BAND OF THE WEEK: YNGWIE MALMSTEEN

0
230

Τώρα είναι YNGWIE MALMSTEEN, είναι YNGWIE MALMSTEEN’S RISING FORCE, λίγη σημασία έχει. Ένας από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς κιθαρίστες των τελευταίων 40 ετών, είτε αρέσει σε κάποιους, είτε όχι, είναι ο Σουηδός Yngwie Malmsteen, ο οποίος είναι και ο καλλιτέχνης της εβδομάδας ή αλλιώς Band of the week. Οι συντάκτες μας έγραψαν τη γνώμη τους και τα δύσκολα είναι ποιον από τους δίσκους του ψηφίζουμε όλοι εμείς, ως τον καλύτερό του. Ακριβώς από κάτω, λοιπόν:

Οι περισσότεροι που δεν γουστάρουν τον Malmsteen, έχουν επιχειρήματα του τύπου «είναι αλαζόνας», «είναι περίεργος», «μόνο τα τρία πρώτα» και διάφορα τέτοια γουστόζικα, που καταρρίπτονται απευθείας λέγοντας ότι είτε α) δε νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση να πιείτε καφεδάκι ή μπυρίτσα μαζί του, ούτε να κάνετε παρέα, είτε β) μάλλον δεν έχετε ακούσει δίσκους όπως το “Magnum opus”, το “Seventh sign” κτλ… Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις που έχω κάνει ποτέ μου, ήταν με τον Malmsteen και παραθέτω μερικές απαντήσεις που δείχνουν σε απόλυτο βαθμό τον χαρακτήρα του, αν όμως κάτσει και τις αναλύσει κανείς, θα δει ότι το δίκιο του το έχει…
«Στην δική μου μπάντα, ή για να το θέσω καλύτερα στο δικό project, γιατί δεν είναι μπάντα, τα πράγματα γίνονται με τον δικό μου τρόπο. Μπορεί φυσικά κάποιος να πει, φεύγοντας, ότι είμαι μαλ**ας, μπορεί να πει ότι θέλει. Το θέμα όμως είναι ότι δεν έχω παραγωγό, άνθρωπο να γράφει μαζί μου τραγούδια ή κάποιον άλλο που να μου δίνει κατευθύνσεις σχετικά με το τι πρέπει να κάνω με την μουσική μου. Έχω ένα απολύτως ξεκάθαρο όραμα για το τι θέλω και το τι ακούω και δεν υπάρχει καμία σύγχυση πάνω σ’ αυτό.»
«Υπάρχουν σίγουρα πολλοί καλοί κιθαρίστες εκεί έξω. Το πιο δύσκολο πράγμα όμως, είναι να ακούγεσαι ξεχωριστός, μοναδικός. Μπορείς να δακτυλογραφείς πολύ γρήγορα, αλλά δεν μπορείς να γράψεις ένα σπουδαίο μυθιστόρημα μόνο με αυτό. Ο μηχανισμός να παίζεις σωστά και γρήγορα είναι ένα πράγμα, το να δημιουργήσεις ένα στυλ και συνθέσεις μοναδικές, είναι κάτι άλλο όμως. Ο τελευταίος που άκουσα και ήταν μοναδικός, ήταν ο Eddie Van Halen κι αυτό συνέβη πολλά-πολλά χρόνια πριν.»
Θα μπορούσα να βάλω και πολλά άλλα τσιτάτα, αλλά δεν χρειάζεται… Ούτως ή άλλως δεν θέλω να το χαλάσω στους φίλους μου της κατηγορίας, «μόνο τα τρία πρώτα». Ευτυχώς ή δυστυχώς χάνουν δίσκους όπως το “Odyssey”, το “Seventh sign”, το “Facing the animal”, το “Magnum opus”, το “Fire and ice” και αρκετούς άλλους, με τη δικαιολογία ότι παίζει τα ίδια. Λες και οι υπόλοιπες μπάντες που ακούμε και γουστάρουμε, αλλάζουν ήχο σε κάθε δίσκο… Μ’ έναν αστερίσκο: Εννοείται ότι δεν αντέχω αρκετά από τα άλμπουμ που κυκλοφόρησε τα τελευταία 15-20 χρόνια…

 

Σάκης Φράγκος

 

Love him or hate him, he’s Yngwie Malmsteen! Κάπως έτσι, σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται η πεμπτουσία και η αλήθεια για το φαινόμενο Yngwie Malmsteen. Τελειομανής, απίστευτα ταλαντούχος, τεχνικά απλησίαστος αλλά και εγωμανής, κακότροπος, εκκεντρικός και γεμάτος ψευδαισθήσεις ειδικά τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε δύο δεκαετίες ο Σουηδός βιρτουόζος κιθαρίστας ανέδειξε ένα νέο τρόπο παιξίματος ο οποίος δίχως ίχνος υπερβολής ήταν ιδιαίτερα εκφοβιστικός και σχεδόν αποτρεπτικός για όλους τους νέους, επίδοξους κιθαρίστες οι οποίοι φυσικά δεν θα μπορούσαν ποτέ να τον πλησιάσουν. Έχοντας σαν βάση σημαντικούς κλασικούς συνθέτες του 18ου και 19ου αιώνα και κυρίως τον Paganini και τον Bach αλλά και τους Blackmore, Roth, Hendrix, o Malmsteen ανέδειξε ένα διαφορετικό τρόπο εκτέλεσης του νεοκλασικού ήχου στην κιθάρα. Και όχι μόνο αυτό. Κυκλοφόρησε σπουδαίους δίσκους από το 1984 ως τις αρχές της νέας χιλιετίας αποδεικνύοντας ότι ένας τεχνικά άρτιος κιθαρίστας μπορεί κάλλιστα να αποτελεί και δεινό συνθέτη γιατί μην ξεχνάμε εκεί βρίσκεται και η ουσία της μουσικής: στα τραγούδια αυτά καθαυτά. Και ο Malmsteen διέθετε περίσσιο ταλέντο και σε αυτό τον τομέα.
Προερχόμενος από μία διαφορετική σχολή σε σχέση π.χ. με τους Eddie Van Halen, George Lynch, Randy Rhoads είναι αλήθεια πως ο Malmsteen “μίλησε” περισσότερο στο ευρωπαϊκό και στο ιαπωνικό ακροατήριο χωρίς αυτό να μειώνει σε τίποτα τη συνεισφορά του σε παγκόσμια κλίμακα. Μιλάμε άλλωστε για έναν μουσικό που σε ηλικία 20 ετών ήταν ήδη ένας ολοκληρωμένος κιθαρίστας. Απίστευτα πράγματα. Και μπορεί οι παραξενιές και τα ποζεριλίκια του να έχουν επισκιάσει τη γενικότερη συνεισφορά του στη μουσική αλλά και μόνο το γεγονός ότι έχει τουλάχιστον 6-7 κλασικούς δίσκους στο οπλοστάσιο του, μας κάνει να αντιληφθούμε εύκολα την αξία και το μέγεθος του καλλιτέχνη.
Προσωπικά, όντας μεγάλος οπαδός του Blackmore και των RAINBOW είδα πίσω στο 1997 με μεγάλη ικανοποίηση τη συνεργασία του Malmsteen με τον τεράστιο Cozy Powell. Το “Facing the animal” παραμένει μέχρι σήμερα ένας από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους του Σουηδού…

Σάκης Νίκας

 

O Lars Johan Yngve Lannerbäck, πιθανόν να είναι το μεγαλύτερο και πιο πηγαίο ταλέντο στην ηλεκτρική κιθάρα που είδαμε από την δεκαετία του ‘80 και ύστερα. Νομίζω η καθολική αποδοχή που γνώρισε για την τεχνική και την ταχύτητά του, δεν είναι καθόλου τυχαία και όχι αδίκως έχει καταταχθεί ως ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών. Μεγάλωσε στην Σουηδία, ακούγοντας κλασσική μουσική αλλά και ταυτόχρονα άρχισε να θαυμάζει κιθαρίστες όπως ο Hendrix, Blackomre, Clapton κλπ οι οποίοι και τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό. Ο Mike Varney ήταν αυτός που τον έφερε στην Αμερική από την Σουηδία, αλλά εμείς παρά το γεγονός ότι δισκογραφικά είχε κάνει ντεμπούτο με τους STEELER του Ron Keel, τον μάθαμε σε μια μαγική πραγματικά εποχή όταν ο Bonnet τον άρπαξε από τους U.F.O και μαζί κάνανε το πρώτο εκρηκτικό άλμπουμ των ALCATRAZZ. Εκεί ήταν που όλος ο κόσμος ξαφνικά άρχισε να μιλά για τον άγνωστο τότε μα τόσο εκπληκτικό κιθαρίστα που ανακάλυψε ο πρώην τραγουδιστής των RAINBOW και για να λέμε την αλήθεια, αυτή η μπάντα με τις καταβολές και το ύφος που είχε ήταν το ιδανικό σχήμα για ένα μουσικό όπως ο Malmsteen να αφεθεί και να φανερώσει το ταλέντο του. Εκτός από το υπέροχο “No parole for rock n’ roll” που εντυπωσίασε τους πάντες το 1983, ακόμα και σήμερα κυκλοφορούν νέα και επανακυκλοφορούν τα παλιά live των ALCATRAZZ με αυτόν στην σύνθεση τους, δείχνοντας το πόσο συναρπαστικό ήταν επί σκηνής το παίξιμο του Malmsteen.
Ευτυχώς ή δυστυχώς η συνεργασία τους δεν κράτησε πολύ παρά μόνο ένα στούντιο άλμπουμ με τους Bonnet και Malmsteen να χωρίζουν άσχημα τους δρόμους τους εν μέσω κατηγοριών και άσχημων χαρακτηρισμών ο ένας για τον άλλον. Από εκεί και πέρα ο απίστευτα εγωπαθής, εγωκεντρικός αλλά και με απίστευτη πίστη στις ικανότητες του Yngwie, θα απορρίψει ότι πρόταση του γίνεται είτε από τους KISS, είτε από τον Ozzy, είτε από τον Dio είτε από άλλους, προκειμένου να τραβήξει τον δικό του δρόμο. Η Polydor θα τον κερδίσει, ξέροντας ότι υπογράφει ένα μουσικό τεραστίων δυνατοτήτων, αλλά δεν ξέρει ότι ταυτόχρονα αποκτά και έναν ξεροκέφαλο νεαρό που δεν παίρνει από πολλά-πολλά. Έτσι λοιπόν, αφού συγκεντρώνει κοντά του εξαιρετικούς μουσικούς να τον πλαισιώσουν κυκλοφορεί τα δύο πρώτα του προσωπικά άλμπουμ υπό το όνομα Yngwie Malmsteen’s Rising Force, και με δική του παραγωγή μάλιστα! Δύο άλμπουμ με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνθέσεις, τρομερούς μουσικούς, γεμάτα έμπνευση, λυρισμό και συναισθήματα αλλά ..με παραγωγή σχεδόν κακή που τα χαντακώνει σε μεγάλο βαθμό! Στο “Trilogy” αφού έρχονται και φεύγουν και ξανάρχονται μια ο Boals, μια ο Soto μετά πάλι ο Boals αντιλαμβάνεται ότι κάπου πρέπει να βάλει λίγο νερό στο κρασί του γιατί όσο καλά και να είναι τα άλμπουμ του, πρέπει να αρχίσουν να πουλάνε πιο ικανοποιητικά, ειδικά σε μια περίοδο που το hard rock και το heavy metal βρίσκονται σε τρομερή άνοδο τόσο καλλιτεχνικά, όσο και εμπορικά. Αλλά τελικά εάν εξαιρέσουμε το “You don’t remember…” το οποίο ναι είναι και χιτάκι και καλό τραγούδι, ούτε εδώ οι πωλήσεις θα είναι ικανοποιητικές και αρχίζουν οι μουρμούρες. Για τον λόγο αυτό, μιας και πλέον γίνεται αντιληπτό ότι ναι μεν καλός κιθαρίστας, αλλά στις συνθέσεις παρά τον λυρισμό και το απίστευτο παίξιμο, κάπου το πράμα χωλαίνει, θα του ρίξουν από δίπλα τον Joe Lynn Turner για να βοηθήσει την μπάντα να κάνει το break. Αρχίζουν τα συνηθισμένα περί “μαγείας στην συνεργασία τους”, “ότι είναι πνευματικά αδέλφια κλπ..” το “Odyssey” εκτός των πολύ καλών, αλλά και πολύ εμπορικών συνθέσεων που έχει, πάλι θα χαντακωθεί από ένα συνολικά κακό και αδύναμο ήχο, παρά το ότι στην παραγωγή ήταν και ο Jeff Glixman αυτή τη φορά. Θα ακολουθήσει και ένα μέτριο live άλμπουμ μέχρι τα “αδέλφια” να διαχωρίσουν τους δρόμους τους με τον Turner να δηλώνει πως χώρισαν για ..θρησκευτικούς λόγους, επειδή ο Malmsteen θεωρούσε πως ήταν Θεός και εκείνος διαφωνούσε.
Θα ακολουθήσουν δύο πολύ καλά ακόμα άλμπουμ με τον Goran Edman πια στα φωνητικά με πολύ καλύτερες επιτέλους παραγωγές, αλλά το τρένο πια είχε περάσει και ήταν σε όλο τον κόσμο φανερό πως ο φίλος μας παρά το τρομακτικό του παίξιμο, χρειάζονταν δίπλα του κάποιον να του γράφει τα τραγούδια. Σε όλο τον κόσμο; Όχι ακριβώς σε όλο… Μόνο στον Malmsteen δεν ήταν φανερό… Αλλά τι να κάνουμε.. Θα ακολουθήσει μια σειρά από άλμπουμ που κατά την προσωπική μου άποψη είναι εντελώς ανακυκλώσιμα, από μέτρια μέχρι ανούσια, με εξαίρεση φυσικά την συμφωνική του προσπάθεια (“Concerto suite for electric guitar and orchestra”) που είναι κάτι το καταπληκτικό και το “Alchemy” του 1999 το οποίο διασώζεται και ξεχωρίζει σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Δεν είναι τυχαίο που ελάχιστοι από τους παλιούς του συνεργάτες έχουν να πουν έναν καλό λόγο για τον χαρακτήρα του, αλλά όλοι παράλληλα έχουν να πουν για το πόσο σπουδαίος είναι ως κιθαρίστας. Αποτέλεσμα είναι στα τελευταία του άλμπουμ να κάνει και τα φωνητικά πια ο ίδιος, λέγοντας ότι δεν έχω ανάγκη και κανέναν άλλον… Νομίζω ότι ο φίλος μας ο Yngwie, είναι ένας μουσικός που είχε τόσο μεγάλη πίστη στον εαυτό του που στο τέλος αυτό λειτούργησε ως τροχοπέδη στην καριέρα του, γιατί όλοι θα το θυμόμαστε σαν τρομερό κιθαρίστα αλλά θα μετράμε στα δάχτυλα τα τραγούδια από την καριέρα του που θα έχουν μείνει στην μνήμα μας. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο, ότι σε σχέση με τις ικανότητες του ,τις εκτελεστικές εννοώ, πολύ σπάνια θα δεις άλμπουμ του σε λίστες με τα καλύτερα πχ heavy metal ή hard rock άλμπουμ.. Τυχαίο;

Δημήτρης Σειρηνάκης

Με τους βιρτουόζους δεν έχω πολύ καλή σχέση. Ποτέ δεν με συγκίνησε που κάποιος παίζει 32.873 νότες σε 0,35 δέκατα του δευτερολέπτου. Δεν το θεωρούσα και εξακολουθώ να μη το θεωρώ τέχνη αλλά μία ικανότητα. Με τον Yngwie Malmsteen τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Γιατί ναι μεν έχει την ικανότητα να παίζει «παπάδες» αλλά ο άτιμος Σουηδός ήξερε και να συνθέτει κατά το παρελθόν. Έχει κυκλοφορήσει τρομερά πράγματα, φοβερά τραγούδια, με ανθρώπους δίπλα του που του ταίριαζαν γάντι, δίσκους που άλλαξαν το ρου της κιθάρας, τον τρόπο παιξίματος με ότι συνεπάγεται αυτό. Οπαδός φανατικός δεν είμαι. Δεν έχω καν όλη του τη δισκογραφία. Αλλά αυτά τα πέντε άλμπουμ που έχω τα είχα λιώσει κατά το παρελθόν και όποτε νιώσω την ανάγκη είναι εκεί για ακόμα μία συντροφική μέρα. ΘΕΟΣ!

Ντίνος Γανίτης

 

Κάποτε ο Lars Johan Yngve Lannerbäck ξεκίνησε ως ένας φέρελπις κιθαρίστας, επηρεασμένος από τον Blackmore και τον Hendrix. Οι STEELER ήταν ο πρώτος του σταθμός, Αμερικανοί, με Ron Keel, Rik Fox και Mark Edwards μέσα. Εμπορικό hard ‘n’ heavy, με τα όλα του, αλλά αφού γνωρίσαμε για τα καλά τον Yngwie, καταλάβαμε πως δεν ήταν γεννημένος για κάτι τέτοιο. Ναι, το ταλέντο του έβγαζε μάτια από τότε, αλλά για αυτήν ακριβώς την δουλειά, υπήρχαν και άλλοι. Ο μικρός (τότε), ήταν προορισμένος να αλλάξει με άλλον τρόπο την ιστορία της ηλεκτρικής κιθάρας. Graham Bonnet – Yngwie Malmsteen – Gary Shea – Jan Uvena – Jimmy Waldo ή αλλιώς… ALCATRAZZ και “No parole from rock ‘n’ roll”. Αυτό ήταν. Μια ΤΕΤΟΙΑ μπάντα, έστω και αν αποτελείτο από αυτούς τους μουσικούς, ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει την ακόρεστη πείνα του Σουηδού για αναγνώριση. Έτσι, μάζεψε τα υπάρχοντά του, πήρε τον Barriemore Barlow των JETHRO TULL, τον Jens Johansson των SILVER MOUNTAIN και τον μέχρι τότε περίπου άγνωστο 19χρονο Jeff Scott Soto, δημιούργησε τους RISING FORCE και ξεκίνησε την δική του πορεία. Μια πορεία γεμάτη αριστουργήματα, δόξα, καταπληκτικές συνεργασίες με κορυφαίους μουσικούς αλλά και μετριότητες, κακούς δίσκους και πίκρες. Ο Malmsteen άλλαξε τον τρόπο που οι κιθαρίστες θα έβλεπαν από δω και στο εξής την κιθάρα, τον τρόπο που θα σκέφτονταν, τον τρόπο που εμείς θα ακούγαμε, την κριτική μας σκέψη. Η σφραγίδα του στην μουσική ήταν πιο έντονη και από αυτή που δέχονται τα βοοειδή στα καπούλια τους. Έπαιξε τα πάντα. Με τον Malmsteen μάθαμε τι σημαίνει neoclassical power metal, νιώσαμε το ρίγος απόλυτα επικών συνθέσεων να μας διαπερνά, ερωτευτήκαμε, κλάψαμε. Και ήταν/είναι τέτοια η λατρεία μας για αυτόν, που ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια μας κερνά την μια πίκρα μετά την άλλη και συνήθως στις εδώ επισκέψεις του μας κοροϊδεύει κατάμουτρα, εμείς εκεί, τα ξεχνάμε όλα στο άκουσμα μιας νότας από κάποιον εκ των κλασσικών του δίσκων. Ή και των όχι και τόσο κλασσικών. Αγαπημένο άλμπουμ; Για σήμερα το “Trilogy”. Αύριο μπορεί το “Marching out” κ.ο.κ. Ενδεικτικό τραγούδι; Χμ… το «χώσιμο» του μαέστρου προς το πάλαι ποτέ «κολλητάρι» του, έναν από τους καλύτερους μπασίστες όλων των εποχών, τον ημίθεο Marcel Jacob. Ρε συ Boals, από λάστιχο ήταν οι χορδές σου;

Δημήτρης Τσέλλος

 

Ο άνθρωπος που έκανε την κιθάρα, άθλημα! Ο Σουηδός που έχει κάνει τις ΗΠΑ πατρίδα του. Ο ποζεράς στον οποίο υποκλίνονται όλοι. Ο Yngwie J. Malmsteen μεσουρανούσε την εποχή των guitar Gods και έσπρωξε τους κιθαρίστες και τους μουσικούς γενικότερα σε νέα όρια! Οι δίσκοι του ακολουθούσαν τις τάσεις του Blackmore, του ήρωά του, τον οποίο έκανε εικόνισμα και αφομοίωσε τόσο το κιθαριστικό του ύφος, όσο και το μαυροντυμένο στυλ του, όσο και την στριφνή προσωπικότητά του. Ο Malmsteen είναι από τους καλλιτέχνες που χαίρεσαι να πετυχαίνεις για συνέντευξη διότι δεν νοιάζεται για το προφίλ του, οπότε πάντα θα σου πει κάτι ενδιαφέρον. Ακόμα και όταν τρώει κατά την διάρκεια της συνέντευξης, όπως μου είχε τύχει μια φορά στο Λονδίνο. Η πλειάδα των καλλιτεχνών με τους οποίους έχει συνεργαστεί… ή μάλλον έχει προσλάβει στην μπάντα του, είναι μόνο ένα μέρος της επιτυχίας του. Βασικά η ευφυΐα του στην εξάχορδη Stratocaster και οι φοβερές του ιδέες στα τραγούδια που έγραφε, τον καταξίωσαν στην δική μου συνείδηση. Από το ντεμπούτο του, ως το “Alchemy”, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ήταν απολαυστικός, όσο κι αν υπήρχαν κάποια σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή του. Mark Boals, Mike Vescera, Joe Lynn Turner, Mats Leven, Doogie White, Goran Edman και Jeff Scott Soto αποτέλεσαν διαμάντια στην συλλογή του και παρά τον εγωκεντρισμό του, ο Yngwie ήταν πάντα ψυχαγωγικός. Κρίμα μόνο που τα τελευταία 20 χρόνια έχει βαλθεί να αμαυρώσει την υστεροφημία του, με λάθος επιλογές, κακοφτιαγμένα άλμπουμ και υπερ-αλαζονικές συμπεριφορές. Εκτός από τραγουδιστές, άλλοι τόσοι σπουδαίοι μουσικοί τον έχουν πλαισιώσει, από τον Derek Sherinian, τον Jens Johansson, τον Marcel Jacob, τον John Macaluso, τον Cozy Powell, τον David Rosenthal και τόσοι άλλοι. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, φθίνει. Δυστυχώς προσπαθεί περισσότερο να επικεντρωθεί στον ίδιο του τον εαυτό, παρά να αναδείξει τις συνθετικές του ικανότητες πλέον. Εμείς θα σφίξουμε τα δόντια άλλη μια φορά, αφού δεν περιμένουμε τίποτα σπουδαίο ούτε από την επόμενή του δουλειά, αλλά ας είναι. Πάντα υπάρχει μια αφορμή για να ακούσουμε τα παλιά!

Γιώργος “I’ll never forget” Κουκουλάκης

 

Αλαζόνας; Υπερόπτης; Κωλοπαίδι (που λένε και οι KAFRILLION); Ναι, σε όλα. Αυτό άλλωστε δεν το λέω μόνο εγώ. Το λένε και οι αμέτρητοι χαρισματικοί μουσικοί που είχαν την τύχη (ή την ατυχία αν θέλετε) να συνεργαστούν μαζί του. Όπως επίσης έχουν να λένε για την απίστευτη μουσική ευφυΐα και το αστείρευτο ταλέντο του. Κακά τα ψέματα, ο υπερφίαλος Σουηδός έχει γράψει ιστορία με το παίξιμο του και δίκαια συγκαταλέγεται μέσα στους καλύτερους κιθαρίστες του κόσμου. Οι ικανότητες του, ασύλληπτες,  που ανταγωνίζονται μόνο από το τεράστιο εγώ του. Συνθετικά μας έχει προσφέρει άπειρες στιγμές συγκίνησης , με τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ του να κρίνονται απαραίτητα (όπως φυσικά και αυτά που ηχογράφησε όταν ήταν ένας άσημος ακόμα μουσικός με τους STEELER και τους ALCATRAZZ) . Από εκεί και πέρα η δισκογραφία του έχει σκαμπανεβάσματα, με κάποιες πραγματικά πολύ καλές δουλειές αλλά και κάποιες που αν δεν έπαιζε κιθάρα , κανείς δεν θα τους έδινε σημασία. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και την τρέλα και ο Malmsteen γέρνει πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη. Σαν προσωπικότητα μου είναι εντελώς αδιάφορος αλλά σαν μουσικός θα έχει πάντα την προσοχή μου. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσουν πάρα πολλά κομμάτια από την δισκογραφία του, οπότε θα πρωτοτυπήσω αυτή τη φορά και θα επιλέξω κάποιο που δεν περιλαμβάνεται στις κλασικές δουλειές του.

Θοδωρής Κλώνης

 

«Γνωρίζω όλη την μουσική θεωρία που υπάρχει». Νομίζω ότι αυτή φράση συνοψίζει την ουσία του Σουηδού-φαινομένου Yngwie Malmsteen.
Μου αρέσει πάρα πολύ ο Yngwie Malmsteen. Τόσο για τις θεϊκές ικανότητες του στην κιθάρα, αλλά και για όλες τις μικρές και μεγάλες ατέλειες του χαρακτήρα του. Ξέρω, ακούγεται περίεργο να επαινώ κάποιον που είναι αντικειμενικά εγωπαθής και επιδειξίας, με έπαρση και ασυγκράτητη οργή, που του στοίχισαν πολλά στην καριέρα του, αλλά και τον χλευασμό από μερίδα του ακροατηρίου, για την συχνά γραφική του συμπεριφορά επί και εκτός σκηνής.
Δεδομένου ότι δεν έχω υποστεί προσωπικά την κακόφημη ιδιοσυγκρασία του Malmsteen, λατρεύω το μουσικό του έργο, που χαρακτηρίζεται από προσήλωση στο νεοκλασικό metal. Και δεν είναι τυχαίο ότι συνειδητά ή ασυνείδητα υιοθέτησε ένα στυλ που πρώτος προώθησε η μεγαλύτερη επιρροή του και ο αγαπημένος μου κιθαρίστας όλων των εποχών, Ritchie Blackmore. Είναι αστείο ότι ο Malmsteen προσπαθεί περιστασιακά να αποποιηθεί αυτή την επιρροή του. Όμως τα κατάμαυρα ρούχα, η εμβληματική Stratocaster με την σκαμμένη ταστιέρα, οι πόζες επί σκηνής, οι εικονικές «μάχες» με τα πλήκτρα, οι συνεργασίες του με συγκεκριμένους καλλιτέχνες, η αφομοίωση της κλασικής τεχνοτροπίας στο παίξιμο του, όλα δείχνουν το αντίθετο.
Όταν ο Mike Varney της Shrapnel Records έφερε τον Malmsteen στις ΗΠΑ, ο κόσμος βίωσε ένα σοκ παρόμοιο με την πρώτη φορά που άκουσε τον Eddie Van Halen. Φαντάζομαι ότι πολλοί συνάδελφοι του έχασαν τον ύπνο τους όταν τον άκουσαν να παίζει στο πρώτο άλμπουμ των STEELER, οι οποίοι ήταν πραγματικά μικροί για αυτόν. Έχοντας εντρυφήσει στα πάντα από Bach και Paganini όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο Malmsteen έγινε ρεαλιστικά ο πρώτος κιθαρίστας για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ο όρος “shredder” και η Shrapnel Records έγινε συνώνυμη του είδους. Είναι σχεδόν απίθανο να βρείτε κάποιον shred κιθαρίστα που δεν έχει επηρεαστεί από τον Yngwie.
Άμεσα τον προσέγγισε ο Graham Bonnet για να τον εντάξει στους ALCATRAZZ. Στο εκπληκτικό ντεμπούτο τους “No parole from rock ‘n’ roll” (1983) ο Yngwie βάζει φωτιά με την υπερηχητική ταχύτητα του και τις επινοήσεις του πάνω σε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν neoclassical metal. Μόνο ο Wolf Hoffman των ACCEPT είχε παίξει metal με αυτό τον τρόπο μέχρι τότε. Δυστυχώς η παρουσία του εκεί ήταν σύντομη μιας και δεν άργησε να πλακωθεί με τον Bonnet. Μετά την επεισοδιακή αποχώρησή του, οι ALCATRAZZ, παρόλο που συνέχισαν με τον Steve Vai και τον Danny Johnson στην θέση του, έχασαν τεράστιο μέρος της δυναμικής και της έμπνευσης τους. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δύσκολα θα θυμηθεί κάτι εξίσου συναρπαστικό από τα δύο επόμενα άλμπουμ τους.
Θέλω να σκεφτούμε λίγο σε αυτό το σημείο την επιρροή του Malmsteen σε όλο το φάσμα του Ευρωπαϊκού Power Metal τόσο με τους ALCATRAZZ όσο και με την σόλο καριέρα του. Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ είναι πρότυπο χάρης, ταχύτητας και τεχνικής δεξιοτεχνίας, πάνω στο οποίο πάτησαν πολλοί, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική. Το εν πολλοίς instrumental “Rising force” (1984) ήταν πρωτοποριακό για την εποχή και κέρδισε μία υποψηφιότητα για βραβείο Grammy. Μέχρι το “Marching out” (1985) το ειδικό καλλιτεχνικό βάρος του Malmsteen επισκιαζόταν μόνο από τον Eddie Van Halen όσον αφορά την επιρροή του. Πλέον εμφανιζόταν στα εξώφυλλα έγκριτων κιθαριστικών περιοδικών και σάρωνε τα σχετικά βραβεία. Η συνέχεια ήταν καταιγιστική, με το “Trilogy” (1986) όπου βρίσκεται και το πρώτο του hit “You don’t remember,I’ll never forget”.
Η αγάπη του για το αλκοόλ και τα γρήγορα αυτοκίνητα παραλίγο να του στοιχίσει την ζωή, το 1987, όταν διέλυσε την Jaguar του σε ένα δέντρο. Ήταν σε κώμα για μία εβδομάδα και τα νεύρα στο δεξί του χέρι είχαν υποστεί τέτοια βλάβη που ήταν αμφίβολο αν θα μπορούσε να συνεχίσει. Επιπλέον, εκείνη την εποχή, έχασε την μητέρα του και ανακάλυψε ότι ο manager του υπεξαιρούσε χρήματα του. Ωστόσο, αντιμέτωπος με την τραγωδία και χρησιμοποιώντας το αλύγιστο πείσμα του, έκανε ένα εμφατικό comeback κυκλοφορώντας την πιο επιτυχημένη εμπορικά δουλειά του, το αριστουργηματικό “Odyssey” (1988).
Την εμπορικότητα την κυνήγησε λίγο περισσότερο με το εξαιρετικό “Eclipse” (1990). Παρά την μεγάλη δημοφιλία του σε Ευρώπη και Ιαπωνία, ο Malmsteen ήρθε αντιμέτωπος με την αναπόφευκτη αλλαγή της μουσικής βιομηχανίας κατά την δεκαετία του ’90, όπου είδη όπως το neoclassical metal και το shred έβγαιναν εκτός μόδας στις ΗΠΑ. Πάντως κατάφερε με τον τρόπο του να μείνει επίκαιρος, αν και όχι τόσο εμπορικά επιτυχημένος, με άλμπουμ όπως τα “Fire and ice” (1992), “The seventh sign” (1994) και “Magnum opus” (1995). Στο μεταξύ ένας τυφώνας κατέστρεψε το σπίτι του στο Μαϊάμι, ο δεύτερος manager του πέθανε από καρδιακή προσβολή, λύθηκε το συμβόλαιο του, ένα ατύχημα τον άφησε με σπασμένο χέρι (πλέον της τενοντίτιδας που τον ταλαιπωρούσε) και το 1993, κατηγορήθηκε ψευδώς ότι κρατούσε την γυναίκα του όμηρο με χρήση όπλου.
Κόντρα στα προγνωστικά, ο Malmsteen συνέχισε να κυκλοφορεί εξαιρετικά άλμπουμ. Σίγουρα έχει και μέτριες δουλειές, έχει και κακές στιγμές, αλλά και ποιος δεν έχει; Από την άλλη, ποιος μπορεί να ξεχάσει την συμμετοχή του στο project “Stars” του Dio, όπου έσβησε την αφρόκρεμα των Αμερικανών συναδέλφων του με ένα σόλο; Και φυσικά όλη η χρυσή εποχή του είναι η απόδειξη ότι ήξερε να γράφει ύμνους. Το γεγονός ότι έγινε ο πρωτοπόρος signature artist της Fender, με δικό του μοντέλο πριν από πολύ πιο «επιτυχημένους» κιθαρίστες, λέει πολλά για την σημασία του στον ευρύτερο χώρο της ηλεκτρικής κιθάρας. Mε την εκθαμβωτική του τεχνική και το νεοκλασικό του στυλ, έχει επηρεάσει τους πάντες και μπορούμε ασφαλώς να πούμε ότι επαναπροσδιόρισε την metal κιθάρα, κάτι που επιβεβαίωσε και το περιοδικό “Time” που τον ενέταξε μεταξύ των 11 σημαντικότερων κιθαριστών όλων των εποχών.

Κώστας Τσιρανίδης

 

Θα είμαι εντελώς ειλικρινής. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσα τον MALMSTEEN απίστευτα κουραστικό, φλύαρο και πάει λέγοντας. Βλέπετε, είχα πέσει πάνω σε δείγματα της πρόσφατης κατάντιας του μουσικού αυτού. Βέβαια, χάρη σε μια φίλη μου που μου έβαλε να ακούσω σε πρώτη φάση το “Odyssey” (ευχαριστώ Μαρία!), η άποψη μου για τον Σουηδό βιρτουόζο άλλαξε άρδην. Έχοντας επαφή, πλέον με τη δισκογραφία του ως και το ‘92 τουλάχιστον, έχω να πω τα εξής. Πρώτον, ο άνθρωπος έφερε το νεοκλασσικό παίξιμο που άκουγα σε κάθε αντίστοιχη symphonic/power metal μπάντα που γούσταρα, και άλλαξε τον κιθαριστικό κόσμο γενικότερα. Γνήσιο τέκνο του Ritchie Blackmore, έκανε την Fender Stratocaster του ναυτικό κόμπο στα πρώτα του αθάνατα πονήματα, που ακόμα πολλοί κιθαρίστες έχουν αποπειραθεί να λύσουν και δε μπορούν. Και κυρίως, είχε μια αξιοζήλευτη ισορροπία τεχνικής και μελωδικότητας, πριν τον καταπιούν ο εγωισμός του, ο κακός χαρακτήρας και η οκνηρία του. Ωστόσο, για όσα έκανε, αποτελεί ίνδαλμα, και αυτό δε θα του το πάρει κανένας ποτέ. Ταπεινά σέβη από μέρους μου. Και μια και το πρώτο μου ήταν το “Odyssey”, επιλέγω από εκεί κομμάτι, με τη φωνάρα του Joe Lynn Turner να μας λιώνει “Damage done, I guess love isn’t fair…”

Γιάννης Σαββίδης

 

Αυτή την εβδομάδα η στήλη φιλοξενεί έναν από τους πιο ταλαντούχους αλλά και συνάμα «περιέργους» χαρακτήρες-μουσικούς της heavy metal σκηνής. Ο λόγος για τον Lars Johan Yngve Lannerbäck ή όπως τον έχουμε μάθει Yngwie Johan Malmsteen, έναν κιθαρίστα που θα μνημονεύεται πάντα για το παίξιμο αλλά και τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του. Μας συστήθηκε δισκογραφικά σε ηλικία 20 χρονών, το 1983, στο πρώτο, ομώνυμο album των Αμερικανών STEELER, αλλά και στην πρώτη δουλειά των ALCATRAZZ, “No parole from rock’n’roll”. Και τα δυο albums, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στην μουσική ιστορία λόγω της εξαιρετικής ποιότητας που υπάρχει.
Ο Malmsteen έχει ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο να ερωτοτροπεί με την εξάχορδη και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα ακούγοντας τον. Έτσι από το 1984 και μετά, με την πρώτη του προσωπική δουλειά “Rising force” μέχρι και το “The seventh sign” του 1994, συνέθεσε και έπαιξε τραγούδια που ειδικά την εξαετία 1984-1990, αφενός υμνούν το neoclassical heavy metal που υπηρετεί, αφετέρου τον βοήθησαν να «κτίσει» το όνομα του, όντας πολλά από αυτά αθάνατα στον χρόνο, αφού είναι τέτοιες οι μελωδίες που υπάρχουν που δεν γίνεται να μείνεις αδιάφορος. Θυμάμαι σαν τώρα, όντας έφηβος, τον χαμό που γινόταν στα metal clubs της τότε εποχής, όταν ακουγόντουσαν συνθέσεις του από τα ηχεία.
Βεβαίως να μην ξεχνάμε ότι και οι τραγουδιστές που είχε διαλέξει για να ερμηνεύουν τα τραγούδια του, μόνο τυχαίοι δεν είναι. Οι Jeff Scott Soto, Mark Boals, Joe Lynn Turner, Göran Edman, Michael Vescera, Mats Leven, Doogie White και Tim “Ripper” Owens, έχουν δώσει σίγουρα μια άλλη μορφή σε κάθε τι που έφτιαχνε ο υπερταλαντούχος κιθαρίστας. Δυστυχώς ο στριφνός χαρακτήρας του, όπως έχουν αναφέρει πολλοί, τον έκανε να αλλάζει συχνά μέλη και κάπως έτσι από το 1995 και μετά, οι δουλειές του είναι μέτριες σχετικά με τα προηγούμενα χρόνια, με λίγα τραγούδια που να αξίζουν/ξεχωρίζουν πραγματικά.
Εννοείται όμως ότι το έργο που έχει ήδη κάνει και δημιουργήσει, τον κατατάσσει στους μεγαλύτερους εν ενεργεία κιθαρίστες του ιδιώματος. Άλλωστε μόνο τυχαίες δεν είναι οι πολλές συμμετοχές του σε δουλειές άλλων αλλά και η συνεργασία του με τους Joe Satriani και Steve Vai στο ονειρικό live που έχουν κάνει σαν G3. Μακάρι να ακούσουμε σύντομα μια δουλειά του που να θυμίζει κάπως εκείνα τα πρώτα χρυσά χρόνια της καριέρας του, αν και δεν νομίζω.

Θοδωρής Μηνιάτης

 

Ο Malmsteen είναι μια από τις πολλές εφηβικές μου ασθένειες και, όπως οφείλω να ομολογήσω, μια από την οποία μάλλον δεν θα γιάνω ποτέ. Εννοείται φυσικά πως όντας πλέον ενήλικας έχω αναθεωρήσει αρκετά τις απόψεις μου και ίσως κάποια άλμπουμ του να μου αρέσουν λιγότερο, αλλά ο θαυμασμός και σεβασμός που τρέφω για τον εκκεντρικό Σουηδό βιρτουόζο δεν αλλάζει. Ναι είναι φαφλατάς και φυσικά εννοείται πως μετά από πολλές ακροάσεις το αυτί αρχίζει και κουράζεται από τις κλίμακες και ασκήσεις επίδειξης τεχνικής ισχύος. Και ναι ισχύει πως είναι περίπτωση love or hate, ένας μουσικός, συνθέτης και κιθαρίστας που έχει φανατικούς οπαδούς και εχθρούς που τον ανεβάζουν νάρκισσο και κατεβάζουν (στην καλύτερη των περιπτώσεων) επιδειξιομανή. Και φυσικά ισχύει πως ο Malmsteen, λίγο πολύ, παίζει ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής από το οποίο δεν παρεκκλίνει καθόλου και για κανέναν. Και ξέρετε τι; Καλά κάνει. Μιλάμε για έναν μουσικό θρύλο που επαναπροσδιόρισε τη σκληρή μουσική άρδην όπως και το τι και πως μπορεί να παίζεται στο όργανο που πρώτος εκείνος μετέτρεψε σε μια Ferrari. Ο ήχος και το παίξιμο του είναι μοναδικά και όσους μιμητές και αν ακούσει κανείς, τον Yngwie τον Malmsteen θα τον αναγνωρίσει με τη πρώτη νότα. Και για όσους λένε πως είναι παπατζής και το παίξιμο του στερείται ουσίας τότε καλύτερα να ξαναγυρίσετε στο μουσικό θρανίο και να τεντώσετε τα αυτιά σας διότι μιλάμε για έναν μουσικό με άπλετο συναίσθημα στον παίξιμο του. Δεν γίνεται στη τελική να παίξεις Bach στην ηλεκτρική κιθάρα και να ακούγεσαι μονολιθικός και metal. Γι’ όλους αυτούς τους λόγους τρέφω τρομερό σεβασμό για τον Σουηδό. Εννοείται βέβαια πως βρίσκεται τώρα στο ναδίρ της καριέρας του και πως έχουμε να ακούσουμε πραγματικά καλό άλμπουμ πάνω από μια δεκαετία αλλά όταν έχεις κυκλοφορήσει τόσα διαμάντια, χαλάλι. Προσωπικά μου αρέσουν σχεδόν όλα τα άλμπουμ του ακόμα και εκείνα που έλαβαν κακές κριτικές. Για κομμάτι σήμερα θα το παίξω αντισυμβατικός και θα διαλέξω κάτι απ το ορχηστρικό του έργο παιγμένο ζωντανά με την εθνική φιλαρμονική της Ιαπωνίας.

Φίλιππος Φίλης

 

Να ξανασυστηθούμε με τον Yngwie J. Malmsteen, ο οποίος και φιλοξενείται στην στήλη μας, band of the week, νομίζω πως είναι περιττό. Έτσι και αλλιώς, αρέσει δεν αρέσει σε κάποιους, ο Malmsteen έχει γράψει ιστορία στο χώρο του metal και μάλιστα μέσα από διάφορες οπτικές γωνίες. Έχει γράψει κομματάρες, έχει κυκλοφορήσει τεράστιους δίσκους με το προσωπικό του σχήμα αλλά και δυο εξαιρετικούς δίσκους ως φέρελπις κιθαρίστας στα ξεκινήματα του το μακρινό 1983 με τα σχήματα των STEELER και ALCATRAZZ. Σε αυτά να προστεθούν και οι υπέροχες στιγμές του στα G3 live μαζί με τους Satriani και Vai. Είναι ένας εκ των κορυφαίων guitar heroes όλων των εποχών, χωρίς σε καμία περίπτωση να μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό από κανέναν άνθρωπο που ασχολείται με την μουσική, είτε από την πλευρά του μουσικού, είτε από την πλευρά του ακροατή. Είναι από τους λίγους που επέδρασαν τόσο με το παίξιμο όσο και με τις πατέντες του πάνω στην ηλεκτρική κιθάρα. Αυτό για να μην νομίζει κανένας αδαής πως ο Malmsteen είναι μόνο ένας κιθαρίστας που απλά μπορούσε να παίξει πάρα πολύ γρήγορα και κατά τα άλλα σιγά τα ωά. Είναι αυτός που πήρε τις neoclassical δομές και φόρμες του μεγάλου Ritchie Blackmore και τις έκανε με την σειρά του ολόκληρη σχολή. Το αρνητικό όμως στον πραγματικά μεγάλο αυτόν μουσικό ήταν πάντα ο εγωκεντρικός χαρακτήρας του, αυτή η απόλυτη άποψη του, ρε παιδί μου, που ο κόσμος να χαλάσει αυτός θα κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι χωρίς να ακούει κανέναν, γιατί αυτός είναι η μπάντα, αυτός ο σταρ, αυτός τα πάντα. Αυτό κατά την γνώμη μου ήταν και η μεγάλη τροχοπέδη του από ένα σημείο και προφανώς αυτό που χαλάει την εικόνα του Σουηδού γητευτή της εξάχορδης, κυρίως φυσικά σε συνθετικό επίπεδο, καθώς δεν κατάφερε ποτέ κατά την γνώμη μου μετά το ”Facing the animal” να καταπλήξει τα πλήθη με κάποια του δουλειά και, για να εξηγούμαι, καλές στιγμές μπορείς να βρεις αλλά μεγάλο δίσκο στην ολότητα του δεν πρόκειται. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, και τι έγινε(?), χαλάει αυτό κάπου την σούπα είτε για τον Malmsteen, είτε για εμάς τους ακροατές(?). Για τον Yngwie όχι, καθώς είναι ευτυχισμένος με αυτό που κάνει στην προσωπική του καριέρα, έχει το κεφάλι του ήσυχο, άνετο και είναι έτσι και αλλιώς το νούμερο ένα όπως του αρέσει στην ζωή του να είναι, χωρίς να κόπτεται για κάτι άλλο. Όσο για εμάς τους ακροατές, νομίζω πως η απάντηση είναι επίσης όχι, καθώς έχει αφήσει αρκετές μεγάλες στιγμές για να ακούσει και να ξανακούσει και να ξανακούσει … κανείς, χωρίς ποτέ του να βαρεθεί τις ακούει.
Κλείνοντας, πριν περάσουμε κλασικά στην επιλογή, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Yngwie J. Malmsteen, καθώς ήταν ένας από εκείνους που με έκαναν να αγαπήσω τόσο το όργανο και ας μην είχα ποτέ βίτσιο με το στυλ παιξίματος του ιδίου, όσο και την μουσική που ακούω μέχρι και σήμερα. Για αγαπημένο δίσκο, δυσκολεύομαι πραγματικά υπερβολικά καθώς νομίζω ότι υπάρχουν 6 και πλέον δίσκοι που θα μπορούσα να διαλέξω, όμως θα πάω με το συναίσθημα και θα πω για σήμερα ”Marching out”, για αύριο βλέπουμε. Τώρα για κομμάτι, αν και στο μυαλό μου έρχονται πάρα πολλά, θα διαλέξω απλά μέσα από την δισκάρα που λέγεται ”Odyssey”, το έπος ”Faster than the speed of light” γιατί μόνο εσύ με την Ferrari σου Yngwie μπορείς με τόση χάρη, κανείς άλλος.

Παναγιώτης “The unknown force” Γιώτας

 

Όσο αμφιλεγόμενο κι αν τον κάνουν οι ιδιοτροπίες και η μεγαλομανία του, όσο τροχοπέδη κι αν έχει αποτελέσει στην καριέρα του ο δύσκολος χαρακτήρας του, όσο κι αν ο ίδιος έχει ακόμα μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό του, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο  Yngwie Malmsteen είναι ένας από τους θρυλικότερους κιθαρίστες της γενιάς του και γενικότερα ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους της ροκ μουσικής, διαθέτοντας μυθικές τεχνικές ικανότητες που οι περισσότεροι θα ζήλευαν. Θυμάμαι πως το πρώτο τραγούδι που άκουσα από αυτόν, το “Dreaming”  ήταν την εποχή που πήγαινα γυμνάσιο και είχα κολλήσει έντονα. Μεγαλώνοντας και ξεκινώντας τις αναζητήσεις μου περισσότερο πάνω στην hard rock και metal μουσική, διαπίστωσα πόσα μεγαλειώδη κομμάτια έχει γράψει, αισθάνθηκα δέος με δίσκους όπως το “Rising Force”, το “Trilogy” και το “Marching out” και άρχισα να τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τις απεριόριστες κιθαριστικές του ικανότητες. Δισκογραφικά, άρχισα κάπως να χάνω το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν από το δεύτερο μισό των 90s κι έπειτα, ενώ σήμερα διαπιστώνω, πως στο άκουσμα του ονόματος του Σουηδού, αυτό που μου έρχεται κατ’ ευθείαν στο μυαλό θα είναι κάτι μεταξύ “You don’t remember, I’ll never forget”, “Rising force” και “I’ll see the light tonight”. Κι επειδή έχω μια παραπάνω αδυναμία στην φωνή του Joe Lynn Turner, για σήμερα θα επιλέξω το δεύτερο από τα τρία.

Χαρά Νέτη

 

Ναι πρέπει να το παραδεχτούμε, είναι από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σκηνής μας. Και λέμε αμφιλεγόμενες για να μην πούμε κατευθείαν «μ@#$%ς» όπως τον έχουν χαρακτηρίσει οι περισσότεροι από τους συνεργάτες τους. Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητα του και τις υπέροχες συνθέσεις του. Θα μου πεις δεν σου αρέσουν οι μπουρμπουλήθρες που κάνει στην κιθάρα, αλλά θα σου απαντήσω για να φτάσεις εσύ στο σημείο να έχεις άποψη για τις «μπουρμπουλήθρες» κάποιος έφτιαξε μια ολόκληρη σκηνή από αυτό το επονομαζόμενο neoclassical και δεν είναι άλλος από τον the man we love to hate, Yngwie Malmsteen.
Ομολογώ ότι έχω γελάσει με το στήσιμο που κάνει επί σκηνής με καμιά ντουζίνα ενισχυτές και τον ίδιο σχεδόν στα ¾ της σκηνής, το ντράμερ χαμένο στο smoke machine και ο τραγουδιστής σε μια γωνίτσα, μην ενοχλεί. Βέβαια γελάω ακόμη περισσότερο όταν βλέπω ποζεράδες να προσπαθούν να αντιγράψουν τις ποζεροκινήσεις του Malmsteen επι σκηνής. Όχι δεν είναι ούτε cult, ούτε rock’ n ‘ roll είναι απλά αστείο.
Όσο γραφικός κι αν γίνεται όμως με την προσωπικότητά του, δεν μπορώ να παραβλέψω το ασύλληπτο χιτάκι, που παραδέξου το και εσύ το κρυφοτραγουδάς μετά από 2 μπύρες στα metaloμάγαζα, You don’t remember…. I’ll never forgeeeeetttt! Αλλά ούτε και άλμπουμ σαν τα “Odyssey”, “Rising force”, “Eclipse” και “Fire and ice”. Άσε που ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος “παράξενος” που φτιάχνει ωραία μουσική είναι οπότε….

Έλενα Μιχαηλίδου

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here