ΣΑΒΒΑΤΟ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012
Έχοντας χάσει τους SUICIDAL ANGELS και CRASHDIET και σιχτιρίζοντας που δεν προλάβαμε τους ASG και ORANSSI PAZUZU, οι Βέλγοι CHANNEL ZERO ανεβαίνουν στην Main Stage 02. Πρόσφατα επαναδραστηριοποιημένοι κι αυτοί και με νέο δίσκο, το mid 90’s groovy thrash metal τους ακούγεται ευχάριστο και σε συναυλιακό περιβάλλον και περισσότερο της ώρας συγκριτικά με το post-metal/sludge των συμπατριωτών τους AMENRA, οι οποίοι ήταν καθηλωτικοί. Contrast συναισθημάτων και από τους AMENRA περνάμε στο ηλιοκαμένο poser/glam hard rock των STEEL PANTHER από το Los Angeles. Χωρίς η μουσική τους να είναι κάτι ιδιαίτερο, το μεγάλο ατού τους είναι το γέλιο που πέφτει όταν τους παρακολουθείς. Οι ατάκες μεταξύ των μελών, οι υπερβολικές πόζες και η αναβίωση όλων των στερεότυπων που έχουν συνδεθεί με το hair metal είναι αυτά που κλέβουν την παράσταση αλλά από τη στιγμή που παίζουν τραγούδια με τίτλους όπως “Asian hooker” και “17 girls in a row” και φυσικά τα hits “Community property” και “Death to all but metal”, οι STEEL PANTHER είχαν κερδίσει τον κόσμο με το μέρος τους και μόνο που αντίκριζες το ultra-kitsch merchandise τους.
Οι DEATH ANGEL είχαν ανακοινώσει ότι το set-list της καλοκαιρινής περιοδεία τους θα περιελάμβανε ολόκληρο το ντεμπούτο τους “The ultra-violence” και όντως έπρεπε να ακούσω σερί τα “Thrashers”, “Evil priest”, “Voracious souls” και “Kill as one” για να συνειδητοποιήσω ότι όντως θα το ακούγαμε. Όντας εκπληκτική live μπάντα, η ωμή τους ενέργεια μπορεί να έχανε λιγάκι στη τεράστια Main Stage 02 αλλά η μπάντα δεν έδειχνε να μασάει. Η 70’s hard rock μπάντα της ημέρας ήταν οι URIAH HEEP. Δίνοντας έμφαση στη κιθάρα του Mick Box και παίζοντας κλασικά τραγούδια όπως τα “Traveler in time”, “Sunrise”, “Gypsy”, “Stealin’”, “July morning” και “Easy livin’” αλλά και μερικά από το πιο πρόσφατο παρελθόν τους, οι γερόλυκοι βγήκαν ασπροπρόσωποι σε ένα extreme festival όπως το Hellfest.
O SEBASTIAN BACH με τη σειρά του παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κάνει με τις τελευταίες προσωπικές του δουλειές, το set του με εξαίρεση το “Kicking & Screaming” και “American metalhead”, βασίστηκε σε υλικό των ημερών τους με τους SKID ROW. Ξεκίνησε με το “Slave to the grind” και μετά δώστου “Big guns”, “Piece of me”, “18 and life”, “Monkey business”, “Here I am”, “I remember you” και φυσικά κλείσιμο με το “Youth gone wild”. Παρά το γεγονός ότι ο Sebastian Bach δεν είναι κανα παιδαρέλι πια, ήταν αρκετά ενεργητικός στη σκηνή αν και η φωνή του ήταν αισθητά πιο πεσμένη από αυτή που έχουμε λατρέψει. Ακριβώς δίπλα στην The Warzone stage έπαιζαν οι ξεχασμένοι από το θεό DOG EAT DOG και όταν πέρασα για να τους τσεκάρω έπαιζαν το “Who’s the king” από το ντεμπούτο τους “All boro kings”. Αρκετά ευδιάθετοι και με τη χρήση σαξοφώνου να σιγοντάρει το χαρούμενο hardcore τους, δεν έλειψαν να αφιερώσουν το “Games” στη μνήμη του Ronnie James Dio, στο οποίο μάλιστα συμμετείχε στην studio εκτέλεσή του και πρόλαβα να ακούσω το “Rocky” όπου και θα απένειμαν τη χρυσή ζώνη σε όποιον επιβίωνε στο mosh-pit.
Μετακινούμαστε γρήγορα στη The Valley stage, όπου θα εμφανιστούν οι doomsters από το Oregon, ΥΟΒ. Οι πρώτες νότες του “Prepare the ground” μπουκώνουν την τέντα με αρκετά δυνατό ήχο και παραισθησιογόνα riff που άμα συντονιστείς μαζί τους έχεις μπει στο trip τους. Παίζοντας επίσης τα “Adrift in the ocean” και “Upon the sight of the other shore” από την τελευταία τους δουλειά, “Alma”, αυτή η συναυλακή εμπειρία ολοκληρώθηκε μες τα ουρλιαχτά του Mike Scheidt στο “Burning the altar” και το φοβερό “Gasping air” από τα “The great cessation” και “The unreal never lived” αντίστοιχα. Άλλη μία μπάντα που πρέπει να δούμε από τα μέρη μας. Δεν το κουνάμε από κει και περιμένουμε υπομονετικά τους πατέρες του doom metal SAINT VITUS, έχοντας τους δει και πριν τρία χρόνια στη Main Stage. Έχοντας μόλις κυκλοφορήσει το “Lillie: F-65”, από το οποίο έπαιξαν πέντε τραγούδια, με το “Vertigo να ανοίγει το set, ο Dave Chandler δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να κακοποιεί το wah-wah ενώ η μυθική μορφή του Wino ενσαρκώνει όλη τη μιζέρια που ξεχύνεται από τα ηχεία. Πάρα πολύ καλός ήχος και με το υπόλοιπο setlist να δίνεται έμφαση στο “Born too late”με τα “Clear windowpane”, “Look behind you”, “Dying inside” και φυσικά το ομότιτλο τραγούδι που έκλεισε και την εμφάνισή τους, από το “V” ακούσαμε το “I bleed black” και το “Mystic lady” από το “Hallow’s victim” το μοναδικό τραγούδι από τη περίοδο της μπάντας με τον Scott Reagers στο μικρόφωνο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να έχανα την ευκαιρία να ξαναδώ τους THE DEVIL’S BLOOD μετά την εκπληκτική τους εμφάνιση στη χώρα μας και στη μία ώρα που είχαν στη διάθεσή τους δεν κατάφεραν να ξετυλίξουν το μαγευτικό occult heavy metal τους. Δυστυχώς δεν έπαιξαν κάποιο τραγούδι από το “Come reap” αλλά τουλάχιστον κινήθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα με σύμμαχο τον καλό ήχο. Μια από τις μπάντες που είχα ήθελα αρκετά να δω ήταν οι Σουηδοί REFUSED. Έχοντας διαλύσει μετά τη κυκλοφορία του πιο προφητικού δεν γίνεται “The shape of punk to come”, οι REFUSED επανασυνδέθηκαν και η headline εμφάνισή τους στη The Warzone stage δεν απογοήτευσε. Με το
“Worms of the senses / Faculties of the skull” να αποτελεί το εναρκτήριο άσμα κι έναν Dennis Lyxzén (The (International) Noise Conspiracy) να κοπανιέται και για τους υπόλοιπους , δεν κρύβω ότι σε στιγμές αυτό που βλέπαμε και ακούγαμε σου προκαλούσε ρίγος και θυμό ταυτόχρονα για το πόσο άδικη είναι η μουσική βιομηχανία με κάποιες μπάντες. Δηλώνοντας την αγάπη τους για τις μπάντες με τις οποίες μεγάλωσαν και έπαιζαν στο ίδιο festival όπως οι DEATH ANGEL και οι EXODUS, o Lyxzén ευχαρίστησε τους παρευρισκόμενους που προτίμησαν να δουν τη μπάντα του και όχι τον Axl με κάποιους τύπους που έπαιζαν ταυτόχρονα στη Main Stage και αφού αναφέρθηκε στην Ελλάδα και στην γενικότερη οικονομική κρίση, απολαύσαμε τα “Liberation frequency”, “Refused are fucking dead” και σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του “The shape of punk to come” όπως επίσης τα “Rather be dead”, “Coup D’Etat”, “Hook, line and sinker” και “Life support addiction” από το “Songs to fan the flames of discontent”. O αναμενόμενος χαμός έγινε φυσικά στο “New noise” και το κλείσιμο ήρθε με το “Tannhäuser / Derivè”. Refused are not fucking dead!
Κώστας Αλατάς
Τη μέρα ξεκινούν οι SUICIDAL ANGELS, δυστυχώς υπερβολικά νωρίς για να τους προλάβουμε, ωστόσο παίρνουμε ένα δυνατό στίγμα από τις μπλούζες με το λογότυπό τους που σκάνε μύτη. Ευτυχώς η μέρα ξεκινάει ηλιόλουστα κι ελπιδοφόρα. Με εξαίρεση την Warzone, η οποία είναι βυθισμένη σε ένα μαλακό στρωματάκι λάσπης κι εξακολουθεί να είναι δύσκολα προσπελάσιμη, ο υπόλοιπος συναυλιακός χώρος έχει στεγνώσει. Με ένα μικρό τσίμπημα τύψεων και αδικίας (έχουν ήδη παίξει από τις πρώτες πρωινές ώρες οι GLORIOR BELLI, ORANSSI PAZUZU, προλαβαίνουμε μία ιδέα τέλους ΑΜΕΝRA οι οποίοι εκ των υστέρων μαθαίνω ήταν ανατριχιαστικά, υπνωτιστικά καλοί με έναν τρόπο πιο βαθύ από τις στουντιακές δουλειές τους, οι HAEMORRAGE που θα έπαιζαν την ίδια ώρα έχουν ακυρώσει), παίρνουμε θέση μπροστά στην Temple περιμένοντας τους NECROS CHRISTOS. Παρά την βάρβαρη μεσημεριανή ώρα, κατάφεραν να μεταδώσουν όλο το occult επιθετικό μυστικιστικό τους κάτι παραπάνω από καλά. Στατικοί, λουσμένοι σε κόκκινο φως, με έναν Mors Dalos Ra να δεσπόζει επιβλητικά ντυμένος με το χαρακτηριστικό μανδύα, επιδόθηκαν σε ένα φρενιασμένα δεμένο, επιθετικό και συμπαγές black/ death με κάθε riff να σκάει από τα ηχεία σαν κύμα. Το κοινό έχει δικαίως παθιαστεί, άλλωστε το set list είναι ένα μικρό συμπυκνωμένο best off, καλύπτοντας από τα “Black mass desecration” και “Curse of the necromanthical Sabbath” μέχρι και το τελευταίο άλμπουμ τους “Doom of the occult” το οποίο είχε και τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση.
Δεδομένου του πόσο ψηλά έθεσαν από νωρίς τον πήχυ για τα ακραία συγκροτήματα οι NECROS CHRISTOS, αποφασίσαμε να αλλάξουμε για λίγο ηχητική ρότα καθώς στη Valley έπαιζαν οι BIG BUSINESS. Ακόμη κι αν βάλουμε στην άκρη τη μουσική του θέματος, μιλάμε για τους μισούς MELVINS πάνω στη σκηνή αυτή τη στιγμή. Ξεκινούν δυνατά με “Focus pocus” και στο καπάκι “Day was dawning”, δίνοντας ένα καλό στίγμα του πού θα κινηθεί το set list και πράγματι, με τούτα και με κείνα έπαιξαν το μισό “Here come the waterworks”. Δυναμικοί, βαρείς, δεμένοι, ωστόσο ταυτόχρονα space-y, έδωσαν ένα απίστευτο live με ένα χορταστικό set list το οποίο ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσεις ακίνητος. Με αφήνουν με μία αίσθηση ευφορίας την οποία πρέπει να καταπνίξω γρήγορα, αλλαγή κλίματος, πίσω στην Temple ετοιμάζονται να βγουν οι ASCENSION και είμαι πραγματικά περίεργη για το αν θα καταφέρουν να μεταδώσουν τη μεγαλομανιακή δύναμη του “Consolamentum” ζωντανά. Ίσως περίμενα υπερβολικά πολλά, αλλά μένω με μία γεύση κάπως πικρή. Παρά την όμορφα στημένη σκηνική τους παρουσία, υστερούν κάπως σε όγκο και απόδοση. Δεν αναφέρομαι τόσο στον ήχο, όσο στον τρόπο με τον οποίο μου φάνηκε πως χάθηκε ένα μέρος της συναισθηματικής/μυστικιστικής ατμόσφαιρας με την άνοδό τους σε αυτήν την τεράστια σκηνή.
Η συνέχεια ωστόσο αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα, καθώς τους διαδέχονται στην Altar οι NECROPHAGIA. Το οπαδιλίκι και η προσωπική αδυναμία στον Killjoy βγαίνουν στην επιφάνεια, και αυτό που μας δίνουν οι Αμερικάνοι είναι αυτό ακριβώς που περιμένουμε όλοι: χαβαλετζίδικο, βαβουριάρικο και groov-άτο death, με τον Killjoy να είναι σε διαρκή εγρήγορση και συνεχή επικοινωνία με το κοινό. Με κρατούν περισσότερη ώρα απ’ όση περίμενα, όταν λοιπόν φτάνω στο Main stage 02 για να προλάβω SACRED REICH, πέφτω στις τελευταίες νοσταλγικές νότες του “Crimes against humanity” το οποίο ακολουθεί στο καπάκι το “Who’s to blame”. Πρακτικά τους πετυχαίνω στο κλείσιμο του σετ. Μας αφήνουν με διασκευή “War pigs” και “Surf Nicaragua” ενώ ο ήλιος μαίνεται και το πρόγραμμα της σημερινής μέρας δεν προβλέπει ξεκούραση σύντομα.
Ξανά πίσω στην Temple, καταφύγιο στη σκιά και περιέργεια να δω το αλλόκοτο κράμα heavy/rock/black των Νορβηγών DJERV. Με θητεία μελών σε TRELLDOM και WARDRUNA, το αρκετά χορευτικό, δυναμικό heavy rock τους είναι κάπως παράταιρο μέσα στη μέρα, αλλά το μεταδίδουν όμορφα. Εντυπωσιακή frontwoman η Agnete (ex-ANIMAL ALPHA, guest σε SOLEFALD), επικοινωνιακή, κινητική, δυναμική, πολύ-πολύ όμορφη, ωστόσο τους αφήνω σύντομα και μεταφέρομαι στην Warzone για να δω τι εστί CANCER BATS. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τη μουσική τους, και εντυπωσιάστηκα από τον απίστευτα δυναμικό, δεμένο τρόπο με τον οποίο μετέδωσαν το επιμεταλλωμένο, πάνκικο hardcore τους. Με μία ενεργητικότητα τρομαχτικά μεταδοτική, κατάφεραν να μετατρέψουν την εμφάνισή τους σε πάρτυ με το κοινό να συμμετέχει και να χτυπιέται ανελέητα.
Να όμως που έχει έρθει η ώρα για τους UNSANE. Βρίσκουμε γωνία μπροστά-μπροστά στη Valley, έτσι κι αλλιώς τα πράγματα είναι αρκετά χαλαρά, και περιμένουμε με απίστευτη ανυπομονησία για μία από τις σημαντικότερες εμφανίσεις του τριημέρου, δεδομένου και του καινούριου άλμπουμ που έβγαλαν μετά από απουσία πέντε χρόνων. Βγαίνουν με τον Coady των BIG BUSINESS να αντικαθιστά τον ασθενή Signorelli και επιδίδονται, για κάτι λιγότερο από μία ώρα, στο εντελώς χαρακτηριστικό, εθιστικό crossover κράμα από noise rock/ hardcore punk/ southern sludge που παίζουν. Βαρείς, εθιστικοί και κολλώδεις, με το μπάσο να δονεί το χώρο και με ύμνους όπως το “Out” και το “Alleged” (συλλογική έκσταση όταν ακούστηκε ο ήχος της φυσαρμόνικας) να παρασέρνουν τον κόσμο. Παίρνω μαζί αυτήν την υπνωτιστική αίσθηση πηγαίνοντας να δω SHINING. Με δεδομένα ότι όταν αποδίδουν καλά είναι πέντε φορές καλύτεροι απ’ ότι στις στουντιακές δουλειές τους, ότι ο Kvarforth είναι πρακτικά rock star και εντελώς απρόβλεπτος και ότι στις μεγάλες σκηνές δεν καταφέρνουν τόσο καλά να μεταδώσουν την ενέργεια, τον παλμό και τη θεατρικότητα που βγάζουν συνήθως στα live, έχω μία επιφύλαξη. Να όμως που ο κυκλοθυμικός frontman φαίνεται να έχει καταφέρει επιτέλους να ανακτήσει κάποιου είδους ψυχική ισορροπία. Κατέχει άνετα τη σκηνή χωρίς πολλές ακρότητες. Βαθιά, σπηλαιώδη φωνητικά κάθονται πάνω σε έναν άψογο, ζεστό ήχο με τις κιθάρες να είναι πεντακάθαρα μπροστά τονίζοντας το black n’ blues ατμοσφαιρικό στοιχείο των Σουηδών.
90 μοίρες στροφή αντικρίζουμε την Altar, γιατί ακολουθεί γνήσιο, Βέλγικο παραδοσιακό death. Τα λόγια είναι πραγματικά λίγα για να περιγράψουν τον ηχητικό κατακλυσμό που προκάλεσαν οι ABORTED. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην έντασή τους, στο πόσο δεμένοι ήταν ή στο πόσο ασταμάτητα εναλλάσσονταν κλασικά κομμάτια. Αναφέρομαι στον διαμαντένια τέλειο ήχο που έβγαζαν, ένα σώμα πέντε ανθρώπων πάνω στη σκηνή, να λειτουργεί σαν μία τέλεια μηχανή. Η φωνή του Sven ήταν κάτι που δεν πίστευες ότι μπορεί να παραχθεί από ανθρώπινο λαρύγγι. Εμφάνιση – οδοστρωτήρας, άνετα από τις καλύτερες παρουσίες όλου του τριημέρου. Και τι άλλο να ζητήσει κανείς, αφού ακολουθούν αμέσως μετά οι NAPALM DEATH. Από την αρχή υπάρχει πρόβλημα: υστερούν οι κιθάρες, ενώ περιρρέοντα προβλήματα στον ήχο κι ένας καμένος ενισχυτής τους αναγκάζουν να κάνουν αισθητά μεγάλα διαλείμματα ανάμεσα στα κομμάτια. Ο υπό κανονικές συνθήκες υπερκινητικός Barney φαίνεται μάλλον σπασμένος και παρότι εντέλει η κατάσταση βελτιώνεται, έχει ήδη χαθεί η ροή και άρα η μαγεία που έχουν συνήθως. Ξεκίνησαν εστιάζοντας στις τελευταίες δουλειές τους και έκλεισαν ένα γεμάτο σετ με κλασικά αγαπημένα όπως “Scum”, “You Suffer”, “Suffer the children”, “Nazi punks fuck off”, “Instinct of survival” δημιουργώντας αναμενόμενο πανικό.
Υπάρχει ένα μικρό κενό και κατηφορίζουμε προς τη Main Stage 02 όπου εδώ και αρκετή ώρα ήδη παίζουν οι MACHINE HEAD. Είναι εντυπωσιακό το μέγεθος του πλήθους που έχει κατακλύσει τον τεράστιο χώρο μπροστά στις μεγάλες σκηνές. Φτάνω ακριβώς τη στιγμή του αφιερωμένου στον Dimebag “Aesthetics of hate” και ακολουθούν “Darkness within” και “Halo”. Προκαλεί δέος η επίδραση που έχει το συγκρότημα στο κοινό. Ίσως φταίει το σημείο στο οποίο βρίσκομαι, αλλά έχω την αίσθηση ότι κάτι λείπει. Οι μακροσκελείς εισηγήσεις του Flynn και τα επακόλουθα κενά παρεμβάλλουν στη ροή των κομματιών και δημιουργούν στ’ αυτιά μου μία αίσθηση “στημένη”, την οποία ευτυχώς ισορροπούν η άψογη απόδοση του συγκροτήματος και οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού. Υπό τους αποχαιρετιστήριους ήχους του “Davidian” ανηφορίζω προς την Temple, φτάνοντας περίπου στα μισά του σετ των ENSLAVED. Τους πέτυχα να εστιάζουν στην ψυχεδέλεια των τελευταίων άλμπουμ τους με κομμάτια κυρίως από “Ruun”, “Vertebrae” και “Axioma…”, δοσμένα με μία εξαιρετική ατμοσφαιρική υποβλητικότητα. Παρά τις διάφορες φήμες, όταν είπαν ότι θα παίξουν κάτι παλιό, κανείς δεν νομίζω πως περίμενε το “Immigrant song” των LED ZEPPELIN, διασκευή που ενθουσίασε φανερά όλο το κοινό και το ζέστανε για τον πανικό που ακολούθησε όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “All Father Odin”.
Τη σκυτάλη παίρνουν στη διπλανή σκηνή οι ENTOMBED, είναι οι headliners της Altar και βγαίνουν με αυτό το attitude και αυτήν την υποδοχή. Ο κόσμος έχει στριμωχτεί αποπνικτικά σε ένα μεθυσμένο συλλογικό σώμα ανθρώπων που χτυπιόντουσαν και ούρλιαζαν παθιασμένα στίχους, όλους τους στίχους, ενός best of set χωρίς εκπλήξεις. Oι ENTOMBED απλώς κατείχαν τη σκηνή και όλο τον κόσμο. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη του Petrov ακολουθούνταν από φανατικές ιαχές. Καταιγιστικοί στις εναλλαγές τους, με τα σωστά επίπεδα rock’n’roll βρωμιάς και death metal βαλτώδους επιθετικότητας, είδα ανθρώπους δίπλα μου να δακρύζουν ακούγοντας κλασικά κομμάτια όπως “Left hand path” και “Wolverine blues”. Όταν τελείωσαν κατηφόρισα προς τη Maim Stage 01.
Οι GUNS N’ ROSES έπαιζαν ένα 2ωρο σετ μπροστά σε ένα κατάμεστο χώρο. Βρήκαμε μία όμορφη γωνίτσα και απολαύσαμε έναν καταιγισμό αναμνήσεων, γιατί τελικά αυτό είναι που περίμενε ο κόσμος. Όσο λοιπόν κουρασμένος κι αν είναι κανείς, όσο κι αν θεωρεί πως “τα έχει ξεπεράσει αυτά”, όσο κι αν είναι πολύ σαφής η αίσθηση πως αυτό το συγκρότημα που είναι πάνω στη σκηνή λίγη σχέση έχει με τους πραγματικούς GUNS N’ ROSES και την ιστορία τους, όσο κι αν αισθάνεται μία σαφή έλλειψη στα κομμάτια του “Chinese Democracy”, δεν μπορεί παρά να αφεθεί σε αυτό που συμβαίνει. Με τρόπο επαγγελματικό το συγκρότημα διέτρεξε, κατά τη διάρκεια ενός χορταστικού σετ, όλη τη μουσική ιστορία των GUNS. Και υπό αυτήν την έννοια ίσως να ήταν θετικό στοιχείο η λόγω πλήθους περιορισμένη ορατότητα, που έκρυβε έναν Αxl αισθητά πιο βαρύ, οχυρωμένο πίσω από μαύρα γυαλιά και πλαισιωμένο από “μισθοφόρους”. Παρόλα αυτά ήταν κατά το δέον ξεσηκωτικός με μία φωνή που, αν και ίσως όχι τόσο αιχμηρή, εξακολουθούσε να διατηρεί τη μελωδικότητά της. Εντέλει δεν μπόρεσα παρά να αφεθώ στην κιθάρα του “Sweet child o’ mine”, να εκπλαγώ από το instrumental medley PINK FLOYD και Elton John που ακολούθησε, να συγκινηθώ με “November rain”, “Don’t cry”, “Knocking on heaven’s door”, “Civil war” και να φωνάξω μαζί με το πλήθος τους στίχους του “Paradise City” με το οποίο ολοκληρώθηκε και η δεύτερη μέρα του Hellfest.
Μαριλένα Σμυρνιώτη
Φωτογραφίες: Eric OZIRITH.com / HELLFEST Prod


















