A day to remember… 12/7 [ALICE COOPER]

0
605
Alice Cooper












Alice Cooper

ONOMA ΑΛΜΠΟΥΜ: “The last temptation” – ALICE COOPER
ETOΣ KYKΛΟΦΟΡΙΑΣ: 1994
ΕΤΑΙΡΙΑ: Epic
ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ: Don Fleming, Duane Baron, John Purdell, Andy Wallace
ΣΥΝΘΕΣΗ ΜΠΑΝΤΑΣ:
Φωνητικά – Alice Cooper
Κιθάρες /Δεύτερα φωνητικά – Stef Burns
Μπάσο/ Δεύτερα φωνητικά – Greg Smith
Πλήκτρα/ Δεύτερα φωνητικά – Derek Sherinian
Τύμπανα – David Uosikkinen

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο Alice Cooper επέστρεφε εμφατικά από την αυτοκαταστροφική άβυσσο στην οποία είχε βυθιστεί για χρόνια (μέχρι τα μέσα της δεκαετίας), με την κυκλοφορία του τεράστιου “Trash”, του άλμπουμ που, εμείς της γενιάς μου τουλάχιστον, μνημονεύουμε ως το μεγάλο του hit. Με ένα εντυπωσιακό track list, το “Trash” σημείωσε μεγάλη επιτυχία στα charts και ένα ακόμα ιστορικό υψηλό στην καριέρα του Alice, κάτι το οποίο προσπάθησε να αναπαραγάγει το 1991 με το επόμενο του πόνημα, το εξαιρετικό “Hey Stoopid”, με το αποτέλεσμα να αφήνει το ανεξίτηλο αποτύπωμα στις καρδιές των fans.

Παρά την συνύπαρξη όλων αυτών των ευνοϊκών, αν μη τι άλλο, συνθηκών, το “Hey Stoopid” δεν τα πήγε τόσο καλά όσο ο προκάτοχος του, αν και στο Ηνωμένο Βασίλειο μπήκε στο νο. 4 των charts και στις ΗΠΑ έγινε χρυσό. Ο Alice βγήκε σε περιοδεία την ίδια χρονιά στην Αμερική, ως μέρος της ασύλληπτης τριάδας που περιλάμβανε τον εαυτό του, τους JUDAS PRIEST και τους Motörhead, με τίτλο “Operation Rock n’ Roll”, ενώ ακολούθησαν εμφανίσεις μόνο με δικές του συναυλίες στην περιοδεία “Nightmare On Your Street”. Τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε στο Δουβλίνο η ευρωπαϊκή περιοδεία για το “Hey Stoopid”, η οποία τελείωσε στο Gothenburg της Σουηδίας στις αρχές Νοέμβρη του 1991.

Ο Alice παρέμεινε δραστήριος και στο κομμάτι εκτός περιοδειών για την προώθηση του “Hey Stoopid”. Το 1991, παράλληλα με την κυκλοφορία του άλμπουμ, εμφανίστηκε στο βίντεο “Alice Cooper: Prime Cuts”, μία εξιστόρηση της καριέρας του, με συνεντεύξεις του ιδίου, του επί χρόνια παραγωγού και συνεργάτη του Bob Ezrin και του μάνατζερ του Shep Gordon. Επιπλέον, συνεργάστηκε με τους Guns N’ Roses στο τραγούδι “The Garden” του πρώτου “Use Your Illusion” και έκανε μια σύντομη εμφάνιση στην ταινία τρόμου «Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες 6». Το 1992, τον είδαμε στην υπερεπιτυχημένη κωμωδία του Mike Myers, “Wayne’s World”, να ερμηνεύει το “Feed My Frankenstein” και να προβάλλει με άνεση και χιούμορ την «υποκριτική» του πλευρά.

Η δεκαετία του ’90 μπήκε δυνατά, αλλά μετά το 1992, τα πράγματα δεν έδειχναν και πολύ καλά για την πιο «εμπορική» hard rock σκηνή που είχε αναδειχθεί από το MTV στα 80s. Τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά την άφιξη του grunge και η σχεδόν ταυτόχρονη κυριαρχία στο mainstream συγκροτημάτων όπως οι Nirvana, Pearl Jam, Soundgarden και Alice in Chains τελείωσε τη δουλειά που είχαν ξεκινήσει οι Guns N’ Roses και άλλα συγκροτήματα του glam κινήματος λίγα χρόνια νωρίτερα. Κάποιες επιτυχημένες καριέρες σταμάτησαν ακαριαία, ακόμη και καλλιτεχνών που προσπάθησαν να ταιριάξουν με δουλειές πιο κοντά στη νέα τάξη πραγμάτων. Και ενώ κάποιοι κατάφεραν να συνεχίσουν σχετικά αλώβητοι, άλλοι χάθηκαν κάπου στην προσπάθεια να απομακρυνθούν από την αισθητική της δεκαετίας του ’80, είτε προσπαθώντας να ενσωματωθούν σύμφωνα με τις νέες τάσεις είτε απλά αλλάζοντας … κουρέματα.

Όμως, για τον άνθρωπο που αισίως έμπαινε στην τέταρτη δημιουργική δεκαετία του και δεν είχε κολλήσει πουθενά, εκείνο που ήταν τροχοπέδη για άλλους, δεν εμπόδισε αυτόν να βγει μπροστά με το εντελώς προσωπικό του ύφος και αγνοώντας επιδέξια τις νέες τάσεις στον χώρο του σκληρού ήχου, κάτι λογικό μιας και ο ίδιος κατάλαβε ότι δεν άνηκε ποτέ σε αυτό τον χώρο αλλά είχε στα χέρια του μία διαχρονική περσόνα, που υπερέβαινε τον προσωρινό χαρακτήρα της όποιας μόδας.

Καθώς η συμφωνία του Alice με την Epic Records, όπου είχε κυκλοφορήσει τα “Trash” και “Hey Stoopid”, ήταν ακόμη σε ισχύ, αυτός πήρε τον χρόνο του και άρχισε να στήνει το επόμενο έργο του, ένα concept άλμπουμ – κάτι που είχε να κάνει από το “DaDa” (1983) – που θα συνοδευόταν από το δικό του comic – κάτι που επίσης είχε γίνει ξανά στο παρελθόν όταν η Marvel κυκλοφόρησε το “Tales from the inside” βασισμένη στο άλμπουμ “From the inside” (1978). Και για αυτό θα συνεργαζόταν με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Άγγλο Neil Gaiman, έναν από τους πιο πολυβραβευμένους και σπουδαίους συγγραφείς της εποχής μας, όσον αφορά τον χώρο των graphic novels, των κόμικς και του φανταστικού μυθιστορήματος. Μία αρμονική συνεργασία θα υπέθετε κάποιος, αφού η αισθητική του Gaiman ταίριαζε γάντι με τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα του Alice, σκοτεινό, τρομακτικό, υπερβατικό και μεταφυσικό.

Για το φιλόδοξο αυτό project, ήταν απαραίτητο να γραφτεί πρώτα η ιστορία πίσω από το άλμπουμ. Η τριβή και η συνεργασία με τον Gaiman κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη να γίνει πρώτα το κόμικ και μετά να ηχογραφηθούν τα τραγούδια, έτσι ώστε να είναι έτοιμα ταυτόχρονα για κυκλοφορία, παράλληλα με την παραγωγή του live. Για τους σκοπούς της ιστορίας, ο Alice θα επανέφερε στο προσκήνιο έναν χαρακτήρα που μας τον είχε συστήσει το μακρινό 1975 και το άλμπουμ-σταθμό στην καριέρα του, “Welcome to my nightmare”, τον βασανισμένο Steven.

Εμβαθύνοντας σε θέματα πίστης, πειρασμού, αποξένωσης και απογοητεύσεων της σύγχρονης ζωής, η αφήγηση επικεντρώνεται στο νεαρό αγόρι, ο οποίος, φοβούμενος να μεγαλώσει και να αντιμετωπίσει τις πραγματικότητες της ζωής, έρχεται με κάποιο τρόπο σε επαφή με έναν μυστηριώδη σόουμαν (τον “Showman”), που διέθετε υπερφυσικές ικανότητες. Αυτός προσπαθεί να δελεάσει τον Steven να προσχωρήσει στο απόκοσμο ταξιδιάρικο σόου του, “The Theatre of the Real – The Grand-est Guignol!”, όπου υπόσχεται αιώνια νεότητα, θέτοντας παράλληλα το αγόρι ενώπιων διάφορων σύγχρονων πειρασμών, όπως τα ναρκωτικά, η βία και η υπαρξιακή απόγνωση. Η ιστορία τονίζει ότι αυτοί οι πειρασμοί είναι διαχρονικοί, εμφανίζονται σε όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας και υπογραμμίζει τη σημασία της αντίστασης σε αυτούς. Αυτό το ταξίδι του Steven στην παράσταση του “Showman” αποτελεί, εν τέλει, μια μεταφορά για τον αγώνα ενάντια στην υποταγή στους σύγχρονους πειρασμούς. Επίκαιρο ακόμα και στις μέρες μας, δεν βρίσκετε;

Ο ατμοσφαιρικός ήχος του άλμπουμ, που διαμορφώθηκε από διάφορους παραγωγούς (Don Fleming, Duane Baron, John Purdell και Andy Wallace), δημιουργεί το κατάλληλο σκηνικό για να ξεδιπλωθεί η δραματική αυτή ιστορία. Ο Gaiman δεν ήταν ο μόνος εξωτερικός συνεργάτης στο άλμπουμ, αλλά κι άλλοι γνωστοί (και λιγότερο γνωστοί) καλλιτέχνες πρόσφεραν την αρωγή τους. Πρώτος και καλύτερος, ο εκλιπών Chris Cornell, τότε frontman των SOUNDGARDEN, που έγραψε ένα τραγούδι με τον Alice (“Stolen prayer”) και στο οποίο έκανε και δεύτερα φωνητικά. Ωστόσο, μία ακόμη από τις συνθέσεις πιστώθηκε αποκλειστικά στον ίδιο και αυτή ήταν το “Unholy war”. Είναι εκπληκτικό πως οι δύο καλλιτέχνες μπόρεσαν να συγκεράσουν τις ξεχωριστές τους προσεγγίσεις, ο μεν με πιο grunge ήχο, ο δε με πιο κλασικά ακούσματα.

Ένας άλλος συνεργάτης που κλήθηκε να συγγράψει κάποια κομμάτια ήταν ο Dan Wexler, κιθαρίστας των cult θρύλων ICON, προερχόμενος και αυτός από το Phoenix της Αριζόνα (τόπος κατοικίας του Alice). O Wexler βοήθησε να γραφτούν τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του άλμπουμ, συγκεκριμένα τα “Sideshow”, “Nothing’s free”, “Bad place alone” και το πρώτο single (και γνωστότερο τραγούδι του άλμπουμ, στο οποίο παίζει και κιθάρα), “Lost in America”. Το τραγούδι, που είναι και το μοναδικό από το άλμπουμ που ο Alice παίζει ακόμα στα live του, έχει το δικό του video clip, το οποίο δυστυχώς δεν παίχτηκε και πάρα πολύ στην τηλεόραση. Στα βρετανικά charts έφτασε μέχρι το νο. 22, ενώ σημείωσε και μία μικρή επιτυχία στην Ωκεανία (νο. 46 στην Νέα Ζηλανδία, νο. 65 στην Αυστραλία).

Άλλοι αξιομνημόνευτοι καλλιτέχνες που πήραν μέρος στις συνθέσεις του άλμπουμ ήταν οι πασίγνωστοι Jack Blades και Tommy Shaw, που έπαιζαν μαζί στους DAMN YANKEES (μαζί με τους Ted Nugent και Michael Cartellone), μέχρι και το 1994. O Blades, πρώην μέλος των NIGHT RANGER και ο Shaw, πρώην μέλος των θρυλικών STYX, πρόσφεραν απλόχερα την βοήθεια τους στα “You’re my temptation” και “It’s me”, με το τελευταίο να κυκλοφορεί ως δεύτερο single. Και αυτό έκανε ένα ικανοποιητικό πέρασμα από τα βρετανικά charts, φτάνοντας στο νο. 34, παρόλα αυτά ούτε το δικό του video clip έλαβε ιδιαίτερη προώθηση, ούτε live ξαναπαίχτηκε μετά το 1995.

Στο “Lullaby” συμμετέχει ο επίσης γνωστός Καναδός συνθέτης Jim Vallance, διάσημος από τις συνεργασίες του με τον Bryan Adams (στα πετυχημένα του άλμπουμ “Cuts like a knife” και “Reckless”) και τους AEROSMITH (σε τραγούδια όπως τα “Rag doll”, “The other side” και “Eat the rich”). Το άλμπουμ κλείνει με το “Cleansed by fire”, το οποίο συνυπογράφει ο Mark Hudson, γνωστός επίσης από την δουλειά του με τους AEROSMITH (στο hit τους “Livin’ on the edge”). Εδώ να πούμε ότι η κύρια μπάντα που έπαιξε στο άλμπουμ ήταν ο κιθαρίστας Stef Burns (με συμμετοχή και στο προηγούμενο “Hey Stoopid”), ο μπασίστας Greg Smith (πρώην RAINBOW στο άλμπουμ “Stranger in us all”), ο ντράμερ David Uosikkinen (πρώην HOOTERS), και ο μάγος των πλήκτρων Derek Sherinian, γνωστός πλέον ως μέλος των DREAM THEATER από το 1994 και έπειτα.

Μετά την πιο εμπορική αισθητική των “Trash” και “Hey Stoopid”, το καινούριο άλμπουμ, που ονομάστηκε “The last temptation”, από την ιστορία που δημιούργησε ο Alice με τον Gaiman (και όχι από τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Ν. Καζαντζάκη), διέφερε σημαντικά σε όλα τα σημεία. Αναβίωσε μερικά από τα πιο σκοτεινά, μακάβρια θέματα από το παρελθόν του Alice ενώ ηχητικά χαρακτηρίζεται από grunge στοιχεία και πιο αιχμηρές μελωδίες. Αν και μερικές φορές καταλήγει σε κάποια μικρά αδιέξοδα (παιδικές χορωδίες, άφθονα ηχητικά εφέ), το τελικό αποτέλεσμα δεν επηρεάζεται και πολύ. Άλλωστε ο Alice δεν ήταν ποτέ φειδωλός με την υπερβολή και την θεατρικότητα. Στο ηχητικό ντοκουμέντο, ήρθε να προστεθεί το ομώνυμο κόμικ σε τρία μέρη, γραμμένο από τον Neil Gaiman και σε εικονογράφηση Michael Zulli (“The Sandman”), επί σειρά ετών συνεργάτη του συγγραφέα. Τοv “Showman” στο κόμικ, υποδύεται – ποιος άλλος; – ο ίδιος ο Alice. To κόμικ αρχικά κυκλοφόρησε από την Marvel και έπειτα επανεκδόθηκε από την Dark Horse Comics.

Την Τρίτη 12η Ιουλίου, ακριβώς τρεις δεκαετίες πριν, κυκλοφόρησε το 13ο σόλο (και 20ο συνολικά) άλμπουμ του Alice, από την Epic Records, τόσο ως το combo άλμπουμ και κόμικ, όσο και ως σκέτο άλμπουμ. Ήταν το τρίτο που κυκλοφόρησε η εν λόγω εταιρεία, ωστόσο δεν είχε καμία σχέση με τις δύο προηγούμενες δουλειές, θεματικά και μουσικά. Το “The last temptation” τα πήγε περίφημα στο Ηνωμένο Βασίλειο (έφτασε στο νο. 6) αλλά όχι και τόσο καλά στις ΗΠΑ (νο. 68). Ενόψει του διαζυγίου με την Epic, η προγραμματισμένη περιοδεία δεν χρηματοδοτήθηκε από την εταιρεία και ο Alice τελικά δεν προώθησε συναυλιακά το άλμπουμ. Μέχρι σήμερα, μόνο το “Lost in America” έχει επιβιώσει στο set list των συναυλιών του καλλιτέχνη. Αυτό βέβαια δεν λέει κάτι για την συνολική αξία του “The Last Temptation”, παρά μόνο ότι αποτέλεσε ένα εξαιρετικό, (ίσως) υποτιμημένο άλμπουμ και σίγουρα σημείο καμπής στην πορεία του μεγάλου Alice Cooper.

Κώστας Τσιρανίδης

ΥΓ: Ευχαριστώ τον Κωνσταντίνο Κουζήγιαννη, τον ειδήμονα στα πάντα περί Alice Cooper, για την πολύτιμη συνδρομή του!

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here