A Day To Remember… 09/02 [RIOT]

0
224


ΟΝΟΜΑ
ΑΛΜΠΟΥΜ: “Fire down under” – RIOT

ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1981

ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Elektra

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Billy Arnell / Steve Loeb

ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:

Φωνητικά – Guy Speranza

Κιθάρες – Mark Reale

Κιθάρες – Rick Ventura

Μπάσο – Kip Leming

Drums – Sandy Slavin

Σήμερα, το αντικείμενο του κειμένου, είναι μια μεγάλη αγάπη για τον γράφοντα. Η μεγαλύτερη στο Αμερικάνικο heavy metal μετά τους SAVATAGE. Οι θεοί RIOT. Ή RIOT V, μετά θάνατον Mark Reale, αν προτιμάτε. Η ουσία, και πρωτίστως η υψηλή ποιότητα, είναι εγγύηση. Το ημερολόγιο γράφει 1981. Μετά το “Narita” οι Αμερικανοί, αλλάζουν ξανά δισκογραφική. Η Capitol άκουσε την κατεύθυνση του νέου υλικού, την θεώρησε “πολύ βαριά” (κούνια που σας κούναγε!) και την αποδέσμευσε από το συμβόλαιο της, αφήνοντας τους RIOT ελεύθερους να πάνε στην Elektra Records, που έμελλε να σημαδέψει πολλές κυκλοφορίες της δισκοθήκης μας (DOKKEN, FLOTSAM AND JETSAM, FORBIDDEN και φυσικά METALLICA). Έτσι, με τα πολλά και με τα λίγα, το άλμπουμ ηχογραφείται υπό το άγρυπνο βλέμμα των Billy Arnell/Steve Loeb για τρίτη συναπτή φορά (ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει). Στις 9 Φεβρουαρίου του 1981 κυκλοφορεί επίσημα το τρίτο τους άλμπουμ, ο τίτλος του οποίου ήταν “Fire down under”.

Από το γκαζωμένο μπάσιμο των “Swords and tequila” / “Fire down under” καταλαβαίνεις ότι οι RIOT σταδιακά γίνονται πιο αιχμηροί, ακολουθώντας μια πορεία ανάλογη αυτή των JUDAS PRIEST πάνω – κάτω την ίδια περίοδο. Από εκεί και πέρα, στην τσαχπινιά του “Feel the same” και του “No lies”, στο ατόφιο hard rock του “Outlaw” (σταθερή λατρεία από το δίσκο, και επιλογή της μπάντας για τις συναυλίες της, αγκαζέ συνήθως με το “Swords and tequila”), γίνεται η σύνδεση με τη μπάντα των δύο προηγούμενων δίσκων. Το γκάζι επιστρέφει στα “Don’t bring me down” και “Run for your life” (καμία σχέση με το συνώνυμο κομμάτι που 7 χρόνια μετά θα βρούμε στο “Thundersteel”) όπου η μπάντα ξεσαλώνει. Στον αντίποδα, βρίσκουμε το μπαρουτοκαπνισμένο, πρωτόλειο heavy metal riffing των “Don’t hold back” και ”Altar of the king” (το πιο “επικό” θεματολογικά κομμάτι του δίσκου). Το τελευταίο κομμάτι “Flashbacks”, είναι ένα instrumental, ιδιότυπο θα έλεγε κανείς. Ένα κιθαριστικό ξεσάλωμα με ξεσκίσματα tremolo και ηχητικά στιγμιότυπα από συναυλίες/συνεντεύξεις των RIOT, όπου ακούγεται η φρενίτιδα του κοινού όχι μόνο εντός έδρας (San Antonio) αλλά και εκτός (Αγγλία και Γερμανία με τη σειρά).

Εν κατακλείδι, 40 ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το “Fire down under” αποτελεί σημείο καμπής για του RIOT και ένα καταπληκτικό, πρωτόλειο αριστούργημα που όποιος δεν το έχει ακούσει, οφείλει ειλικρινά να κάνει τη χάρη στον εαυτό του και να το βάλει να παίξει. Η πρώτη φορά που ξεχύνονται οι νότες του από τα ηχεία, δε συγκρίνεται. Η tequila, προαιρετική! Το κείμενο αφιερώνεται ταπεινά στη μνήμη τόσο του Guy Speranza που μας άφησε από καρκίνο στο πάγκρεας το 2003, όσο και φυσικά, στον τιτάνα Mark Reale, που 9 χρόνια μετά, μας άφησε από επιπλοκές της νόσου του Crohn. Ο μεν συνέδεσε εαυτόν με τη πρώιμη εποχή της μπάντας, ο δε, έγινε σχεδόν συνώνυμος της.

Did you know that?

– Έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ με τον Guy Speranza. Ο Guy, θα αποσυρθεί από την μουσική βιομηχανία τελείως, και θα ασχοληθεί για το υπόλοιπο των ημερών του, δουλεύοντας σε εταιρεία απεντομώσεων. Πριν αποσυρθεί, του έγινε πρόταση από τον Scott Ian των ANTHRAX για τη θέση του τραγουδιστή, αλλά αυτός αρνήθηκε και κατέληξαν στον Neil Turbin.

– Το “Flashbacks” είναι αφιερωμένο στον Neal Kay. Ο Neal Kay ήταν ένας Βρετανός DJ που υποστήριξε πάρα πολύ το heavy metal στην Αγγλία κατά τη περίοδο του NWOBHM, αποτελώντας μαζί με τον ραδιοφωνικό παραγωγό Tommy Vance σημαντικά πρόσωπα στην άνοδο του κινήματος. Στο βιογραφικό του, εντάσσεται και η συλλογή “Metal for Muthas” που ξεκίνησε το ‘79, αποτελούμενη από τότε μπάντες του είδους χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο.

– Το “Fire down under” επανεκδόθηκε 3 φορές. Το 1997 από την High Vaultage, με μια αμφιλεγόμενη μίξη του Steve Loeb, το 1999 από την Metal Blade με την αυθεντική μίξη, και τέλος το 2014 από την Varese Sarabande (ό,τι ξέρετε, ξέρω!). Κοινό σημείο και των 3 επανεκδόσεων, τα bonus κομμάτια. Αυτά, προέρχονταν από τις πρώτες ηχογραφήσεις του δίσκου, όταν και όπως αυτός προοριζόταν να βγει από την Capitol. Αποτέλεσμα, που φυσικά, ενώ δεν ήταν σε καμία περίπτωση κατώτερο, όπως είδαμε και πιο πάνω, δεν ικανοποιούσε το συγκρότημα.

Γιάννης Σαββίδης

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here