CANDLEMASS – “Ancient dreams” – Worst to best

0
508

Κάποιες φορές τους καταλαβαίνω τους μουσικούς, όταν νιώθουν πως «παγιδεύονται» μέσα στις ίδιες τους τις νότες, ή κάποια έργα τους αποτελούν φορτία δυσβάσταχτα για την ίδια τους την υπόσταση ως καλλιτέχνες. Εν προκειμένω, οποιοσδήποτε άλλος είχε βάλει την υπογραφή του κάτω από το “Epicus, doomicus, metallicus” και το “Nightfall” πιθανότατα θα είχε «καταπλακωθεί» από το τεράστιο βάρος των δυο αυτών κολοσσών. Όχι όμως ο Leif Edling. Αυτός είχε πλάτες γερές σαν του Άτλαντα και βρισκόταν στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του, μιας δημιουργικότητας η οποία διατηρήθηκε αναλλοίωτη για πέντε συνεχείς studio δίσκους. O τρίτος δίσκος των Σουηδών μαστόρων του doom metal είναι αυτός που θα πιστοποιήσει δύο πράγματα: Καταρχάς το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως οι CANDLEMASS ήταν την εποχή εκείνη ένα από τα πιο «δυνατά» ονόματα στον ευρύτερο metal χώρο (παντού στον κόσμο νέος κανείς θεωρείται μέχρι τον δεύτερο δίσκο, μετά παύει να είναι και αποκτά το status του «φτασμένου», εκτός αν μιλάμε για την Ελλάδα όπου οι AMON AMARTH θεωρούνται ακόμη το μέλλον του metal και ο Παππάς τεράστιο μπασκετικό ταλέντο) και δεύτερον ότι ήταν πια Ηλίου φαεινότερο πως ένα ολόκληρο νέο υπο-είδος, το επικό doom metal στην ουσία εγκαθιδρύθηκε από αυτούς.

Με τo line up των Messiah Marcolin/Lars Johansson/Mats Björkman/Leif Edling/Jan Lindh να παραμένει ως έχει, αφού «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει», το “Ancient dreams” ήταν η φυσική και φυσιολογική συνέχεια του “Nightfall”. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η μπάντα διάλεξε ξανά ένα έργο του ζωγράφου Thomas Cole για εξώφυλλο δίσκου της. Η βάρκα εξακολουθεί να πλέει στον ποταμό και το «ταξίδι της ζωής» συνεχίζεται αλλά ως flashback πλέον, αφού τα «Γηρατειά» έχουν δώσει την θέση τους στη «Νιότη». Η νύχτα που ρίχνει τα πέπλα της (“Nightfall”) πάντα θα είναι συνδεδεμένη με το λυκόφως της ζωής, ενώ τα όνειρα με την χαρά της νεότητας. Καταλαβαίνω βέβαια τον Leif Edling που δήλωνε και εξακολουθεί να δηλώνει απογοητευμένος από την τελική μίξη. Όντως, σε τελική ανάλυση, ο ήχος είναι αδύναμος σε σχέση με τον θηριώδη του προκατόχου του, αλλά σε ακόμη πιο τελική (ας μου επιτραπεί η υπερβολή), τα τραγούδια είναι αυτά που μετρούν πρωτίστως για να αξιολογηθεί σωστά ένας δίσκος. Και τα τραγούδια του “Ancient dreams” μπορεί να υπολείπονται σε ποιότητα των «προγόνων» τους (δεν πιάνονται εκείνα τα «ύψη» με τίποτα), έχουν όμως την δική τους «βαρύτητα». Έχω συναντήσει αρκετά παιδιά εκεί έξω με διαφορετικές απόψεις, άλλα που έχουν τούτο το άλμπουμ στην καρδιά τους σε τέτοιο σημείο, που να του δίνουν ως και την πρώτη θέση στην CANDLEMASS δισκογραφία, και άλλα που το θεωρούν το χειρότερο των έξι πρώτων. Κανένα σχόλιο, καμία αντίρρηση και για τις δυο αυτές τοποθετήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα Nacka Recording House Studios, τον Αύγουστο του 1988, γέμισαν από μελωδίες που θεωρούνται πια κλασσικές. Τις μελωδίες αυτές και τα τραγούδια που σχημάτισαν, όλα από το «μαγικό» χέρι του Leif Edling, θα προσπαθήσουμε ευθύς αμέσως να κατατάξουμε από το τέλος προς την αρχή.

The ANCIENT DREAMS countdown

7. “Bearer of pain”
Στα ανώτερα δωμάτια ενός πύργου, μια πριγκίπισσα θρηνεί για την ζωή της, αγναντεύοντάς κάτω, την αγορά της πόλης. Εκεί, μια φορά τον χρόνο, οι ιερείς βγαίνουν σε αναζήτηση μιας παρθένου η οποία θα θυσιαστεί για να κρατήσει μακριά από τον λαό μια αρχαία κατάρα. Σαφέστατα επηρεασμένος από μύθους όπως αυτός του Μινώταυρου ή της Ανδρομέδας, όπου παρθένες, πριγκίπισσες, κατάρες και θυσίες εμπλέκονται σε ένα αριστουργηματικό κουβάρι, ο Leif καταθέτει την δική του ιστορία πάνω σε μια κλασσική σε δομή και μορφή, για την μπάντα, σύνθεση, η οποία μοιάζει με το “Mirror, mirror” που θα δούμε παρακάτω. Το μεγαλύτερο αρνητικό της είναι το σχετικά μονότονο refrain, το μεγαλύτερο θετικό της η εξαιρετική αλλαγή περίπου στο τρίτο λεπτό, όπου αποκαλύπτεται η πραγματική μεγαλοπρέπεια του group, απευθείας βγαλμένη από το “Nightfall”. Ωραίο και το solo του Lars Johansson. Έχουμε ακούσει καλύτερα κομμάτια από τους ιδίους; Σαφώς. Υπάρχουν στο ίδιο άλμπουμ; Σαφέστατα. Θα μπορούσε να είναι μικρότερο σε διάρκεια; Ναι. Είναι καλό κομμάτι; Χωρίς καμία αμφιβολία, είναι.

6. “Incarnation of evil”
Intro a la “Demon’s gate”, λογικό όσο και ταιριαστό για ένα εσχατολογικό κομμάτι με τέτοιον χαρακτήρα. Ο Messiah σε ρόλο προφήτη έχει μπει στο «πετσί του ρόλου», αναγγέλλει την εξουσία του Διαβόλου επί των ψυχών των καταραμένων και αμαρτωλών και έχει τον πρώτο λόγο, πριν μπει το απλό αλλά ουσιαστικό riff. “Just like your father held your hand, he’s watching over his creed”. Doom metal ακούμε, τέτοια θεματολογία και στιχουργία είναι από αυτές που θεωρούνται “sine qua non” για όποιον θέλει να εναρμονίσει λέξεις με νότες. Όπως όμως κάθε νόμισμα έχει δύο όψεις, η μπάντα περιγράφει το γεγονός και από την πλευρά του Κακού. Ο στίχος “Out from the night he comes, saviour but black”, εύκολα συσχετίζεται με το “Better rule in Hell, than serve in Heaven” του John Milton. Πολύ καλό τραγούδι, αλλά νομίζω πως τραβά σε μάκρος αχρείαστα και κάπου «εγκλωβίζεται» στο συνεχές-επαναλαμβανόμενο riff του, έστω και αν αυτό αποτελεί τον ΟΡΙΣΜΟ (ή έστω έναν από τους ορισμούς) του doom metal riff. Σαφέστατα από τις λιγότερο δυνατές στιγμές της πρώτης, χρυσής περιόδου του group, όπως και το “Bearer of pain”. Πώς να γίνει, δίπλα σε κάτι “The well of souls” δεν στέκονται. Μπορώ να πω πως η πρώτη του μορφή, ως “Black Messiah” στο “The day of retribution” ep των NEMESIS (pre-CANDLEMASS) μου αρέσει πολύ περισσότερο. Έχει μια τραχύτητα, μια κλασσικομεταλλιά που του πάει πολύ. Όπως θα του πήγαιναν ακόμη περισσότερο πιο «γρεζαριστά», «μεταλλικά» φωνητικά. O Nemtheanga των PRIMORDIAL στο Roadburn Festival το 2014 το είχε πει εξαιρετικά. Lee Dorian ακούς;

5. “Ancient dreams”
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία στο heavy metal, είναι η ευρεία χρήση και ενσωμάτωση σε αυτό, της μουσικής κουλτούρας της Μέσης Ανατολής. Το επικό doom metal μάλιστα είναι από τα υποείδη που επηρεάστηκαν περισσότερο εξ Ανατολών, και για αυτό ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό οι CANDLEMASS. To ομώνυμο τραγούδι του δίσκου είναι και αυτό μια μακρόσυρτη, oriental 7λεπτη σύνθεση (χαρακτηριστικό του “Ancient dreams” οι μεγάλες διάρκειες των κομματιών του), η οποία στους στίχους της περιέχει πολλά από τα κλισέ της sword and sorcery θεματολογίας (από μάγους και ουράνια τόξα, μέχρι δράκους) αλλά το βαθύτερο νόημά της δεν είναι τόσο επιφανειακό και σίγουρα συμπορεύεται με ένα διαχρονικό, δυστυχώς, «σήμερα». Όπως λέει και το refrain “Chase the horizons, catch the illusion, remember the child within…there’s no tomorrow just sadness and sorrow, hold on to the Ancient Dreams”. Δηλαδή, η ζωή εκεί έξω θα σε περιμένει γεμάτη δυσκολίες, πίκρα και θλίψη, ωστόσο αν μπορέσεις να κρατήσεις στο μυαλό σου τις παιδικές σου αναμνήσεις αλλά και τα όνειρα που έκανες τότε, δεν θα χάσεις την αισιοδοξία σου και το κίνητρο για να προσπαθήσεις. Εκτός αν αυτό σου γυρίσει σε κατάθλιψη πρώτου βαθμού…το πιθανότερο αυτό είναι άλλωστε, για doom μιλάμε, ποιος ενδιαφέρεται για τις χαρές της ζωής;

4. “The bells of Acheron”
Άκου το κυρίως riff…“If you listen to fools, the mob rules!”. Ποιος μίλησε για Sabbath επιρροές μόνο από την Ozzy περίοδό τους; Το “The bells of Acheron” είναι η μοναδική σύνθεση του δίσκου που αποκτά τέτοιον up tempo χαρακτήρα και σε σημεία «καλπάζει», στο ίδιο στυλ που θα «καλπάσει» και το “Dark reflections” στο “Tales of creation” έναν χρόνο αργότερα. “Acheron” είναι ο Αχέροντας στα Αγγλικά, και λόγω του όλου χαρακτήρα της μπάντας, στην αρχή όλοι σχεδόν θεώρησαν πως για αυτόν μιλά το κομμάτι. Λάθος. Διαβάζοντας τους στίχους, θα δούμε πως αναφέρεται σε μια πόλη η οποία «καταπίνεται» από ένα μεγάλο κατακλυσμό. “Forged by the mighty, admired by the great, once blessed by the holy, abandoned by fate… Announcing the twilight, the wrath of the Gods, the city of Acheron was drowned by the flood”. Ποια πόλη είχε το όνομα “Acheron”; Μα φυσικά …καμία. Πρόκειται για μια εσκεμμένη παραλλαγή από πλευράς Edling μιας συγκεκριμένης ιστορίας, όπου μπλέχτηκε μέσα και η χριστιανική παράδοση. “In the city of Acheron the priests burned the Book, worshipped false Gods, scoffed at the good. Desecrated the altar, spat on the Cross, teared down the temples and laughed at their loss. Oh faith… oh faith…”. Η Acheron λοιπόν ήταν μια πανάρχαια, προ-κατακλυσμιαία αυτοκρατορία, πριν την Υβοριανή Εποχή του Robert Howard και την οποία κυβερνούσαν μάγοι – υπηρέτες των Σκοτεινών Δυνάμεων. Η πόλη από την οποία εμπνεύστηκε ο Edling την ιστορία του είναι η πρωτεύουσά της, η Python, η Πόλις των Μωβ Πύργων. Ο κατακλυσμός δε, στην «πραγματικότητα» (των βιβλίων), δεν ήταν από νερό, αλλά από τις ορδές εισβολέων του Βορρά οι οποίοι λεηλάτησαν και εκθεμελίωσαν την πόλη. Ώρα να ξαναδιαβάσουμε Conan.

3. “Darkness in paradise”
Στα επόμενα τρία κομμάτια, αρχής γενομένης από αυτό εδώ, ελαχιστότατα υπερτερεί το ένα του άλλου. Μπορεί αν ερωτηθώ αύριο, να έχει αλλάξει κάποιο εξ αυτών θέση. “Darkness in paradise”… Άλλο ένα επικότατο τραγούδι, που περιγράφει το σκότος που πέφτει στον Κήπο της Εδέμ. Η απογοήτευση και ο φόβος του ήρωα, ο οποίος ζητά απελπισμένα από τον Θεό να ρίξει την ευλογία του και να άρει την κατάρα του, είναι συναισθήματα έντονα. Μήπως όμως έχουμε και εδώ μιαν ακόμη αλληγορία; Ας προσέξουμε λίγο τον στίχο “I’m waiting for the night to fall” και αυτήν εδώ την στροφή: “Oh father please forgive us, forgive us all our sins, please bring your light again to lead our way. But my prayers are not answered, they fade out to die and so does the last gleam of hope”. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο Κήπος της Εδέμ (ο Παράδεισος) είναι η ίδια μας η ζωή, η οποία μέσα από αμαρτίες και επαίσχυντες πράξεις έφυγε από τον δρόμο του Θεού και κατέληξε στην αγκαλιά του Διαβόλου. Έτσι, καθώς ο ήρωας νιώθει το τέλος της να έρχεται (“I know my death is near, far beyond my dreams…My fate is waiting to show me the light… I believe”) μεταμελημένος και αναγνωρίζοντας, πιστεύοντας στην ύπαρξη του Θεού, εκλιπαρεί για συγχώρεση. Όπως και να ’χει, είτε η αλληγορία ισχύει στο μυαλό του συνθέτη είτε όχι, το “Darkness in paradise” είναι αριστουργηματικό, και το μεσαίο του τμήμα αριστουργηματικότατο. Θεϊκές κιθάρες από τους Johansson/Björkman, θεϊκές! Στην εδώ συναυλία του group, το 2011, το ντουέτο Langquist-Lowe είχε δώσει μια παράσταση-νόμισμα με δύο όψεις. Ο μεν Johan το είχε ερμηνεύσει συγκλονιστικά, ο δε Rob…άστα να πάνε.

2. “Mirror mirror”
Πως διαβάζαμε μικροί (και μεγάλοι) στα comics; ΚΑ-ΒΟΟΜ! Σίγουρα δεν θα μπορούσε άλλο κομμάτι από τα υπάρχοντα να αποτελέσει τόσο το εναρκτήριο του δίσκου, όσο και το video clip του. «Μεγάλη» σύνθεση, επική, επιβλητική, σε μεσαίες ταχύτητες, από τις πλέον κλασσικές της “Messiah” εποχής, σχεδόν πάντα τιμάται σε μεγάλης διάρκειας συναυλίες με full set και χωρίς επετειακό χαρακτήρα. Η σύντομη εισαγωγή του, θυμίζει την αντίστοιχη του “Crystal ball” από το “Epicus, doomicus, metallicus” και παίζει τον ρόλο και της, τρόπον τινά, εισαγωγής του δίσκου. Η μπάντα λογικά δεν θέλησε να συνθέσει ένα ακόμη “Gothic stone” ή ένα “Codex Gigas” και σύμπτυξε το εισαγωγικό αυτό «σημείωμα» με το κυρίως θέμα. Μια χαρά. Ο Messiah συναντάται στην καλύτερή του φάση, επικός, θρηνητικός αλλά και διηγητικός, σε ισόποσες αναλογίες. Το ερώτημα «Καθρέφτη-Καθρεφτάκι» εδώ δεν τίθεται για να απαντήσει ο καθρέφτης ποια είναι η ομορφότερη σε όλο το βασίλειο, όπως με την Χιονάτη. Πίσω από τον καθρέφτη, ή σωστότερα μέσα του, υπάρχει το Απόλυτο Κακό το οποίο ρουφά την ψυχή και την υπόσταση όποιου κοιτάξει το είδωλό του σε αυτό. “The battle of minds, the riddles, the rhymes, beware of the darkness behind… Usurped and enslaved, redeemed and betrayed, the devil in the mirror, obey!”. Δεν έχει σημασία αν η ψυχή είναι «καθαρή»… “Good or evil it won’t mind, the mirror of darkness is blind”. Αν είσαι πνευματικά δυνατός, θα αντέξεις, αν όχι…

1. “A cry from the crypt”
Δεν πρόκειται να πω ότι είναι το αδιαμφισβήτητο, όπως θα ίσχυε σε πάρα πολλές περιπτώσεις δίσκων, αλλά ότι είναι το δικό μου νούμερο ένα. Από τα τραγούδια εκείνα που πάντα θα μπαίνουν σε οποιαδήποτε best συλλογή της μπάντας, από τα τραγούδια εκείνα που πήραν την κληρονομιά των παλαιότερων και την μεταλαμπάδευσαν στους νεότερους με την ίδια επιτυχία. Τα 07:24 που διαρκεί, με τις διάφορες εναλλαγές τους, περνούν στο «άψε-σβήσε». Περίμενε να περάσει το αργόσυρτο «έμπα» του, και άκου πως το κομμάτι «ξεδιπλώνεται». Αν υπάρχει ένα riff «σήμα κατατεθέν», ένα riff “trademark” στο doom που να μην είναι αργόσυρτο, είναι αυτό το «νταν-νταντανταντα-νταν» (κατάλαβες τώρα) και οι παραλλαγές του. Και μετά, εκεί κάπου στο μέσο, έρχεται το break και ο πένθιμος ρυθμός. Μιλάμε για βασικά κεφάλαια του songwriting που πρέπει να ξέρει κάθε doom metal μπάντα που σέβεται εαυτόν και είδος. Πριν το “A cry from the crypt” υπήρξε το “Children of the grave”, μετά το “A cry from the crypt” υπάρχει το “The snake handler” των CRYPT SERMON και το “Τhe hammer of witches” των SORCERER, ως πιο πρόσφατα παραδείγματα. 1971-1988-2019/2020. Αυτό σημαίνει διαχρονικότητα κύριέ μου. Και οι στίχοι; Αυτοί που πρέπει. Ο θρήνος όλων όσων έχουν πεθάνει, δικαίων και αδίκων, γεννηθέντων και μη, και η κραυγή ενός κεκοιμημένου που τα οστά του βρίσκονται στην κρύπτη εκείνη εδώ και χίλια χρόνια. Τι συμβαίνει όμως με αυτή την κρύπτη; Μήπως υπάρχει εκεί κάτι που την κάνει…ξεχωριστή; “Lurking in the shadows, twisted shape of creeping terror guarding something special… Gone since ages, dead and buried… dead and buried”. Αυτό υπάρχει, αλλά ο Leif δεν αναφέρει περισσότερα και έτσι έγκειται στην δική μας φαντασία να οργιάσει περαιτέρω.

ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
“The Black Sabbath Medley” (Iommi/Butler/Osbourne/Ward)

Τούτο το medley διασκευών δεν θα μπορούσε φυσικά να πάρει μέρος στην κούρσα μαζί με τις υπόλοιπες συνθέσεις τις μπάντας, αλλά δεν γινόταν να το αφήσουμε εκτός αφιερώματος αφού υπάρχει στο tracklisting. Να πω για την συσχέτιση/σχέση/επιρροή μεταξύ CANDLEMASS και BLACK SABBATH; Δεν χρειάζεται. Εδώ μέσα σε έξι και κάτι λεπτά, ακούγονται σε μια πολύ ωραία συρραφή τα “Symptom of the universe”, “Sweet leaf”, “Sabbath bloody sabbath”, “Into the void”, “Electric funeral”, “Supernaut” και “Black Sabbath”, με αυτήν ακριβώς την σειρά. Ο ήχος της μπάντας έχει μεταλαμπαδευτεί στις αυθεντικές συνθέσεις (vice versa δάνειο δηλαδή) και ο Messiah τραγουδά με το δικό του στυλ, αρνούμενος, και μη μπορώντας έτσι κι αλλιώς, να μιμηθεί τον Ozzy. Το τελικό αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε αξιολογότατο, αν και κάπως περίεργο. Προσωπικά πάντα, δεν μου «κάθεται» καλά η κλασσικής παιδείας λυρική φωνάρα του Marcolin σε αυτού του είδους τις συνθέσεις. Έχω την εντύπωση πως μόνο στο “Electric funeral” μπορεί και «ευθυγραμμίζεται» πλήρως με το “DNA” του τραγουδιού. Κακά τα ψέματα, ο Ozzy είναι ένας, και αν εξαιρέσει κανείς περιπτώσεις τύπου Dan Fondelius (COUNT RAVEN, δηλαδή μια στις χίλιες) δεν μπορεί να κοπιαριστεί. Σε γενικές γραμμές πάντως, μιλάμε για ένα ποτ-πουρί διασκευών που θες με τον έναν, θες με τον άλλον τρόπο, έχει πια μείνει κλασσικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται.

“Epistle No. 81” (Carl Michael Bellman, arr. Edling)
Εδώ έτσι κι αλλιώς θα μιλούσαμε για «εκτός συναγωνισμού» περίπτωση. Το “Epistlar 81” (Märk hur vår skugga – Observe how our shadow) είναι διασκευή-απόδοση του ομώνυμου έργου του Σουηδού κλασσικού συνθέτη, ποιητή και μουσουργού του 18ου αιώνα Carl Michael Bellman. Για να γίνει κατανοητή η αξία του και η επιρροή του μέχρι σήμερα γενικά στην Σκανδιναβική τέχνη και παράδοση, πρέπει να τονιστεί πως η αξία του συγκρίνεται με αυτή των Shakespeare, Beethoven, Mozart, και William Hogarth. Σε αντίθεση με το Sabbath medley, εδώ η μπάντα μεγαλουργεί. Πένθιμη μουσική, πένθιμοι στίχοι, σχεδόν καταθλιπτική ατμόσφαιρα, στην πιο doom στιγμή του δίσκου. Οι στίχοι έχουν αλλάξει και είναι γραμμένοι στα Αγγλικά, η φωνητική απόδοση είναι άψογη, το σημείο με το πολύ μικρό solo φέρνει στο “Under the oak” (άκου την κιθάρα από πίσω) και γενικά, αν δεν επρόκειτο για διασκευή αλλά για αυθεντική, CANDLEMASS σύνθεση, θα είχαμε την κορυφή του “Ancient dreams” και το “Solitude” δεν θα ένιωθε και τόσο άνετα στον θρόνο της γνήσιας θλίψης του. Επί προσωπικού λοιπόν, η αγαπημένη μου στιγμή σε ολόκληρο το άλμπουμ. Μιλάμε για θεούργημα. Το Epistle No. 81″ έχουν διασκευάσει και οι WHILE HEAVEN WEPT, αλλά στην ουσία διασκευή στην διασκευή έκαναν, με εξαιρετικά πάντως αποτελέσματα. H αυθεντική εκδοχή του Bellman περιλαμβάνει μόνο πιάνο και φωνή.

Φτάσαμε στο τέλος. Ξανακούγοντας για πολλοστή φορά το άλμπουμ, έτσι για το «φρεσκάρισμα», εμμένω στην άποψή μου προς πρόκειται για το πιο «αδύναμο» της περιόδου 1986-1992, αλλά εμμένω και σε αυτή (την άποψη) που θέλει την μπάντα στην εξαετία αυτή να παρουσιάζει μόνον καταπληκτικές κυκλοφορίες. Το γεγονός πως ένα κλασσικό άλμπουμ, τεράστιας μουσικής, καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας είναι λιγότερο καλό από ένα άλλο εξίσου κλασσικό, δεν σημαίνει πως μειώνει την αξία του. Ίσα ίσα, την γιγαντώνει στα μάτια αμέτρητων άλλων. Doom or be doomed.
Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here