BRUCE DICKINSON – “What This Button Do? : An Autobiography”













    Πιλότος, αθλητής της ξιφασκίας, εκφωνητής, συγγραφέας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός, διευθυντής μάρκετινγκ, επιχειρηματίας και περισσότερο γνωστός ως κύριος τραγουδιστής των IRON MAIDEN. Αυτή είναι μια περιγραφή σε τρεις γραμμές για τον βασιλιά Βρασίδα. Τα λόγια περισσεύουν, το λεξιλόγιο είναι πολύ φτωχό για να μπορέσω να χωρέσω τα συναισθήματά μου για αυτόν τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος, πριν λίγες μέρες, κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του. Μέσα στις 400 σελίδες του καταφέρνει να σε διασκεδάσει, να εκπλήξει και να σου καταρρίψει ορισμένους από τους μύθους του «heavy metal way of life». Και όπως ξέρουν και οι πιστοί ακόλουθοί του, ο Bruce Dickinson είναι εξαιρετικός αφηγητής.

    Όσοι ασχολούνται χρόνια με το heavy metal γνωρίζουν την άνεση με την οποία ο Bruce Dickinson χρησιμοποιεί τον λόγο. Οι συνεντεύξεις του, πολλές φορές, κάλυπταν θέματα μεγάλης εμβέλειας, ενώ κάποιες κόντρες του παλαιότερα με τους METALLICA και τη Sharon Osbourne δείχνουν έναν άνθρωπο που δε φοβάται να μιλήσει ανοιχτά και ελεύθερα. Ε, το ίδιο πράγμα κάνει και στο βιβλίο του.

    Στις περισσότερες βιογραφίες των rock star ο αναγνώστης θα διαβάσει για τις πάμπολλες καταχρήσεις του μουσικού, τις γυναίκες που είναι ξαπλωμένες και γυμνές σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου, θανάτους από υπερβολικές χρήσεις ναρκωτικών και όλα αυτά τα καλούδια. Το θέμα είναι πως μέσα σε όλα αυτά υπάρχει μια μαύρη οθόνη που στο τέλος καταντά ανούσια και βαρετή. Προβάλλεται σαν να είναι η απόλυτη ευτυχία αλλά η δυστυχία και η απελπισία είναι τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις γραμμές.

    Ο Bruce Dickinson δεν γράφει για όλα αυτά, γιατί για τον ίδιο δεν έχουν καμία ουσία καθώς το μόνο «ναρκωτικό» που έπαιρνε ήταν μια κούπα τσάι πριν από τη συναυλία, όπως έλεγε με το βρετανικό του χιούμορ στη βιντεοκασέτα του “Live After Death”.

    To βιβλίο ξεκινάει με μια ελαφρώς δραματική ιστορία. Η ιστορία ξετυλίγεται από την 52 Manton Crescent street. Στις ιστορίες που αφορούν την οικογένειά του, τη βία και την «τυραννία» των βρετανικών σχολείων, την ανακάλυψη της μουσικής. Ο Dickinson έχει έναν μοναδικό τρόπο να τα περιγράφει αυτά, θα τον χαρακτήριζα αφηγηματικό, σαν να είναι απέναντί σου και να σου διηγείται σκόρπιες ιστορίες, πίνοντας μπύρα σε κάποια βρετανική Pub.

    Στο βιβλίο δεν υπάρχουν αναφορές σε δαίμονες, ιστορίες με βουνά από μπουκάλια ουίσκι που θα κάλυπταν κάθε λευκή ίντσα της βιογραφίας. Υπάρχουν μέσα λευκές σελίδες, μαύρες σελίδες, ένθετο έγχρωμών φωτογραφιών. Όποιος το δει μπορεί να περάσει το βιβλίο σαν κάποιου επιχειρηματία (είναι και τέτοιος ο άτιμος) ή κάποιου μεγάλου παρουσιαστή. Το βιβλίο δεν «φωνάζει» ότι ανήκει σε metal τραγουδιστή. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος για μένα. Διότι δεν χρειάζεσαι να είσαι οπαδός αυτής της μουσικής για να μπορέσεις να το διαβάσεις. Ωστόσο, έχει και κάποια μειονεκτήματα όπως για παράδειγμα η επιφανειακή αντιμετώπιση μεγάλων γεγονότων αλλά και για την πορεία της σταδιοδρομίας των IRON MAIDEN. Αλλά μπροστά σε όλα αυτά που διαβάζεις αποτελούν λεπτομέρειες. Μου άρεσε πάντως ένα πολύ ωραίο σημείο στην βιογραφία που γράφει χαρακτηριστικά: “Διάβασα κάποια στιγμή ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο του Henry Miller το οποίο έλεγε: «Το να μπορέσεις να γίνεις κυρίαρχος του εαυτού σου είναι σαν ένα άλμα στο σκοτάδι, μια αυθόρμητη, σχεδόν απρόβλεπτη πράξη χωρίς να έχεις το πλεονέκτημα της εμπειρίας». Έτσι, εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να φύγω από τους IRON MAIDEN. Άρα για όλο αυτό μπορείτε να κατηγορήσετε τον Henry Miller”. Απλά απολαυστικός.

    Η στιγμή της φυγής του από τους IRON MAIDEN, η κυκλοφορία των δύο sequel live δίσκων (“A Real Live One” και “A Real Dead One”) καθώς και η επανένωσή του με το συγκρότημα περιγράφεται μόλις σε 400 λέξεις και μπορεί να το διαβάσει ο καθένας σε τόση ώρα όσο διαρκεί το “The Rime Of The Ancient Mariner”. Αυτό το σημείο, θεωρώ, ότι θα μπορούσε να έχει λίγο περισσότερο ψωμί από τον Βρασίδα μια και ήταν από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του αλλά και την καριέρα του.

    Με το πέρας της ανάγνωσης του βιβλίου αυτό που αποκόμισα είναι πως αυτό που διάβασα εκτός από ενδιαφέρον ήταν και αρκετά διασκεδαστικό. Η γραφή του Dickinson είναι ζεστή και χιουμοριστική και αυτό το αντιλαμβάνεσαι σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Και μιλάμε για την βιογραφία ενός ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ rock star και όχι ενός ανατέλλοντος αστεριού που κάποτε έλαμπε και κάποια στιγμή έπεσε από τον ουρανό.

    Σε κάτι τέτοια δεν χωράει βαθμολογία…

    Scream for me!

    Ντίνος “Benjamin Breeg” Γανίτης

    LEAVE A REPLY

    Please enter your comment!
    Please enter your name here