A day to remember… 1/3 [HEAVENS GATE]

0
225

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Livin’ in hysteria” – HEAVENS GATE

ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1991

ΕΤΑΙΡΕΙΑ: SPV

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Charlie Bauerfeind

ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:

Thomas Rettke – φωνητικά

Bonny Bilski – κιθάρες

Sascha Paeth – κιθάρες

Manni Jordan – μπάσο

Thorsten Müller – τύμπανα

Ήρθε η στιγμή να αναφερθούμε στο αριστούργημα των HEAVENS GATE κι εδώ οι υπερβολές φαντάζουν μικρές. Διότι στην πορεία το Γερμανικό power metal έχει αρκετά διαχρονικά διαμάντια, αλλά το 1991 κανένα άλλο άλμπουμ δεν πλησίασε το μεγαλείο της παρέας από την μικρή πόλη του Wolfsburg, μια σχετικά εύπορη πόλη, 75 χιλιόμετρα ανατολικά του Αννόβερου. Μια Μεσαιωνική πόλη που άνθισε με το εργοστάσιο της VW και μουσικά είχε μικρή συνεισφορά στην σκηνή της χώρας. Η 30η επέτειος από την κυκλοφορία του “Livin’ in hysteria” ήταν η ιδανική αφορμή για να μιλήσουμε με τους δύο από τους τρεις βασικούς συντελεστές. Το κιθαριστικό δίδυμο, των Peter “Bonny” Bilski και Sascha Paeth.

Μπορεί η πεντάδα να είχε δείξει τα δόντια της, τόσο με το ντεμπούτο της, το “In control” του 1989, όσο και την επόμενη χρονιά με το ΕΡ “Open the Gate and watch!”, όμως ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι οπαδοί τους δεν περίμεναν τόσους ύμνους στριμωγμένους μέσα στα 45 λεπτά του δεύτερου ολοκληρωμένου δίσκου τους. Έναν δίσκο που όρισε τον ήχο τους, στιγμάτισε την υστεροφημία τους και τους εδραίωσε στις συνειδήσεις μεταλλάδων σε όλο τον κόσμο, από τα βάθη της Βραζιλίας μέχρι την καρδιά της Ιαπωνίας.

«Θυμάμαι έντονα από εκείνη την περίοδο, το πόσο μας είχε επηρεάσει ο πόλεμος του Κόλπου» λέει και μας πιάνει απροετοίμαστους ο Sascha Paeth, από το σπίτι του, πάντα ατημέλητος, χαμογελαστός και φιλικός. «Ήταν η πρώτη φορά που βιώναμε τον πόλεμο σε ζωντανή μετάδοση στα σπίτια μας και θυμάμαι έντονα πόσο μας είχε καθηλώσει». Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα Horus Studios, εκεί που… διόλου τυχαία, είχαν γραφτεί τα “Keeper of the seven keys”, αλλά και τo πρώτo άλμπουμ των GAMMA RAY, όπως και το ντεμπούτο των HEAVENS GATE. «Ήμασταν όλο το συγκρότημα εκεί, σχεδόν σε όλη την διάρκεια των ηχογραφήσεων, ενώ εγώ έμεινα και σε όλη την διάρκεια της παραγωγής, της μίξης και του mastering» συνεχίζει ο Paeth. «Είναι μάλλον η καλύτερη ανάμνηση που έχω από αυτή την εποχή. Ξέρεις, σήμερα δεν γίνονται με τέτοιο τρόπο πλέον τα άλμπουμ. Όλοι μας είχαμε την προσοχή μας στραμμένη σε αυτό και υπήρχε μια φοβερή ατμόσφαιρα».

Η κάθε λεπτομέρεια του “Livin’ in hysteria” ήταν προσεγμένη. Ας ξεκινήσουμε από το εξαιρετικό εξώφυλλο που έδινε μια χιουμοριστική πνοή στο επικό, παραμυθένιο κόσμο του power metal. Βλέπετε ο Richard Corben δεν ήταν κανένας τυχαίος. Έχοντας προσφέρει για χρόνια στο περιοδικό “Heavy Metal”, επιλέχτηκε για το εξώφυλλο του “Bat out of Hell” του MEAT LOAF και έχει πολλά κόμικς στο παλμαρέ του. Ο Sascha Paeth θυμάται πώς επέλεξαν την εικόνα αυτή. «Έχοντας ως δεδομένο πως θέλαμε να αποφύγουμε το φιάσκο που είχαμε με τον καλλιτέχνη του πρώτου μας άλμπουμ, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε ένα αρχείο εκείνη την εποχή που είχε μια μεγάλη βάση δεδομένων, φωτογραφιών και έργων τέχνης, που μπορούσες να αγοράσεις τα δικαιώματά τους, ώστε να τα χρησιμοποιήσεις για εμπορική χρήση». Κάτι που σήμερα φαντάζει τρομερό, με την ευχέρεια που παρέχει το διαδίκτυο, εκείνη την εποχή έπρεπε να γίνει με χρονοβόρα διαδικασία. «Πήγαμε λοιπόν στα γραφεία, μιλήσαμε με κάποιον υπεύθυνο που γνώριζε αρκετά από το αρχείο της εταιρείας και επέλεξε μεγάλες ποσότητες από μικροφίλμ, τα οποία εμείς έπρεπε να κοιτάξουμε ένα προς ένα, για να επιλέξουμε». Το εξώφυλλο έχει μείνει στην ιστορία βέβαια για τον απίστευτο τρόπου που συνδυάζει το επικό στοιχείο και το χιούμορ «Είναι το μοναδικό εξώφυλλο στην ιστορία της μουσικής, που έχει έναν δράκο και μου αρέσει» δηλώνει ο κιθαρίστας, τόσο με χιούμορ αλλά και έντονη δόση ειλικρίνειας.

Ο Thomas Rettke τραγουδά με τρομερή αυτοπεποίθηση, στα 30 του πλέον, αισθάνεται άτρωτος και παίρνει ρίσκα με την φωνή του και δίνει πάθος σε κάθε τραγούδι. Από την αξεπέραστη μπαλάντα τους, το “Best days of my life” που με ανατριχιάζει κάθε φορά που το ακούω, στην καταιγίδα που λέγεται “Flashes”, όσο και στο επικό “The never-ending fire”. Κάθε τραγούδι διαρκεί από 4 ως 5 λεπτά και όταν ολοκληρώνεται, θέλεις να το ξανακούσεις. Το “Livin’ in hysteria” είναι αριστούργημα, κάθε του πτυχή πετυχημένη. Τα τύμπανα του Thorsten Muller παρουσιάζουν έναν drummer που εξελίσσεται, παίζει έξυπνα και όχι μόνιμα δίκαση, αλλά ζωγραφίζει με όμορφα κοψίματα, ταιριαστά γεμίσματα και προσδίδει δύναμη και ταχύτητα όσο πρέπει.

Βέβαια, οι κιθαρίστες είναι αυτοί που λάμπουν σε όλο το άλμπουμ, τόσο ο ξανθός μεταλλάς Peter “Bonny” Bilski όσο και ο σγουρομάλλης αναρχικός Sascha Paeth. Ριφάρουν ανελέητα και χτίζουν το υπόβαθρο των τραγουδιών με μαεστρία και μια συνεργασία που όσο αταίριαστη κι αν φαντάζει αναλύοντας τις αντίθετες επιρροές τους, τόσο ποιητικά συνυπάρχει. Ακούστε το εναρκτήριο ριφ του “Empty way to nowhere” για παράδειγμα και πείτε μου αν δεν πωρωθείτε! «Αν θυμάμαι καλά, είχα πάει εγώ αυτό το ριφ» επιβεβαιώνει ο Bonny, που έχει το σήμα κατατεθέν του. «Έχει πολλά καλά τραγούδια το άλμπουμ, όσο μιλάμε τελικά, τόσο μου έρχονται στο μυαλό» γελάει. «Και το “We want it all” είναι ωραίο νομίζω» συνεχίζει με έντονη δόση μετριοφροσύνης.

Όταν αποφασίζουν να σολάρουν, δίνουν ο ένας στον άλλο τον χώρο αλλά και το κίνητρο να σπρώξουν παραπέρα, παίζοντας στο όριο των ικανοτήτων τους. «Ήμασταν πολύ διαφορετικοί ως κιθαρίστες» λέει ο Paeth, «με διαφορετικά ακούσματα και τεχνοτροπία. Παλιότερα ήμουν περισσότερο διατεθειμένος να ακολουθήσω αυτό που έπαιζαν» – αφού ο ίδιος μπήκε τελευταίος στο συγκρότημα – «αλλά όταν γράφαμε το άλμπουμ αυτό, πίεζα πλέον για να διαφοροποιηθούμε. Δεν ήθελα ένα μονότονο metal με στεγανά και όλα τα κλισέ. Το είχαμε ήδη κάνει και μπορεί να μου άρεσε, αλλά ήταν μόνο ένα μέρος αυτών που μου άρεσαν. Ο Bonny πάντα άκουγε πιο σκληρά πράγματα, ενώ εγώ είχα μεγαλύτερο εύρος επιρροών». Είχαν περάσει παραπάνω από δύο χρόνια συνεργασίας και φιλίας, όμως αυτό πώς μεταφράζεται στην προσέγγιση που είχαν οι δυο τους άραγε; «Δεν μαλώσαμε σε προσωπικό επίπεδο κι ακόμα είμαστε καλοί φίλοι, όμως με το πέρασμα των χρόνων στο συγκρότημα, η συνεργασία μάλλον γινόταν δυσκολότερη».

Ακόμα και το instrumental έχει την χάρη του, ακόμα και ο τίτλος του, που παίζει με το προσωνύμιο του Fredl, απ΄ όπου προκύπτει το “Fredl-less”. «Κιθαριστικά, το κομμάτι αυτό είναι πολύ έντονο και μου αρέσει πάρα πολύ. Δεν κάναμε πολλά instrumental αλλά το συγκεκριμένο είναι ξεχωριστό, το είχε φέρει ο Sascha θυμάμαι» μας λέει ο Bilski. Μαλωμένοι με την μετριότητα σε αυτό το άλμπουμ οι Γερμανοί γράφουν 9 ύμνους που κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για την θέση του καλύτερου τραγουδιού.  Το ομώνυμο τραγούδι είναι ο κλασικός ύμνος που γνωρίζουμε όλοι, το τραγούδι που ορίζει τον ήχο των HEAVENS GATE. Έχει το ρεφραίν που σου κολλάει στο μυαλό και την δύναμη που σε κολλάει στον τοίχο. «Είναι αυτό που ξεχωρίζω» μας λέει ο Paeth «γιατί με είχε κερδίσει με το μεσαίο του μέρος που ήταν τόσο διαφορετικό. Μετά το πρώτο σόλο εννοώ. Είμαι περήφανος γι’ αυτό». Ο έτερος κιθαρίστας, ο Bilski θυμάται «αυτό το μεσαίο μέρος με είχε κουράσει πάρα πολύ. Ο Charlie και ο Sascha είναι και οι δύο τελειομανείς και μέχρι να βρούμε το ιδανικό παίξιμο είχαμε λιώσει. Η ώρα είχε περάσει και κάποια στιγμή, ενώ το έπαιζα για πολλοστή φορά, έρχονται και οι δύο και λένε ότι το πέτυχα. Ήταν όμως 5 το πρωί!».

Ο Charlie Bauerfeind ήταν ήδη πετυχημένος στο χώρο ως παραγωγός και η επιλογή του ήταν σχετικά εύκολη, όμως η συνεργασία θα ήταν το ξεκίνημα της πορείας του Paeth ως παραγωγού, «Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με τον Charlie, με το οποίο δούλεψα για πολλά χρόνια μετά, μαθαίνοντας περισσότερα για την διαδικασία παραγωγής». Διηγείται «Ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από το πώς γίνονται σήμερα τα πράγματα. Ήταν απολύτως αναλογικά και μόνο για τις χορωδίες είχαμε την δυνατότητα να χρησιμοποιούμε samples. Όλα γινόταν με υπομονή και προσπάθεια».

Όπως το ομώνυμο, έτσι και τα υπόλοιπα είναι δυναμίτες. Το δυναμικό “We got the time” αλλά και το επικό “The never-ending fire” που συνεχίζει την ιστορία του “Path of glory” από το ντεμπούτο. «Όταν μπήκαμε στο στούντιο, είχαμε ολοκληρώσει τα τραγούδια αν και στην διάρκεια της ηχογράφησης, προσθέσαμε ιδέες και βελτιώσαμε τα τραγούδια, όμως στον μεγαλύτερο βαθμό wαυτά είχαν ήδη ετοιμαστεί από πριν» συμπληρώνει ο Paeth. Από την πρώτη φορά που άκουσα το δίσκο, θεώρησα το τελευταίο “Gate of heaven” ως μια άλλη όψη του πρώτου “Livin’ in hysteria” σε μια κίνηση συμμετρίας. «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά μου αρέσει αυτό που λες. Εκείνη την εποχή έπρεπε να μελετήσεις την σειρά των τραγουδιών ώστε να ταιριάζουν στις δύο πλευρές του δίσκου, αλλά να έχουν και νόημα στο CD. Δεν μπορώ να σου πω σήμερα, γιατί μπήκε στο τέλος, αλλά μας ταίριαζε» μας λέει ο Bilski. Στο τραγούδι αυτό αναφέρεται το όνομα του συγκροτήματος (“Gate of Heaven = HEAVENS GATE”) και μπορεί να είναι πιο κοντά στο ύφος του “In control” και τους HELLOWEEN, αλλά στο γούστο μου παραμένει κορυφαίο.

Τι δεν γνωρίζετε για την ανάμιξη του management; Στο δίσκο υπάρχει ξεκάθαρα το σήμα του Limb Schnoor, του μάνατζερ που ανέδειξε τους HELLOWEEN, οι οποίοι όμως ήδη είχαν γίνει μεγαλύτερο όνομα από αυτό που μπορούσε να κουμαντάρει ο Schnoor κι έψαχνε τον επόμενο καλλιτέχνη. «Ο Limb είχε καλές επαφές στην Ιαπωνία, που ήταν μια αγορά που θέλαμε να μπούμε» προσθέτει ο Bonny Bilski, «και όντως τόσο με το “Open the gate and watch” όσο και με το “Livinin hysteria” τα καταφέραμε. Με αυτό τον δίσκο ουσιαστικά κάναμε επιτυχία εκεί και στον επόμενο ακόμα περισσότερο». Με τον Paeth, πήγαιναν μαζί σχολείο και η επαφή με τους HEAVENS GATE ήταν επόμενο να γίνει. Όμως δεν ήταν όλα απλά «Ενώ γράφαμε το άλμπουμ, είχε γίνει μια επαφή με την Sanctuary Records». Ναι, την εταιρεία των IRON MAIDEN, μια από τις πιο πετυχημένες ιστορίες στο χώρο του music management. «Είχε έρθει ο ίδιος ο Rod Smallwood και συζητήσαμε τρώγοντας θυμάμαι, σε ένα εστιατόριο δίπλα από το στούντιο. Μην με ρωτήσεις γιατί δεν προχωρήσαμε τότε! Δεν θυμάμαι αν μας έκαναν πρόταση καν, αλλά και μόνο που έδειξαν τέτοιο ενδιαφέρον, ήταν αξιόλογο για εμάς».

Ευτυχώς καταφέραμε να βρούμε τους ίδιους τους συντελεστές για να μας βοηθήσουν στην αναδρομή αυτή, διότι αν έγραφα από μόνος μου διθυράμβους για τον μνημειώδη αυτό δίσκο, θα καταντούσα γραφικός. Εύκολα ο καλύτερος power metal δίσκος της χρονιάς κι ένα από τα ανεξίτηλα διαμάντια του ιδιώματος που βγήκαν ποτέ. Παρά το γεγονός ότι δεν έγιναν ποτέ μεγάλο όνομα, οι HEAVENS GATE οφείλουν την υστεροφημία τους κυρίως στο “Livin’ in hysteria”.

Γιώργος “Can’t stop rockin’ ” Κουκουλάκης

1 COMMENT

  1. Πολύ ωραίο αφιέρωμα σε εναν αγαπημενο δίσκο – διαμάντι. Με τέτοια έπη μεγαλώσαμε. Προσωπικά, δεν θα ησυχάσω αν δεν κάνουν εστω και ενα reunion live show κάποια στιγμή, για να τους δω και ζωντανά…

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here