Οι JUDICATOR είναι μια ιδιαίτερη, ιδιάζουσα περίπτωση συγκροτήματος. Το power metal που παίζουν… όχι, πάμε πάλι. Το power metal που έπαιζαν ως τώρα, έμοιαζε με έναν άνθρωπο που πατούσε με το ένα πόδι σε μια βάρκα και με το άλλο σε μια άλλη, με τις βάρκες αυτές να είναι η Ευρώπη (η Γερμανία κυρίως και δευτερευόντως η Αγγλία) και οι Η.Π.Α. Σε ακόμη μεγαλύτερη ανάλυση, στη μια βάρκα βρίσκαμε τους BLIND GUARDIAN και IRON MAIDEN και στην άλλη τους ICED EARTH και DEMONS AND WIZARDS. Μάλιστα, ήταν τέτοια η ομοιότητα ειδικά με τους BLIND GUARDIAN, που το “Let there be nothing” album του 2020 χαιρετίστηκε από πολλούς ως «η καλύτερη δισκογραφική δουλειά των Guardian, από την εποχή του “A night at the opera”». Και μάλλον έτσι έχουν τα πράγματα…
Φέτος, η μπάντα από το Salt Lake City της Utah επανέρχεται με ανανεωμένη σύνθεση και το έκτο της δισκογραφικό εγχείρημα, με το οποίο μας εκπλήσσει και πάλι, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Αν με το προηγούμενό τους album αλλά και το “The last emperor” του 2018 (αναφέρω αυτά τα δύο ως τα ανώτερα της ως τότε δισκογραφίας τους) εξέπληξαν με την ικανότητά τους να ακούγονται τόσο κοντά στις επιρροές τους, με το The majesty of decay” με άφησαν άφωνο με την αλλαγή την οποία και ακολούθησαν. Αν πάλι γνωρίζεις τους JUDICATOR, δε θα σου πω «ξέχασε οτιδήποτε ήξερες ως τώρα», αλλά θα σου πω «σίγουρα κάτι τέτοιο δεν το περίμενες».
Ας δούμε πρώτα τις ομοιότητες, που είναι και οι λιγότερες. Οι JUDICATOR εξακολουθούν να θυμίζουν BLIND GUARDIAN. Αυτό ισχύει κυρίως λόγω της φωνής του ικανότατου John Yelland, που μπορεί να μην έχει πλέον σε τόσο μεγάλο βαθμό το χαρακτηριστικό διπλό layer του Hansi Kürsch, αλλά σαν χροιά ακόμη θυμίζει πολύ τον αγαπημένο μας βάρδο από το Krefeld. Σε δεύτερο πλάνο, η μουσική των Αμερικανών ναι μεν κρατά κάποιες ομοιότητες με αυτή των Γερμανών, μόνον όμως στα πολύ τεχνικά albums των δεύτερων, όπως είναι το “A night at the opera” ή το φετινό τους “The God Machine”. Ως εκεί. Συνεπώς, ελκυστικές παραμένουν οι ομοιότητες, δε λέω, αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον βρίσκεται πια στις διαφορές.
Ενώ ο προκάτοχός του είχε ιστορική θεματολογία, αναφερόμενος στον μεγάλο στρατηγό Βελισάριο, έναν από τους ικανότερους στρατιωτικούς όλων των εποχών, το νέο πνευματικό τέκνο των JUDICATOR ακολουθεί μια σύγχρονη στιχουργική προσέγγιση, με (αλληγορικούς) προβληματισμούς γύρω από τη ζωή και τον θάνατο. Ηχητικά όμως είναι που διαπιστώνεται η μεγάλη αλλαγή, με τη μπάντα να δοκιμάζει να «μπολιάσει» την ήδη παγιωμένη μουσική της ταυτότητα με επιρροές που ξεκινούν από το thrash και το death metal και τελειώνουν στο vintage rock, στην funky jazz και την soul. Με τον τρόπο αυτό, καταλήγουμε σε ένα εντελώς art/tech/prog αποτέλεσμα, που προσδίδει μεγάλη ποικιλία, αφαιρεί την ταμπέλα του “power” metal από τη μπάντα και εν τέλει της αλλάζει ολικά τον χαρακτήρα.
Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αλλιώς το “The majesty of decay”. Είναι ο ορισμός του «προοδευτικού» και «τεχνοκρατικού» metal. Θα φανταζόσουν ποτέ τους BLIND GUARDIAN να επιδίδονται σε ένα ατελείωτο jammin’ παρέα με τους DREAM THEATER, τους DEATH, τους DARK TRANQUILITY (ή τους AT THE GATES, επίσης σχετικοί) και τον King Diamond, με τους James Brown και Joe Cocker να τους παρακολουθούν από μια γωνιά; Νομίζω δύσκολα… Για την απόδοση όλων των μουσικών που συνεισφέρουν, μονίμων και καλεσμένων (μέσα σε αυτούς και η δική μας Angel Wolf-Black στα φωνητικά), τι να σχολιάσω; Είναι καταπληκτική. Τα τραγούδια μάλιστα εξελίσσονται σε έναν άτυπο αγώνα μεταξύ των συμμετεχόντων, για το ποιος θα ξεχωρίσει περισσότερο! Δεν υπάρχει το παραμικρό ψεγάδι στο παίξιμό τους και για να αναδειχθεί όλη αυτή η ηχητική πανδαισία, η παραγωγή είναι εννοείται απίστευτη.
Το σίγουρο είναι πως το “The majesty of decay” ήρθε όχι μόνο να καταπλήξει, αλλά και να διχάσει. Θα σου εκμυστηρευτώ λοιπόν κάτι: Πριν καταθέσω την παραπάνω παρουσίαση, επισκέφτηκα πολλά sites και webzines, για να δω ποια η αίσθηση που άφησε τούτο το περίεργο, αλλόκοτο πράγμα στους συναδέλφους μου. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά της ιδιότητάς μου ως συντάκτης, που κάνω κάτι τέτοιο. Παρατήρησα λοιπόν πως ή έχει λάβει αποθεωτικές κριτικές (με βαθμολογίες μεταξύ 9-10/10) ή πολύ μέτριες (4-5-6/10). Οι ενδιάμεσες βαθμολογίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες! Από αυτό και μόνο, καταλαβαίνεις τι συμβαίνει εδώ. Λέω να είμαι λίγο πιο συγκρατημένος, γιατί αν έπρεπε να βρω ένα (1) μικρό αρνητικό, θα ήταν η πιθανή τάση του group να θέλει να «ξεφύγει» προς αχαρτογράφητα νερά, κάτι που δεν θα το ήθελα. Αν το παρόν στυλ δουλευτεί κι άλλο, το επόμενο album θα είναι αριστούργημα.
Προσπαθώντας λοιπόν να ερμηνεύσω αυτό το φαινόμενο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο δίσκος αυτός θα σου αρέσει, ανάλογα το πόσο πλούσια είναι τα ακούσματά σου. Όσο πιο πολυποίκιλη η δισκοθήκη σου, τόσο θα ανεβαίνει ο βαθμός και το αντίστροφο. Επί προσωπικού, άκουσα έναν δίσκο όπου συνυπάρχουν τα blast beats με σαξόφωνα και τρομπέτες χωρίς να χάνεται σε γενικές γραμμές το songwriting, κι αυτό από μόνο του, αρκεί για να με κερδίσει. Θα θέλαμε άραγε έναν ακόμη ίδιο δίσκο με το “Let there be nothing”; Οι JUDICATOR δεν είναι μια μπάντα προσανατολισμένη να μείνει στάσιμη και είπαν «όχι». Το ίδιο απαντώ κι εγώ. Απαραίτητο για τους απανταχού οπαδούς του tech/prog metal. Λες να το αδικώ;
ΥΓ: Το “The high priestess” είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ τραγούδι.
8,5 / 10
Δημήτρης Τσέλλος