A day to remember… 11/7 [JUDAS PRIEST]

0
786
Judas Priest

Judas Priest

ΟΝΟΜΑ ΑΛΜΠΟΥΜ: “Redeemer of Souls” – JUDAS PRIEST
ΕΤΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ: 2014
ΕΤΑΙΡΕΙΑ: Epic/Columbia
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Mike Exeter – Glenn Tipton
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Robert Halford – Φωνητικά
Glenn Tipton – Κιθάρα
Richie Faulkner – Κιθάρα
Ian Hill – Μπάσο
Scott Travis – Τύμπανα

Ποια είναι η χρησιμότητα τέτοιων κειμένων; Να γράφουμε για να τιμήσουμε μια επέτειο, βγάζοντας γούστα και καταθέτοντας τον οπαδισμό μας; Ή να επανερχόμαστε και να παρουσιάζουμε ξανά κάποιο άλμπουμ, περνώντας το από μια όσο γίνεται αντικειμενικότερη επανεξέταση; Η θεώρηση του γράφοντος, επιβάλει το δεύτερο. Το γεγονός πως οι απανταχού οπαδοί των JUDAS PRIEST είναι μακράν οι αντικειμενικότεροι οπαδοί μεγάλης μπάντας και δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα του αγαπημένου τους συγκροτήματος, το ενισχύει. Συνεπώς, πάμε να ξαναδούμε καλύτερα τι έγινε το 2014 στο στρατόπεδο του Ιερέα και να βγάλουμε εκ νέου ετυμηγορία.

Ξεκινάμε από το ότι ο KK Downing είχε αποχωρήσει από το group ήδη, από τον Απρίλιο του 2011, λόγω αγεφύρωτων διαφορών με τους υπολοίπους (ας το θέσουμε κομψά) και στην ομολογουμένως ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ “The Epitaph World Tour”, o Richie Faulkner ήταν αυτός που θα κρατούσε πια τη δεύτερη κιθάρα. Ανοίγει παρένθεση: Τότε ήταν που τους είδαμε στην Πλατεία Νερού και μας έφυγαν τα ούρα από την συγκίνηση και το δέος, γιατί αφενός είχαμε την εντύπωση πως αποσύρονται (υπήρχε αυτή η εντύπωση, διάχυτη), αφετέρου το live ήταν ασύλληπτο, με το καλύτερο set που έχουμε ακούσει ποτέ, στο σύνολο των εδώ εμφανίσεων των Ιερέων. Κλείνει η παρένθεση.

Long story short, από εκεί που θα κυκλοφορούσε τέλη του 2011 με αρχές του 2012, φτάσαμε στο 2014 για να ακούσουμε το “Redeemer of Souls”. Ως «επιστροφή στις ρίζες» χαιρετήθηκε, μετά το «πείραμα» του “Nostradamus” (το οποίο είναι καλό άλμπουμ, μη γελιόμαστε) που για πολλούς, δεν ταίριαζε σε μια μπάντα σαν τους JUDAS PRIEST. Επί της ουσίας ναι, επρόκειτο για επιστροφή. Έλειπαν οι μεγάλες ατμοσφαιρικές συνθέσεις, τα πλήκτρα, το άλμπουμ ήταν σαφέστατα πιο «φωτεινό» και πολύ πιο… JUDAS PRIEST. Το ένα από τα δυο μεγάλα ερωτήματα λοιπόν που μέχρι τότε αιωρούντο πάνω από το κεφάλι (σαν το μεγάλο ερωτηματικό που βλέπουμε στα cartoons) των οπαδών, απαντήθηκε. Το δεύτερο, αφορούσε τον Faulkner και κατά πόσο αυτός θα μπορούσε να «γεμίσει τις μπότες» (κατά το “fill the boots” των Αγγλοσαξόνων) του K.K. Downing.

Κι αυτό έγινε. Τόσο στο εν λόγω άλμπουμ, όσο κυρίως στα χρόνια που ακολούθησαν και μας άφησαν με ανοικτό το στόμα. Η δυάδα Tipton/Faulkner συνεργάστηκε πολύ καλά στην «κοπτοραπτική» των riffs και των leads και με την δεδομένη προσθήκη του Halford, υπέγραψε όλες τις συνθέσεις. Τις δεκατρείς του κυρίως δίσκου και τις άλλες πέντε της deluxe έκδοσης (που κυκλοφόρησαν κι ως αυτόνομο, περιορισμένης έκδοσης δεκάιντσο βινύλιο με τίτλο “5 Souls”), που ανεβάζουν τον αριθμό στις δεκαοχτώ! Εντάξει, εδώ έχουμε όχι απλά αυτογκόλ… μπήκε ο αμυντικός με τη μπάλα μαζί στο τέρμα του! Είναι δυνατόν; Δίσκος 83 λεπτών;;; Εδώ μετά τα σαράντα και μας πιάνει τεταρταίος πυρετός, υπάρχει άτομο που να αντέχει τέτοιες διάρκειες; Σχεδόν αδύνατον. Όπως είναι σχεδόν αδύνατον, να υπάρχει συνθετική ισορροπία σε ένα τέτοιο έργο και το επίπεδο να είναι συνεχώς υψηλό.

Εκεί εστιάζεται το σημαντικό μειονέκτημα του “Redeemer…”. Η αδύναμη παραγωγή, για την οποία ακούω πολύ κόσμο να μιλά και δικαίως, είναι δευτερευούσης σημασίας. Ας είχε μόνο τραγουδάρες ο δίσκος κι ας είχε μέτρια παραγωγή. Η αρχή του είναι αισιόδοξη πάντως, με το “Dragonaut” και το ομώνυμο κομμάτι, που μου θυμίζει και λίγο “Hell patrol”, χωρίς εννοείται να αγγίζει το μεγαλείο του. Το “Halls of Valhalla” είναι ΕΠΟΣ και στα σίγουρα, η καλύτερη στιγμή του δίσκου. Αξιόλογο είναι επίσης το “Sword of Damocles”, που θα μπορούσε να είναι άνετα και στο “Nostradamus”. Δεν ξέρω, αλλά πάντα το θεωρούσα ως «ένα metal τραγούδι των MAGNUM», για κάνε και συ λίγο τον συσχετισμό. Από εκεί και κάτω όμως, «χαλάει η σούπα»…

Τα “March of the damned” και “Down in flames”, που θα μπορούσε να τα γράψει και ένας 18χρονος οπαδός τους, πέραν του πιασάρικου ρυθμού τους, δεν προσφέρουν κάτι. Κανονικό γεώμηλο το “Hell & back”, ανούσιο το “Metalizer”, βαρετό το “Secrets of the dead”, «φτωχό» το “Beginning of the end”… Οι εξαιρέσεις των “Cold blooded” (παιδάκι του “Bloodstone”), “Crossfire” (bluesy, διαφορετικό, άρα αυτομάτως έχει ένα ενδιαφέρον παραπάνω) και “Battle cry” (μάλλον η δεύτερη καλύτερη στιγμή του άλμπουμ) δεν μπορούν να ισορροπήσουν την κατάσταση, η οποία βυθίζεται στο bonus CD… Και τα πέντε κομμάτια που βρίσκονται εκεί (“Snakebite”, “Tears of blood”, “Creatures”, “Bring it on”, “Never forget”) είναι ό,τι πρέπει για όσους πάσχουν από αϋπνία… Ακόμη και ο Rob, για όνομα δηλαδή, ούτε αυτός είναι σε φόρμα! Μολονότι εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι κακός, ακούγεται «μαγκωμένος», «κρατιέται», δεν είναι ο Halford που επισκίαζε τα πάντα με τις ερμηνείες του και τρόμαζε όποιον τολμούσε να σταθεί δίπλα του.

Παραδόξως, η εμπορική απήχηση του “Redeemer…” ήταν έξοχη! Παράδοξο βέβαια σε πρώτη ανάγνωση, απολύτως φυσιολογικό σε δεύτερη. Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, πως αυτό οφείλεται στην απογοήτευση του “Nostradamus”. Στις ΗΠΑ ειδικά έσκισε, πήγε στην έκτη θέση του Billboard. Έλαβε απίθανα εγκωμιαστικά σχόλια από τον Τύπο, συντάκτες υμνούσαν την καταπληκτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Halford (άντε βγάλε άκρη), επισήμαναν πως ο Faulkner «αναγέννησε» το συγκρότημα και φτάσαμε να διαβάζουμε πως το άλμπουμ ήταν ισάξιο ενός “Sad wings of Destiny” και ενός “British Steel”. Εμ, δεν σας παίρνουν την πένα, ή σωστότερα το πληκτρολόγιο ορισμένων, σας έχουν αμολητούς να γράφετε μπούρδες!

Επομένως ναι, το “Redeemer of souls” δεν είναι δίσκος – απογοήτευση, αλλά συνάμα όχι, δεν είναι και να σκίζεις τα ρούχα σου από την πώρωση, μην τρελαθούμε τώρα. Και η περιρρέουσα αίσθηση περί του «τελευταίου JUDAS PRIEST άλμπουμ», έκανε όλους τους σώφρονες και απαιτητικούς οπαδούς του σχήματος, να θέλουν περισσότερα. Ευτυχώς, η συνέχεια ήταν αυτή που έπρεπε και τα «περισσότερα» μας δόθηκαν απλόχερα. Ο Andy Sneap ανέλαβε παραγωγή και δεύτερη κιθάρα, ο Faulkner πήρε επ’ ώμου την σύνθεση όντας το πρώτο βιολί στο group, o Rob αναζωογονήθηκε και τα “Firepower” και “Invincible shield” μας έκαναν να τρέχουμε τρελαμένοι σε βουνά και λαγκάδια.

Δημήτρης Τσέλλος

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here