JUDAS PRIEST – Unleashed in the 70’s

0
194

JUDAS PRIEST. Ό,τι και να γράψει κανείς για το μεγαλείο τους δεν θα μπορεί να το αποτυπώσει στο χαρτί. Μια μπάντα που όρισε τον ήχο, επηρέασε και διαμόρφωσε τις εξελίξεις, «γέννησε» στρατιές ακολούθων που θέλησαν να λάβουν λίγη έστω από την αίγλη τους… Πόσα και πόσα δεν έχουν ειπωθεί για το μεγαλύτερο heavy metal συγκρότημα όλων των εποχών. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης σαράντα (ναι, πέρασαν τόσα) χρόνων από την κυκλοφορία του “Unleashed in the East – Live in Japan”, το οποίο και αποτελεί «αυλαία» για μια ολόκληρη εποχή, θελήσαμε μέσα από τούτες τις αράδες να παρουσιάσουμε όσο τον δυνατόν την σημασία, την αξία και εν τέλει το μεγαλείο της πρώτης, χρυσής περιόδου του Ιερέως. Χωρίς τετριμμένες δισκοπαρουσιάσεις και βαθμολογίες. Γίνεται όμως το πάθος και η λατρεία να χαλιναγωγηθούν και να γίνουν λέξεις;

Αρχές των 70’s. Στο πρώτο μισό του. Heavy metal, με την έννοια που ξέρουμε από τα 80’s και μετά, δεν υπάρχει. Οι «Πατέρες» BLACK SABBATH έχουν δημιουργήσει, μαζί με ορισμένους άλλους μετρημένους στα δάκτυλα τους ενός χεριού, έναν νέο πρωτόγνωρο ήχο. Από τύχη ή ατυχώς, αν θέλετε, αλλά τα ξέρουμε αυτά. Ένα ατύχημα, ένα χαμηλότερο κούρδισμα, jamming πάνω σε blues κομμάτια, μια ετσιθελική εναντίωση στην flower power αισθητική που κυριαρχούσε ως τότε και εγένετο “heavy metal”. Κυρίως όμως «γεννήθηκε» το πρώτο του συνθετικό. Γιατί το δεύτερο, ήταν όπως απεδείχθη περίτρανα στην πορεία, υπόθεση κάποιων συμπολιτών τους, οι οποίοι έβαλαν τις βάσεις το 1976…


…γιατί όχι το 1974, θα σκεφτεί κάποιος απολύτως λογικά. Η απάντηση είναι απλή: το πρωτόλειο “Rocka Rolla” με το οποίο έκαναν την εμφάνισή τους στα τότε δρώμενα οι JUDAS PRIEST ήταν «κάτι άλλο», ένα progressive rock/proto metal album το οποίο απλά…άνοιξε τον χορό, έστω και αν λυρικά αριστουργήματα σαν το “Run of the mill” (WISHBONE ASH παίξιμο με BLACK SABBATH χαρακτήρα) δεν γράφονται ούτε μετά από συμφωνία με τον ίδιο τον Διάβολο. Progressive rock αναφορές εις τη νιοστή, σαφέστατες επιρροές από την αντίστοιχη σκηνή της εποχής και φυσικά ουκ ολίγα στοιχεία από τους BLACK SABBATH, όταν τα riffs «βαραίνουν». Χωρίς δισολίες, χωρίς εξάρσεις, αφού δεν είχε έρθει η ώρα να γνωρίσει ο κόσμος την metal εκδοχή του περίφημου “double axe attack”. Εδώ τα κιθαριστικά θέματα είναι πολλές φορές «φευγάτα», «αεράτα»… ακούστε για παράδειγμα το σημείο του solo (λες και ήρθε από το “Argus”) στο προαναφερθέν αριστούργημα και θα καταλάβετε πολλά. Ο Ian Hill να παίζει με δάκτυλα αντί για πένα, γεμίζοντας τον ήχο και βγαίνοντας μπροστά; Ναι… σημάδι της εποχής, σημείο των καιρών, αλλά και απόδειξη του πόσο καλός μπασίστας ήταν και είναι. Και ας θυσίασε το τεχνικό του παίξιμο στον βωμό του “in your face” ήχου αργότερα, από το 1980 και μετά, αφού περίπου το απαιτούσε η ολοένα και αυξανόμενη επιθετικότητα στον χώρο. Ποια είναι όμως η μεγαλύτερη «δωρεά» τούτου του δίσκου; Σαφέστατα ο τρόπος με τον οποίο μας «συστήθηκε» ο Halford, ως ένας «μαθητής» του συνονόματού του Plant, αλλά με ξεκάθαρη θέληση και δυνατότητα να τον ξεπεράσει. Τα πρώτα δείγματα της θεϊκής φωνής του εκλαμβάνονται στην prog σουίτα “Winter – Deep freeze – Winter retreat – Cheater”, το τελικό του κρεσέντο στο “Run of the mill” όμως είναι αυτό που μαρτυρά τα πάντα. Κρίμα που δεν ακούσαμε και το έπος “Caviar and meths” στην κανονική του μορφή. Ψάξτε το από τον Al Atkins και το προσωπικό του σχήμα, πρώτο τραγουδιστή του group, και γνωρίστε ένα καλά κρυμμένο κειμήλιο των 70’s, έστω και τώρα.

Η συνέχεια του “Sad wings of destiny”, το 1976, ανοίγει τις πύλες για μια μεγαλειώδη ηχητική παρέλαση που θα τους χάριζε ακριβοδίκαια το μετέπειτα status τους. Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνει κανείς με το παρθενικό άκουσμα του “Sad wings…”; Το ότι ο ήχος έχει προχωρήσει πολλά βήματα μπροστά. Ακριβώς εδώ υπήρχε η πραγματική μαγεία των JUDAS PRIEST στα 70’s. Κυκλοφόρησαν δίσκους οι οποίοι είχαν λίγα κοινά στοιχεία ο ένας με τον άλλον και πάντα έθεταν τον πήχη ψηλότερα. Πάντα καινοτόμοι, πάντα ρηξικέλευθοι, κρατούσαν κάποια στοιχεία ως «βάση» και πάνω τους «έχτιζαν» το νέο, το «φρέσκο». Η πρώτη εμφάνιση του περιβόητου double axe attack που αναφέραμε πιο πάνω, σε metal εκδοχή, είναι γεγονός. Καλώς μας ήρθε. Άλλη μια πρωτοπορία, καθώς μπορεί οι THIN LIZZY, KISS, U.F.O, BLUE OYSTER CULT και WISHBONE ASH για παράδειγμα να είχαν και αυτοί «εντρυφήσει στο άθλημα», όμως μην ξεχνάμε πως α) δεν έπαιζαν heavy metal και β) πλην των πρώτων, δεν είχαν την τεχνοτροπία των JUDAS PRIEST στην «σταυροβελονιά». Στο σημείο αυτό εννοείται πως θα ήταν ανεπίτρεπτο να μην αναφερθεί η επιρροή της Αδύνατης Σαύρας στην διαμόρφωση του κλασσικού διπλού κιθαριστικού ήχου, μια επιρροή που γιγαντώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν. Το πόσο «ευλόγησαν» ή κατά άλλους τον δημιούργησαν, όπως τον αγαπήσαμε, μπορεί να παρουσιαστεί μόνο σε μερικές χιλιάδες λέξεις και κάποια στιγμή θα γίνει κι αυτό. Επιστροφή στον δίσκο μας και στα “Dreamer deceiver” και “Epitaph”, δύο progressive rock ελεγείες που θα μπορούσαν άνετα να πρωταγωνιστούν στο “Rocka Rolla”, είναι παράλληλα και ο μόνος συνδετικός κρίκος των δύο δίσκων. Riffs βαραίνουν, ταχύτητες ανεβαίνουν (“Tyrant”), το heavy metal αποκτά την ταυτότητά του πια. Με τρόπο εμφατικό, σχεδόν πανηγυρικό και εννοείται και θεατρικό (“The Ripper”). Το NWOBHM από την άλλη αποκτά ένα άλμπουμ – εικόνισμα μπροστά από το οποίο θα προσεύχεται νυχθημερόν, στην κεντρική Ευρώπη νιώθουν τις δονήσεις και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού κρατούν σημειώσεις. Να αναφέρω κάτι για το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο; Χρειάζεται;

Ο χρόνος κυλά, μπαίνει το 1977 και έρχεται μαζί του το “Sin after sin”. Μόλις ένας χρόνος έχει περάσει από το αριστουργηματικό “Sad wings…” και το λογικό θα ήταν, βλέποντας νέο δίσκο τόσο γρήγορα, να τον θεωρήσεις ως τα «απομεινάρια» του προκατόχου του. Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση των Βρετανών ηρώων. Πως μπορεί ένα άλμπουμ να κάνει συνέχεια «μπρος – πίσω» και παρόλα ταύτα να προχωρεί μόνο μπροστά και μάλιστα γρήγορα; Μπερδευτήκατε, έτσι; Απλό είναι. Οι JUDAS PRIEST εδώ παίρνουν τις «ρίζες» τους και τις εκμοντερνίζουν. Πως αλλιώς μπορεί δηλαδή κανείς να περιγράψει τις QUEEN, KING CRIMSON, THIN LIZZY και LED ZEPPELIN εμφανέστατες αναφορές μέσα σε ένα ξεκάθαρο μεταλλικό «καλούπι»; Το τιτάνιο “Sinner” μαγεύει με όλη την σημασία της λέξης, χωρίς εισαγωγικά και χωρίς επεξηγήσεις, σε κάθε του πτυχή. Αν στο “Victim of changes” ο Halford έθεσε (και θέτει ακόμη) τα standards στα οποία πρέπει να κινείται κάθε μα κάθε heavy metal τραγουδιστής, σε τούτο το έπος θα μπορούσε κανείς να πει πως ολοκληρώνει το οικοδόμημα. Το rhythm section των Hill και Simon Phillips (έπαιξε ως γνωστόν μόνον ως studio session μουσικός για να βοηθήσει το σχήμα να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις) μόνο ως «άριστο» θα ήταν δίκαιο να χαρακτηριστεί. Ακούστε την δίκαση και την εν γένει τεχνική του μεταξύ άλλων drummer των TOTO, ASIA, Satriani, Sherinian, Schenker και συγκρίνετέ την μόνο με αυτή του Cozy στο “Rising”. Ξεχωριστή αναφορά του αρμόζει, και ξεχωριστή θέση στην καρδιά κάθε οπαδού της μπάντας. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού είπαμε πιο πάνω πως κρατούσαν σημειώσεις με το “Sad wings…”, αλλά εδώ στο άκουσμα του “Let us prey – call for the priest” μάλλον τα μολύβια θα πήραν φωτιά. Για ρωτήστε και τους RIOT… Κιθαριστικό ντελίριο, ορίζει ήχους, διαμορφώνει νέα είδη, επιβάλλει τις εξελίξεις με τον τρόπο του. Όπως και το πιο heavy κομμάτι που είχαμε ακούσει από την μπάντα ως τότε, το “Dissident aggressor”. Όπως και ολόκληρο το άλμπουμ στο κάτω – κάτω. Αν βοηθούσε και λίγο περισσότερο ο Roger Glover στην παραγωγή όλα θα αγκάλιαζαν την τελειότητα. Ήχος-διαμάντι μεν, αλλά όχι το «ξυράφι» που επιζητούσε η μπάντα…


… ένα «ξυράφι» που ήρθε σε μόλις έναν χρόνο και μάλιστα εις διπλούν! Μέσα σε μια χρονιά δύο τέτοιους δίσκους μόνο μπάντες σαν τους JUDAS PRIEST μπορούσαν να κυκλοφορήσουν και το κατάφεραν την περίοδο της ακόρεστης δημιουργίας και της άκρατης έμπνευσης. Στις μέρες μας κάτι τέτοιο φαντάζει όχι δύσκολο, αλλά ειλικρινά από άλλο πλανήτη. Τα “Stained class” και “Killing machine” (με τίτλο “Hell bent for leather” για τους Αμερικανούς) είδαν το φως με διαφορά λίγων μηνών και οι Dennis McKay και James Guthrie αντίστοιχα, σε συνεργασία με την μπάντα, «βγάζουν» επιτέλους προς τα έξω αυτόν τον «αιχμηρό» ήχο που τόσο ήθελε το συγκρότημα από τον Roger Glover, ο οποίος βέβαια, δυστυχώς, αδυνατούσε να καταλάβει το όραμα του “Sin after sin”. Την σημασία που άνετα θα είχε το “Sin after sin” την αποκτούν λοιπόν τα (τότε) νεότευκτα άλμπουμ κυρίως λόγω παραγωγής. Τι σου είναι κάποια κουμπιά… αλλάζουν τη ροή των εξελίξεων! Εδώ ανοίγει ο δρόμος για…τα πάντα λέτε; Το λες και έτσι. Το speed metal και το thrash λαμβάνουν το «χρίσμα» πρώτιστα από εδώ, και μετά από τους MOTORHEAD και VENOM. Στην ερώτηση «γιατί;» η απάντηση είναι “Exciter”, φίλε μου. Το επιθετικό του πρόσωπο, η διπλομποτιές του Binks, οι τσιρίδες, όλα αποτέλεσαν όχι δάνειο, αλλά κληρονομιά για το πρώτο χρονολογικά επιθετικό είδος που δημιουργήθηκε στο heavy metal. Δεν είναι τυχαίο πως αν κοιτάξεις τις άπειρες διασκευές σε τραγούδια του συγκροτήματος, η πλειοψηφία των speed/thrash (και γενικά των ακραίων) μπαντών προτιμά υλικό από το 1980 και πίσω. Από εδώ εμπνεύστηκαν οι ACCEPT το έπος του “Fast as a shark”, το οποίο αποτέλεσε και αυτό με την σειρά του «φάρο λαμπρό». Σε τούτο το άλμπουμ είχαν κάνει διατριβή για να μεγαλουργήσουν νωρίτερα με το “Breaker”. Το έμφυτο «σκοτάδι» του πρώτου δίσκου της δυάδας αν και φάνταζε διαφορετικό από την «μαυρίλα» των BLACK SABBATH, θα μπορούσε (και το έκανε) να επηρεάσει εξίσου τις πιο «αφώτιστες» πτυχές των απανταχού επιγόνων και να τις οδηγήσει στο προσκήνιο. Δηλαδή τι άλλο να σου πω; Άκουσε το “Melissa” και θα ακούσεις ατόφιο το “Stained class”. Κάνε το ίδιο με το “Show no mercy”. Ή με τους πρώιμους AGENT STEEL, EXCITER, RAZOR και γενικά το speed metal των αρχών του ‘80…

Τα «ξυράφια» που λέγαμε όχι μόνο βγαίνουν, αλλά αναβαθμίζονται σε δρεπάνια στις ρόδες του άρματος των JP, θερίζοντας με τα riffs των “Stained class”, “Saints in Hell” (αιώνιο αριστούργημα), “Hell bent for leather” και “Running wild”. Το NWOBHM βρίσκει τον ήχο που θα λατρέψει και από εδώ παίρνουν σημειώσεις μέχρι και οι IRON MAIDEN, τις οποίες θα χρησιμοποιήσουν στο ντεμπούτο τους μαζί με αυτές των THIN LIZZY και U.F.O. Σαν θελήσουμε να βάλουμε στο κάδρο μιας JUDAS PRIEST συζήτησης το “Iron Maiden”, το “Delivering the goods” επί παραδείγματι μα και το “The Green Manalishi” όπως και το επιμεταλλωμένο rock της παρέας του Lynott στο “Rock forever” αποτελούν τρανές αποδείξεις και στέρεα επιχειρήματα. Η περιοδεία δε της Σιδηράς Παρθένου (η πρώτη από τις δύο αν θυμάμαι καλά) ως support των Ιερέων, μόνο θετικά είχε να τους δώσει. Εδώ θέτονται και νέα δεδομένα όσον αφορά το πώς πρέπει να ακούγεται ο heavy metal τραγουδιστής από δω και στο εξής, με τον Halford να κάνει ολικό restart, να ξεπερνά τον εαυτό του και τα όρια του “Sin after sin” και να φτάνει την φωνή του στα άκρα για πρώτη φορά (η επόμενη θα ήταν στην περιοδεία του “Ram it down” όπου θα ακουγόταν πραγματικά εξωγήινος). Κομβικό σημείο στην εξέλιξη του metal και το “Beyond the realms of death”, το οποίο εκτίνει σε νέα άκρα την τεχνοτροπία και την φιλοσοφία του “Run of the mill”, του “Victim of changes” και του “Here comes the tears”. Ίσως το πρώτο σπονδυλωτό, επικό, καθαρό heavy metal κομμάτι με τέτοια κορύφωση, αφού ως τότε βρίσκαμε αυτή την δομή μονάχα σε hard rock αριστουργήματα σαν το “Stairway to Heaven”. Συγκρινόμενα τα δυο τους, το “Killing machine” είναι αναμφίβολα ένα θεάρεστο καρφωτό δεκάρι, το “Stained class” όμως είναι για τον γράφοντα (αλλά και όπως ανακαλύπτω μέρα με την ημέρα και για άλλον κόσμο) ο σημαντικότερος και καλύτερος δίσκος τόσο των JP, όσο και της 70’s heavy metal σκηνής. Σαν ήχος, σαν εικόνα και σαν επιρροή.


Όλα αυτά βέβαια έπρεπε να αποδειχτούν και στην σκηνή, στο καθαρτήριο της μουσικής, και εδώ ήρθε η ώρα να μπει στο παιχνίδι η αφορμή για αυτό το κείμενο. Μεταφερόμαστε λοιπόν νοητά στην Ιαπωνία, τον Φεβρουάριο του 1979. H μεγαλύτερη heavy metal μπάντα που είδε ποτέ το φως του ήλιου αποβιβάζεται στην Μέκκα της Άπω Ανατολής με σκοπό να δρέψει τους καρπούς των προηγουμένων τεσσάρων ετών και να τους μετουσιώσει σε ένα ζωντανά ηχογραφημένο μανιφέστο του τι σημαίνει, τι είναι και πως πρέπει όχι απλά να ακούγεται το καθάριο heavy metal, αλλά και να…φαίνεται. Η αρχή είχε γίνει στο “Killing machine” (δες το video clip του “Rock forever”) αλλά το αποτέλεσμα ολοκληρώνεται με/σε τούτο το μνημείο. Ναι, στο “Unleashed in the East – Live in Japan” και τυπικά τα όποια βαμβακερά, λινά ή και γω δεν ξέρω τι ρούχα, μπαίνουν στην ντουλάπα και λανσάρεται επιτυχημένα το αιώνιο, trademark metal ντύσιμο. Δερμάτινη αμφίεση, μεταλλικά αξεσουάρ, Douglas MacArthur γυαλί, μηχανές, όλα ορίζουν ένα μεγάλο μέρος της μεταλλικής κουλτούρας. Γιατί πάντα το οπτικό του θέματος θα συμβαδίζει με το ακουστικό, όσα χρόνια και να περάσουν.

Και τι δεν έχει γραφτεί για τις δύο αυτές εμφανίσεις στο Koseinenkin Hall και στο Nakano Sunplaza Hall του Tokyo, στις 10 και 15 Φεβρουαρίου αντίστοιχα. Η αλήθεια γνωστή πια από την ίδια την μπάντα. Η μουσική live στην σκηνή, τα φωνητικά live στο studio. «Απάτη!» θα φωνάξουν οι κακεντρεχείς. «Πηγαίνετε να δείτε bootlegs από εμφανίσεις της ιδίας περιόδου και μετά μιλήστε», θα απαντήσω εγώ. Η μουσική διατηρείται ως έχει, ο Ροβέρτος θα πει τα κομμάτια μια και έξω στο studio για να είναι το αποτέλεσμα τέλειο (στις κανονικές συναυλίες τραγούδησε με μόλυνση στον λαιμό – ΚΑΝΤΟ ΚΑΙ ΕΣΥ ΜΕΓΑΛΕ) και αλήθεια, αν μπορούσα να δω ένα, ΕΝΑ live των JP, θα ήθελα μόνον αυτή η απόδοση να «ζωντανέψει» μπροστά μου. Καμία άλλη. Βασικά, για να μιλήσω και να τα πω όπως τα νιώθω, δεν με νοιάζει αν το άλμπουμ αυτό είναι κατά ένα ποσοστό «κατασκευασμένο». Λες και δεν είναι όλα ΜΑ ΟΛΑ τα live albums «πειραγμένα» κατόπιν εορτής. Αυτό που κρατώ είναι η επιλογή των κομματιών, η απόδοση της μπάντας που δεν έχει αντίπαλο και το γεγονός πως όταν θέλω να ακούσω 70’s JUDAS PRIEST, παίρνω αυτόν τον δίσκο και είμαι καλυμμένος. Γιατί αν κάποτε οι «ζωντανοί» δίσκοι είχαν τον ρόλο του “best of” μιας συγκεκριμένης περιόδου και είχαν επωμιστεί την αποστολή να σε βάλουν στο κλίμα της, ειδικά μετά την επανακυκλοφορία του με το επιπρόσθετο 7’’ που δεν ενσωματώθηκε τότε, το “Unleashed…” παίρνει σε αυτό άριστα.


Το “Sinner” και το “Victim of changes” ξεδιπλώνουν ολόκληρο το μεγαλείο τους, μέσα από μια τέλεια παραγωγή δια χειρός Tom Allom που τα «σέβεται» και τους «στρώνει χαλί». Οι διασκευές στα “The Green Manalishi (with the two-pronged crown)” και “Diamonds and rust” μετά από ΑΥΤΕΣ τις εκτελέσεις ανήκουν και με την βούλα πλέον στο πάνθεον με τις καλύτερες όλων των εποχών, πιθανότατα δε ηγούνται των υπολοίπων. Ένα μεταμορφωμένο “Genocide”, ένα “Delivering the goods” ακόμη (!) πιο δυναμικό και ένα συγκλονιστικό “Beyond the realms of death” κάποιες από τις φωτεινότερες «λάμψεις» που σε «τυφλώνουν» καθώς ακούς έναν δίσκο που «τερματίζει» την κάθε heavy metal έννοια. Οι κιθάρες ως ένα σώμα, πιο «απειλητικές» από ποτέ, μια μπάντα που τρομάζει με την ακμή της, ο τεράστιος jazz-ίστας Les Binks να κλέβει την παράσταση, το απόλυτο heavy metal show μέσα σε μία ώρα μουσικής η οποία επεκτείνεται στα 85 λεπτά μετά την πρόσφατη επανακυκλοφορία. Καμία πένα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποδώσει γλαφυρά το μεγαλείο αυτής της μπάντας, εκείνη την εποχή. Ίσως να το κατάφεραν τα ονόματα των κομματιών που, μαζί με άλλα από την μετέπειτα καριέρα των JP, «βάπτισαν» μπάντες που ακολούθησαν. SINNER, EXCITER, RIPPER, TYRANT, DECEIVER, STARBREAKER, RUNNING WILD, INVADER, SAVAGE…

Σαράντα χρόνια “Unleashed in the East – Live in Japan” λοιπόν. Σαράντα χρόνια από την κυκλοφορία του – για πολλούς – καλύτερου live album όλων των εποχών. Ενός άλμπουμ που συνοψίζει μια λαμπρή καριέρα η οποία, ω του θαύματος, θέριεψε ακόμη περισσότερο στα χρόνια που ακολούθησαν. Ενός άλμπουμ που μαζί με εξίσου μυθικούς συνοδοιπόρους του (οποιαδήποτε αναφορά ονομάτων εν είδει λίστας είναι περιττή) συμπυκνώνει την υπόθεση “heavy metal 70’s” με εξαίρετα αποτελέσματα. Η μαγεία της metal δεκαετίας του ’70 στα ηχεία μας, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Χρόνια πολλά δισκάρα, χρόνια πολλά μπαντάρα. PRIEST FOR LIFE!

ΥΓ: Κάποτε έκανα το εξής: έβαλα να ακούσω τα  “Strangers in the night” – “Tokyo tapes” – “Live & Dangerous” – “Unleashed…” με αυτήν ακριβώς την σειρά. Κάντε το και εσείς. Εκτός του ότι θα διαπιστώσετε πως η ηχητική αλληλουχία είναι απίθανη, την επόμενη φορά που κάποιος σας πει πως το heavy metal είναι υπόθεση των 80’s, θα έχετε υλικό να του το τρίψετε στην μούρη.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here