Αύριο, Μεγάλη Πέμπτη, γίνεται η παγκόσμια πρεμιέρα της παρουσίασης του “72 seasons”, του νέου δίσκου των METALLICA, που κυκλοφορεί μία μέρα αργότερα (στην Ελλάδα η προβολή θα γίνει στα Village Cinemas). Ο δίσκος, που κυκλοφορεί 6,5 χρόνια μετά το “Hardwired… to self-destruct”, όπως είναι φυσικό, έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του μεταλλικού κοινού. Εγώ, έχοντας στην κατοχή μου το δίσκο εδώ και μερικές ώρες, θα προσπαθήσω να μεταφέρω τις πρώτες μου εντυπώσεις, διότι όπως κάθε δίσκος των METALLICA, έχει πολλά επίπεδα και απαιτεί επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Έτσι, θα δοθεί η ευκαιρία και στα υπόλοιπα παιδιά του Rock Hard, να γράψουν την άποψή τους, μόλις ο δίσκος κυκλοφορήσει κι έχουν την ευκαιρία να τον «ρουφήξουν» ακόμα περισσότερο.
Το “72 seasons”, είναι ένας ακόμα δύσκολος δίσκος για το mega-γκρουπ. Όπως δύσκολος ήταν το “…and justice for all” ή το “St. Anger”. Μάλιστα, εδώ θα έλεγα ότι οι συνθήκες προσομοιάζουν περισσότερο με το δεύτερο, διότι δεν έφτανε η πανδημία που χτύπησε όλον τον κόσμο και κανείς δεν γνώριζε πως θα εξελιχθεί, ο James Hetfield, για μία ακόμη φορά μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης, ενώ χώρισε και από την επί 25 χρόνια σύζυγο και μητέρα των παιδιών του, κάνοντας την όλη κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη.
Ευτυχώς, για όλους μας, το αποτέλεσμα –όπως ήδη μπορούμε να καταλάβουμε από τα τέσσερα single που έχουν κυκλοφορήσει- απέχει παρασάγγας από το ηχητικό έκτρωμα του “St. Anger”. Μάλιστα, τολμώ να πω, ότι ο Hetfield ξεχωρίζει, λάμπει στο δίσκο. Τα φωνητικά του, αναλογικά, μπορεί να είναι και καλύτερα από ποτέ, ενώ το μαγικό δεξί του χέρι, κάνει θαύματα. Και πάλι.
Μην περιμένετε πολλές και μεγάλες διαφορές από το “Hardwired… to self-destruct”, πάντως. Δεν υπάρχει κάποια μπαλάντα και ως επί το πλείστον τα τραγούδια είναι μεγάλα σε διάρκεια, αν εξαιρέσει κανείς το “Lux aeterna” και το “Too far gone?”, άντε και το “Room of mirrors”. Ως επί το πλείστον, mid tempo συνθέσεις, οι οποίες γνωρίζουν κορυφώσεις, τις περισσότερες φορές στο μεσαίο μέρος τους, με κάποια πιο uptempo ξεσπάσματα, που έρχονται να δώσουν την απαραίτητη ισορροπία στο δίσκο.
Αν με βάλετε να συγκρίνω τα δύο τελευταία τους άλμπουμ, εγώ θα έλεγα ότι αυτό που λείπει από το δίσκο, είναι ένα πραγματικά ΜΕΓΑΛΟ τραγούδι. Στο “Hardwired…” υπήρχαν πολύ μεγάλες στιγμές, όπως το “Moth into flame”, το “Halo on fire”, το “Spit out the bone” ή το “Atlas rise”. Ξέρετε όμως ποια είναι η διαφορά; Ότι εδώ, ο μέσος όρος του άλμπουμ, ίσως να είναι κατά τι καλύτερος, αφού δεν υπάρχουν αδιάφορες στιγμές, όπως στο δεύτερο δισκάκι του προκατόχου. Άντε, να αναφέρω μόνο το “Crown of barbed wire”, ίσως.
Τα τέσσερα τραγούδια που ήδη έχουν κυκλοφορήσει, τα έχουμε ακούσει, ξανακούσει, λιώσει θα έλεγα. Εγώ να πω ότι το “Screaming suicide” και το “If darkness had a son” (ιδιαίτερα το τελευταίο), τα θεωρώ σαφώς κατώτερα από τα υπόλοιπα δύο με το “Screaming…” να αποκτά πιο δυνατό status, εξαιτίας του στιχουργικού του περιεχομένου. Από εκεί και πέρα, έχουμε το πολύ καλό “Shadows follow”, που στην «ευαίσθητη» δεύτερη θέση του tracklisting, είναι το ιδανικό τραγούδι, εκεί που το “Sleepwalk my life away”, έρχεται να κουράσει λίγο με τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του, για να ισιώσουμε με το “You must burn!”, που έχει ένα πάρα πολύ βαρύ riff και θα έλεγα ότι μου θύμισε εποχές “Black album”, με ολίγη από “Dream no more” κι εξαιρετικό μεσαίο μέρος. Για το “Crown of barbed wire”, σας είπα και παραπάνω τη γνώμη μου. Παρότι δεν είναι πολύ μεγάλο σε διάρκεια (5.49), νιώθεις ότι θα έπρεπε να είχαν κόψει ή προσθέσει κάτι, ώστε να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον. Αντίθετα, πολύ ωραίο, ρυθμικό και groovy, κρυφοκοιτώντας τους BLACK SABBATH, είναι το ‘Chasing light” (μία ακόμα αναφορά στο φως και στο σκοτάδι μέσα στο δίσκο), που τα δεύτερα φωνητικά του Rob Trujillo (όπως μπορώ να καταλάβω), του δίνουν μία πολύ ωραία χροιά.
Πολύ ωραία περίπτωση είναι και το “Too far gone”, με το δεξί του Hetfield να μοιράζει ανατριχίλες στο ρεφρέν, νομίζω ότι θα ακούγεται ακόμα καλύτερο αν ποτέ το παίξουν live. Τον ρόλο του “Spit out the bone”, κατά κάποιον τρόπο το παίζει το “Room of mirrors”, που είναι από τα πιο speed κομμάτια του άλμπουμ, μάλλον θα έλεγα και αυτό με τις πιο punky επιρροές, το οποίο δεν το έβαλαν –παραδόξως- στο τέλος του δίσκου. Επειδή είναι οι METALLICA και μπορούν. Αναφορά στους στίχους, υπάρχει και στο “Death magnetic”, με το “Broken, beat and scarred” και στα αξιοσημείωτα το «χαρούμενο» διπλό κιθαριστικό σόλο. Το άλμπουμ κλείνει με το “Inamorata”, το μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του σχήματος, με σαφείς αναφορές στους BLACK SABBATH και πιο bluesy στοιχεία, το οποίο αφήνει να φανεί μία αχτίδα φωτός. Αν το συγκρίνω με τα τεράστια σε διάρκεια τραγούδια, όμως, το “…justice” ή το “Outlaw torn” και το “Bleeding me”, υπολείπεται σαφώς, όχι πως είναι αδιάφορο. Απλά, μου ήρθε ο συνειρμός.
Συνολικά, οι εντυπώσεις είναι ίσως πιο θετικές όσο περισσότερο ακούω το δίσκο. Δηλαδή, δείχνει το σχεδόν επαναλαμβανόμενο στα τραγούδια midtempo να μην με ενοχλεί, όπως και –στις περισσότερες περιπτώσεις- η μεγάλη διάρκειά τους, αφού όπως και να το κάνουμε, έτσι είναι οι METALLICA πλέον και σε όποιους αρέσουν στην τελική. Μπορεί να μην δοκιμάζουν κάτι ρηξικέλευθο και να πατάνε στη συνταγή των δύο τελευταίων τους δίσκων, όμως αποφεύγουν ριψοκίνδυνα πειράματα με την παραγωγή και καταφέρνουν να έχουν εξαιρετική ατομική απόδοση. Μπορεί ο Hetfield να λέει ότι είναι μέτριοι παίχτες, εγώ όμως τον ακούω να είναι σε τρομερή φωνητική φόρμα, όπως και τον Hammett, να παίζει τα καλύτερά του σόλο τα τελευταία χρόνια. Ο Trujillo, υπάρχουν αρκετά σημεία που ακούγεται και μπορεί να συνειδητοποιήσει κανείς τι παιχτούρα είναι, ενώ ο Lars, είναι απλά ο Lars.
Το “72 seasons”, δεν θα συνταράξει το heavy metal, δεν θα είναι ο δίσκος που θα μιλάμε γι’ αυτόν μετά από 10 χρόνια, είναι όμως μία ατόφια πρόταση από το σημαντικότερο –ίσως- heavy metal συγκρότημα στον πλανήτη. Ένας δίσκος που κρατάει ζωντανό τον μύθο τους, τους βοηθά εκείνους κι εμάς, να βάλουμε λίγο φως μέσα στο σκοτάδι που ζούμε.
8 / 10
Σάκης Φράγκος