθετικότητα, η ωμότητα και η αψεγάδιαστη ποιότητά του ήταν εκείνα τα στοιχεία που έκαναν πολλούς metalheads να λατρέψουν τόσο το δίσκο, όσο και την ίδια τη μπάντα. Στο όμορφο “Pleasures of the Flesh” που ακολούθησε μετά από μια διετία, η επιθετικότητα και η ωμότητα είχαν περιοριστεί, με την ωριμότητα της μπάντας να βγαίνει πιο μπροστά, παρέα με την ποικιλομορφία των συνθέσεων, πράγμα που έκανε κόσμο να «τσινήσει». Στο 3ο δίσκο των EXODUS και 2ο του συγκροτήματος με τον Steve ‘Zetro’ Souza πίσω από το μικρόφωνο, οι «κακοτοπιές» του προκατόχου του φάνηκε να διορθώνονται. Τα επιθετικά και brutal riffs επιστρέφουν και η μπάντα δείχνει εξ’ αρχής τα δόντια της. Το εναρκτήριο “The Last Act of Defiance” και το ομώνυμο του τίτλου του δίσκου, “Fabulous Disaster”, δεν αφήνουν περιθώριο ανάσας. Γκαζιάρικα, με riffs ξυράφια και “σφιχτά” solos, η μπάντα εντυπωσιάζει με την απόδοσή της. Το “The Toxic Waltz” αναδείχτηκε σχεδόν σε κλασικό EXODUS κομμάτι, με το groove του να κάνει “γκελ” στους οπαδούς και το Headbanger’s Ball του MTV να παίζει συνέχεια το βιντεοκλίπ του. Ο Gary Holt είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη συγγραφή όλων των κομματιών και παρέα με τον Rick Hunolt συνθέτουν ένα κιθαριστικό ντουέτο που τσακίζει κόκκαλα. Το rhythm section των Rob McKillop και Tom Hunting είναι ένα από τα καλύτερα, αλλά συνάμα κι ένα από τα πιο υποτιμημένα στο thrash ήχο και ο Souza στο δίσκο δίνει ρέστα με τα φωνητικά του. Τα καλά κομμάτια δεν σταματούν σε αυτά που αναφέρθησαν παραπάνω, με τα “Like Father, Like Son” και “Verbal Razors” να αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα υποδειγματικών thrash ασμάτων. Βέβαια υπάρχουν και οι στιγμές που θα μπορούσε κάποιος να εγείρει τις ενστάσεις του. Πρώτες μπαίνουν στο στόχαστρο οι δύο διασκευές του δίσκου. Η μία στο “Overdose” των AC/DC ποτέ δεν κατάφερε να με εντυπωσιάσει, αλλά η πιο χαβαλετζίδικη στο “Low Rider” των WAR έχει τη χάρη της και ήταν εκείνη που δέχτηκε και τα περισσότερα βέλη για την ύπαρξή της μέσα στο δίσκο, από όσους κατέκριναν τη μπάντα. Το “Cajun Hell” με την Νοτιοαμερικάνικη αύρα του ήταν επίσης ένα από τα κομμάτια που πολλοί οπαδοί δεν κατάφεραν να χωνέψουν, αλλά όπως και να ‘χει, το “Fabulous Disaster” είναι ένας καταπληκτικός δίσκος, που δεν περιέχει ούτε ένα κακό κομμάτι. Απεναντίας περιέχει μερικά από τα καλύτερα που έχουν γράψει οι EXODUS και δεν πρέπει να λείπει από καμία συλλογή!
Θανάσης Μπόγρης

 

EXTREME – “Extreme” (A & M)
Η πρώτη δουλειά των Αμερικανών EXTREME προϊδέαζε, ως ένα βαθμό, για δύο πράγματα. Για τις επόμενες κιθαριστικές δουλειές του Nuno Bettencourt και την αγάπη τους στους QUEEN και τα χορωδιακά φωνητικά. Οι funk ρυθμοί, η πολύ καλή κιθαριστική δουλειά και οι αλλαγές ρυθμών, έδωσαν το στίγμα σε ένα άλμπουμ που γνώρισε σχετική επιτυχία, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά στην επόμενη δουλειά τους. Μια τίμια προσπάθεια που κατατάχθηκε στο funk metal, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια καλή προσπάθεια στο μελωδικό rock, με χορευτικά στοιχεία, στο ρυθμικό μέρος. Είναι σίγουρα πολύ πιο ροκ από τα αντίστοιχα funk metal σχήματα της εποχής όπως οι RHCP. Ακούγεται ευχάριστα αν και ο χρόνος έχει μειώσει την απόλαυση του συγκεκριμένου άλμπουμ, ειδικά αν το πολύ χορευτικό, μελωδικό στοιχείο κουράζει τα αυτιά σας, όπως τα δικά μου, που με την πάροδο του χρόνου αγαπάνε πιο κλασικούς ήχους.
Στέλιος Μπασμπαγιάννης

 

FAITH NO MORE- “The real thing” (Slash Records) 
Mε δύο δίσκους ήδη στο ενεργητικό τους, οι FAITH NO MORE, αποφασίζουν να χωρίσουν τα τσανάκια τους με τον τραγουδιστή τους Chuck Mosley. Ο Μosley βασικά απολύθηκε καθώς δημιουργούσε προβλήματα στην μπάντα με την άστατη συμπεριφορά του και επιπλέον είχαν καταλάβει τις περιορισμένες δυνατότητες του. Είχαν αποφασίσει να πάνε παρακάτω και αναγκάσθηκαν να προχωρήσουν στην αντικατάσταση του.
Ο τυχερός ήταν o δεκαεννιάχρονος τότε Mike Patton από τους ΜR BUNGLE. O ίδιος είχε πάει σε μια συναυλία των FNM και τους είχε δώσει ένα demo. H μπάντα μόλις τον άκουσε έπαθε πλάκα με την φωνή του και τις δυνατότητες που διέκριναν στην φωνή του και τον προσέλαβε αμέσως.
Το σημείο που βρισκόντουσαν εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή οι FMN ήταν κομβικό για το μέλλον τους. Είχαν σημειώσει μια σχετική επιτυχία με το “We care a lot” που επαναηχογράφησαν το 1987 για το “Introduce yourself” και μιας και η Slash records ήταν παράρτημα την πολυεθνικής Warner Brothers, ένιωθαν ότι για να παραμείνουν στην εταιρία θα έπρεπε να κάνουν κάποια επιτυχία.
Το υλικό για το “The real thing’” είχε γραφθεί πριν την έλευση του Patton και όλοι μαζί τον Δεκέμβριο του 1988 μπήκαν στο studio D στο Sausalito της California με παραγωγό τον Μatt Wallace για να το ηχογραφήσουν. Εκεί πρόσθεσαν κάποιες πινελιές σε κάποια κομμάτια όλοι μαζί (έτσι γεννήθηκε το μυθικό instrumental “Woodpecker from mars” που κλίνει τον δίσκο) .Ο Jim Martin είχε φέρει κομμάτια όπως τα “Zombie eaters” και” Falling to Pieces” και επίσης ένα παλιό κομμάτι που είχε από την εποχή των 70’s και τους AGENTS OF MISFORTUNE, την μπάντα στην οποία ήταν μαζί με τον Cliff Burton. Το κομμάτι ήταν το “Suprise! You’re dead”.
To δίδυμο Gould/Bottum είχε γράψει συνθέσεις όπως τα “From out of nowhere” , “Underwater love” και “ Τhe real thing”, ειδικά στο τελευταίο οι πιο προσεκτικοί ακροατές θα βρουν ενσωματωμένο το κομμάτι “Pills for breakfast” από το ντεμπούτο τους
O δίσκος κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του ‘89 και τον Αύγουστο κυκλοφόρησε τον video για το “From out of nowhere”, το οποίο για κάποιον λόγο δεν τα πήγε καθόλου καλά εμπορικά. Η μπάντα κατηγόρησε την εταιρία ότι τους παρουσίαζε σαν κάτι που δεν ήταν και δεν ήταν δικό τους το λάθος. Παρόλα αυτά, μετά την αποτυχία του πρώτου single τους προτάθηκε να επιλέξουν εκείνοι το κομμάτι που θα ήθελαν να κυκλοφορήσουν σαν το επόμενο single καθώς και το περιεχόμενο του videoclip. Ήταν το πλέον κομβικό σημείο για την τύχη του δίσκου και οι FAITH NO MORE κατέληξαν ομαδικά στο “Epic”.
Κυκλοφόρησε σαν single στις 30 Ιανουαρίου του 1990, επτά μήνες μετά την κυκλοφορία του δίσκου και κατάφερε να γίνει το αγαπημένο κομμάτι του ΜΤV για όλο σχεδόν το έτος.
Οι FΑΙΤΗ ΝΟ ΜΟRΕ τα είχαν καταφέρει πια και είχαν κερδίσει την αναγνώριση που περίμεναν και το 1990 προτάθηκαν για Grammy για το “Τhe real thing”.
“Στα τέλη του 1989 μας ζητήθηκε να βγούμε σε περιοδεία με τους SOUNDGARDEN και τους VOIVOD και ήμασταν πολύ πρόθυμοι. Ξέραμε τους SOUNDGARDEN από παλιά και μπορεί να ακουστεί παράξενο σήμερα, αλλά οι VOIVOD ήταν οι headliners και εμείς το opening act. Ήμασταν σε αυτήν την περιοδεία όταν ακούσαμε για την υποψηφιότητα μας στα Grammy. Ήταν φοβερό”.
Κάπου εδώ να πω πως περιμένω εναγωνίως, επηρεασμένος από την θεϊκή σειρά του Netflix “Dark”, τα ταξίδια στο παρελθόν για να βρεθώ σίγουρα σε μία από τις συναυλίες αυτής της περιοδείας.
Για την ιστορία, το Grammy κέρδισαν εκείνη την χρονιά οι METALLICA και την επόμενη χρονιά προτάθηκαν πάλι για το “Εpic” στην κατηγορία best hard rock performance, για να το χάσουν και πάλι από τους LIVING COLOUR αυτήν την φορά.
O δίσκος έβγαλε άλλα δυο singles, τα “Falling to pieces” και “Surprise! You’re dead”. Oι πωλήσεις του ήταν εξαιρετικές και έγινε πλατινένιο στην Αμερική και τον Καναδά.
Έβαλε πλάτη στο επερχόμενο Alternative κύμα που ερχόταν και προσωπικά τον θεωρώ σαν έναν από τους πιο σπουδαίους δίσκους στην ιστορία του metal,από την γέννηση του μέχρι σήμερα.
Ήμουν 16 χρονών όταν κυκλοφόρησε και έπαθα σοκ όταν πρωτοάκουσα στο ραδιόφωνο από εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη το “From out of nowhere”. Ήταν κάτι που ανάλογο του δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου μέχρι τότε, αμέσως εθίστηκα στην μπάντα και στην εποχή της μεγάλης αμφισβήτησης τους στην χώρα μας από τους αμόλυντους υπερασπιστές της καθαρότητας του μεταλλικού ήχου, εγώ περίτρανα είχα τοποθετήσει την αφίσα του σχήματος σε εμφανές σημείο στο δωμάτιο μου, όλως τυχαίως δίπλα στους BLACK SABBATH.
To “The real thing” είναι αυτό που λέει και ο τίτλος του και πάρα πολλά ακόμα και ακούγεται τόσο φρέσκο όσο και όταν κυκλοφόρησε. Και πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια τότε.
Γιάννης Παπαευθυμίου

 

FATES WARNING – “Perfect symmetry” (Metal Blade)
Και κάπου εδώ οι αγαπημένοι μας FATES WARNING μπαίνουν πραγματικά στα βαθιά όσον αφορά την τεχνική και το συναίσθημα. Καταφέρνουν με το “Perfect symmetry” να ισορροπήσουν ιδανικά ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία που ταλανίζουν όλους τους progressive μουσικούς. Προσωπικά τον θεωρώ ως τον αρτιότερο δίσκο της prog metal σκηνής ακριβώς γιατί τα τεχνικά του σημεία όπως στο “A world apart” δεν είναι «ασκήσεις» πάνω στο πεντάγραμμο και το συναίσθημα που αποπνέει είναι σημείο αναφοράς! Πως αλλιώς να περιγραφεί το “At fates hands” στο οποίο συμπυκνώνεται όλη η μαγεία του δίσκου; Ναι όλοι δίνουν βαρύτητα στα “Through different eyes” και “Nothing left to say”, αλλά το συναίσθημα που αποπνέει η ερμηνεία του Alder στο “Chasing time” είναι το κάτι άλλο! Σαν μονάδες λειτούργησαν όλοι τους μοναδικά και κατάφεραν να κάνουν τη διαφορά πριν καν καθιερωθεί ο όρος progressive metal με το “Images and words” τρία χρόνια μετά…
Λευτέρης Τσουρέας

 

FIFTH ANGEL – “Time will tell” (Epic records)
Αμερική σημαίνει εγγύηση στο heavy metal, ειδικά την δεκαετία του 1980. Δεν γινόταν, λοιπόν, οι FIFTH ANGEL να αποτελούν εξαίρεση σε αυτό. Το 1989 του βρίσκει με μία ακόμα δισκάρα στις αποσκευές τους μετά το ομώνυμο αριστούργημα. Το “Time will tell” δεν είναι τόσο βαρύ όσο ο προκάτοχός του. Έχει αυξημένο το αίσθημα της μελωδίας, των πιο μεστών σημείων στη μουσική, αφήνοντας πίσω το πρωτόλειο του ντεμπούτου τους, χαρίζοντας περισσότερη ζωντάνια στις συνθέσεις του δίσκου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ομώνυμο τραγούδι, σημείο αναφοράς και για το ίδιο το συγκρότημα, καθώς και τα έπη “Midnight love” και “Seven hours” που δείχνουν ξεκάθαρα τη φιλοσοφία που ήθελε να ακολουθήσει το συγκρότημα. Όπως και να έχει, μιλάμε για ένα αριστούργημα στο χώρο του κλασσικού heavy metal που πρέπει να έχει οποιοσδήποτε σέβεται τον εαυτό του!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

GODFLESH – “Streetcleaner” (Earache)
Το πρώτο album των Άγγλων είναι και η πρώτη απόπειρα σύμπραξης του industrial στοιχείου με τη σκληρή μουσική στην Ευρώπη. Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού οι MINISTRY είχαν καταφέρει να αποδώσουν με rock ενορχήστρωση το industrial, που ήταν καθαρά υπόθεση των μουσικών της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι GODFLESH πήραν την συνεχή επανάληψη των ρυθμών του industrial και του έδωσαν τον «αέρα» των riffs της σκληρής μουσικής για να μετουσιώσουν το εγχείρημα τους σε ένα ηχητικό παραλήρημα. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Τα εξαιρετικά φωνητικά του Justin Broadrick που ακούγονται σαν ένα επιπλέον όργανο πέρα από τις κιθάρες και τον προγραμματισμό των drums που έχει αναλάβει; Όλα τα κομμάτια του δίσκου ακούγονται αυτοτελή, γεγονός σπάνιο για συγκρότημα που εκτίθεται για πρώτη φορά και μάλιστα σε ένα πεδίο που είναι ακόμα υπό διαμόρφωση! Και όλα αυτά σε έναν μεγάλο σε διάρκεια δίσκο – ξέρετε πολλές μπάντες να ντεμπουτάρουν με δίσκο διάρκειας 66 λεπτών; Επί της ουσίας το “Streetcleaner” λειτούργησε σε μια ηχητική πρόταση που πάνω της θα εισαχθούν όλα τα ηλεκτρονικά στοιχεία στα 90’s, φτάνοντας ακόμα και στο black metal 10 χρόνια μετά με το “666 International” των DODHEIMSGARD…
Λευτέρης Τσουρέας

 

GREAT WHITE – “…Twice shy” (Capitol records)
Οι GREAT WHITE έκαναν τεράστια επιτυχία με το τραγούδι “Lady red light” που βρίσκεται στο “Once bitten”, ένα δίσκο που τους έβαλε στις υψηλές θέσεις του αμερικάνικου Billboard. Το ρητό που λέει «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει» το έκαναν πράξη οι GREAT WHITE και στο “…Twice shy” ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τη δημοτικότητά τους φτάνοντας στην πρώτη δεκάδα του Billboard. Και πως όχι άλλωστε, αφού μιλάμε για έναν αψεγάδιαστο δίσκο σε όλα τα επίπεδα. Αλήτικο rock ‘n’ roll, αλήτικα φωνητικά, βρωμιά στις κιθάρες και τα ρέστα λέμε! Το “…Twice shy” έδειξε πως η μπάντα μπορούσε να σταθεί ανάμεσα στις κορυφαίες μα δυστυχώς της έλειπε η διάρκεια που ήταν και το ζητούμενο για όλα τα συγκροτήματα του πλανήτη. Όπως και να έχει το “…Twice shy” είναι ένας καταπληκτικός δίσκος και επιβάλλεται να υπάρχει σε κάθε ενημερωμένη δισκοθήκη, ειδικά εκείνων που δηλώνουν οπαδοί του ιδιώματος!
Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

HEIR APPARENT – “One small voice” (Metal Blade Records)
Ογκόλιθος! Αυτή είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω το “One small voice”. Μιλάμε για έναν δίσκο άρτιο σε όλες του τις πτυχές. Μουσικά, στιχουργικά, απόδοσης, για να μη μιλήσω για το ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ εξώφυλλο που θεωρείται από τα καλύτερα όλων των εποχών και όχι άδικα. Οι λέξεις μοιάζουν φτωχές για να μπορέσεις να περιγράψεις το μεγαλείο του δίσκου αλλά από την άλλη η λέξη «τέλειο» του ταιριάζει απόλυτα. Αρκετοί θεωρούν ότι είναι κατώτερο του προκατόχου του έστω και για λίγο. Για μένα είναι και τα δύο άλμπουμ τα αρτιότερα δείγματα του αμερικάνικού power metal έτσι όπως ορίσθηκε στην αντίπερα όχθη. Τα πολλά λόγια είναι φτώχια κλείσε τα μάτια σου και… “Just imagine”, πέρνα τα σύνορα του μυαλού σου, «Φώναξε» όταν θα ξανανιώσεις «Μόνος», άκου τον «Ήχο της ησυχίας», γιατί «Εμείς οι άνθρωποι» πρέπει να «Νιώθουμε πάντα νέοι» έστω και με την «Μοναδική μικρή μας φωνή» να ουρλιάζει στο τέλος κάθε μέρας. Το ανέφερα και στην αρχή… ΟΓΚΟΛΙΘΟΣ!
Nτίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

 

HELSTAR – “Nosferatu” (Metal Blade)
Ειλικρινά έχω χάσει το λογαριασμό όλα αυτά τα χρόνια αναφορικά με το πόσες φορές έχω γράψει κάτι για το “Nosferatu” (ή μάλλον έχω αποθεώσει). Και επειδή η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, αν θα έπρεπε να έχετε στη δισκοθήκη σας ένα και μόνο άλμπουμ από τους HELSTAR, το “Nosferatu” είναι η ασφαλής επιλογή σας. Ναι, μπορεί να μην είναι το πιο αντιπροσωπευτικό τους πόνημα (τη θέση αυτή την διεκδικούν ισάξια τόσο το “Remnants of war” όσο και το “A distant thunder”) αλλά σίγουρα είναι το πιο εμπνευσμένο και μεγαλεπήβολο σύνολο κομματιών που συνέθεσαν ποτέ οι Τεξανοί power/thrashers.
Η εμμονή του Rivera με τον άρχοντα των βρυκολάκων, έσπρωξε τη μπάντα να αφιερώσει την πρώτη πλευρά του βινυλίου στον Δράκουλα/Nosferatu σε μία ιστορία αποτελούμενη από 6 κομμάτια εμπλουτισμένη από τους κινηματογραφικούς διαλόγους της ομώνυμης ταινίας του 1979. Η δεύτερη πλευρά είναι εξίσου εντυπωσιακή και χωρίς κάποιο concept με κύριο χαρακτηριστικό την απίστευτη εναλλαγή συναισθημάτων αφού από το brutal/in your face “Benediction” και το anthemic “Swirling madness” καταλήγουμε στο σχεδόν οπερετικό “Aieliaria and Everonn” (τεράστια η συνδρομή του Jerry Abarca εδώ).
Το “Nosferatu” είναι το πιο τεχνικό άλμπουμ των HELSTAR οι οποίοι δεν κατάφεραν να πείσουν το αγοραστικό κοινό της εποχής με αποτέλεσμα η Metal Blade να τους διώξει από το roster της λίγους μήνες μετά. Ύστερα από χρόνια θα εκτιμούνταν η ποιότητα του “Nosferatu” μιας και σήμερα θεωρείται δικαίως ένα από τα πιο κλασικά άλμπουμ του Αμερικάνικου power/thrash ήχου. Τεράστιο μερίδιο σε αυτό φέρει τόσο το κιθαριστικό δίδυμο των Barragan & Corbin (διαφορετικής σχολής και τεχνοτροπίας) όσο και η εξαιρετική παραγωγή του Bill Metoyer. Σχεδόν 30 χρόνια μετά ακούγεται το ίδιο φρέσκο και…ακραίο!
Σάκης Νίκας

 

HOLY MOSES – “The new machine of Liechtenstein” (WEA)
Αν δεν είναι αυτός ένας αλλοπρόσαλος τίτλος για thrash άλμπουμ, τότε ειλικρινά δεν ξέρω ποιος είναι! Το σίγουρο είναι ότι με ένα τέτοιο τίτλο και με ένα…εχμμμ…περίεργο εξώφυλλο, το όλο πράγμα σε παρακινεί να ακούσεις με ένα έξτρα ενδιαφέρον το μουσικό αυτό πόνημα των HOLY MOSES. Και επειδή ποτέ δεν πρέπει να κρίνει κάποιος επιφανειακά τα πράγματα, το “The new machine of Liechtenstein” είναι μία από τις καλύτερες δουλειές των Γερμανών. Για τον γράφοντα, μάλιστα, αποτελεί το αποκορύφωμα της συνθετικής τους έμπνευσης και αυτό λέει πολλά αν αναλογιστούμε ότι μόλις δύο χρόνια νωρίτερα οι HOLY MOSES είχαν ηχογραφήσει το εντυπωσιακό “Finished with the dogs”.
Η βασική διαφορά τώρα είναι ότι οι συνθέσεις είναι σαφώς πιο καλοδουλεμένες, πιο προσεγμένες και κυρίως όχι τόσο…χύμα! Ο δίσκος παραμένει thrash αλλά θα έλεγα ότι έχει περισσότερα κοινά με ένα Bay Area άλμπουμ παρά με ένα τευτονικό, άμεσο μουσικό δημιούργημα. Ναι, σίγουρα η Sabina Classen παραμένει ακραία και δεν δείχνει καμία διάθεση να μετατραπεί σε…Debbie Gibson αλλά τα κομμάτια είναι ελαφρώς πιο τεχνικά και οι κιθάρες ακούγονται περισσότερο ραφιναρισμένες και όχι τόσο αιχμηρές (αποτέλεσμα πιθανότατα της υπογραφής του νέου συμβολαίου με την πολυεθνική WEA). Με άλλα λόγια οι HOLY MOSES πραγματοποιούν ένα εντυπωσιακό βήμα στην καριέρα τους δείχνοντας για πρώτη φορά μία ωριμότητα που αναδεικνύεται άριστα στις συνθέσεις αυτές καθαυτές.
Η περιορισμένη έκδοση του δίσκου κυκλοφόρησε με ένα ασπρόμαυρο comic το οποίο αναλύει λίγο περισσότερο τι θέλει να πει ο…ποιητής με την επιλογή του συμπαθέστατου Liechtenstein στον τίτλο του τρίτου ολοκληρωμένου δίσκου των HOLY MOSES. Τέλος, κάτι που ίσως δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ο Uli Kusch, ντράμερ των HELLOWEEN, υπήρξε μέλος των HOLY MOSES για μία σχεδόν πενταετία (από το 1986 ως το 1990).
Σάκης Νίκας

 

Το δεύτερο μέρος για τις κυκλοφορίες του 1989 θα ακολουθήσει σε λίγες εβδομάδες. To be continued λοιπόν!