Το Rockwave Festival πέρασε από πολλές ταλαιπωρίες τα τελευταία χρόνια. Μετά από μια σειρά ακυρώσεων από το 2019, κυρίως λόγω και των μέτρων της πανδημίας, ήρθε η ώρα να επισκεφθώ ξανά το Terra Vibe, ύστερα από πέντε χρόνια. Οριακά θυμόμουν τις καβάτζες για το parking.
Με το που παρκάρουμε με τον Τσουρέα, πασαλειβόμαστε με αντιηλιακό και βουρ για την κυρία σκηνή, όπου μόλις ξεκίνησαν οι LAZY MAN’S LOAD. Ο ρόλος τους ήταν κάπως άχαρος, καθώς εκείνη την ώρα ο κόσμος ήταν προς το παρόν λιγοστός και ο ήλιος τηγάνιζε αυγά σε δευτερόλεπτα. Παρ’ όλα αυτά, το συγκρότημα δε μάσησε και με το ατελείωτο γκρουβάρισμά του και την ενέργειά του, που τιμούσε αρκετά τις παραδόσεις των ορθόδοξων BLACK SABBATH, κέρδισε ειλικρινή χειροκροτήματα. Στη μισή ώρα που κράτησε το set τους, οι LAZY MAN’S LOAD παρουσίασαν χαρακτηριστικές στιγμές από το ντεμπούτο τους “All hat no castle” του 2021, ένα τραγούδι από το επερχόμενο δεύτερο full length και πέταξαν και ένα μέρος του “A national acrobat” κατά τον αποχαιρετισμό, για να αποδείξουν ότι μόνο ο Ozzy σώζει (copyright γίγαντας Φάλιας).
Το να γράψω για το τι μπορεί να περιμένουμε από τους ROCK N’ ROLL CHILDREN είναι περιττό. Εδώ και δώδεκα χρόνια τιμούν τη μνήμη του Ronnie James Dio στον απόλυτο βαθμό, ειδικά στα επετειακά shows κάθε Μάιο. Όλα τα κλασικά Dio trademarks ήταν εκεί, τα πρώτα singalongs έκαναν την εμφάνισή τους και όλοι μουσικοί εκτελούσαν τα τραγούδια με κλειστά τα μάτια. Ο Γιατρός άργησε να πάρει το μικρόφωνο και μας ενημέρωσε ότι ο Γιάννης (ΕΥΛΟΓΗCΟΝ) περνούσε δύσκολη μέρα, γιατί και ήταν καταπονημένη η φωνή του, αλλά και γιατί ετοιμάζονταν από στιγμή σε στιγμή να γίνει πατέρας (να σας ζήσει!). Ένα ωραιότατο medley με τα “Heaven and hell” και “Holy diver” ήταν ο αποχαιρετισμός τους σε μια μεστή εμφάνιση, ότι ακριβώς αναμέναμε. Άντε και του χρόνου στο σανίδι με το νέο INNERWISH Γιατρέ…
Τα τσιγάρα τελείωναν, η καφεΐνη στον χώρο ήταν σε έλλειψη (αλλά ο σύντροφος Ηρακλής πάντα προσέχει τους φίλους του) κι έτσι μια δροσερή μπύρα ήταν ο σύντροφος για την εμφάνιση των BOKASSA. Οι οποίοι ήταν η ευχάριστη έκπληξη της δεύτερης ημέρας του Rockwave Festival Για κάποιο περίεργο λόγο, αυτοί εδώ μου είχαν ξεφύγει τόσα χρόνια και για τη σχεδόν μία ώρα που κράτησε η παρουσία τους, με κέρδισαν κατά κράτος. Το power trio από το πανέμορφο Trondheim, ισορροπούσε ιδανικά μεταξύ των GREEN DAY, των MOTORHEAD και των συμπατριωτών τους AUDREY HORNE και δεν γίνονταν να σε αφήσουν ασυγκίνητο.
Με τρία full lengths και με τη Napalm Records πλέον στο πλευρό τους, έκαναν μια αναδρομή στη σύντομη ιστορία τους, όμως με το κέφι, τον δυναμισμό τους και με τον πολύ χαρισματικό frontman τους, κέρδισαν πολλούς νέους φίλους. Ο οποίος frontman δεν έκρυψε τον θαυμασμό του για τη unique ελληνική λέξη, που ξεκινά από μ@ και τελειώνει λ@κ@, όπως και για το πως η Ομόνοια, ενώ είναι το κέντρο της πρωτεύουσας, συμβαίνουν τόσα περίεργα πράγματα (άντε να του εξηγείς). Καταπληκτική εμφάνιση των BOKASSA, θα τους παρακολουθώ πολύ στενά από δω και στο εξής και το ότι αποχαιρέτησαν το κοινό με τον ΥΜΝΟ “If I could turn back time” της θεάρας Cher, έδειξαν επιπρόσθετα ότι αυτοί εδώ οι Νορβηγοί έχουν ασύλληπτο ΓΟΥΣΤΟ!
Γιώργος Κόης
Οι Αμερικανοί ηγέτες του metalcore ήταν στο line up σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Το metalcore τους δεν συγγένευε με κανένα από τα υπόλοιπα σχήματα της πρώτης μέρας του Rockwave, ύστερα από τον ακύρωση των ASKING ALEXANDRIA. Αυτό το γεγονός έφερε αρκετό κόσμο να μαζεύεται για να τους παρακολουθήσει και το mosh pit που δημιουργήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της σχεδόν ωριαίας εμφάνισης του απέδειξε ότι ακόμα έχουν κοινό που ήθελε να τους δει! Δυστυχώς για εκείνους η πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας ήταν προβληματική.
Στην αρχή του set τους φάνταζαν καταιγιστική με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο και μετά από περίπου 20 λεπτά μια κραυγή του τραγουδιστή τους, Tim Lambesis, υπερκάλυψε όλα τα υπόλοιπα όργανα και μετά τραγουδούσε χωρίς να τον ακούμε. Ο κόσμος φώναζε για το μικρόφωνο ακόμα και όταν τελείωσε το κομμάτι και μας μιλούσε χωρίς να έχει καταλάβει το πρόβλημα που είχε προκύψει. Για ένα δεκάλεπτο περίπου οι τεχνικοί του ήχου προσπαθούσαν να λύσουν το πρόβλημα που επεκτάθηκε και στο μικρόφωνο του νέου τους μπασίστα, Ryan Neff, o οποίος είχε αναλάβει τα καθαρά φωνητικά με εξαιρετικό τρόπο. Ευτυχώς ο κόσμος δεν ξενέρωσε όσο θα περίμενε κανείς και φώναζε ρυθμικά το όνομα τους ακόμα και όταν επιτέλους ξεκίνησαν για να διακόψουν το πρώτο κομμάτι μετά τη διακοπή. Άλλο συγκρότημα στη θέση του θα έχανε την ορμή και την ενέργεια που είχε, αλλά οι AS I LAY DYING κατάφεραν να σαρώσουν τα πάντα ακόμα και όταν στην αρχή η κιθάρα του «παλιού» Phil Sprosso ήταν θαμμένη, αλλά ευτυχώς δεν συνέβαινε το ίδιο με του «νέου» Ken Susi – οι δισολίες τους ήταν πραγματικά το αλατοπίπερο στην εμφάνιση τους! Όταν αποκαταστάθηκε και αυτό καταφέραμε για μισή περίπου ώρα να δούμε το πόσο σπουδαία μπάντα είναι ακόμα και σήμερα στα live τους. Το φοβερό rhythm section με τον «νέο» Nick Pierce να αποδίδει άψογα τα απαιτητικά τους μέρη στα drums.
Ο θηριώδης Tim Lambesis ήταν εμφανώς συγκινημένος με το γεγονός ότι έπαιζαν για πρώτη φορά στην πατρίδα του παππού του, κάτι που επισήμαινε πολύ συχνά. Πριν το “The greater foundation” είπε ότι δεν πίστευε ότι θα ξαναπαίξει μουσική πριν 10 χρόνια όταν και βρέθηκε στη φυλακή, ακυρώνοντας μια πορεία που τους είχε βάλει στην ελίτ του metalcore. Με τέτοιες εμφανίσεις και τέτοια σκηνική παρουσία οι Αμερικάνοι είναι ακόμα σπουδαίοι και όσοι είχαν έρθει να τους δουν πείστηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Πραγματικά πιστεύω ότι αν έρθουν ξανά στη χώρα μας σε κάποιο club με αυτό το line up θα τα ισοπεδώσουν όλα! Ευτυχώς τα προβλήματα στον ήχο δεν πτόησαν ούτε εκείνους, ούτε το κοινό, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα γιατί έκαναν μια σπουδαία εμφάνιση στο παλιότερο festival της χώρας μας.
Όμως ο περισσότερος κόσμος είχε αρχίσει να καταφτάνει για να δει τους SAXON και τους DEEP PURPLE, συνθέτοντας ένα line up που αποζημίωσε πλήρως όσους τυχερούς είχαν έρθει εκείνη τη βραδιά στο Terravibe park της Μαλακάσας.
Λευτέρης Τσουρέας
Άγγλοι στο ραντεβού τους, στην προκαθορισμένη ώρα έναρξης, οι SAXON, για άλλη μια φορά θα έπαιζαν μπροστά στο Ελληνικό κοινό, και όπως αποδείχτηκε και αυτή η εμφάνιση τους θα ήταν άκρως επιτυχημένη, κάτι που όποιος τους έχει δει πάνω από 2 φορές ξέρει ότι είναι σίγουρο. Βλέπετε το group είναι από τα λίγα που έχει πάντα ένα υψηλό επίπεδο απόδοσης στα live του. Είναι άξιο θαυμασμού ότι, είτε τους έχεις δει ζωντανά το 1996, είτε το 2005 (τυχαίες χρονιές), είτε φέτος, αυτό που πάντα λαμβάνεις είναι το ίδιο καλό. Πόσο μάλλον όταν επί σκηνής, θα ήταν μαζί τους ένας από τους ζωντανούς θρύλους του New Wave Of British Heavy Metal, ο κιθαρίστας των DIAMOND HEAD, Brian Tatler, κάνοντας την εμφάνιση, για πολλούς, ακόμα πιο δελεαστική.
Ο Paul Quinn, ένας εκ των δυο τωρινών μελών (μαζί με τον Peter Rodney “Biff” Byford, τραγουδιστή του group), που είναι από την αρχή στο project, αποφάσισε φέτος, να απέχει από τα συναυλιακά δρώμενα κι έτσι τη θέση του, πήρε ο Tatler. Και αν υπήρχαν οι όποιες επιφυλάξεις, για το κατά πόσο θα «κολλούσε» σε μικρό χρονικό διάστημα με τους υπόλοιπους, αυτές διαλύθηκαν από τα πρώτα τραγούδια. Ο Tatler απέδιδε λες και ήταν χρόνια στο group, έχοντας μια άρτια «χημεία» με όλους. Από την άλλη, τα υπόλοιπα μέλη των SAXON, προς τιμή τους, δεν τον είχαν σαν «τον session κιθαρίστα που παίζει μαζί μας ζωντανά», αλλά αντιθέτως του έδωσαν «χώρο» να κινείται αλλά και να συμμετέχει ισάξια και ενεργά στην σκηνή. Έτσι για κάποιους λίγο πιο μεγάλης ηλικίας, όπως ο γραφών, το εν λόγω line up, είχε λίγο συγκινησιακό χαρακτήρα.
Τα μέλη των SAXON είναι αυτά που ξέρουν, χωρίς πολλές κινήσεις, να διασκεδάζουν τον κόσμο, δίδοντας του πάντα το 100% του εαυτού τους. Έτσι και η συγκεκριμένη βραδιά δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Με πρωτεργάτη τον πάντα έφηβο Byford, να δίνει το έναυσμα και απλά ο κόσμος να ακολουθεί, το συγκρότημα δικαιολόγησε στο 100% την φήμη και την αίγλη που έχει. Εκτός των πιο πρόσφατων “Thunderbolt” και “Carpe diem (seize the day)”, όλα τα υπόλοιπα τραγούδια ήταν ένα άτυπο best of, αφού εκείνο το βράδυ ακούστηκαν μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, ένα σαφώς πιο festival-ικό set list, με τραγούδια που αγαπάει και θέλει να ακούει ο κόσμος.
Οι SAXON έχουν γράψει τραγούδια ανεξίτηλα στον χρόνο, κάτι που αποδείχτηκε για ακόμα μια βραδιά. Η μια ώρα που ήταν επί σκηνής, για αυτούς ποτέ δεν θα είναι αρκετή, αφού «πέρασε» και πάλι που γρήγορα. Έπρεπε όμως δυστυχώς να «κατέβουν» κάποια στιγμή, όσο και αν αυτό ήταν στενάχωρο για κάποιους. Μακάρι να τους ξαναδούμε σαν headliners, με περισσότερα τραγούδια από αυτούς.
Το πλήρες set list ήταν: Motorcycle man / Carpe diem (seize the day) / Thunderbolt / Wheels of steel / Heavy metal thunder / Strong arm of the law / Ride like the wind / Dallas 1 pm / Denim and leather / 20,000 ft / Crusader / 747 (Strangers in the night) / Princess of the night.
Ακριβείς και οι DEEP PURPLE στην ώρα έναρξής τους, λίγο αφότου ξεκίνησε το πολύ όμορφο instrumental intro κι έχοντας στο video wall την έξυπνη νέα εικόνα του “In rock” στους πάγους, έκαναν την εμφάνιση τους επί σκηνής ξεκινώντας με τα “Highway star” και “Pictures of home” θέλοντας με το «καλημέρα» να «ζεστάνουν» τον κόσμο, κάτι που στην εν γένει εμφάνισή τους, κατάφεραν να κάνουν.
Προσωπικά το μεγάλο στοίχημα που έπρεπε να κερδίσουν, θα ήταν η απόδοση του Ian Gillan, τραγουδιστή του group, ο οποίος να μην ξεχνάμε ότι σε ένα μήνα θα γίνει 78. Όσοι τους παρακολουθούν στενά ξέρουν ότι η απόδοσή του δεν είναι η ιδία όπως λίγα χρόνια πριν. Το ζητούμενο βεβαίως θα ήταν να έχει μια αξιοπρεπή παρουσία επί σκηνής, κάτι που θεωρώ ότι έκανε. Δεν σας κρύβω ότι και στα δυο προαναφερθέντα τραγούδια έναρξης, ήμουν πολύ περίεργος για το τι θα άκουγα. Πόσο μάλλον, επί τη εμφάνιση του, που φαινόταν λίγο καταβεβλημένος από τις γιγαντοοθόνες, ενώ έτρεμε το χέρι του κρατώντας το μικρόφωνο. Σίγουρα μια εικόνα, που τουλάχιστον έμενα με στενοχώρησε ελαφρώς. Βεβαίως όλοι μεγαλώνουμε, οπότε μια τέτοια εικόνα έχει μια λογική κι έχει ακόμα περισσότερο, όταν μιλάμε για ένα μουσικό που έχει δηλώσει ότι νοιώθει περίεργα όταν δεν περιοδεύει ή δεν είναι στο studio.
Στις όποιες «ανάσες» του «βοήθησαν» και τα υπόλοιπα μέλη του group, αφού κάποια μέρη στα τραγούδια, τα «τραβούσαν» ελαφρώς παικτικά, αλλά έχοντας στο set list ανάμεσα στα κομμάτια και solos είτε κιθάρας, είτε πλήκτρων, είτε μπάσου στο encore. Ο ίδιος βεβαίως, έχει τον τρόπο να σε αποζημιώνει τηρούμενων των συνθηκών. Έτσι έκανε ότι ήταν δυνατόν για να μην αφήσει καμία υποψία «αρπαχτής» και «ξεπέτας». Άλλωστε τέτοιοι μουσικοί δεν τα κάνουν αυτά. Σε όλα τα τραγούδια απέδιδε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μπορεί να μην κραύγαζε, ή να μην ήταν πολύ κινητικός στην σκηνή, ό,τι έβγαινε όμως από το μικρόφωνο ήταν αξιοπρεπέστατο.
Από την άλλη, και τα υπόλοιπα μέλη των DEEP PURPLE, και αυτοί δικαιολόγησαν στο 100% την φήμη και την αίγλη που έχουν. Σαφώς οι «παλιοί» Roger Glover (μπάσο), Ian Paice (drums) και Don Airey (keyboards), δεν χρήζουν ιδιαίτερης κριτικής, αφού το ποιόν τους είναι γνωστό, αποδίδοντας μοναδικά ασχέτως αν οι δυο πρώτοι είναι ηλικιακά «κοντά» στον Gillan. Μάλιστα ο Don Airey, ξάφνιασε τον κόσμο, δίνοντας για μια ακόμη φορά, μια πολύ ευχάριστη νότα στην βραδιά όταν σε ένα από τα solo keyboard του, έπαιξε μέρη από τον «Ζορμπά» και τα «Παιδιά του Πειραιά».
Η μεγάλη ευχάριστη έκπληξη για μένα όμως έχει ονοματεπώνυμο: Simon McBride. Ο εν λόγω κιθαρίστας θεωρώ ότι αντικατέστησε πλήρως τον επί 28 συναπτά έτη Steve Morse, διαλύοντας και αυτός κάθε αμφιβολία για το αν «κολλάει» ή όχι με τους υπόλοιπους. Ναι, σαφώς από το 2022 που είναι στο group, έχει κάνει πολλές ζωντανές εμφανίσεις μαζί τους και έχουν «δέσει» όλοι μαζί. Έχει καταφέρει όμως να δώσει έναν «φρέσκο αέρα» στις ήδη υπέροχες συνθέσεις που δεν συμμετείχε στο studio. Όλο του το στήσιμο και η απόδοση, που ήταν λες και είναι στο συγκρότημα περισσότερα χρόνια, προσωπικά με καθήλωσε.
Κάπως έτσι όλες οι επιλογές τους εκείνο το βράδυ, ήχησαν πολύ όμορφα σε όλους, με ένα set list, που κυρίως περιείχε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους. Τα “When a blind man cries”, “Perfect strangers”, “Space truckin’”, “Anya”, “Smoke on the water”, μεταξύ άλλων, τα δυο τραγούδια του encore “Hush” και “Black night”, μαζί με τις υπόλοιπες επιλογές και από τα πιο πρόσφατα albums τους, (με το “Uncommon man” να το αφιερώνουν στον John Lord) ένωσαν σε ένα βράδυ πολλές γενιές ακροατών αφού στο χώρο υπήρχε κάθε πιθανή ηλικία οπαδού από πολύ μικρά παιδιά μέχρι και πιο μεγάλους.
Οι DEEP PURPLE και οι SAXON είναι από τα συγκροτήματα που δεν θέλεις να σταματήσουν να παίζουν. Έτσι η περίπου μιάμιση ώρα που ήταν οι DEEP PURPLE στην σκηνή, ήταν λίγη. Τηρούμενων όμως των συνθηκών, έβλεπες μπροστά σου ένα μεγαθήριο που δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουμε να ξανά απολαύουμε ζωντανά στην χώρα μας. Η εμφάνιση τους ήταν αξιοπρεπέστατη, αφήνοντας μόνο καλές εντυπώσεις σε όλους μας, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, μάλλον το πιο σημαντικό στην όλη βραδιά.
Το πλήρες set list ήταν: Mars, the bringer of war intro – Highway star / Pictures of home / No need to shout / Into the fire / Uncommon man / Lazy / When a blind man cries / Anya / Perfect strangers / Space truckin’ / Smoke on the water. Encore: Hush / Black night.
Θοδωρής Μηνιάτης
Φωτογραφίες: Λευτέρης Τσουρέας
Υ.Γ. Γιώργου Κόη: Κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των DEEP PURPLE, η (κλασική) γκρίνια του Καραλή εξαφανίστηκε, μόλις ο Λευτέρης πρότεινε δείπνο για να κλείσει ιδανικά η βραδιά. Υπήρξε ομοφωνία για τον επίλογο της βραδιάς και, μετά από μια ομαλή αποχώρηση από τη Μαλακάσα, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν τους συντάκτες του Rock Hard στη Βαρβαρούμπα. Ο Τσουρέας κιότεψε όμως. Δικάστε τον!