«Πόσα αντίτυπα έχει πουλήσει το συγκρότημα; Από ποια εταιρεία κυκλοφορεί το album; Παίζει μέσα κανένας γνωστός;». Ερωτήματα που τουλάχιστον εδώ, δεν υφίστανται. Και δεν υφίστανται, διότι πολύ απλά, δεν μας ενδιαφέρουν οι απαντήσεις τους. Η ποιότητα στην μουσική είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Το να ανακαλύπτει κανείς νέες αγαπημένες μπάντες εκεί που δεν το περιμένει, θα αποτελεί πάντα, εκτός από μεγάλη ικανοποίηση, την πλέον ευχάριστη πρόκληση, καθώς κι εμείς είμαστε πρωτίστως οπαδοί. Σε μια στήλη λοιπόν όπου τα «αδηφάγα» αυτιά των ολοένα και αυξανόμενων φίλων της δεν έχουν σύνορα, έτσι κι εμείς θα προσπαθούμε κάθε φορά να παρουσιάζουμε τη μεγαλύτερη δυνατή γκάμα ήχων και συγκροτημάτων. Άλλωστε, κανένα best seller δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε η σκηνή του UNDERGROUND.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: ACID MAGUS
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Wyrd Syster”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Mongrel Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Keenan Kinnear: κιθάρες
Christian Van Renen: φωνητικά
Jarryd Wood: μπάσο
Roelof Van Tonder: τύμπανα
Νότια Αφρική: Νέλσον Μαντέλα, τρεις πρωτεύουσες, Απαρτχάιντ, Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδα, Μουντιάλ 2010, μερικά από τα πράγματα που μας έρχονται στο μυαλό όταν αναφέρεται η νοτιότερη χώρα της Αφρικανικής ηπείρου. Οι ACID MAGUS από την Πραιτόρια – κι επίσημα πρωτευουσιάνοι, όχι γιαλατζί – είναι ένας ακόμα νέος και άκρως σοβαρός λόγος να συνδέσετε τη χώρα μαζί τους, καθώς και μόνο από την καταγωγή τους αποτελούσαν πρόκληση για να συμπεριληφθούν στη στήλη. Μου άρεσε πολύ το όνομα τους και το καταπληκτικό εξώφυλλο του ντεμπούτου τους, “Wyrd syster”, και για κάποιο λόγο ήμουν πολύ θετικά προδιατεθειμένος πριν τους ακούσω. Και ξάφνου, με το που βάζω να ακούσω το άλμπουμ, το παρελθόν συναντάει άμεσα το μέλλον και βρέθηκα να τριπάρω άνευ ουσιών –στις οποίες αντιτίθεμαι γενικότερα και το δηλώνω περήφανα- και να βυθίζομαι στην υπέροχη ατμόσφαιρα του ψυχεδελικού εν γένει ροκ τους. Με προφανή αφετηρία την κληρονομιά των BLACK SABBATH και των LED ZEPPELIN και κύριες επιρροές τους KYUSS και SLEEP, οι νότιοι φίλοι μας καταφέρνουν να γεμίσουν το μόλις 6 κομματιών (και του ιντερλούδιου “Virgo”) άλμπουμ τους με αναφορές σε μεγαθήρια (μέχρι και HAWKWIND και Jimi Hendrix αναφορές θα βρείτε μέσα), με το αποτέλεσμα στο τέλος να παραμένει –προς τιμήν τους- κάτι ολόδικό τους.
Θα παρακαλέσω να μην τους βάλετε στο τσουβάλι με την μέση χιλιοπαιγμένη stoner μπάντα (δεν έχω κάτι με το είδος, το αντίθετο, με τις μπάντες που το χαλάνε έχω όμως, καθώς και πολύ πιο ανοιχτοί σε ερμηνείες είναι μουσικά, και παίζουν και κάτι που προδίδει τεχνογνωσία αλλά και αγάπη για έναν ήχο που ξεκινάει από τα ‘60s και φτάνει στο σήμερα. Πολύ όμορφη οργανική παραγωγή, με τις κιθάρες του Keenan Kinnear να ξέρουν που χρειάζεται βάρος, βάθος, γλύκα, ανάπτυξη και ουσία και την φωνή του Chriistian Van Renen τρόπον τινά να ηρεμεί το αυτί και να κάνει το κεφάλι να κουνιέται ρυθμικά με το αποτέλεσμα. Ενώ σκόπευαν να κυκλοφορήσουν το δίσκο αποκλειστικά ψηφιακά, ήρθε η Mongrel Records να το κυκλοφορήσει σε βινύλιο μετά τα άμεσα θετικά σχόλια που έλαβαν και όχι απλά είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που άκουσα φέτος, αλλά γενικότερα έχω πολύ καιρό να ακούσω ανάλογης υφής δίσκο. Τα κάνουν όλα σωστά και στα ελάχιστα σημεία που ξεσπάνε, μπαίνει το κερασάκι σε μια νοστιμότατη τούρτα ήχων που έχουν δημιουργήσει. Νομίζω ταιριάζει γάντι στην περίπτωση τους η ατάκα του Leonardo DiCaprio στο “Django Unchained”… «Κύριοι είχατε την περιέργεια μου, τώρα έχετε την προσοχή μου». 44’ από τα καλύτερα λεπτά που θα περάσετε μέσα στο 2021, ασυζητητί.
(8,5 / 10)
Άγγελος Κατσούρας
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: BLAZON STONE
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Damnation”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Stormspell Records
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Cederick Forsberg: κιθάρες, β’ φωνητικά
Marta Gabriel: μπάσο, β’ φωνητικά
Karl Löfgren: τύμπανα
Matias Palm: φωνητικά
Emil Westin Skogh: κιθάρες
Υπάρχει κόσμος που περιμένει το νέο RUNNING WILD album και που έχει μια (μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία) ελπίδα πως αυτό θα είναι καλό. Υπάρχουν αυτοί που ακόμη ζουν στις εποχές όπου το πλήρωμα του Rock ‘n’ Rolf ήταν ακμαίο. Υπάρχουμε και εμείς, που ναι μεν λατρέψαμε το group, πιστεύουμε όμως πως το αξιόλογο “Rapid foray” (2016) ήταν μια αναλαμπή σε μια παρακμιακή κατάσταση που κρατά πάνω από 20 χρόνια, με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις μεμονωμένων τραγουδιών. O Cederick Forsberg πάλι, δεν ξέρω σε ποια κατηγορία υπάγεται. Πιθανότατα να αποτελεί και μια ξεχωριστή, μόνος του. Το πάθος, η τρέλα αυτού του ανθρώπου για τη θρυλική μπάντα από το Αμβούργο, είναι παροιμιώδης. Έξι δίσκοι, ένα EP και ένας έβδομος, «ζωντανά» ηχογραφημένος. Με έναν-δύο συνεργάτες κάθε φορά στο πλευρό του, ο Ced αναλάμβανε τα πάντα και έφερνε κάθε αποστολή εις πέρας. Αυτό όμως μοιραία του δημιουργούσε προβλήματα όσον αφορά την προώθηση της δουλειάς του σε επίπεδο συναυλιών. Θα θυμάσαι θαρρώ το δικό μας, πρόσφατο σχετικά παράδειγμα και την ακυρωθείσα συναυλία του με τους HAMMERFALL και REFUGEE. Αυτό για μένα ήταν και το μοναδικό πρόβλημα που έπρεπε να επιλύσει ο συμπαθής Σουηδός και όπως όλα δείχνουν, το έλυσε. Με νέα, σταθερή από δω και στο εξής, θέλω να πιστεύω, σύνθεση (όπου η μεγάλη για μένα έκπληξη είναι αναμφίβολα η παρουσία της Marta Gabriel στο μπάσο), οι BLAZON STONE επιτέλους μπορούν να λέγονται όχι studio project αλλά συγκρότημα, και να ατενίζουν το μέλλον από πολύ πιο στέρεα βάση.
“Damnation” λοιπόν. Μια και μόνο ακρόαση, θα πείσει και τον πιο δύσπιστο για το πόσο RUNNING WILD είναι αυτός ο δίσκος. Πριν τη δισκογραφική επάνοδο των Γερμανών ιδρυτών και ηγετών του «πειρατικού» heavy metal, κάποιοι ήδη μιλούσαν για τους BLAZON STONE ως «συνεχιστές» αυτών. Για μένα, το status τους (αυτό το ουσιαστικά one man’s project) δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Τώρα όμως, που έγιναν συγκρότημα κανονικό, ναι, το λέω κι εγώ. Σαν άλλοτε φανατικός και νυν απίστευτα απογοητευμένος οπαδός της αρμάδας του Rolf, δεν με νοιάζει αν ακούγονται ως ξεδιάντροποι αντιγραφείς, όπως κάποιοι τους κατηγορούν. Μου είχε λείψει αυτός ο ήχος… Ενεργοποιείται με αυτόν τον τρόπο το «θυμικό»; Σίγουρα. Στερείται όμως κάτι από την αντικειμενικότητα που πρέπει να δείξω, ακούγοντάς το και καλούμενος να γράψω για αυτό; Όχι. Η ποιότητά του είναι τέτοια, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Το “Damnation” είναι μια εξαίσια συρραφή ιδεών που έμειναν εκτός του “Blazon Stone” και του “Pile of skulls”. Leftovers μεν, αλλά ακριβώς επειδή η ποιότητα τους είναι τέτοια που και τα fillers τους θα θεωρούνταν εξαιρετικά κομμάτια, δημιουργούν ένα αξιολογότατο σύνολο. Τίτλοι τραγουδιών, στίχοι, μελωδίες, κάποια folk ψήγματα, το απαραίτητο μεγάλο σε διάρκεια κομμάτι (“Highland outlaw”) στο τέλος με ιστορική αναφορά (για τον εθνικό Σκώτο ήρωα Rob Roy – δες και τη ταινία με τον Liam Neeson) όλα θυμίζουν τον Rock ‘n’ Rolf. Και πάνω απ’ όλους, ο Matias Palm στα φωνητικά, που σε κάποιες στιγμές η ερμηνεία του «πιάνει κόκκινο» με αυτές του Καπετάνιου. Η βαθμολογία δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Μπορεί οι εποχές της πειρατείας να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και τελικά o Νόμος και η Τάξη να θριάμβευσαν έναντι των πειρατών της Tortuga και των κουρσάρων του Port Royal, υπάρχει ακόμη όμως ένας άνθρωπος στις ανοικτές θάλασσες που ζει και αναπνέει υπό το λάβαρο του Jolly Roger. Ο στόλος του μεγάλωσε, το νέο του σκαρί είναι μάλλον το καλύτερο απ’ όλα και κάθε οπαδός των RUNNING WILD οφείλει να υπηρετήσει σε αυτό, εφόσον θέλει να συνεχίσει να υπάρχει κάτι που να του θυμίζει τις ένδοξες μέρες της αγαπημένης του μπάντας. Will ye serve before the mast?
Bandcamp
Facebook
Spotify
YouTube
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: DROTT
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “Orcus”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: By Norse Music
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Arve Isdal: κιθάρα
Ivar Thormodsæter: τύμπανα
Matias Monsen: μπάσο/cello
Ξαναδιάβασε λίγο πιο προσεκτικά τα ονόματα των τριών μουσικών που απαρτίζουν τους DROTT. Είμαι σίγουρος πως ενώ αρχικά σου φάνηκαν άγνωστα, στην πραγματικότητα δεν σου είναι και τόσο. Τον Arve Isdal ή αλλιώς Ice Dale, τον έχεις σίγουρα συναντήσει στους ENSLAVED, AUDREY HORNE και στα προσωπικά albums των Abbath και Demonaz. Τον Ivar Thormodsæter πιθανότατα τον ξέρεις από τους ULVER και GORGOROTH και μένει μόνον ο Matias Monsen να σου συστηθεί, ως ένας από τους καλύτερους μουσικούς της σύγχρονης σκηνής της Νορβηγίας. Αυτοί είναι οι DROTT, που δημιούργησαν τέτοιες εντυπώσεις με το πρώτο τους, ομώνυμο EP (κυκλοφόρησε τον Μάρτιο), σε σημείο που με έκαναν να περιμένω το “Orcus“ με ανυπομονησία και μεγάλο ενδιαφέρον. Είχα εξάλλου πλήρη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους, οπότε η πεποίθησή μου πως θα ακούσω κάτι το εξαιρετικό, ήταν ισχυρή. Πριν γραφτεί το οτιδήποτε όμως, να σε πληροφορήσω πως αν περιμένεις να διαβάσεις για ακραίο metal, θα περιμένεις αδίκως. Είναι γνωστό τοις πάσι πως ειδικά οι βορειοευρωπαίοι, δεν έχουν και ιδιαίτερα «κολλήματα» στο να πειραματιστούν και να αποχωριστούν για όσο θέλουν, το ένδυμα του metal μουσικού. Ταυτόχρονα, πάντα θα είναι ιντριγκαδόρικο το να ακούς μουσικούς που προέρχονται από τον metal χώρο να συμπράττουν με άλλους, εκτός αυτού, δημιουργώντας κάτι εντελώς έξω από τα «χωράφια» τους.
Αυτό γίνεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση, με τούτους εδώ τους καλλιτέχνες από το Bergen. Το “Orcus” δεν έχει σχέση με το metal, αλλά και τι με αυτό; Η ποιότητα υπάρχει παντού και εν προκειμένω, σε αυτό το avant garde concept δημιούργημα, σε πληθώρα. “In the realms of the dead dwells Orcus, the punisher of broken oaths in the afterlife. He is Lord in this abode for purification of the souls, the Underworld. This is the katabasis of DROTT”, γράφει το promo. Οι DROTT λοιπόν περιγράφουν την κατάβαση της ψυχής στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Orcus, τιμωρού τον όρκων που δεν τηρήθηκαν στην επίγεια ζωή, συνθέτοντας ένα τραγούδι για κάθε στάδιό της. Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τη μουσική τους ως “progressive rock”, αλλά πίστεψέ με, είναι πολλά παραπάνω. Θα μπορούσα να την αποκαλέσω «κινηματογραφική» και δε νομίζω πως θα είχα και πολύ άδικο. Το καλλιτεχνικό υπόβαθρο των τριών μουσικών, που ξεκινά από το rock, περνά στο metal και καταλήγει στην jazz και στην κλασσική μουσική, παρέχει όλα τα εχέγγυα ώστε η διύλιση πολλών και διαφορετικών ήχων να γίνει σωστά και να επιφέρει ένα «ευάκουστο» αποτέλεσμα. Αντλώντας έμπνευση από την Φύση την ίδια, την πνευματικότητα και τις διάφορες προκαταλήψεις που διακατέχουν και πολλές φορές εξουσιάζουν τον Άνθρωπο, πειραματίζονται χωρίς φειδώ και αφήνουν άναυδο τον ακροατή. Έγχορδα και ηλεκτρονικοί/ambient ήχοι εν πλήρη αρμονία, χωρίς λόγια (μόνο σε ορισμένα σημεία ακούγονται κάποιες απόκοσμες φωνές), δημιουργούν ένα σκοτεινό, πειραματικό μουσικό ψηφιδωτό, από αυτά που μοιραία, θα θελήσεις να μετρήσεις κάθε τους ψηφίδα, για να νιώσεις πως όντως το άκουσες και το εμπέδωσες. Το “Orcus” δεν ακούγεται κάθε στιγμή της ημέρας. Προτιμά τις «μεγάλες ώρες», την καταχνιά, τη βροχή, τα ακουστικά σου και όχι τα ηχεία σου και ένα ποτήρι κρασί. Αν το εμπιστευτείς, θα σε αποζημιώσει. (8 / 10)
Photo credit: Jens Kristian
Δημήτρης Τσέλλος
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ: GRAND DELUSION
ΤΙΤΛΟΣ ΔΙΣΚΟΥ: “After the flood”
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: D-Drop Recordings
ΣΥΝΘΕΣΗ:
Per Clefvors: κιθάρες
Mikael Olsson: μπάσο, πλήκτρα, δεύτερα φωνητικά
Magnus Rehnman: τύμπανα
Anders Holm: φωνητικά
Johannes Forsberg: κιθάρες
Ελάτε, πείτε την αλήθεια, βλέπετε ένα συγκρότημα να προέρχεται από τη Σουηδία, πόση πιθανότητα δίνετε να μην είναι καλοί το λιγότερο; Το ότι η Αγία Τριάδα των υπερεκτιμημένων (GHOST, SABATON, ENFORCER) προέρχεται από εκεί μη σας ρίχνει στάχτη στα μάτια, εξάλλου δε φταίνε πάντα οι μπάντες αν ο κόσμος ακολουθεί. Οι GRAND DELUSION από την Umea (πιο κοντά στον Αρκτικό Κύκλο παρά την Στοκχόλμη, 400 και 600 χλμ. αντίστοιχα, μπρρρρ..), φαντάζομαι ότι δεν έχουν παραισθήσεις μεγαλείου ότι θα βρουν δεκάδες χιλιάδες αυτιά να τους ακούσουν, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι το τρίτο τους άλμπουμ, “After the flood”, είναι ένα εξαίρετο δείγμα όπου παντρεύουν τον ήχο των GRAND MAGUS (έχουν και το πρώτο συνθετικό του ονόματος κοινό, και όχι μόνο) με την πιο hard rock καταβολή τους (και ουχί stoner όπως διάβασα σε κάτι περιγραφές ψάχνοντάς τους, δε θα το παίξω ιστορία ότι τους γνώριζα, αλλά όχι και stoner, κάπου ώπα δηλαδή) και δημιουργείται ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα με 8 πραγματικά αξιολογότατα κομμάτια. Μάλιστα αν δεν σας άρεσε και τόσο πολύ το τελευταίο άλμπουμ των GRAND MAGUS (“Wolf God”) σε σχέση με τα προηγούμενα (ουδεμία σχέση και κρίμα γιατί χάλασε μεγάλο σερί από δισκάρες), το “After the flood” ήρθε να γεμίσει το κενό.
Αν βάλετε και το γεγονός ότι ο τραγουδιστής Anders Holm θυμίζει αρκετά –ως υπερβολικά σε σημεία- τον JB (την έχουν την βραχνάδα οι άτιμοι οι Σουηδοί γενικά), ε τότε το σύνολο γίνεται σίγουρα αναγνωρίσιμο με τη μία και το ακόμα καλύτερο είναι ότι κάποια τραγούδια –αν όχι όλα- καταλήγουν στο να γίνουν κολλητικά. Το “Obsidian sun” ας πούμε το σιγοτραγουδάω ρυθμικά εδώ και πάρα πολλές μέρες, ενώ είμαι βέβαιος ότι άμεσα θα εστιάσετε στο μόλις 164 δευτερολέπτων “Slipstream” με τον παιχνιδιάρικο ρυθμό του. Οι GRAND DELUSION δεν φορτώνουν τον δίσκο (8 κομμάτια, 44’ διάρκεια) και ευτυχώς ξέρουν ότι δεν χρειάζεται υπερβολή. Αντίθετα προστατεύουν το σύνολο τους όσο μπορούν, κάποιος μπορεί να πει ότι παίζουν εκ του ασφαλούς κι ότι το προσωπικό στοιχείο είναι όχι μηδέν αλλά… μείον, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ κατεργαρέων. Όταν μια μπάντα παίζει τα ίδια ή αντιγράφει άλλη, γκρινιάζετε. Όταν μια μπάντα αλλάζει γκρινιάζετε. Όταν μια μπάντα πειραματίζετε, γκρινιάζετε. Τουλάχιστον ακούστε το “After the flood” και καταλήξτε όλοι να γκρινιάζετε για το γεγονός ότι δεν έχει 1-2 κομμάτια ακόμα που θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα καλύτερο το όλο αποτέλεσμα, κι ας είναι ιδανική διάρκεια τα 44’. Από μένα είναι ναι και πιστεύω το ίδιο θα πείτε και όσοι το ακούσετε.
(7,5 / 10 και αν δεν σας ενοχλούν προφανείς ομοιότητες, ίσως βάλετε παραπάνω)
Άγγελος Κατσούρας