Κάποια συγκροτήματα, έχουν καταφέρει να εδραιώσουν την φήμη τους στην χώρα μας, επειδή από την μια έχουν διατηρήσει μια ποιότητα στην μουσική τους καριέρα, αλλά κι επειδή παραμένουν ειλικρινή. Οι RIOT V είναι η μετεξέλιξη των RIOT, σε ένα πείραμα να συνεχίσουν την πορεία τους ακόμη και μετά τον θάνατο του ανθρώπου που υπήρξε ολόκληρη η μπάντα, του Mark Reale. H πεντάδα, με έδρα την Νέα Υόρκη, αλλά με στενούς δεσμούς στο Σαν Αντόνιο, παραμένει σταθερή στις μουσικές της αξίες και ίσως περισσότερο από ποτέ, θυμίζει συγκρότημα με κοινή γνώμη, κοινούς στόχους και αρκετό ταλέντο κι επαγγελματισμό για να τους πετύχουν. Με τόσους θερμούς υποστηρικτές που έχουν στην χώρα μας, είπαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Ένα πιο βιογραφικό αφιέρωμα σε μια μπάντα που έχει καριέρα αντάξια κινηματογραφικής ταινίας. Πετάξαμε μέχρι το Τόκυο, μιλήσαμε με Νέα Υόρκη, με μέλη από το ξεκίνημά τους, κάποιον που έφυγε κι επέστρεψε, αλλά και κάποιον άλλο από την πιο σύγχρονη ιστορία τους.
Όπως διατυμπανίζει και ο ίδιος ο Donnie Van Stavern, μπασίστας και βασικός συνθέτης της μπάντας, “η Ελλάδα και η Ιαπωνία είναι οι πιο δυνατές χώρες για το συγκρότημα. Ο κόσμος είναι τόσο θερμός, γνωρίζει όλα τα τραγούδια και τους στίχους, παθιάζεται και τα δίνει όλα στην χώρα σας”. Μπορεί εγώ να κοκκινίζω βλέποντας κάποια βιντεάκια από τις εμφανίσεις τους στην Ελλάδα, αλλά φαίνεται πως και οι ίδιοι ένιωθαν κάπως περίεργα. “O Mike κι ο Todd, είχαν πάθει πλάκα” συνεχίζει ο Don, “μετά το τέλος συζητούσαμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιες αντιδράσεις, αλλά φίλε μου, αυτό είναι το heavy metal, να τα δίνεις όλα και να περνάς καλά” λέει γελώντας. Ελλάδα και Ιαπωνία λοιπόν. Ευκαιρία να τα συνδυάσουμε, σε μια από τις τρεις συναυλίες τους στην Άπω Ανατολή, στα πλαίσια της προώθησης του “Unleash the fire”, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του και λίγους μήνες αφότου έπαιξαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Έχουμε καθίσει άνετα σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, στον πρώτο όροφο του Club Citta, το οποίο βρίσκεται στην πόλη Kawasaki, που ουσιαστικά είναι προάστιο του Τόκυο. Είμαι κάπως ενθουσιασμένος, αφού γνωρίζω πόσοι και πόσοι έχουν παίξει στο ίδιο club κι ουδέποτε είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω συναυλία εδώ. Ο Don έχει αράξει απέναντί μου δίχως τον Mike Flyntz που θα έπρεπε να συμμετείχε στην συζήτησή μας, αφού τον είχε πιάσει ένα κρύωμα και προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Άλλωστε η εμφάνισή τους, θα άρχιζε σε λιγότερο από 2 ώρες, με την Γιαπωνέζα υπεύθυνη να μας πιέζει να περιορίσουμε την κουβέντα μας, αφού η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε το Ελληνικό ROCK HARD. Δεν μας πτόησε όμως για να καταπιαστούμε με διάφορες πτυχές της πορείας των RIOT. Μιας πολυτάραχης πορείας, με αμέτρητες αλλαγές μελών και αρκετές ασθένειες, ακόμα και θανάτους. Η ιστορία της μπάντας ανέκαθεν ήταν ζωγραφισμένη με δυσκολίες και ατυχίες που υπήρξαν τροχοπέδι για την επιτυχία και καθιέρωσή τους.
Ήθελα να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο και να μιλήσουμε ακόμα και για χρονικά διαστήματα στα οποία τα παρόντα μέλη δεν συγκαταλέγονταν στην μπάντα, οπότε η συζήτηση άρχισε από το ξεκίνημά τους κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. “Ήταν δύσκολη εποχή και στην Νέα Υόρκη για νέες μπάντες. Ο Mark έλαβε μέρος σε μια παραγωγή που ήταν ουσιαστικά διαγωνισμός προκειμένου μια εταιρία να δημιουργήσει μια συλλογή τότε, με διάφορα συγκροτήματα” όπως εξιστορεί σήμερα ο Don Van Stavern παρότι ο ίδιος ενσωματώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. “Στο στούντιο Green street, μόλις άκουσαν τα τρία τραγούδια που πήγαν να ηχογραφήσουν οι RIOT, άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν να τους υπογράψουν και να κυκλοφορήσουν κανονικό άλμπουμ δίχως να συνεχίσουν την ιδέα της συλλογής. Έτσι έκλεισε η μπάντα το πρώτο της συμβόλαιο και κυκλοφόρησε το “Rock city” με τον Lou”.
Ο Lou, δεν είναι άλλος από τον L.A. Kouvaris, o κιθαρίστας τους στο ντεμπούτο, ο οποίος ταξιδεύει μαζί με την μπάντα για πρώτη φορά, ώστε να συμμετάσχει για 3 τραγούδια σε αυτή τη σειρά εμφανίσεων. Δεν θα μπορούσα να χάσω την ευκαιρία και να τον απομονώσω για λίγες ερωτήσεις. Πώς ξεκίνησε άραγε με τους RIOT και την παρέα του Reale; “Δεν γνωριζόμασταν. Την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχε καμιά πρόσβαση στο να σε ανακαλύψουν άλλοι μουσικοί, λειτουργούσε μια υπηρεσία όπου πλήρωνες 25 δολάρια, ώστε να βάλεις το βιογραφικό σου στο αρχείο τους, μαζί με τους αγαπημένους σου μουσικούς, τα χρόνια που ασχολείσαι και το τι αναζητείς” μας λέει περίχαρος ο ψηλός κιθαρίστας και συνεχίζει. “Έτσι όταν μια μπάντα αναζητούσε τραγουδιστή για παράδειγμα, έψαχνε στα αρχεία τα βιογραφικά των τραγουδιστών, ελπίζοντας πως θα βρει κάποιον ανάλογο των απαιτήσεών της. Εκεί με ανακάλυψε ο Mark και ήρθε η πρόταση να μπω στους RIOT”. Τα 25 δολάρια, ήταν υψηλό ποσό για την εποχή “Ναι και δεν σου εξασφάλιζε τίποτα, απλά ήταν κάτι σαν γραφείο ευρέσεως εργασίας για μουσικούς και κρατούσαν το βιογραφικό σου για 3 μήνες με αυτό το ποσό”. Αναρωτιέμαι πόσοι πραγματικά γνωρίζουν τον Έλληνα κιθαρίστα, ο οποίος είναι γέννημα Πειραιά, με καταγωγή από την Μάνη αλλά θρέμμα Νέας Υόρκης. Αυτή είναι η πρώτη φορά που μιλάει στον Ελληνικό τύπο και είναι μεγάλη μας χαρά που έχουμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε και για τα πρώτα βήματα της μπάντας. Άλλωστε οι υπόλοιποι δύο, εν ζωή, δεν είναι στο χώρο. Μπορεί να μην έγινε τόσο γνωστός όσο οι υπόλοιποι στον χώρο μας, όμως μουσικά δεν σταμάτησε να ενεργοποιείται. Η συνάντησή μας ξεκινά με Ελληνικούς χαιρετισμούς, αλλά συνεχίζεται κυρίως στα Αγγλικά. Άλλωστε η οικογένειά του μετακόμισε εκεί όταν αυτός ήταν μόλις τριών ετών. Αφού δεν καταφέρνει να επιστρέψει Ελλάδα, αυτή η συνάντηση γίνεται ακόμα πιο ξεχωριστή.
Ο Κουβάρης θυμάται ακόμα και το πού ήταν η έδρα αυτού του γραφείου που όπως τα έφερε η μοίρα τον έφερε στον δρόμο των RIOT, “μεταξύ 57ης οδού και 7ης λεωφόρου στο Μανχάταν” και οι παρόμοιες μουσικές αγάπες έκαναν τον Reale να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν. “‘Όταν μπήκα στο συγκρότημα οι υπόλοιποι ήταν ήδη μέλη. Μάλιστα, οι παραγωγοί στις πρώτες τους συζητήσεις, τους είχαν ζητήσει να αντικαταστήσουν έναν πληκτρά που είχαν, με κάποιον δεύτερο κιθαρίστα, γι’ αυτό και βρήκαν εμένα”. Με το management ήδη έτοιμο, να ετοιμάζει συμφωνία για συμβόλαιο, τα μέλη ολοκληρωμένα πλέον, αλλά μόλις με τρία τραγούδια στις αποσκευές τους, ξεκίνησαν να γράφουν υλικό για τον πρώτο τους δίσκο. “Είχαν μόνο 3 τραγούδια έτοιμα” λέει ο Lou, “το “Warrior”, το “Angel” και το “Desperation”, αλλά όλα τα υπόλοιπα τα γράψαμε μαζί, θυμάμαι καθαρά πώς δουλέψαμε το “Overdrive”, το “Heart of fire”, πρόσθεσα κάτι στο ομώνυμο, αν και είχε σχεδόν ολοκληρωθεί αυτό, βοήθησα στο “Tokyo rose”, αφού γράφτηκαν αφότου υπογράψαμε το συμβόλαιό μας”. Παρόλα αυτά, το όνομά του δεν φαίνεται, “Αν και μου είχαν υποσχεθεί ότι θα ήταν”. Οι υποσχέσεις ήταν πολλές και για το συγκρότημα πολλά έμειναν μόνο στις υποσχέσεις.
Πολλά έχουν ακουστεί για το περίφημο συμβόλαιο και την καταστροφική αυτή συμφωνία που υπέγραψε η μπάντα. “Για εμάς στα 20 μας χρόνια, το μόνο που θέλαμε ήταν να βγάλουμε δίσκο. Παρότι πήραμε συμβουλές από δικηγόρο, όταν πήγαμε για να παρουσιάσουμε τις προτάσεις μας, μετά από το συμβόλαιο που μας πρότειναν, δεν μας έδωσαν καθόλου περιθώρια. Συζήτησαν μόλις 5 λεπτά αυτά που τους προτείναμε και μας είπαν στεγνά, ότι η δική τους πρόταση ήταν και η μοναδική. Take it or leave it”. Ιδανικός τρόπος για να ψαρώσουν οι νεαροί μουσικοί, που δεν είχαν τα περιθώρια ούτε να το συζητήσουν για πολύ μεταξύ τους. “Θυμάμαι ότι διαφώνησα έντονα με τους άλλους και με τον Guy Speranza δεν θέλαμε να υπογράψουμε, αλλά στο τέλος υπερίσχυσε η θέλησή μας να κάνουμε συμβόλαιο και δίσκο. Με το συμβόλαιο αυτό θα παίρναμε 8 σεντ για κάθε άλμπουμ, αντί για 14-25 που έδιναν εκείνη την εποχή, ενώ όλα τα δικαιώματα των τραγουδιών μας θα τα χάναμε. Ο Mark Reale, ένιωθε μια υποχρέωση στον Steve Loeb κι άλλωστε αυτός και ο Guy ήταν τα βασικά μέλη της μπάντας, οπότε στο τέλος το κάναμε”. Είναι έκδηλη η απογοήτευση στη φωνή του “Μπορεί και να μου έκαναν χάρη που με έδιωξαν” συνεχίζει “αν και θα είχα γίνει πιο γνωστός αν έμενα, αλλά είχα εκφράσει αρκετά την δυσαρέσκειά μου”. Πόσο δύσκολα μπορεί κάποιος να πει αυτές τις κουβέντες;
Με 3,5 χρόνια στους RIOT, το ντεμπούτο της μπάντας στην αγορά και πολλές εμφανίσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης, ο Lou θυμάται πως η φήμη τους άρχισε να εξαπλώνεται. “Με τον δίσκο, η εταιρία έκανε συμφωνίες με την ΕΜΙ, την Ariola, την Viktor στην Ιαπωνία και σιγά-σιγά ήρθε το ενδιαφέρον για μεγαλύτερες συναυλίες. Παίξαμε δυο πιο μεγάλες στην Φλόριντα με αποκορύφωμα την τελευταία εμφάνισή μου μαζί τους, όταν ανοίγαμε για τους JOURNEY, στην περιοδεία του “Wheel in the sky” με τον Steve Perry. Μας συνέκριναν εκείνη την εποχή με μεγαθήρια όπως οι JOURNEY, οι DEEP PURPLE και οι MONTROSE, ονόματα τεράστια”. Πραγματικά, εκτός από την μουσική ταυτότητα που φανέρωνε το ντεμπούτο τους, οι RIOT απολάμβαναν και τον σεβασμό άλλων μουσικών. “Για χρόνια ήμουν μεγάλος οπαδός των JOURNEY, από τα ορχηστρικά τους κι όταν ο Neil Schon με έπιασε λίγο πριν βγουν στην σκηνή και μου είπε ότι του άρεσα σαν κιθαρίστας, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μάλιστα, ενώ η υπόλοιπη μπάντα πήγε στα παρασκήνια, εγώ ανέβηκα με τον Neil για να τους παρακολουθήσω δίπλα από την σκηνή, ενώ μετά τη συναυλία με κάλεσε στο ξενοδοχείο τους για ποτό και περάσαμε όλη την βραδιά μιλώντας στο μπαρ”. Οι ιστορίες που ακολουθούν δεν είναι προς δημοσίευση, αλλά αυτή η υπέροχη κατά τ’ άλλα βραδιά, έμελλε να είναι και η τελευταία του με το συγκρότημα.
Μιλάμε ακόμα για το ξεκίνημα των RIOT, την εποχή που από τις πρόβες κατέληξαν στο “Rock city” και αναρωτιέμαι πώς ήταν η συνεργασία τους με τον Mark Reale, “παρότι ήταν ένας ντροπαλός άνθρωπος, μουσικά μεταμορφωνόταν. Είχαμε πολλά κοινά, δίχως να βάζουμε μπροστά κάποιον εγωισμό και αυτό έκανε την συνεργασία μας εύκολη”, μου λέει ο Lou. Η συζήτησή μας έχει μεταφερθεί από το Τόκυο στην Νέα Υόρκη. Ο χρόνος μας πριν την συναυλία τους ήταν ελάχιστος για να μπορέσω να χωρέσω όλες μου τις ερωτήσεις, οπότε συνεχίσαμε λίγες μέρες αργότερα. “Δεν το ξέρουν πολλοί, αλλά τα πηγαίναμε πολύ καλά με τον Mark” συνεχίζει. “Πολλοί νομίζουν πως η αποχώρησή μου είχε να κάνει με καυγάδες, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο”. Παρότι λοιπόν τα πήγαιναν καλά, ο Lou Kouvaris δεν βρίσκεται στο “Narita”, το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας. Αμέσως μετά από την μεγάλη συναυλία με τους JOURNEY τον Αύγουστο του ’78 που αναφέραμε παραπάνω, με ένα τηλεφώνημα από το management βρέθηκε εκτός, “χωρίς ποτέ να μάθω τις λεπτομέρειες. Λίγο πριν την εμφάνισή μας, ενώ είχαμε μια έντονη διαφωνία με τον Mark στα παρασκήνια, άνοιξε την πόρτα το management και ο παραγωγός μας κι έπεσαν πάνω στην λογομαχία μας. Δεν ήταν τίποτα σοβαρό, τίποτα ασυνήθιστο για μια οικογένεια, αλλά θεώρησαν καλό να με σταματήσουν”. Αν οι ημερομηνίες είναι σωστές, τότε μιλάμε για παραπάνω από ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους κι ενώ πρέπει να είχαν ήδη ξεκινήσει να γράφουν τον δεύτερο δίσκο. “Πολλά από τα τραγούδια στα οποία δουλέψαμε μαζί, βρέθηκαν σε αυτό. Βασικά έγω έγραψα το “49er”, είναι δικές μου συγχορδίες, δικό μου το ριφ αλλά έγραψα και το “White rock” με τον Mark, παρότι βέβαια το όνομά μου δεν φαίνεται πουθενά, αφού ήμουν ήδη παρελθόν”. Αυτές οι σημαντικές λεπτομέρειες, δεν έχουν γίνει ποτέ γνωστές, κανείς δεν τις έχει διαδώσει και φανερώνουν έντονα και το κλίμα της εποχής. Ενώ σήμερα καμιά μπάντα δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, όσο αμελητέο μέγεθος κι αν έχει, φοβούμενη μηνύσεις και δικηγόρους. “Φρόντισε για αυτά τα πράγματα ο Steve Loeb όπως ξέρεις έκανε μεγάλο κακό στην μπάντα και χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να απαγκιστρωθεί ο Mark”. Οι αναφορές στον περιβόητο αυτόν κύριο, δεν σταματούν εδώ. “Δυστυχώς ένιωθε μια αφοσίωση προς αυτόν και του στοίχησε”. Τα χρόνια πέρασαν κι ο Kouvaris είχε μόνο μια φορά επαφή με τους συναδέλφους του. “Το 1981 βρέθηκα με τον Guy Speranza και τον Jimmy Iommi για φαγητό”, τον τραγουδιστή και τον μπασίστα αντίστοιχα της αρχικής σύνθεσης. “O Guy μου έλεγε πόσο απογοητευμένος ήταν με την συμφωνία που είχαμε υπογράψει και πως δεν έβλεπαν καθόλου χρήμα από την μπάντα και μάλιστα οι δυό τους είχαν βρει δουλειά σε μια εταιρεία εξόντωσης παρασίτων για να βγάζουν τα προς το ζην. Εκτός αυτού όμως, δεν είχα κάποια άλλη επαφή για πάρα πολλά χρόνια”
Στα χρόνια που μεσολάβησαν ο L.A. Kouvaris έχασε επαφή με το συγκρότημα, το συγκρότημα λίγο αργότερα κι αυτό είχε χάσει την συνοχή του. Μέλη διαδέχονταν το ένα το άλλο, και ενώ την μια οι RIOT έμοιαζαν έτοιμοι να κατακτήσουν τον κόσμο, την επόμενη στιγμή θα είχαν κάποια αποχώρηση, ή κάποια απογοήτευση, ενώ σίγουρα δεν θα είχαν αρκετά οικονομικά οφέλη ώστε να ανταπεξέλθουν, ιδιαίτερα αφού ακολούθησαν κι αλλαγές συμβολαίων με δισκογραφικές εταιρείες της εποχής. Ακολούθησε το “Fire down under” ένας υπέροχος δίσκος, που τουλάχιστον μουσικά φανέρωνε μια συνέχεια και συνθετική ωριμότητα, που ήταν και ο τελευταίος με τον Speranza στο μικρόφωνο, αλλά το “Restless breed” και το “Born in America” δεν είχαν το ίδιο αντίκτυπο. Το πρόσωπο της μπάντας ήταν πλέον ο Rhett Forester, που τελικά δεν άντεξε παραπάνω από αυτά τα δυο άλμπουμ. Ο Mark Reale, αφού απογοητεύθηκε με την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά κυρίως την σκληρή πραγματικότητα της μουσικής βιομηχανίας, παράτησε την μπάντα και μετακόμισε στο Τέξας. (Η έντονη προσωπικότητα του Forrester λένε πως δυσκόλεψε την μπάντα, ενώ αυτός ο έκρυθμος χαρακτήρας του, τον οδήγησε στο να χάσει την ζωή του το 1994, όταν αντέδρασε σε κάποιους που πήγαν να κλέψουν το αυτοκίνητό του).
Ο Donnie Van Stavern (DVS), πριν συνταχθεί με τον Reale, όσο αυτός ζούσε στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, ενώ είχε διαλύσει την πρώτη μορφή των RIOT, είχε καταξιωθεί, τουλάχιστον τοπικά, με τους S.A. SLAYER (San Antonio SLAYER), παίζοντας πιο επιθετικά και μαζί με άλλους μουσικούς που τελικά έκαναν και κάνουν καριέρα αλλού. Ο Steve Cooper εκτός από τους NARITA, όπου έπαιζε με τον Reale, κυκλοφόρησε δίσκο με τους JUGGERNAUT κι αργότερα με τους EXXPLORER. Από τους πιο αναγνωρίσιμους σήμερα, είναι ο ΜcClain με πέρασμα από τους SACRED REICH και αναντικατάστατο μέλος των MACHINE HEAD, ενώ ο κιθαρίστας Ron Jarzombek αργότερα έκανε τους WATCHTOWER, που ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους, αλλά και τους ακραία τεχνικούς SPASTIC INK. Παρότι όλοι σχεδόν παραμένουν ενεργοί, μια πιθανή επανασύνδεση, αν και έχει συζητηθεί, φαίνεται αδύνατη.
“Μας έχουν προσεγγίσει κάποια από τα Ευρωπαϊκά φεστιβάλ για κάποιες εμφανίσεις, αλλά είναι δύσκολο να το προγραμματίσουμε κιόλας. Ο Dave McClain είναι πολύ απασχολημένος με τους MACHINE HEAD. Ο Ron έχει παίξει και με τον Marty Friedman πιο πρόσφατα, ενώ ο άλλος μας κιθαρίστας ο Bob Catlin, έκανε καριέρα με μια από τις πρώτες industrial μπάντες τους PIGFACE”. Η θέση όμως του τραγουδιστή είναι πιο δύσκολη στο να καλυφθεί, όπως λέει ο DVS που σπάνια πλέον αναφέρεται σε αυτό το συγκρότημα “Δυστυχώς ο Steve πέθανε πριν αρκετό καιρό, οπότε σκεφτόμασταν αν το κάναμε, να παίζαμε με τον Jason McMaster των WATCHTOWER, αλλά θα δούμε. Δεν το έχουμε αποφασίσει. Μιλάμε μεταξύ μας και με τον Dave τα είπαμε μόλις χθες αφού κι αυτοί έπαιζαν πρόσφατα στην Ιαπωνία.” Δεν συμβαίνει συχνά από ένα σχήμα να ξεπετάγονται τόσοι μουσικοί που κάνουν καριέρα “Ναι, είναι ιδιαίτερο και πραγματικά ενδιαφέρον”. Μιλάμε για συγκρότημα που έπαιζε πιο επιθετικά και μάλιστα η εμφάνισή τους μαζί με τους πιο γνωστούς SLAYER εκείνη την εποχή, έχει μείνει στην ιστορία ως SLAYER vs SLAYER.
Ενώ ο Reale είχε φύγει από την Νέα Υόρκη, αφού οι RIOT είχαν πολλές αναποδιές μετά το “Restless breed” και το “Born in America”, με δισκογραφικές αλλά και το management, είχε εγκατασταθεί στο Τέξας κι έτσι άρχισε να παίζει με τον DVS και τον Cooper από τους S.A. SLAYER, αλλά κουβαλώντας μια κάποια συνέχει και ονομάζοντας την μπάντα NARITA. Τελικά θα πάρει απόφαση να δώσει άλλη μια ευκαιρία στην μεγάλη του αγάπη και να γυρίσει στην ανατολική ακτή και να γευτεί την καταξίωση. “O Mark ήξερε πώς συνέθετα και μπορεί να μην του άρεσε το επιθετικό ύφος των SLAYER, αλλά με εμπιστεύτηκε και με άφησε να γράψω” λέει σήμερα ο μπασίστας. Αν διαβάσετε στους δίσκους που ακολούθησαν, μεγάλο μέρος των συνθέσεων ανήκουν σε αυτόν. Κλασικά τραγούδια όπως το “Thundersteel”, το “Johnny’s back” και το “Flight of the warrior” είναι αποκλειστικά δικά του. Μιλάμε για τρεις θεμέλιους λίθους της επιτυχίας και της ιστορίας της μπάντας.
Μιλώντας για την ιστορία των RIOT, o πιο σταθερός drummer, τουλάχιστον στουντιακά, ήταν ο ξανθός δυναμίτης Bobby Jarzombek, αδερφός του Ron που έπαιζε με τον Donnie στους S.A SLAYER, έτσι υπέθεσα, πως μέσω αυτής της σχέσης ο τελευταίος πρέπει να σύστησε τον πρώτο στον Mark Reale για να αρχίσει η συνεργασία τους. “Ναι, έτσι είναι. Με τους SLAYER, κάναμε πρόβες στο σπίτι του Ron και ο αδερφός του θα έπαιζε τύμπανα μερικές φορές, οπότε ξέραμε πόσο καλός ήταν. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ετοιμάζαμε το “Thundersteel” και θέλαμε drummer, εγώ το είχα προτείνει αρχικά στον Dave McClain, τον αδερφικό μου φίλο, αλλά είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με κάτι εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε, οπότε αφού δεν είχαμε χρόνο, μίλησα στον Ron, για να το πει στον Bobby και αυτός γρήγορα δέθηκε με το συγκρότημα”. Τελικά αυτός όμως, εκτός από τα δυο άλμπουμ (“Thundersteel”, “The privilege of power”) που έπαιξε μαζί με τον Donnie Van Stavern, συνέχισε με τους RIOT για άλλα 10 χρόνια περίπου, ενώ ο μπασίστας αποχώρησε μετά το “TPOP”. “‘Όπως γνωρίζεις, για μένα η απόφαση να αφήσω το συγκρότημα ήταν καθαρά λόγω της κατάστασης που επικρατούσε με το management”. Εκείνη η περίοδος, έμελλε να είναι και η πιο πετυχημένη για τους RIOT, με δημιουργικότητα, εμπορική επιτυχία και τεράστια αποδοχή από τους παλιούς φίλους της μπάντας αλλά και τους νέους που έκαναν. Ο Tony Moore, ήταν ο τραγουδιστής τους και ο ήχος της μπάντας ήταν πιο power metal από ποτέ. Ο υψίφωνος frontman παρά το ταλέντο του ήταν κι αυτός δύσκολος χαρακτήρας, κάτι που συχνά-πυκνά συνέβαινε με τους μουσικούς που κατέληγαν στην μπάντα.
Ακολούθησε τo “The privilege of power”, που ήταν εντυπωσιακό συνθετικά, αλλά είχε αρκετές καινοτομίες. Δεν έχει εξυμνηθεί αρκετά στην ιστορία τους, οπότε χρειαζόμαστε να μας σχολιάσει ο βασικός του συνθέτης, περισσότερο γι’ αυτό. “Τώρα που ερχόμασταν με το αυτοκίνητο, συζητούσαμε ακριβώς αυτό” γελάει ο DVS, και ακούγεται στους διαδρόμους του Club Citta’, “όλοι οι πειραματισμοί, ήταν λόγω πιέσεων από το management” και συνεχίζει “μαζί με τους φίλους τους, είχαν πολλές ιδέες που δεν μας ταίριαζαν. Θέλανε τα χάλκινα πνευστά, με τις εισαγωγές σε όλα τα κομμάτια, που δεν μας κολλούσαν εμάς, αλλά τι να σου πώ; Αυτοί είχαν τον έλεγχο της μπάντας, ακόμη και το εξώφυλλο”. Άσε που είχε και πολλούς καλεσμένους “παρότι ήταν εξαιρετικοί μουσικοί, το αποτέλεσμα, μάλλον κακό μας έκανε, αφού ο κόσμος το συνέκρινε βεβαίως με το “Thundersteel” και δεν μπορούσε να το ανταγωνιστεί”. Στην πορεία, οι RIOT έχουν ηχογραφήσει αρκετές διασκευές, αλλά στο “The privilege of power” διάλεξαν Al Di Meola “επειδή ήταν από τις επιρροές του Mark, ενώ ο Bobby που είχε αρκετή Jazz παιδεία, έκανε φοβερή δουλειά. Αυτή η διασκευή ήταν δική μας ιδέα, αλλά οι συμμετοχές των άλλων γνωστών μουσικών, ήταν πιο πολύ για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην προώθηση του δίσκου”.
(η συνέχεια και το τέλος του οδοιπορικού/αφιερώματος τους RIOT, σε λίγες μέρες, στο ROCK HARD).
Γιώργος “Kay” Κουκουλάκης